Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2019

Ο Άγιος Διονύσιος Ζακύνθου (17/12) κι ο φονιάς του αδελφού του


Του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου, δασκάλου

ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ: Εκείνο το απόγευμα ο ηγούμενος της Ι. Μονής Παναγίας Αναφωνήτριας στη Ζάκυνθο, Διονύσιος Σιγούρος κλάδευε τα δέντρα του περιβολιού του μοναστηριού, όταν ένα νέος άντρας, τρομαγμένος κι ανήσυχος, πλησίασε και πέφτοντας στα πόδια του Διονυσίου ψιθύρισε: “Σώσε με, γέροντα. Με κυνηγούν να με σκοτώσουν”, ρίχνοντας αγωνιώδεις ματιές στην αυλόπορτα. Ο ηγούμενος, που σαν Ζακυνθινός γνώριζε όλους τους συντοπίτες του, κατάλαβε πως ο επισκέπτης ήταν ξένος. “Ποιος, παιδί μου, καταδιώκει έναν ξένο άνθρωπο στο φιλόξενο νησί μας;” ρώτησε παραξενεμένος. “Οι Σιγούροι, γέροντα.” Ξαφνιάστηκε ξανά ο γέροντας, καθώς άκουσε πως τον ξένο κυνηγούσαν συγγενείς του.

Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ: “Γιατί σε κατατρέχουν οι Σιγούροι;”, τον ρώτησε ο ηγούμενος. Κι εκείνος: “Έκαμα φονικό, δέσποτα,” Ο Διονύσιος έμεινε εμβρόντητος. “Ποιον σκότωσες;”, τον ρωτά. “Τον άρχοντα Κωνσταντίνο Σιγούρο”, του απαντά εκείνος κατεβάζοντας τα μάτια. Πληγώθηκε κατάκαρδα ο ηγούμενος, καθώς άκουσε πως σκοτωμένος ήταν ο αδερφός του! Τα μάτια του υγράνθηκαν. Συναισθήματα θλίψης κι οργής τον τύλιξαν και για μια στιγμή πέρασε από το μυαλό του να εκδικηθεί το φονιά του αδερφού του, παραδίνοντάς τον για άμεση και δίκαιη τιμωρία. Όμως, ευθύς αμέσως μετάνιωσε για τη σκέψη του. Χαλιναγώγησε το πάθος της εκδίκησης, που γεννήθηκε στην ψυχή του. Όχι, δεν έπρεπε να πάρει εκδίκηση. Θυμήθηκε πως ο Κύριος είχε συγχωρήσει τους σταυρωτές Του πάνω στο σταυρό. «Κύριε, ελέησόν με, τον αμαρτωλό», ψιθύρισε κι έκαμε το σημείο του σταυρού.
ΜΙΜΗΣΙΣ ΚΥΡΙΟΥ: Στράφηκε στο φονιά και, δίχως να του αποκαλύψει πως ήταν αδερφός του θύματος, τον ρώτησε ήρεμα: “Γιατί, παιδί μου, σκότωσες αυτόν τον καλό άρχοντα του νησιού;” Κι εκείνος όλο αγωνία και τρόμο είπε βιαστικά: “Η κακιά η ώρα, γέροντα. Μα μην το ψάχνεις. Κρύψε με μονάχα, σε παρακαλώ, να γλιτώσω από τη δικαιολογημένη οργή τους. Κρύψε με, γιατί όπου να ναι καταφτάνουνε στο μοναστήρι και θα με τουφεκίσουν.” Τότε ο Διονύσιος, πράττοντας κατά μίμηση Χριστού,του είπε: “Θα σε κρύψω. Ακολούθα με.” Τον έκρυψε σε απόκρυφο μέρος, που μήτε οι καλόγεροι δεν γνώριζαν.
ΟΙ ΔΙΩΚΤΕΣ: Μόλις που πρόλαβε ν' ασφαλίσει το φονιά κι οι Σιγούροι, ξαδέρφια και συγγενείς του, κατέφτασαν αρματωμένοι, κατάκοποι και αγριεμένοι: “Πού είναι ο φονιάς, γέροντα;”, τον ρώτησαν χωρίς περιστροφές. Ο πατέρας Διονύσιος έκανε πως δεν γνώριζε τίποτε: “Δεν είμαστε φονιάδες εδώ, αδέρφια μου.” “Δε λέμε για τους ανθρώπους του μοναστηριού, αλλά για το φονιά που τρύπωσε δω μέσα πριν από λίγο.”, του απάντησαν. Ο ηγούμενος κράτησε όλη την ψυχραιμία του. Έπρεπε να τους πείσει όχι μονάχα με λόγια, αλλά και με τη στάση του, πως ο φονιάς δεν ήταν εκεί. Αν υποψιάζονταν πως τον έκρυβε για λόγους χριστιανικής ανεξικακίας, εκείνοι θα κάναν το παν να τον ανακαλύψουν. “Γιατί πρόκειται;” ρώτησε ο Διονύσιος. Εκείνοι του εξιστόρησαν τα γεγονότα όλα κι ο Άγιος άφησε τα δάκρυά του, που ως τότε συγκρατούσε με κόπο, να τρέξουν στο πρόσωπό του. Θρήνησε βουβά τον άδικο χαμό του αγαπημένου του αδερφού. Μετά από λίγες στιγμές ο Διονύσιος τους ρώτησε, σκουπίζοντας τα μάτια του: “Ναι, αδέρφια μου, μα τώρα τι γυρεύετε με τα ντουφέκια στο Μοναστήρι;” Ένας από τους διώκτες του απάντησε: “Είδαμε πως ο φονιάς τράβηξε κατά δω, γέροντα, και νομίσαμε πως θα σου γύρευε καταφύγιο. Όμως, πάμε, φεύγουμε, κάπου εδώ γύρω θα κρύβεται, αλλά θα τον βρούμε. Δε θα γλιτώσει.Οι Σιγούροι άφησαν το Μοναστήρι και συνέχισαν την αναζήτηση του φονιά στο νησί.
ΙΛΑΣΜΟΣ: Όταν οι συγγενείς του ξεμάκρυναν, ο πατέρας Διονύσιος, πήγε στην κρυψώνα και κάλεσε το φονιά να βγει έξω. Μόλις εκείνος βγήκε, του καταφίλησε τα χέρια: “Σ' ευχαριστώ, άγιε ηγούμενε. Μου έσωσες τη ζωή.” Κι ο Άγιος τον ρώτησε: “Άνθρωπέ μου, γνωρίζεις ποιος είμαι;” Εκείνος κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. “Είμαι ο αδερφός του σκοτωμένου”, του είπε με φωνή γεμάτη πόνο. “Ο αδελφός μου, που εσύ του αφαίρεσες τη ζωή, κανέναν δεν είχε βλάψει. Γιατί το έκανες;” Σάστισε ο φονιάς. Χλώμιασε ενώ το πάνω χείλι του τρεμόπαιξε: “Κακιά ώρα, δέσποτα”, δικαιολογήθηκε ξανά τραυλίζοντας. “Πρέπει, αδελφέ μου, να μετανιώσεις γι' αυτή σου την πράξη. Να γυρέψεις συχώρεση από το Θεό. Αν χάσεις την ψυχή σου, τα 'χεις όλα χαμένα.”, του 'πε ο Ηγούμενος. Ο άλλος έβαλε τα κλάματα λέγοντας με συντριβή: “Μετανιώνω, γέροντα, μετανιώνω.”. Ο πατέρας Διονύσιος τον συγχώρεσε. Του έδωσε μάλιστα και κάποια χρήματα για τις πρώτες του ανάγκες και τον συνόδεψε στο γιαλό, όπου τον μπαρκάρισε σε περαστικό καράβι για την Πελοπόννησο.
Ο ΑΓΙΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ: Ο Γέρων Διονύσιος κοιμήθηκε στη Ζάκυνθο στις 17 Δεκεμβρίου 1622 κι η Εκκλησία μας για τον ενάρετο βίο του, τη χριστιανική και φιλάνθρωπη δράση και τα θαύματά του τον ανακήρυξε Άγιο (1703). Για την άγια ζωή του και τα θαύματά του, που ακόμα συνεχίζονται, οι κάτοικοι της Ζακύνθου έχουνε πολλά να διηγούνται.

Τα Στροφάδια Ζακύνθου και ο Άγιος Διονύσιος [17.12]
[Μια τουρκική πειρατική επιδρομή]
του Κωνστανίνου Αθ. Οικονόμου δασκάλου
Οι Στροφάδες νήσοι, ή απλώς Στρφάδια, είναι 2 μικρά νησάκια 27 ν.μ. νότια της Ζακύνθου [Σταμφάνη και Άρπυια]. Τα νησιά είναι μεταναστευτικό κέντρο για πολλά αποδημητικά πουλιά κι ο μόνος της σήμερα κάτοικος είναι ένας μοναχός της Ι. Μ. Α. Διονυσίου [Σωτήρος]. Τον Αύγουστο του 1717, ένα χρόνο μετά το θαύμα του Αγίου Σπυρίδωνα και την άτακτη φυγή των Τούρκων από την Κέρκυρα, τουρκικά πειρατικά, με αρχηγό τον αιμοδιψή πειρατή της Κάνκας, Μουστή [Μοστρίνο], αγκυροβόλησαν στο λιμάνι των Στροφάδων και λεηλάτησαν το Μοναστήρι. Ο πειρατής έπιασε τους μοναχούς, εκτός από τέσσαρες, που πρόφθασαν να κρυφθούν σε βαθειά σπηλιά, και τους υπέβαλε σε φρικτά βασανιστήρια, για να αποκαλύψουν τους θησαυρούς του Μοναστηριού. Οι μοναχοί μη αντέχοντας τα βασανιστήρια έδειξαν δύο σπηλιές. Ο αρχιπειρατής διάταξε τότε να σκοτώσουν μερικούς μοναχούς και να κάψουν τα σώματά τους. Έπειτα, παίρνοντας αιχμάλωτους πατέρες, την εικόνα της Παναγίας και θησαυρούς του Μοναστηριού, αποχώρησε. Κάποιοι Τούρκοι, έκοψαν τα χέρια του λειψάνου του Αγίου χωρίζοντάς τα σε τέσσερα μέρη. Όταν ήταν έτοιμοι να φύγουν, οι μουσουλμάνοι ληστοπειρατές σήκωσαν το υπόλοιπο ιερό Λείψανο και το έβαλαν πάνω σε βαρέλι με πυρίτιδα, βάζοντας ολόγυρα φωτιά. Όμως ο Αγιος Διονύσιος έκανε το θαύμα του και το μπαρούτι δεν έπιασε φωτιά. Η λεηλασία του Μοναστηριού των Στροφάδων και η διάσωση του ιερού Λειψάνου αναφέρονται σ’ ένα χρονικό ανώνυμου μοναχού της εποχής, όπου διαβάζουμε: «1717. Αυγούστου 19, ημέρα Δευτέρα ηχμαλώτισαν το μοναστήρι μας τα Στροφάδια ο Θεοκατάρατος Μουστής με δέκα γαλιώταις και επήραν όλα τα ιερά σκεύη, το αρμαμέντο, και την Παναγίαν και όλα μας τα μπαστιμέντα και έκοψαν τα χέρια του Αγίου και τα επήραν και το επίλοιπον άγιον λείψανον το έβαλαν απάνου ενού βαρελιού μπαρούτη και έκαμε θαύμα ο άγιος και δεν έπιασε φωτία και εφυλάκτη (...). Επήραν και σκλάβους πατέρες είκοσι με τέσσερους ιερομόναχους. (Ο) Γεράσιμος Κάπαρης (...) με τους λοιπούς Καλογέρους, εκρύφτηκαν και δεν αιχμαλωτίσθηκαν. Το πώς εμπήκαν μέσα (οι επιδρομείς) είναι τούτο. Αρμπούρισαν παντιέρα άσπρη και ήρθαν οι Καπετανέοι έξω με δόλο, με το καλό εμπήκαν μέσα στο Μοναστήρι και έπιασαν την πόρτα, και έτζι εγελάστηκαν (οι μοναχοί)». Όταν έφυγε η τουρκική μοίρα από τα Στροφάδια, ο Μοστρίνος σκέφτηκε να πουλήσει τα τεμάχια των χεριών του Αγίου Διονυσίου. Έτσι, τα πήρε από τους Αγαρηνούς και, περνώντας από τη Χίο, τα πούλησε στον εκεί Μητροπολίτη Αγαθάγγελο και έναν μοναχό, οι οποίοι με την πρέπουσα ευλάβεια τα έστειλαν στο μοναστήρι των Στροφάδων. Την εικόνα της Παρθένου την πούλησε στην Πάτμο σε δύο αδελφούς Πατμιώτες, Ηλία και Θεόδωρο, που κι αυτοί την έστειλαν στα Στροφάδια. Την επομένη της λεηλασίας, οι πατέρες που γλίτωσαν, είδαν να περνά έξω από τα Στροφάδια μια βενετσιάνικη κορβέτα. Οι μοναχοί έκαμαν σινιάλα, ζητώντας βοήθεια. Ο πλοίαρχος, Ιωάννης Μπάλοβιτς, ευσεβής χριστιανός, άλλαξε πορεία κι άραξε στο λιμάνι των Στροφάδων. Όταν έμαθε τα συμβάντα και είδε το τρομακτικό θέαμα της λεηλασίας και καταστροφής, μετέφερε, με ευλάβεια και ταπείνωση, το ιερό Λείψανο στην ιδιαίτερη καμπίνα του. Ύστερα, πήρε στο πλοίο τους πατέρες του Μοναστηριού. Αμέσως, σήκωσε άγκυρα κι έβαλε πλώρη για τη Ζάκυνθο. Λίγες ώρες αργότερα το πλοίο έδεσε στο μώλο του Αγίου Νικολάου, στη Ζάκυνθο, φέρνοντας για πάντα στη Ζάκυνθο το μεγαλύτερο θησαυρό της.