Η δόξα του Θεού, την οποία υμνούν ακατάπαυστα κι αχόρταγα κι ακούραστα οι άγγελοι, είναι φως και χαρά και γνώση και ζωή ατελεύτητη. Σ’ αυτήν μετείχαν ο Αδάμ και η Εύα. Συνεχής επικοινωνία και μέθεξη του Θεού, αυτός ήταν ο Παράδεισος. Κι όπου υπάρχει ο Θεός δεν υπάρχει ούτε φθορά, ούτε αμαρτία ούτε θάνατος. Άρα όλα αυτά δεν άγγιζαν τον άνθρωπο.
Με την πτώση ο άνθρωπος απογυμνώνεται, δηλαδή χάνει τη θεϊκή στολή, τη θεϊκή προστασία, τη θεϊκή κάλυψη. Ο χιτώνας του είναι πια το δερμάτινο σαρκίο του που κουβαλάει τα πάθη, τη φθορά, το θάνατο. Είναι γυμνός και ντρέπεται. Είναι ορφανός και φοβάται. Είναι απροστάτευτος, εκτεθειμένος στη μανία της φύσης, στους πόνους μιας σκληρής ζωής, στην ακατάπαυστη βιοπάλη. Μα ο Θεός τον αγαπά, τον αγαπά με μανία, τον καταδιώκει.
Απεργάζεται νέο σχέδιο σωτηρίας. Ο Αδάμ δεν μπόρεσε να γίνει Θεός. Αλλά ο Θεός μπορεί να γίνει άνθρωπος. Και γίνεται. Μπαίνει μέσα στον χρόνο και στον χώρο με σάρκα, με ανθρώπινη υπόσταση, ζει όπως εμείς, χωρίς μόνον αμαρτίας, και μας καλεί να Τον αναγνωρίσουμε, να τον δεχτούμε, να Τον αγαπήσουμε, να Τον ακολουθήσουμε, να γίνουμε ένα μαζί Του για να θεωθούμε.
«Ἰδὼν ὁ Κτίστης ὀλλύμενον τὸν ἄνθρωπον χερσίν ὃν ἐποίησε, κλίνας
οὐρανοὺς κατέρχεται, τοῦτον δὲ ἐκ Παρθένου θείας Ἁγνῆς, ὅλον οὐσιοῦται,
ἀληθείᾳ σαρκωθείς, ὅτι δεδόξασται».
Β) Η συγκατάβαση του Θεού δεν είναι μετάβασις εκ του ουρανού στη γη. «Όλος ην εν τοις κάτω και των άνω ουδόλως απήν ο απερίγραπτος Λόγος.
Συγκατάβασις γαρ θεϊκή, ου μετάβασις δε τοπική γέγονε».
Ο Χριστός χωρίς να απεκδυθεί τη θεότητά του, την κρύβει μέσα στην ανθρώπινη σάρκα την οποία αναλαμβάνει. Αυτό στη θεολογική γλώσσα λέγεται «κένωσις». Η κένωση του Θεού Λόγου γίνεται από την άπειρη αγάπη Του και το σεβασμό προς το πλάσμα Του. Αν ερχόταν στη γη με φανερή τη θεότητά του, κανένας άνθρωπος δεν θα μπορούσε να σταθεί μπροστά Του, πολύ περισσότερο να αντισταθεί. Θα καταργούνταν το αυτεξούσιο του ανθρώπου, διότι μπροστά στη δόξα του Θεού ο άνθρωπος θα έσβηνε, θα κατέρρεε, δεν θα μπορούσε να επιλέξει ελεύθερα, δεν θα κινούνταν αυτοπροαίρετα προς τον Θεόν. Αλλά ο Θεός αυτό ζητεί από τον άνθρωπο, την ελεύθερη αγάπη του: «Όστις θέλει…». Παρόλο που γνωρίζει ότι το πλάσμα Του, ο άνθρωπος, μόνο κοντά Του θα είναι ευτυχισμένο και ζωντανό και αιώνιο, δεν το αναγκάζει να Τον αγαπήσει, δεν παραβιάζει την ελεύθερη βούληση και επιλογή του. Κρύβει λοιπόν τη θεότητά Του και μπαίνει στον χώρο και τον χρόνο των ανθρώπων τόσο αθόρυβα και ταπεινά, όσο δεν πάει άλλο, θα λέγαμε απλοϊκά. Για τη Γέννησή Του καταστρώνει σχέδιο ανατρεπτικό. Διαλέγει τον πιο άσημο λαό, τον Ιουδαϊκό, που τον προετοιμάζει όμως επί πολλούς αιώνες με τους Πατριάρχες, τους Προφήτες, τη θαυμαστή Έξοδο από τη δουλεία των Αιγυπτίων, τη Βαβυλώνεια αιχμαλωσία κτλ.. Διαλέγει ως γενέτειρα την πιο άσημη πόλη, τη Βηθλεέμ, η οποία προκύπτει εκ της απογραφής που διέταξε ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας. Για τους Ιουδαίους η πληθυσμιακή απογραφή απαγορευόταν ρητά στο Δευτερονόμιο, γιατί ο Θεός δεν ήθελε να καμφθεί το φρόνημα του λαού του λόγω της ολιγαριθμίας του, αλλά να έχει την πεποίθηση στον Κύριό του. «Τω Κυρίω μου, πέποιθα». Αλλά με την διαταγή της απογραφής, η οποία προέρχεται κατά παραχώρηση Θεού από τον ειδωλολάτρη Καίσαρα, ο Ιησούς θα γεννηθεί σε μια ξένη πόλη, όπου δεν θα υπάρχει «τόπος εν τω καταλύματι». Αν γεννιόταν στη Ναζαρέτ όπου ζούσε ο Ιωσήφ, θα υπήρχε γι’ Αυτόν ένα φιλόξενο σπίτι, μια συγγενική φροντίδα. Μέσα στο σχέδιο του Θεού ο Υιός και Λόγος Του γεννάται κυριολεκτικά στο πουθενά, σ’ ένα βρώμικο σπήλαιο, και μπαίνει νεογέννητος στο παχνί των ζώων για να βρει λίγη ζεστασιά κι είναι τυλιγμένος σε λίγα κουρέλια –αυτό θα πει σπάργανα.
«Τὴν ἀπαρχὴν τῶν Ἐθνῶν, ὁ οὐρανὸς σοι προσεκόμισε, τῷ κειμένῳ νηπίῳ ἐν φάτνῃ, δι᾿ ἀστέρος τοὺς Μάγους καλέσας· οὓς καὶ κατέπληττεν,
οὐ σκῆπτρα καὶ θρόνοι, ἀλλ’ ἐσχάτη πτωχεία· τὶ γάρ εὐτελέστερον σπηλαίου;
τὶ δὲ ταπεινότερον σπαργάνων; ἐν οἷς διέλαμψεν ὁ τῆς Θεότητός σου πλοῦτος. Κύριε δόξα σοι».
Από τους πιο φτωχούς γίνεται ο φτωχότερος κι από τους τελευταίους αυτής της γης ο τελευταίος, για να αναλάβει, για να σηκώσει πάνω του όλη την αθλιότητα και τη φτώχεια, αλλά και την αμαρτία της ανθρωπότητας. Η τέλεια κένωση και μάλιστα μυστικά, λάθρα. Ο ουρανός έκανε πανηγύρι, αλλά ελάχιστοι άνθρωποι, λίγοι αγραυλούντες ποιμένες, πληροφορήθηκαν το γεγονός. Ήρθε ο Κύριος κρυφά και τόσο ταπεινά, με σεβασμό στην εικόνα Του, για να μην την τρομάξει. Ήρθε για να σώσει, όχι για να απωλέσει. Ήρθε για να προσλάβει την εικόνα του ανθρώπου και να την θεώσει αφού αυτή η εικόνα του δεν κατάφερε να προσλάβει την εικόνα του Θεού.
«Φέρεις Πατρικήν ὁμοίωσιν Υἱέ μου, καὶ πῶς τοῦ δούλου τὸ ὁμοίωμα
πτωχεύσας ἀνέλαβες; πῶς ἐν φάτνῃ ἀνακλίνω σε ἀλόγως τὸν ῥυόμενον
ἅπαντας ἀλογίας; ὑμνολογῶ σου τὸ εὔσπλαγχνον.
Γ) Η επιλογή της Παρθένου Μαρίας είναι θα λέγαμε η μεγάλη έγνοια του Θεού.
Ο πανάγιος Θεός, ο μη γνους αμαρτίαν, δεν μπορεί να σκηνώσει παρά μόνο σε πεντακάθαρο δοχείο, σε πάναγνη, σε παναγία Μητέρα. Ο Θεός σαρκώνεται μόνο τότε, όταν έρχεται στον κόσμο, όταν υπάρχει αυτό το πολύτιμο, το πεντακάθαρο, δοχείο, η Παναγία μας. Η απόλυτη καθαρότητά της, η απόλυτη ταπείνωσή της, η απόλυτη αφιέρωσή της στον Θεό Τον συγκινούν, Τον προσκαλούν.
Η Παναγία μας είχε τρεις μεγάλες αρετές στον υπέρτατο βαθμό για τις οποίες ο Θεός την αγάπησε υπερβολικά και αναπαύθηκε σ’ αυτήν το Πνεύμα Του και την επεσκίασε. Είχε την απόλυτη αγνότητα. Ποτέ δεν αγάπησε κάτι άλλο. Δεν μοιράστηκε η καρδιά της. Ολόκληρη βυθίστηκε στο Θεό. Οι Άγιοι έχουν ξεπεράσει το στάδιο της επιλογής. Είναι ολοκληρωτικά δοσμένοι στον Θεό. Η Παναγία μας παιδιόθεν, τέλεια και αποκλειστικά αγάπησε τον Θεό και Του δόθηκε. Το σώμα και το νου και την καρδιά της δεν τα άγγιξε καμιά κοσμική αγάπη. Παρέμειναν πάναγνα. Η προσευχή της συνεχής και βαθιά κατέβηκε στην καρδία της κι εκεί ενώθηκε με τον Θεό και με όλη την ανθρωπότητα. Μέσα στα Άγια των Αγίων προσευχήθηκε για όλη την ανθρωπότητα. Η μεσιτεία της για μας δεν αρχίζει μετά την Χριστού Γέννηση, αλλά προϋπάρχει. Ο νους της είναι βυθισμένος στον Θεό. Είναι ένα γνήσιο πρόσωπο, μια γνήσια υπόσταση της οποίας το κάλλος ο Θεός υπεραγαπά. «Ο Θεός ηράσθη του κάλλους σου, Παρθένε!»
Δεύτερον είχε την ταπείνωση. Λέγει η παράδοσις από την οποία αντλούμε όλες τις γνώσεις μας για την Παναγία πως όταν διάβασε στους Προφήτες και ιδίως στον Ησαΐα «Ιδού η Παρθένος εν γαστρί έξει και τέξεται Υιόν και καλέσουσι το όνομα αυτού Εμμανουήλ, όστις ποιμανεί τον λαόν αυτού», τόσο συγκλονίστηκε και συναρπάσθηκε από την υπόσχεση του ερχομού του Μεσσία ώστε παρακαλούσε στην προσευχή της να γίνει η θεραπαινίς εκείνης της μητέρας που θα αξιωνόταν να τον κυοφορήσει. Ήθελε να γίνει δούλη της μητέρας του Θεού. Φυσικά ούτε διανοήθηκε πως θα μπορούσε ο Θεός να σκηνώσει στη δική της μήτρα. Αλλά όποιον ταπεινώνει εαυτόν, τον υπερυψώνει ο Θεός. Η Παρθένος είχε κάνει την προσωπική της κένωση. Είχε αδειάσει τον εαυτό της από τον εαυτό της και από κάθε γήινο. Βρίσκει λοιπόν ο Θεός χώρο άπλετο και πεντακάθαρο όπου μπορεί να σκηνώσει, όπου μπορεί να ενανθρωπίσει.
Η τρίτη αρετή της Παρθένου είναι η υπακοή. «Γένοιτό μοι κατά το ρήμα Σου».
Η υπακοή είναι η φυσική συνέπεια της ταπείνωσης. Η αναντίρρητη υπακοή σε μια αγγελία, σε μια πρόσκληση που ξεπερνά κάθε λογική και ενέχει και πολλούς κινδύνους για μια άγαμη κόρη που καλείται να κυοφορήσει, δεν είναι απλή υπόθεση. Αν δεν είχε προηγηθεί η βαθιά προσευχή, η μυστική ένωση με τον Θεό, αν δεν υπήρχε η απλότητα της ταπείνωσης δεν θα μπορούσε να υπάρξει εκείνο το απροϋπόθετο «ναι» της Παναγίας μας στον Αρχάγγελο Γαβριήλ κατά τον Ευαγγελισμό.
Δ) Η Παναγία ήταν Παρθένος προ τόκου, κατά τον τόκον και μετά τον τόκον.
«Πώς έσται μοι τούτο επεί άνδρα ου γινώσκω;» Προ της συλλήψεως δεν υπάρχει συνάφεια. «Πνεύμα Άγιον επελεύσεται επί σε και δύναμις Υψίστου επισκιάσει σε». Η σύλληψη γίνεται εκ Πνεύματος Αγίου. Ουχί εκ θελήματος ανδρός, αλλ’ εκ θελήματος Θεού.
Κατά τον τόκον δεν συμβαίνει παραβίασις της παρθενίας. Ο τικτόμενος Θεός δεν πληγώνει την πάναγνη Μητέρα Του. Πώς θα μπορούσε αυτός που ό,τι αγγίζει το αγιάζει και το θεραπεύει να περάσει από την Παρθένο και να την τραυματίσει, να της αφήσει πληγή; Αυτό θα ήταν απαράδεκτο. Πέρασε χωρίς να διαφθείρει την παρθενία της. Ο Θεός διέρχεται διά της θύρας και η θύρα παραμένει κεκλεισμένη. Δεν είναι παράξενο. Το είδαμε να συμβαίνει και μετά την Ανάσταση όταν ο Χριστός των θυρών κεκλεισμένων μπαίνει στο υπερώο όπου ήσαν συνηγμένοι και παρουσιάζεται στους μαθητές Του.
Η Παναγία παραμένει Παρθένος και μετά τόκον. Έχουμε άπειρα παραδείγματα ανθρώπων απλών που κράτησαν την παρθενία τους επειδή γεύθηκαν τον θεϊκό έρωτα, επειδή τους άγγιξε η χάρις του Θεού. Πώς δεν θα έμενε παρθένος και άφθορος αυτή που όχι απλά την άγγιξε η Θεία Χάρις, αλλά έφερε στα σπλάχνα της επί εννέα μήνες όλον τον Θεόν, τον βάσταξε στις αγκάλες της, τον εθήλασε! Πώς μπορούσε μετά από αυτό το ασύλληπτο βίωμα η Παναγία να μπει σε μια ανθρώπινη ζωή με σαρκική συνάφεια!
Ε) Υπάρχει κι ακόμα ένα πρόσωπο, ο νομιζόμενος πατέρας, ο Ιωσήφ, ο προστάτης της Παρθένου. Όπως γνωρίζουμε από την παράδοση ήταν συγγενής της Μαρίας και είχε ήδη δική του οικογένεια και παιδιά από τον γάμο του. Η Γραφή τον ονομάζει δίκαιο. Ο όρος αυτός σημαίνει τον άνθρωπο που ζει και άγεται και φέρεται από το Πνεύμα του Θεού. Ο Ιωσήφ σέβεται τον Θεό και τηρεί τον νόμο και τις εντολές του. Γι’ αυτό και γίνεται συντελεστής στο μυστήριο της αειπαρθενίας της Θεοτόκου. Ο Ιωσήφ είναι ένα μεγαλειώδες πρόσωπο. Προστατεύει μια νεαρή ανύπαντρη κοπέλα και σύμφωνα με τον νόμο μπορεί να την νυμφευθεί. Του αποκαλύπτεται μια ανεξήγητη εγκυμοσύνη. Αν δεν υπήρχε μέσα του η αγάπη στις εντολές του Θεού, αν ενεργούσε ως άνθρωπος γήινος, θα έπρεπε να την παραδειγματίσει, δηλαδή να την εκθέσει δημόσια και να την εγκαταλείψει στην άσπλαχνη, δολοφονική κρίση των συμπατριωτών του. Όμως ο Ιωσήφ έχει αυτή την πνευματική καλλιέργεια των εκλεκτών του Θεού. Δέχεται και αποδέχεται το θεϊκό μήνυμα που τον πληροφορεί για την άσπιλη και θαυμαστή κυοφορία της Μαρίας κι αναλαμβάνει την προστασία της. Αναλαμβάνει και την προστασία του παιδιού της υπό συνθήκες φτώχειας, διωγμού, προσφυγιάς. Ξεβολεύεται απολύτως και μπαίνει σε μια πρωτοφανή περιπέτεια: δραματική νύχτα της γέννησης, σπήλαιο, διωγμός από τον Ηρώδη, διαφυγή στην Αίγυπτο, επιστροφή στην πατρίδα, συντήρηση και επιμέλεια δύο επιπλέον ανθρώπων. Τα θεϊκά σημάδια και οι αγγελικές προτροπές βρίσκουν στον δίκαιο Ιωσήφ την πρόθυμη ανταπόκριση γιατί έχει μια εκλεκτή καρδιά, μια γλυκύτατη ψυχή. Δεν έχει το απόλυτο και άτεγκτο του ανδρός, δεν κλείνεται στις προκαταλήψεις και τα κοινωνικά ταμπού, δεν ακολουθεί τα δικά του σχέδια και πλάνα. Έχει κενώσει τον εαυτό του και τον έχει ακουμπήσει στα χέρια του Θεού, ο οποίος τον υπερυψώνει, τον κάνει κηδεμόνα του Υιού Του.
Στ) Ποιο είναι για μας το μήνυμα των Χριστουγέννων; Μας το διαμηνύουν τα τροπάρια της εορτής:
«Ξενοτρόπως Χριστὸς εἰς τὰ ἴδια ἔρχεται, ξενώσωμεν ἁμαρτιῶν ἑαυτούς καὶ τοῦτον εἰσδεξώμεθα ταῖς πραέων ψυχαῖς οἰκιζόμενον».
Την αποξένωση από την αμαρτία και την πραότητα της καρδιάς μας. Αυτά ζητάει ο Κύριος. Θέλει να βρει καθαρές καρδιές και ειρηνικές για να σκηνώσει. Η αμαρτία μας κυνηγάει κι εμείς καθημερινά πέφτουμε στα βρόχια της. Ας προσπαθούμε με νήψη, δηλαδή εγρήγορση, με συνεχή αγώνα, με μετάνοια, με την επίκληση του ελέους του Θεού να την πολεμάμε. Αλλά και το άλλο ζητούμενο πρέπει να επιδιώκουμε, την πραότητα της ψυχής, την ειρήνη την εσωτερική που είναι του ταπεινού ανθρώπου η ψυχική κατάσταση. Ο εγωιστής έχει ερίθειαν, έχει οξύτητα θυμού, έχει απαιτήσεις που γεννούν παράπονα και θλίψη. Ο ταπεινός έχει υπομονή, έχει γλυκύτητα, έχει βαθιά εγκατεστημένη την ειρήνη και την πραότητα. Η ένωσή μας με τον νεογέννητο Χριστό αφενός προϋποθέτει, αφετέρου ενισχύει και επιπλέον χαρίζει καθαρότητα και πραότητα. Εμείς καταβάλουμε λίγο ανθρώπινο κόπο προς αυτές τις δυο κατευθύνσεις κι η Χάρις του Θεού μας τα χαρίζει υπερεκπερισσού.
Η κένωση του Θεού είναι για όλους μας το απόλυτο υπόδειγμα βίου. Την εβίωσαν οι προ Χριστού δίκαιοι. Την είδαμε στην Παναγία μας και στον Ιωσήφ. Την διακρίνουμε σε όλους τους Αγίους μας. Είναι για όλους μας ο ζητούμενος τρόπος ζωής.