Γράφει ο Μέτοικος
Βεβαίως, η υποβολή της ενστάσεως, γίνεται τόσο σε στρατευμένα από φανατισμό ή φανατισμένα από στράτευση κείμενα, που αφορούν την τρέχουσα εκκλησιαστική επικαιρότητα, όσο και σε θεολογικά δοκίμια που, είτε με την αδέσμευτη βούληση του συγγραφέα είτε με επιβολή, το τελικό τους συμπέρασμα είναι δεσμευτικά προσανατολισμένο στους απώτερους στόχους εκκλησιαστικών κέντρων.
Ο ελλογιμώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεος, τον οξυγράφο κάλαμο του οποίου εκτιμούν τόσο ο κ. Βαρθολομαίος, ο αποκαλούμενος και νέο-Κυναίγειρος του Φαναρίου, όσο και ο πρέσβης των Η.Π.Α στην Ελλάδα κ. Τζέφρυ
Ρ. Πάιατ, επανήλθε με δυο κείμενά του, συναφή με τα όσα περί του Ουκρανικού προβλήματος έγραψε προς την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Ο επίσκοπος Ναυπάκτου αναδημοσιεύει μια παλαιά του μελέτη με θέμα: «Οι Αυτοκέφαλες Εκκλησίες και ο θεσμός της «Πενταρχίας». Η μελέτη αυτή είναι αξιοπρόσεχτη, τόσο για την μακροχρόνια εμμονή του Επισκόπου σε στρατευμένες θέσεις, όσο και για τον τρόπο που ο συγγραφέας της «εξουδετερώνει» απόψεις εγκυρότατων ορθόδοξων μελετητών, που όμως είναι αντίθετες με το προσχεδιασμένο συμπέρασμά του.
«Στρατευμένες θέσεις» διότι ο επίσκοπος Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος ομολογεί πως: «Το σκεπτικό που διατυπώθηκε στο έγγραφο που απέστειλε στην Ιερά Σύνοδο και αναρτήθηκε στο διαδίκτυο δεν είναι προσωπικές [του] απόψεις» αλλά ακολουθεί τις θέσεις του Φαναρίου! Και, ακόμη, «όταν κατανοήση κανείς προσεκτικά το νόημά του» θα βεβαιωθεί πως είναι «επιστηρικτικό»! Του κύρους του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Ο επίσκοπος Ναυπάκτου κ.Ιερόθεος, όπως και όλοι οι «υποστηρικτές» των θέσεων του Οικουμενικού Πατριάρχου, προκειμένου να προαγάγουν τον κ. Βαρθολομαίο σε «Κριτή της Οικουμένης» χρησιμοποιούν στα κείμενά τους, επιλεκτικά, γνώμες καθηγητών της Θεολογίας που στηρίζουν τις απόψεις τους, π.χ. περί του εκκλήτου. Εάν υπάρχει απόφανση διαφορετική, όπως αυτή του Αγίου Νικοδήμου στην ερμηνεία των κανόνων 9 και 17 της Συνόδου της Χαλκηδόνας, που δεν αναγνωρίζει στον Κωνσταντινουπόλεως δικαίωμα εκκλήτου εκτός των ορίων της δικαιοδοσίας του, τότε ο Άγιος υβρίζεται και η απόφανσή του παρασιωπάται.
Προκειμένου περί του ως μη όφειλε ανακύψαντος προβλήματος στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας, όπου ο Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος «ου τω καλώ της οικονομίας χρήσασθαι τρόπω» και χωρίς να έχει «βεβαίαν την πεποίθησιν» πως θα είχε «ομογνώμονας και συμψήφους και τους λοιπούς Αγιωτάτους και Σεβασμιωτάτους Πατριάρχας και Προέδρους πασών των Αγίων αδελφών ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησίων» προχώρησε στην παραχώρηση αυτοκεφαλίας σε μια σέχτα αχειροτόνητων, καθηρημένων και αφορισμένων, που αυτός ονόμασε εκκλησία, ο επίσκοπος Ναυπάκτου είναι προσεκτικός και, ως εκ τούτου, υπολογιστής πολλών παραμέτρων. Στις παρεμβάσεις του, στο φλέγον την Ορθόδοξη Εκκλησία θέμα δημιουργίας σχίσματος στην Εκκλησία της Ουκρανίας, επί της ουσίας δεν παίρνει θέση, καθώς δεν ξεκινά από την αντικανονική αρχή του, που δεν είναι άλλη από την αναγνώριση υπό του κ. Βαρθολομαίου αγιοπνευματικής εγκυρότητας των υπό του καθηρημένου, αφορισμένου και αναθεματισμένου αυτοαποκαλούμενου «Επιτίμου Πατριάρχου Κιέβου και πάσης Ρως-Ουκρανίας Φιλαρέτου» τελεσθεισών χειροτονιών, ούτε και αγγίζει το θέμα του εκκλήτου, όπου θα έπρεπε να αντιμετωπίσει τον άγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας και Μέγα Κανονολόγο Νικόδημο Αγιορείτη, αλλά στέκεται στο σημαντικό μεν αλλά επακόλουθο πρόβλημα της αυτοκεφαλίας.
Βεβαίως, κανείς δεν έχει την αξίωση ο επίσκοπος Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος να ακολουθήσει τον Αλβανίας Αναστάσιο που, τουλάχιστον στην αρχή προτίμησε την φιλτάτη Αλήθεια από τον φίλο Βαρθολομαίο, αλλά από όσους ιεράρχες έχουν αποστολική διαδοχή και επάξια φορούν για «πενήντα [και περισσότερα] χρόνια το τίμιο ράσο», το πλήρωμα της Εκκλησίας Χριστού ζητά να προτιμούν την Αλήθεια της Μίας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας από την υποστήριξη ενός αιωνόβιου και σεβαστού, όχι μόνο από τους Ρωμιούς αλλά και από τον απανταχού Ελληνισμό, ανθρώπινου θεσμού.
Τέλος, στην μελέτη του για τις «Αυτοκέφαλες Εκκλησίες και το θεσμό της Πενταρχίας» ο άγιος Ναυπάκτου μνημονεύει και τον πολύ Παναγιώτη Τρεμπέλα, οι απόψεις του οποίου γίνονται αποδεκτές έως και του σημείου εκείνου που, ο διαπρεπής καθηγητής του Ορθοδόξου Δόγματος αποφαίνεται ότι : «αι ζητούσαι την χειραφέτησιν εκκλησίαι δέον το κατ’ αρχάς ν’ αυτονομώνται μόνον υπό του εξ ου εξηρτώντο εκκλ. Κέντρου επιφυλασσομένου του δικαιώματος προς ανακήρυξιν εις αυτοκέφαλον εις πάσας ομού τας αυτοκεφάλους».
Η Ορθόδοξη θέση στο ζήτημα της «αυτοκεφαλίας του Π.Τρεμπέλα, επί της ουσίας επιβεβαιώθηκε από την Ε´ Προσυνοδική Πανορθόδοξο Διάσκεψη για το «αυτόνομον και τον τρόπο ανακηρύξεώς του», στο Σαμπεζύ-Γενεύη, στις 10-17 Οκτωβρίου 2015.
Ο επίσκοπος Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος ξεπερνά την εγκυρότητα του Τρεμπέλα υποστηρίζοντας πως: «Η άποψη ότι η προσωρινή αναγνώριση της Αυτοκεφαλίας πρέπει να γίνεται από την Εκκλησία από την οποία αποσπάται είναι μια προσωπική άποψη του Τρεμπέλα!». Ό,τι δεν συμβάλλει στην υποστήριξη των θέσεων του, χαρακτηρίζεται ακόμη και, μετά από δέκα και επτά χρόνια, άποψη προσωπική και απλά μπαίνει στο περιθώριο.
Στο θεολογικό δοκίμιο του επισκόπου Ναυπάκτου κ. Ιεροθέου : «Το πολίτευμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας» επί της ουσίας και στην κατακλείδα του, το συμπέρασμα είναι πως, στην Ορθόδοξη Εκκλησία «Υπάρχει σαφώς ένας Πρώτος, που έχει καθήκον για την καλή λειτουργία του Σώματος της Εκκλησίας (sic)».
Το ασαφές και πονηρό «καλή λειτουργία του Σώματος της Εκκλησίας» συνδυασμένο με την διευκρίνηση του κ. Ιερόθεου ότι :«Οι αυτοκεφαλίες δεν είναι…αυτοκεφαλαρχίες… [αφού ο όρος αυτοκεφαλία] περισσότερο… αποδίδει την αυτοδιοίκηση μερικών περιοχών και όχι την πλήρη ανεξαρτησία τους» μεταφέρει «εσκιασμένως άγαν και δολίως» στον προφανέστατα «άνευ ίσων» «Πρώτο» του, υπερεξουσίες, αφού κατά τον κ. Ιερόθεο οι «κατ’ ουσίαν ίσοι μεταξύ τους Επίσκοποι» δεν είναι «όλοι ισότιμοι κατά το κανονικό σύστημα της εκκλησιαστικής διοικήσεως!» και «αυτό νοείται ανάλογα με την διοικητική και ευχαριστιακή θέση τους μέσα στην Εκκλησία!».
Να το πρώτο κατόρθωμα του επισκόπου Ναυπάκτου˙ τα πρεσβεία τιμής, που δηλώνουν ιεράρχηση στο «κανονικό σύστημα της εκκλησιαστικής διοικήσεως» μετατρέπονται σε Κυριάρχηση με τη εφεύρεση του «Πρώτου». Τούτο αυτό, με το ασαφές και πονηρό «καλή λειτουργία του Σώματος της Εκκλησίας» και, συσχετιζόμενο με την απουσία κάθε αναφοράς σε Ιερούς Κανόνες, δίνει το δικαίωμα στον «Πρώτο» του επισκόπου Ναυπάκτου κ. Ιερόθεου να υποστηρίξει πως, οι Άγιοι της Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι «ατυχή θύματα του αρχεκάκου όφεως» δια τούτο «οφείλομεν ενώπιον του δικαιοκρίτου Θεού, όπως επανορθώσωμεν τα σφάλματα εκείνων», όταν αποφαίνονται διαφορετικά από την αντίληψη που έχει ο «Πρώτος» για την «καλή λειτουργία του Σώματος της Εκκλησίας»!
Προφανώς, η Συνοδική απόφαση του 1895 που ορίζει «ότι πας επίσκοπος έστι κεφαλή και πρόεδρος της εαυτού κατά μέρος Εκκλησίας, υποκείμενος μόνον ταις συνοδικαίς της καθόλου Εκκλησίας διατάξεσι τε και αποφάσεσιν ως μόναις αλανθάστοις, ήκιστα του κανόνος τούτου εξαιρουμένου του επισκόπου Ρώμης [και Νέας Ρώμης] ως δείκνυσιν η Εκκλησιαστική Ιστορία…», δεν έχει καμία αξία, αν η λειτουργία της Εκκλησίας εκληφθεί ως τυπικό πανηγύρεως, η τελική εφαρμογή του οποίου εξαρτάται από εκείνο το «ούτως έδοξε τω προεστώτι».
Το υπόλοιπο κείμενο του κ. Ιερόθεου, εναγωνίως υποστηρικτικό του συμπεράσματος πως «Υπάρχει σαφώς ένας Πρώτος» στην Ορθόδοξη Εκκλησία, αναπτύσσεται με κτυπήματα «μια στο καρφί και μια στο πέταλο» σε περιβάλλον αντιφάσεων.
Χάριν παραδείγματος των υπαρκτών αντιφάσεων, στην αρχή της μελέτης του ο επίσκοπος Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος, υποστηρίζει ότι : «Η ιεραρχική αρχή δεν είναι αντίθετη προς τη συνοδική, αφού η συνοδική αρχή θεμελιώνεται δια της ιεραρχικής! Όταν απουσιάζη το ένα, δεν μπορεί να υπάρχει και το άλλο…!», ενώ προς το τέλος του δοκιμίου του αποφαίνεται πως : «ούτε η συνοδικότητα καταργεί την ιεραρχικότητα ούτε η ιεραρχικότητα καταργεί την συνοδικότητα»! Άρα κάλλιστα, όταν το ένα απουσιάζει μπορεί το άλλο να υπάρχει.
Δια τούτο και ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, χωρίς να αμφισβητεί την ιεραρχία αποφαίνεται, όχι για τις Οικουμενικές αλλά για τις συνόδους επισκόπων που αυτός συμμετείχε πως: «έχω μεν ούτως, ει δει ταληθές γράφειν, ώστε πάντα σύλλογον φεύγειν επισκόπων, ότι μηδεμιάς συνόδου τέλος είδον χρηστόν, μηδέ λύσιν κακών μάλλον εσχηκυίας ή προσθήκην».
Και πάλι, για παράδειγμα της αγωνιώδους προσπάθειας να στηριχθεί η θεωρία του «Πρώτου», η όχι ακριβής αναφορά από τον επίσκοπο Ναυπάκτου στον λδ΄ Αποστολικό Κανόνα «για τη λειτουργία του Μητροπολιτικού συστήματος».
Κατ’ αρχάς ο Αποστολικός αυτός Κανόνας δεν αναφέρεται γενικά και αόριστα στην λειτουργία του μητροπολιτικού συστήματος αλλά στους «Επισκόπους εκάστου έθνους» που οφείλουν «τον εν αυτοίς πρώτον, και ηγείσθαι αυτόν ως κεφαλήν, και μηδέν τι πράττειν περιττόν άνευ της εκείνου γνώμης» διατηρώντας την αυτονομία τους στα όρια των επαρχιών τους για όλα τα θέματα εκτός εκείνων που υπερβαίνουν την δικαιοδοσία τους, όπως είναι «τα περί δογμάτων ζητήματα, αι οικονομίαι και διορθώσεις των κοινών σφαλμάτων, αι καταστάσεις και χειροτονίαι των Αρχιερέων και άλλα παρόμοια» επί των οποίων ο «Πρώτος» δεν έχει κανένα δικαίωμα να αποφασίζει μόνος, αφού οι Απόστολοι διατάζουν «μηδέ (εκείνος) άνευ της πάντων γνώμης ποιείτω τι».
Και να το δεύτερο κατόρθωμα του επισκόπου Ναυπάκτου κ.Ιεροθέου, προοδευτικά και από την «τέλεση του Μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας [που] προϋποθέτει προεξάρχοντα» πηγαίνει στον «Προεστώτα» των συνάξεων-συνόδων «ο οποίος όχι μόνο παρίσταται και επιβλέπει τον τρόπο λειτουργίας της πορείας της Συνόδου αλλά συνιστά την ιερουργία της, όπως γίνεται και στην τέλεση της θείας Λειτουργίας!» για να καταλήξει στον σαφώς υπάρχοντα «Πρώτο» στις «πανορθόδοξες Λειτουργίες», με ότι αυτό μπορεί να σημαίνει.
Το κουράζει ο επίσκοπος Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος˙ αντί να εκβιάζει συμπεράσματα, είναι τόσο απλό να δηλώσει πως στηρίζει, άγνωστο για ποιους λόγους, τα εις την σφαίρα της φαντασίας αποκλειστικά δικαιώματα του Κωνσταντινουπόλεως περί «υπερορίων ευθυνών» και αποκλειστικών δικαιωμάτων του, τα οποία ουδέποτε είχε σε καιρό ειρήνης, ο δικαίως έχων τα πρωτεία τιμής στην Ορθόδοξη Εκκλησία.
Ειλικρινά, ο άγιος Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος δεν βλέπει κανέναν κίνδυνο για την Ορθόδοξη Εκκλησία από τις αξιώσεις του «Πρώτου» του, να ασκεί τόσο «αυτεπαγγέλτως όσο και εκ καθήκοντος ή και κατ’ επίκλησιν [κάποιων] ενδιαφερομένων» προνομίες δικτατορικές, ώστε αυτός να κρίνει και να καθορίζει την «ανεπάρκεια ενεργειών» των Προκαθημένων των λοιπών Εκκλησιών, εφευρίσκοντας «κινδύνους» που απαιτούν την επέμβασή του προς αποτροπήν τους;
Δεν ανησυχεί από την επαπειλούμενη κατάργηση του Συνοδικού Συστήματος, που υπερασπίζεται έστω και για εξαγωγή συμπεράσματος στο άρθρο του ή, πράγματι επιθυμεί την κατάργηση των αυτοκεφάλων εκκλησιών, ώστε να επανέλθει εν δόξη και τιμή το Φαναριώτικο σύστημα διοικήσεως της Εκκλησίας την εποχή της τουρκοκρατίας, που τόσο γλαφυρά περιγράφει ο Υψηλάντης στα «Μετά την Άλωσιν»;