Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2019

Η ΠΟΕ ΠΡΟΣΕΦΥΓΕΝ ΕΙΣ ΤΟ ΣτΕ, ΔΙΑ ΝΑ ΑΚΥΡΩΘΗ Η ΑΠΟΦΑΣΙΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ




Ορθόδοξος Τύπος Εφημερίδα

Η ΠΟΕ ΠΡΟΣΕΦΥΓΕΝ ΕΙΣ ΤΟ ΣτΕ, ΔΙΑ ΝΑ ΑΚΥΡΩΘΗ Η ΑΠΟΦΑΣΙΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ

Μετὰ τὴν ἀντιτιθεμένην εἰς τοὺς Ἱ. Κανόνας ὡς πρὸς τὴν οὐσίαν καὶ ἀντικειμένην εἰς τὸν Κανονισμὸν τῆς Ἱεραρχίας ὡς πρὸς τὸν τρόπον, ἀπόφασιν τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἡ ΠΟΕ ἀκολουθοῦσα τὰς παρακαταθήκας τοῦ ἱδρυτοῦ αὐτῆς μακαριστοῦ π. Χαραλάμπους Βασιλοπούλου καὶ τοῦ πνευματικοῦ της μακαριστοῦ π. Μάρκου Μανώλη καὶ μὴ εὑροῦ­σα εὐήκοα ὦτα εἰς τὴν Διοίκησιν τῆς Ἐκκλησίας, ἐνεργοῦσα νομίμως καὶ ἔχουσα ἐμπιστοσύνην εἰς τὴν Ἑλληνικὴν Δικαιοσύνην προσέφυγε, μετὰ ἀπὸ πολλὴν περίσκεψιν ἀλλὰ καὶ ἔντονον ἀγωνίαν εἰς τὸ ΣτΕ μὲ αἴτημα τὴν ἀκύρωσιν τῆς ἀποφάσεως, ἡ ὁποία θέτει εἰς κίνδυνον τὴν ἑνότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Ἄμεσος κινητοποίησις
τῆς Δικαιοσύνης
Ἡ Πρόεδρος τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας ἐν ὄψει τῆς αἰτήσεως τοῦ σωματείου μὲ τὴν ἐπωνυμίαν «ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΝΩΣΙΣ» κ.λπ. περὶ ἀκυρώσεως τῆς ἀποφάσεως ποὺ ἐλήφθη κατὰ τὴν συνεδρίασιν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τήν 12.10.2019, εἰσάγει  τὴν ἀνωτέρω αἴτησιν εἰς τὴν Ὁλομέλειαν τοῦ Δικαστηρίου, μὲ μείζονα σύνθεσιν, συμφώνως πρός τὰ ἄρθρα 14 παρ. 2, ἐδ. α΄ καὶ γ΄, 20 καὶ 21 τοῦ Π.Δ. 18/1989, λόγῳ τῆς ὅλως ἐξαιρετικῆς σπουδαιότητός της ὁρίζει δικάσιμον τὴν 6ην Μαρτίου 2020, ἡμέραν Παρασκευὴν καὶ ὥραν 9.30 π.μ., καὶ εἰσηγητὴν τὸν Σύμβουλον κ. Βασίλειον Ἀνδρουλάκην.
Παραγγέλλει νὰ ἀνακοινωθῆ εἰς τὸν εἰσηγητὴν ἡ δικογραφία καὶ νὰ κοινοποιηθῆ ἀντίγραφον τῆς αἰτήσεως αὐτῆς τῆς πράξεως εἰς τὴν ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, μὲ τὴν παράκλησιν νὰ διαβιβάση ἐντός 30 ἡμερῶν, εἰς τὸν εἰσηγητήν, ἀπευθείας ὅλα τὰ σχετικὰ μὲ τὴν ὑπόθεσιν ἔγγραφα, συνοπτικὴν ἔκθεσιν τῆς ἁρμοδίας ὑπηρεσίας, καθὼς καὶ τὰ ἔγγραφα ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἀποδεικνύεται ὅτι ἔγινεν ἡ κοινοποίησις εἰς τοὺς αἰτοῦντας ἢ ὅτι οἱ αἰτοῦντες ἔλαβον γνῶσιν τοῦ περιεχομένου τῶν προσβαλλομένων πράξεων.

Αἰτιολόγησις τοῦ αἰτήματος
Μία ἀπὸ τάς θεμελιώδεις ἀρχάς ποὺ διέπουν τὴν δρᾶσιν τῆς Διοικήσεως εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς νομιμότητος. Συμφώνως πρός τὴν ἀρχὴν αὐτὴν ἡ Διοίκησις, εἰς τὴν ὁποίαν συμπεριλαμβάνεται καὶ ἡ Ἐκκλησιαστικὴ Διοίκησις, πρέπει νὰ δρᾶ συμφώνως πρός τοὺς συγκεκριμένους ὁρισμοὺς τῶν νόμων. Οἱ νόμοι αὐτοὶ διέπουν ἀφενὸς τοὺς «τύπους», τὴν διαδικασίαν δηλαδὴ ποὺ πρέπει νὰ τηρηθῆ διὰ τὴν λῆψιν τῶν διοικητικῶν ἀποφάσεων καὶ ἀφετέρου τὸ περιεχόμενον τῶν ἀποφάσεων αὐτῶν. Ἂν οἱ νόμοι αὐτοὶ παραβιασθοῦν, τότε ἡ διοικητικὴ ἀπόφασις εἶναι «ἐλαττωματικὴ» καὶ εἶναι δυνατὸν νὰ ἀκυρωθῆ κατόπιν προσφυγῆς εἰς τὰ ἁρμόδια δικαστήρια.
Μία βασικὴ διαδικαστικὴ ἀρχὴ ποὺ διέπει τὴν λειτουργίαν τῶν συλλογικῶν διοικητικῶν ὀργάνων, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ποὺ εἶναι ἀνώτατον συλλογικὸν διοικητικὸν ὄργανον, εἶναι ἡ λῆψις ἀποφάσεως κατόπιν διεξαγωγῆς ψηφοφορίας. Συγκεκριμένως, εἰς τὸ ἄρθρον 19 τοῦ Κανονισμοῦ ὑπ’ ἀριθ. 1/1977 («Περὶ ἐργασιῶν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος») ὁρίζεται ὅτι «Μετὰ τὸ πέρας τῆς ἐπὶ ἑκάστου θέματος συζητήσεως, ἐφ’ ὅσον ὑφίσταται ἀνάγκη λήψεως ἀποφάσεων, αὗται ἐξαγγέλλονται ὑπὸ τοῦ Προέδρου εἰς πρότασιν ἢ προτάσεις, ἐπὶ τῶν ὁποίων καλεῖται ἕκαστος τῶν Συνέδρων νὰ ψηφίση μὴ ἐπιτρεπομένης αἰτιολογήσεως τῆς ψήφου…». Καθιερώνεται δηλαδὴ ὡς «οὐσιώδης τύπος» διὰ τὴν λῆψιν ἐγκύρου ἀποφάσεως ἀπὸ τὴν Ἱερὰν Σύνοδον ἡ προηγουμένη διεξαγωγὴ ψηφοφορίας. Ὁ τύπος δὲ αὐτὸς ἀξιολογεῖται ὡς «οὐσιώδης», διότι ἡ παράλειψίς του ἢ ἔστω ἡ πλημμελὴς τήρησίς του συνεπάγεται ὅτι ἡ ἀπόφασις ποὺ ἐνδεχομένως «ληφθῆ» μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον δὲν θὰ εἶναι νόμιμος.
Ἐξ ἄλλου, μία ἀκόμη βασικὴ ἀρχὴ ποὺ διέπει τὴν λειτουργίαν τῶν συλλογικῶν διοικητικῶν ὀργάνων εἶναι ἡ τήρησις πρακτικῶν συνεδριάσεως. Τοιουτοτρόπως, εἰς τὸ ἄρθρον 23 τοῦ προαναφερθέντος Κανονισμοῦ ὁρίζεται ὅτι «Τὰ πρακτικὰ τῶν συνεδριῶν συντάσσονται ὑπὸ τοῦ Γραμματέως Πρακτικογράφου, ἐπικουρουμένου ὑπὸ τοῦ Βοηθοῦ Γραμματέως, τῇ ἐποπτείᾳ τοῦ Ἀρχιγραμματέως, καὶ ἀποδίδουν, κατὰ τὸ ἐφικτόν, πιστῶς τὰ διαμειβόμενα ἐν ταῖς συνεδρίαις….». Ἡ τήρησις, καὶ μάλιστα ἡ νομότυπος τοιαύτη, τῶν πρακτικῶν συνεδριάσεως συνιστᾶ -καὶ αὐτὴ- ἀπαραίτητον ὅρον διὰ τὴν λῆψιν ἐγκύρου ἀποφάσεως.
Ἐν προκειμένῳ, ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος φέρεται νὰ ἔλαβε κατὰ τὴν ἐκτάκτως συγκληθεῖσα τήν 12.10.2019 συνεδρίασίν της ἀπόφασιν περὶ ἀναγνωρίσεως ὡς Κανονικῆς τῆς χορηγήσεως Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησιαστικοῦ Καθεστῶτος εἰς τὴν ἐν Οὐκρανίᾳ Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν μὲ τὸν ἀπὸ 06.01.2019 «Πατριαρχικὸν καὶ Συνοδικὸν Τόμον» τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Ὅμως, ὅπως ἐδημοσιεύθη εἰς τὸν ἡμερήσιον καὶ ἠλεκτρονικὸν Τύπον, ἡ «ἀπόφασις» αὐτὴ ἐλήφθη, χωρὶς προηγουμένως νὰ ἔχη διεξαχθῆ ψηφοφορία. Ἀκόμη, μέχρι σήμερα δὲν ἔχει ἰδεῖ τὸ φῶς τῆς δημοσιότητος τὸ γραπτὸν κείμενον τῆς ἀποφάσεως αὐτῆς, οὔτε, ἀκόμη, τὰ οἰκεῖα πρακτικὰ συνεδριάσεως, μὲ τὰ ὁποῖα νὰ πιστοποιῆται ἡ διεξαγωγὴ τῆς νομίμου ψηφοφορίας.
Ὡς ἐκ τούτου ἡ διαδικασία ποὺ ἠκολουθήθη διὰ τὴν λῆψιν τῆς ἄνω ἀποφάσεως εἶναι διπλᾶ ἐλαττωματική, ἤτοι διότι ἀφενὸς δὲν διεξήχθη ψηφοφορία καὶ ἀφετέρου διότι δὲν ἐτηρήθησαν πρακτικὰ συνεδριάσεως. Διὰ τοὺς λόγους αὐτοὺς ἡ ἐν λόγω ἀπόφασις εἶναι μὴ νόμιμος καὶ πρέπει νὰ ἀκυρωθῆ ἀπὸ τὸ ἁρμόδιον δικαστήριον, ἐν προκειμένῳ τὸ Συμβούλιον τῆς Ἐπικρατείας.
Σημειωτέον, ἐπίσης, ὅτι ὅταν καὶ ἐὰν ἰδῆ τὸ φῶς τῆς δημοσιότητος τὸ πλῆρες κείμενον τῆς ἀποφάσεως, ἤτοι τόσον κατὰ τὸ αἰτιολογικόν, ὅσον καὶ κατὰ τὸ διατακτικόν της μέρος, τὸ ὁποῖον μέχρι σήμερα εἶναι ἄγνωστον, τότε θὰ εἶναι δυνατὸν νὰ προσ­βληθῆ αὐτὴ καὶ κατὰ τὸ περιεχόμενόν της.
Ἔκκλησις πρὸς τὸν εὐσεβῆ λαὸν
Ὡς ΠΟΕ ἐπράξαμεν τὸ ἀνθρωπίνως δυνατὸν νὰ ἐμποδίσωμεν τὴν ἀπόφασιν, ποὺ ἔχει ἀνυπολογίστους συνεπείας διὰ τὴν ἑνότητα τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, μὲ γνώμονα ἀποκλειστικῶς καὶ μόνον τὸ συμφέρον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, εἰς τὸ ὁποῖον μᾶς κινητοποιεῖ ἡ ἀγάπη καὶ μόνον ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστοῦ, τὸν Δομήτορα καὶ Κεφαλὴν τῆς Ἐκκλησίας.
Ζητοῦμεν αὐτάς τὰς κρισίμους ὥρας ὅλος ὁ εὐσεβὴς καὶ πιστός τοῦ Κυρίου λαὸς νὰ παρακαλέση τὴν Παναγίαν Τριάδα διὰ θερμῆς προσευχῆς, ὥστε νὰ εἶναι αἰσία καὶ κατὰ Θεὸν ἡ ἔκβασις τῆς ὑποθέσεως.
«Ἡ δὲ ἀλήθεια μένει καὶ ἰσχύει εἰς τὸν αἰῶνα καὶ ζῇ καὶ κρατεῖ εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος. καὶ οὐκ ἔστι παρ’ αὐτὴν λαμβάνειν πρόσωπα, οὐδὲ διάφορα, ἀλλὰ τὰ δίκαια ποιεῖ ἀπὸ πάντων τῶν ἀδίκων καὶ πονηρῶν· καὶ πάντες εὐδοκοῦσι τοῖς ἔργοις αὐτῆς, καὶ οὐκ ἔστιν ἐν τῇ κρίσει αὐτῆς οὐδὲν ἄδικον. καὶ αὐτῇ ἡ ἰσχὺς καὶ τὸ βασίλειον καὶ ἡ ἐξουσία καὶ ἡ μεγαλειότης τῶν πάντων αἰώνων. εὐλογητὸς ὁ Θεὸς τῆς ἀληθείας. καὶ ἐσιώπησε τοῦ λαλεῖν· καὶ πᾶς ὁ λαὸς τότε ἐφώνησε, καὶ τότε εἶπον· μεγάλη ἡ ἀλήθεια καὶ ὑπερισχύει.» (Ἔσδρας Α΄, 4, 38-41)