Ζούσε στο όμορφο Καρπενήσι. Από τα παιδικά της χρόνια τη συνόδευε η φτώχεια. Υπανδρεύθη έναν άνδρα σκληρό και αγροίκο. Και μετά τον γάμο της εξακολούθησε να ξενοδουλεύη, για να επιβιώσουν, γιατί τα έσοδα του συζύγου δεν επαρκούσαν ούτε για το δικό του ποτήρι.
Τα πόδια της κοντόσωμης γυναίκας είχαν στραβώσει από την δουλειά. Έμοιαζαν με τις κουτσούρες του αμπελιού. Έτσι τα είχε χαρακτηρίσει ο μακαριστός πατέρας μου, προσθέτοντας πως αυτή η γυναίκα πρέπει να είναι πολύ τυραννισμένη. Τα βάσανα της ζωής και οι πόνοι της και οι σωματικές της κακώσεις την έκαναν να ταχθή στην Παναγιά την Προυσιώτισσα, να Τη διακονή κάθε δεκαπενταύγουστο. Εκεί τη γνώρισα και μου εκμυστηρεύθηκε το μεγάλο θαύμα της ζωής της:
– Δούλευα, Γέροντά μου, από νύχτα σε νύχτα και το βράδυ με το παραμικρό έτρωγα ξύλο από τον σχωρεμένο τον άνδρα μου. Με χτυπούσε στη γη, όπως τα παιδιά το τόπι στο γήπεδο.
Μια περίοδο δούλευα παραδουλεύτρα σ’ ένα γιατρό. Ήταν καλοπληρωτής, αλλά κι αυτός σκληρός και δύστροπος σαν τον άνδρα μου. Δεν μου επέτρεπε καμμιά κουβέντα να κάνω απ’ όσα άκουγα και έβλεπα στο ιατρείο του.
Κάποτε πήρα τα σκουπίδια να τα πετάξω. Φορτώθηκα τον κάδο στην πλάτη και προχωρούσα μέσα στο παγερό απόβραδο για τον σκουπιδότοπο. Όπως βάδιζα, άκουγα ένα σιγανό κλαυθμύρισμα.