Οι κατά σάρκα πρόγονοι του Χριστού - Περί Ορκωμοσίας
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
Λίγα ἁπλᾶ λόγια θὰ σᾶς πῶ, ἀγαπητοί μου, καὶ παρακαλῶ νὰ τὰ προσέξετε. Ἀκούσατε ὅλοι τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο εὐαγγέλιο.
Τί εἶνε τὸ Εὐαγγέλιο; Τὸ πιὸ ὡραῖο βιβλίο τοῦ κόσμου. Δὲν ὑπάρχει ἄλλο ἀνώτερο. Γι᾽ αὐτὸ πρέπει ὅλοι καθημερινῶς νὰ τὸ διαβάζουμε. Ὅπως δὲν περνάει μέρα χωρὶς φαΐ, ἔτσι δὲν πρέπει καὶ νὰ περνάῃ χωρὶς νὰ διαβάσουμε ἕνα μέρος ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο. Καὶ ὅμως δὲν τὸ διαβάζουμε δυστυχῶς. Μόνο μιὰ φορὰ τὴ βδομάδα τὸ ἀκοῦμε στὴν ἐκκλησία. Εἶνε σὰν μιὰ φορὰ τὴ βδομάδα νὰ τρῶμε ψωμί! Ποιός φταίει γι᾽ αὐτό; Φταῖνε οἱ μανάδες κ᾽ οἱ πατεράδες, ποὺ δὲν ἔμαθαν τὰ παιδιά τους νὰ τὸ μελετοῦν, ὅπως γινόταν τὰ παλιὰ τὰ εὐλογημένα χρόνια. Κι ὅσοι δὲν πατοῦν στὴν ἐκκλησία, δὲν τ᾿ ἀκοῦνε ποτέ στὴ ζωή τους.
Ἄλλοι πάλι τὸ Εὐαγγέλιο τὸ βλέπουν μόνο στὸ δικαστήριο ὅταν ὁ πρόεδρος τοὺς λέει «Βάλε τὸ χέρι στὸ Εὐαγγέλιο νὰ ὁρκιστῇς» κι αὐτοὶ τὸ βάζουν καὶ καίγονται. Γιατὶ προτιμότερο νὰ βάλῃς τὸ χέρι σου στὴ φωτιὰ παρὰ νὰ ὁρκιστῇς στὸ Εὐαγγέλιο. Τὸ Εὐαγγέλιο λέει νὰ μὴν κάνουμε ὅρκο καθόλου (βλ. Ματθ. 5,34).
Τί εἶνε τὸ Εὐαγγέλιο; Τὸ πιὸ ὡραῖο βιβλίο τοῦ κόσμου. Δὲν ὑπάρχει ἄλλο ἀνώτερο. Γι᾽ αὐτὸ πρέπει ὅλοι καθημερινῶς νὰ τὸ διαβάζουμε. Ὅπως δὲν περνάει μέρα χωρὶς φαΐ, ἔτσι δὲν πρέπει καὶ νὰ περνάῃ χωρὶς νὰ διαβάσουμε ἕνα μέρος ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο. Καὶ ὅμως δὲν τὸ διαβάζουμε δυστυχῶς. Μόνο μιὰ φορὰ τὴ βδομάδα τὸ ἀκοῦμε στὴν ἐκκλησία. Εἶνε σὰν μιὰ φορὰ τὴ βδομάδα νὰ τρῶμε ψωμί! Ποιός φταίει γι᾽ αὐτό; Φταῖνε οἱ μανάδες κ᾽ οἱ πατεράδες, ποὺ δὲν ἔμαθαν τὰ παιδιά τους νὰ τὸ μελετοῦν, ὅπως γινόταν τὰ παλιὰ τὰ εὐλογημένα χρόνια. Κι ὅσοι δὲν πατοῦν στὴν ἐκκλησία, δὲν τ᾿ ἀκοῦνε ποτέ στὴ ζωή τους.
Ἄλλοι πάλι τὸ Εὐαγγέλιο τὸ βλέπουν μόνο στὸ δικαστήριο ὅταν ὁ πρόεδρος τοὺς λέει «Βάλε τὸ χέρι στὸ Εὐαγγέλιο νὰ ὁρκιστῇς» κι αὐτοὶ τὸ βάζουν καὶ καίγονται. Γιατὶ προτιμότερο νὰ βάλῃς τὸ χέρι σου στὴ φωτιὰ παρὰ νὰ ὁρκιστῇς στὸ Εὐαγγέλιο. Τὸ Εὐαγγέλιο λέει νὰ μὴν κάνουμε ὅρκο καθόλου (βλ. Ματθ. 5,34).
Ὁ ὅρκος, ἀκόμα κι ὁ ἀληθινός, εἶνε ἁμαρτία, μεγάλη ἁμαρτία.
Στὴ Φλώρινα βρέθηκα ὅταν μαζεύτηκαν πεντακόσοι νέοι δήμαρχοι καὶ
πρόεδροι κοινοτήτων ὅλου τοῦ νομοῦ. Κάθησα καὶ τοὺς μίλησα μὲ ἀγάπη·
ἀλλὰ στὴν ὁρκωμοσία τους δὲν ἔμεινα. Ἔφυγα, διότι ὁ ὅρκος
ἀπαγορεύεται. Εἶπα μάλιστα στοὺς βουλευτὰς τοῦ νομοῦ, νὰ συμβάλουν νὰ
ψηφιστῇ ἀπὸ τὴ Βουλὴ νόμος ποὺ θὰ καταργῇ τὸν ὅρκο· κανείς νὰ μὴν
ὁρκίζεται. Δυστυχῶς τόσοι ἀντίθεοι νόμοι ψηφίστηκαν, καὶ ἕνας
τέτοιος εὐλογημένος νόμος, 100% σύμφωνος μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, δὲν ψηφίστηκε
ἀκόμη.
Ἂς δοῦμε ὅμως τί λέει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο. Ἡ Κυριακὴ αὐτὴ λέγεται Κυριακὴ πρὸ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως. Διότι τὴν ἑβδομάδα αὐτὴ θὰ ἑορτάσουμε τὴ Γέννησι τοῦ Κυρίου γιὰ μία ἀκόμη φορά, ἴσως τελευταία.
―Γιατί λὲς «ἴσως τελευταία φορά»; ἐδῶ ὅλοι λέμε «χρόνια πολλά»… Δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ μᾶς ἀλλ᾽ ἀπὸ τὸ Μεγαλοδύναμο ποὺ κυβερνάει τὸν κόσμο.
Ἂς δοῦμε ὅμως τί λέει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο. Ἡ Κυριακὴ αὐτὴ λέγεται Κυριακὴ πρὸ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως. Διότι τὴν ἑβδομάδα αὐτὴ θὰ ἑορτάσουμε τὴ Γέννησι τοῦ Κυρίου γιὰ μία ἀκόμη φορά, ἴσως τελευταία.
―Γιατί λὲς «ἴσως τελευταία φορά»; ἐδῶ ὅλοι λέμε «χρόνια πολλά»… Δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ μᾶς ἀλλ᾽ ἀπὸ τὸ Μεγαλοδύναμο ποὺ κυβερνάει τὸν κόσμο.
Πέρυσι τέτοιες μέρες πόσοι ἦταν
μαζί μας! Σήμερα ζοῦν; Δὲ ζοῦν. Πέθαναν μέσα στὸ ἔτος αὐτό. Ἴσως αὐτὲς
νά ᾽νε καὶ γιὰ μᾶς οἱ τελευταῖες γιορτές. Γι᾿ αὐτὸ ἂς εἴμαστε πάντα
ἕτοιμοι γιὰ τὸ αἰώνιο ταξίδι.
* * *
Κυριακή, λοιπόν, πρὸ τῆς Χριστοῦ
Γεννήσεως. Παράξενο τὸ εὐαγγέλιο· εἶνε ὅλο ὀνόματα, πενήντα περίπου.
Εἶνε ὀνόματα ἑβραϊκά, ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν, ποὺ ἔζησαν στὰ πρὸ Χριστοῦ
χρόνια. Κ᾽ ἔχουν σημασία τὰ ὀνόματα; Μεγάλη. Στὸ Εὐαγγέλιο καὶ μιὰ
τελεία κ᾽ ἕνα κόμμα ἔχει σημασία. Ἔτσι καὶ τὰ ὀνόματα αὐτά. Ποιά σημασία
ἔχουν; Διδάσκουν μερικὲς σπουδαῖες ἀλήθειες.
⃝ Τ᾽ ἀκοῦμε τώρα καὶ δὲ μᾶς κάνουν ἐντύπωσι. Στὴν ἐποχή τους ὅμως ἔκαναν μεγάλο θόρυβο, ὅπως σήμερα τὰ ὀνόματα τῶν ἀρχόντων. Παντοῦ ἀκούγεται τὸ ὄνομα τοῦ πρωθυπουργοῦ ἢ τοῦ προέδρου τῆς δημοκρατίας. Ὕστερα ὅμως ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια ποιός θὰ θυμᾶται ποιός ἦταν πρόεδρος δημοκρατίας καὶ ποιός πρωθυπουργὸς καὶ ποιός δεσπότης; Περνοῦν, φεύγουν, σβήνουν. Ἔτσι καὶ τὰ ὀνόματα ὅλων αὐτῶν.
Ἄλλος ἀπ᾽ αὐτοὺς ἔζησε πεντακόσα, ἄλλος χίλια χρόνια πρὸ Χριστοῦ. Μερικοὶ ἦταν πλούσιοι, πολὺ πλούσιοι καὶ ἔνδοξοι. Ὡρισμένων τὸ ὄνομα ἔγινε γνωστὸ σ᾿ ὅλο τὸν κόσμο. Τέτοιος π.χ. ἦταν ὁ Σολομῶν. Εἶχε δόξα καὶ πλούτη, στέρνα γεμάτη χρυσᾶ νομίσματα. Ἀπήλαυσε ὅ,τι θαυμάζει ὁ κόσμος, καὶ ἔζησε χρόνια πολλά. Ὅλα τὰ δοκίμασε· καὶ γυναῖκες, καὶ λεπτά, καὶ φήμη, καὶ δόξα. Ἂν κάποιος τὸν ρωτοῦσε ὅταν πλέον γέρασε, «Τί κατάλαβες στὴ ζωή σου ἀπ᾽ ὅλα ὅσα γεύθηκες;», θὰ ἔλεγε· Ἔμαθα ἕνα πρᾶγμα, τὸ πιὸ δύσκολο μάθημα· ὅτι «ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης» (᾿Εκκλ. 1,2· 12,8). Εἶνε αὐτὸ ποὺ τραγουδᾷ ποιητὴς τοῦ λαοῦ μας·
«Δακρύζω μὲ παράπονο, μὲ πόνο συλλογοῦμαι,
πὼς εἶνε ὅλα μάταια στὸν κόσμο αὐτὸ ποὺ ζοῦμε».
Ματαιότης τὰ πλούτη, ματαιότης οἱ δόξες, ματαιότης οἱ ἡδονές, ματαιότης οἱ γυναῖκες, ματαιότης τὰ πάντα. Ἕνα μόνο ἀξίζει καὶ μένει αἰώνιο· νά ᾽χῃς φόβο Θεοῦ καὶ νὰ τηρῇς τὶς ἐντολές του (ἔ.ἀ.. 12,13). Αὐτὰ συλλογιζόμαστε κ᾽ ἐμεῖς στὶς κηδεῖες ὅταν ψάλλουμε· «Πάντα ματαιότης τὰ ἀνθρώπινα ὅσα οὐχ ὑπάρχει μετὰ θάνατον…». Πῆγα στὰ μνήματα καὶ τί εἶδα; Κόκκαλα γυμνά. Καὶ ρώτησα· Τί νά ᾽ταν ἆραγε ὁ ἄνθρωπος αὐτός, βασιλιᾶς ἢ στρατιώτης, πλούσιος ἢ φτωχός, δίκαιος ἢ ἁμαρτωλός;… (νεκρ. ἰδιόμ. γ΄ καὶ πλ. α΄ ἤχ.).
⃝ Τὰ ὀνόματα αὐτὰ ἐκτὸς ἀπὸ τὴ ματαιότητα διδάσκουν καὶ τὴν ἁμαρτωλότητα. Ὅλοι αὐτοὶ ποὺ ἀκούσαμε κατάγονται ἀπ᾽ τὸν Ἀδὰμ κ᾽ εἶνε ἄνθρωποι μὲ ἀδυναμίες, κλαδιὰ καὶ καρποὶ ἑνὸς δέντρου ποὺ ἡ ῥίζα του εἶνε σάπια. ῾Ρίζα τοῦ δέντρου τῆς ἀνθρωπότητος εἶνε ὁ Ἀδὰμ ποὺ ἁμάρτησε, κι ὅσοι κατάγονται ἀπ᾽ τὸν Ἀδὰμ φέρουν ἐντός τους τὸ σπέρμα τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου.
Αὐτὸ σημαίνει ὅτι, ὅπως τοῦ Χριστοῦ ἔτσι καὶ οἱ δικοί μας πρόγονοι, ἄλλος περισσότερο ἄλλος λιγώτερο, ἦταν ἄνθρωποι ἁμαρτωλοί. Δὲ γεννηθήκαμε ἀπὸ βράχο· μιὰ μάνα μᾶς γέννησε, καὶ τὴ μάνα τὴ γέννησε ὁ παπποῦς μας, καὶ τὸν παπποῦ κάποιος ἄλλος, καὶ οὕτω καθ᾽ ἑξῆς. Ἂν μπορούσαμε νὰ μάθουμε ποιοί ἦταν οἱ πρόγονοί μας πρὶν ἑκατὸ χρόνια!… Ἄλλοι θά ᾿ταν κλέφτες, ἄλλοι φονιᾶδες, ἄλλοι πόρνοι ἢ μοιχοὶ καὶ λοιποὶ ἐγκληματίες. Τρομακτικὸ γιὰ ὅλους τὸ παρελθόν. Ἦρθε στὴ μητρόπολι κάποιος καὶ μοῦ λέει· –Πάτερ, σὲ παρακαλῶ, ἄλλοτε, ὅταν γράφῃς τὴν ἱστορία τοῦ τόπου στὸ περιοδικό σου, μὴ γράφεις τὸ ὄνομά μας. –Γιατί; τοῦ λέω. –Μὴ γράφεις τὸν πατέρα μου, γιατὶ στὰ χρόνια ἐκεῖνα σκότωσε, καὶ ντρέπομαι!…
⃝ Ὁ Χριστὸς εἶνε Θεὸς καὶ δὲ μοιάζει μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Ἀλλ᾽ ἀφοῦ ἀποφάσισε νὰ ἔρθῃ νὰ γεννηθῇ ὡς ἄνθρωπος, ἔχει καὶ αὐτὸς μητέρα, τὴν Παναγία Παρθένο. Δὲν ἔχει ὅμως πατέρα. Ὅλοι ἔχουν πατέρα· ἔτσι ὥρισε ὁ Θεός, νὰ σμίγῃ τὸ ἀντρόγυνο καὶ νὰ γεννάῃ παιδιά. Ὁ Χριστὸς ὅμως γεννήθηκε χωρὶς πατέρα, χωρὶς σπέρμα ἀνδρός. Γεννήθηκε ὄχι κατὰ φυσικὸ τρόπο, ποὺ γεννώμεθα ὅλοι ἐμεῖς, ἀλλὰ κατὰ τρόπο ὑπερφυσικό. «Ἰδοὺ ἡ Παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει, καὶ τέξεται υἱόν» (Ἠσ. 7,14). Ἔτσι λοιπὸν καὶ ὁ Χριστὸς ὡς ἄνθρωπος εἶχε προγόνους κατὰ σάρκα –εἶνε τὰ ὀνόματα ποὺ ἀκούσαμε–, ποὺ ἦταν ἄνθρωποι ἁμαρτωλοί. Ἀλλὰ ὁ Χριστὸς δὲ ντρέπεται νὰ δηλώνῃ τοὺς προγόνους του, ποὺ πολλοὶ μάλιστα ἀπ᾽ αὐτοὺς ἦταν πολὺ ἁμαρτωλοί. Γιατί; Διότι ἦρθε νὰ σώσῃ τοὺς ἁμαρτωλούς.
⃝ Τὰ ὀνόματα λοιπὸν αὐτὰ μᾶς διδάσκουν τὴ ματαιότητα καὶ ἁμαρτωλότητα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως κι ὅτι ὁ Χριστὸς δὲ ντράπηκε νὰ ἔχῃ τέτοιους προγόνους. Τὸ σπουδαιότερο ὅμως εἶνε ὅτι περιέχουν προφητεία. Γιατὶ ὅλοι αὐτοί, τόσους αἰῶνες, ὅλοι ζοῦσαν μὲ μιὰ λαχτάρα. Ἄχ, ἔλεγαν, πότε νὰ τελειώσῃ ἡ νύχτα, πότε νὰ ξημερώσῃ νὰ βγῇ τ᾽ ἀστέρι! ὤ νὰ προλάβουμε νὰ δοῦμε τ᾽ ἀστέρι, νὰ δοῦμε τὸ Χριστό! Ὅλοι τους, ἀπ᾽ τὸν Ἀδὰμ μέχρι τὸν τελευταῖο, αὐτὸ περίμεναν. Καὶ δὲν τὸ εἶδαν. Μόνο ὁ γέρων Συμεὼν πρόλαβε, κι ὅταν πῆρε στὴν ἀγκαλιά του τὸ Χριστὸ εἶπε· «Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν σου, δέσποτα, …ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου…» (Λουκ. 2,29-30)· σ᾽ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, ποὺ μ᾿ ἀξίωσες νὰ δῶ τ᾿ ἀστέρι, νὰ δῶ τὸ Χριστὸ ποὺ γεννήθηκε. Σήμερα λοιπὸν ἡ προφητεία ἐκπληρώνεται. Αὐτὸ ποὺ προσδοκοῦσε ὁ Ἀδάμ, ὁ Ἀβραάμ, ὁ Δαυΐδ, ὅλοι οἱ προπάτορες, πραγματοποιεῖται. Κι αὐτοὶ ποὺ δὲν τὸν εἶδαν ἐδῶ, τὸν εἶδαν κάτω στὸν ᾅδη. Γιατὶ ὅταν πεθαίνει ὁ ἄνθρωπος τὸ κορμὶ σαπίζει καὶ τὸ τρῶνε τὰ σκουλήκια, ἡ ψυχὴ ὅμως ζῇ σ᾿ ἕναν ἄλλο κόσμο. Ἐκεῖ λοιπὸν στὸν κόσμο τοῦ ᾅδου εἶδαν κι αὐτοὶ τὸ ἀστέρι. Ὁ Χριστὸς εἶπε· Ὁ «Ἀβραὰμ …ἠγαλλιάσατο ἵνα ἴδῃ τὴν ἡμέραν τὴν ἐμήν, καὶ εἶδε καὶ ἐχάρη» (Ἰω. 8,56). Κι ἀκόμα πιὸ λαμπρὸ εἶδαν τὸ ἀστέρι – πότε; Κατὰ τὴν Ἀνάστασι, ὅταν μετὰ τὴν Σταύρωσι καὶ τὴν Ταφὴ ὁ Χριστὸς κατέβηκε στὸν ᾅδη.
⃝ Τ᾽ ἀκοῦμε τώρα καὶ δὲ μᾶς κάνουν ἐντύπωσι. Στὴν ἐποχή τους ὅμως ἔκαναν μεγάλο θόρυβο, ὅπως σήμερα τὰ ὀνόματα τῶν ἀρχόντων. Παντοῦ ἀκούγεται τὸ ὄνομα τοῦ πρωθυπουργοῦ ἢ τοῦ προέδρου τῆς δημοκρατίας. Ὕστερα ὅμως ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια ποιός θὰ θυμᾶται ποιός ἦταν πρόεδρος δημοκρατίας καὶ ποιός πρωθυπουργὸς καὶ ποιός δεσπότης; Περνοῦν, φεύγουν, σβήνουν. Ἔτσι καὶ τὰ ὀνόματα ὅλων αὐτῶν.
Ἄλλος ἀπ᾽ αὐτοὺς ἔζησε πεντακόσα, ἄλλος χίλια χρόνια πρὸ Χριστοῦ. Μερικοὶ ἦταν πλούσιοι, πολὺ πλούσιοι καὶ ἔνδοξοι. Ὡρισμένων τὸ ὄνομα ἔγινε γνωστὸ σ᾿ ὅλο τὸν κόσμο. Τέτοιος π.χ. ἦταν ὁ Σολομῶν. Εἶχε δόξα καὶ πλούτη, στέρνα γεμάτη χρυσᾶ νομίσματα. Ἀπήλαυσε ὅ,τι θαυμάζει ὁ κόσμος, καὶ ἔζησε χρόνια πολλά. Ὅλα τὰ δοκίμασε· καὶ γυναῖκες, καὶ λεπτά, καὶ φήμη, καὶ δόξα. Ἂν κάποιος τὸν ρωτοῦσε ὅταν πλέον γέρασε, «Τί κατάλαβες στὴ ζωή σου ἀπ᾽ ὅλα ὅσα γεύθηκες;», θὰ ἔλεγε· Ἔμαθα ἕνα πρᾶγμα, τὸ πιὸ δύσκολο μάθημα· ὅτι «ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης» (᾿Εκκλ. 1,2· 12,8). Εἶνε αὐτὸ ποὺ τραγουδᾷ ποιητὴς τοῦ λαοῦ μας·
«Δακρύζω μὲ παράπονο, μὲ πόνο συλλογοῦμαι,
πὼς εἶνε ὅλα μάταια στὸν κόσμο αὐτὸ ποὺ ζοῦμε».
Ματαιότης τὰ πλούτη, ματαιότης οἱ δόξες, ματαιότης οἱ ἡδονές, ματαιότης οἱ γυναῖκες, ματαιότης τὰ πάντα. Ἕνα μόνο ἀξίζει καὶ μένει αἰώνιο· νά ᾽χῃς φόβο Θεοῦ καὶ νὰ τηρῇς τὶς ἐντολές του (ἔ.ἀ.. 12,13). Αὐτὰ συλλογιζόμαστε κ᾽ ἐμεῖς στὶς κηδεῖες ὅταν ψάλλουμε· «Πάντα ματαιότης τὰ ἀνθρώπινα ὅσα οὐχ ὑπάρχει μετὰ θάνατον…». Πῆγα στὰ μνήματα καὶ τί εἶδα; Κόκκαλα γυμνά. Καὶ ρώτησα· Τί νά ᾽ταν ἆραγε ὁ ἄνθρωπος αὐτός, βασιλιᾶς ἢ στρατιώτης, πλούσιος ἢ φτωχός, δίκαιος ἢ ἁμαρτωλός;… (νεκρ. ἰδιόμ. γ΄ καὶ πλ. α΄ ἤχ.).
⃝ Τὰ ὀνόματα αὐτὰ ἐκτὸς ἀπὸ τὴ ματαιότητα διδάσκουν καὶ τὴν ἁμαρτωλότητα. Ὅλοι αὐτοὶ ποὺ ἀκούσαμε κατάγονται ἀπ᾽ τὸν Ἀδὰμ κ᾽ εἶνε ἄνθρωποι μὲ ἀδυναμίες, κλαδιὰ καὶ καρποὶ ἑνὸς δέντρου ποὺ ἡ ῥίζα του εἶνε σάπια. ῾Ρίζα τοῦ δέντρου τῆς ἀνθρωπότητος εἶνε ὁ Ἀδὰμ ποὺ ἁμάρτησε, κι ὅσοι κατάγονται ἀπ᾽ τὸν Ἀδὰμ φέρουν ἐντός τους τὸ σπέρμα τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου.
Αὐτὸ σημαίνει ὅτι, ὅπως τοῦ Χριστοῦ ἔτσι καὶ οἱ δικοί μας πρόγονοι, ἄλλος περισσότερο ἄλλος λιγώτερο, ἦταν ἄνθρωποι ἁμαρτωλοί. Δὲ γεννηθήκαμε ἀπὸ βράχο· μιὰ μάνα μᾶς γέννησε, καὶ τὴ μάνα τὴ γέννησε ὁ παπποῦς μας, καὶ τὸν παπποῦ κάποιος ἄλλος, καὶ οὕτω καθ᾽ ἑξῆς. Ἂν μπορούσαμε νὰ μάθουμε ποιοί ἦταν οἱ πρόγονοί μας πρὶν ἑκατὸ χρόνια!… Ἄλλοι θά ᾿ταν κλέφτες, ἄλλοι φονιᾶδες, ἄλλοι πόρνοι ἢ μοιχοὶ καὶ λοιποὶ ἐγκληματίες. Τρομακτικὸ γιὰ ὅλους τὸ παρελθόν. Ἦρθε στὴ μητρόπολι κάποιος καὶ μοῦ λέει· –Πάτερ, σὲ παρακαλῶ, ἄλλοτε, ὅταν γράφῃς τὴν ἱστορία τοῦ τόπου στὸ περιοδικό σου, μὴ γράφεις τὸ ὄνομά μας. –Γιατί; τοῦ λέω. –Μὴ γράφεις τὸν πατέρα μου, γιατὶ στὰ χρόνια ἐκεῖνα σκότωσε, καὶ ντρέπομαι!…
⃝ Ὁ Χριστὸς εἶνε Θεὸς καὶ δὲ μοιάζει μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Ἀλλ᾽ ἀφοῦ ἀποφάσισε νὰ ἔρθῃ νὰ γεννηθῇ ὡς ἄνθρωπος, ἔχει καὶ αὐτὸς μητέρα, τὴν Παναγία Παρθένο. Δὲν ἔχει ὅμως πατέρα. Ὅλοι ἔχουν πατέρα· ἔτσι ὥρισε ὁ Θεός, νὰ σμίγῃ τὸ ἀντρόγυνο καὶ νὰ γεννάῃ παιδιά. Ὁ Χριστὸς ὅμως γεννήθηκε χωρὶς πατέρα, χωρὶς σπέρμα ἀνδρός. Γεννήθηκε ὄχι κατὰ φυσικὸ τρόπο, ποὺ γεννώμεθα ὅλοι ἐμεῖς, ἀλλὰ κατὰ τρόπο ὑπερφυσικό. «Ἰδοὺ ἡ Παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει, καὶ τέξεται υἱόν» (Ἠσ. 7,14). Ἔτσι λοιπὸν καὶ ὁ Χριστὸς ὡς ἄνθρωπος εἶχε προγόνους κατὰ σάρκα –εἶνε τὰ ὀνόματα ποὺ ἀκούσαμε–, ποὺ ἦταν ἄνθρωποι ἁμαρτωλοί. Ἀλλὰ ὁ Χριστὸς δὲ ντρέπεται νὰ δηλώνῃ τοὺς προγόνους του, ποὺ πολλοὶ μάλιστα ἀπ᾽ αὐτοὺς ἦταν πολὺ ἁμαρτωλοί. Γιατί; Διότι ἦρθε νὰ σώσῃ τοὺς ἁμαρτωλούς.
⃝ Τὰ ὀνόματα λοιπὸν αὐτὰ μᾶς διδάσκουν τὴ ματαιότητα καὶ ἁμαρτωλότητα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως κι ὅτι ὁ Χριστὸς δὲ ντράπηκε νὰ ἔχῃ τέτοιους προγόνους. Τὸ σπουδαιότερο ὅμως εἶνε ὅτι περιέχουν προφητεία. Γιατὶ ὅλοι αὐτοί, τόσους αἰῶνες, ὅλοι ζοῦσαν μὲ μιὰ λαχτάρα. Ἄχ, ἔλεγαν, πότε νὰ τελειώσῃ ἡ νύχτα, πότε νὰ ξημερώσῃ νὰ βγῇ τ᾽ ἀστέρι! ὤ νὰ προλάβουμε νὰ δοῦμε τ᾽ ἀστέρι, νὰ δοῦμε τὸ Χριστό! Ὅλοι τους, ἀπ᾽ τὸν Ἀδὰμ μέχρι τὸν τελευταῖο, αὐτὸ περίμεναν. Καὶ δὲν τὸ εἶδαν. Μόνο ὁ γέρων Συμεὼν πρόλαβε, κι ὅταν πῆρε στὴν ἀγκαλιά του τὸ Χριστὸ εἶπε· «Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν σου, δέσποτα, …ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου…» (Λουκ. 2,29-30)· σ᾽ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, ποὺ μ᾿ ἀξίωσες νὰ δῶ τ᾿ ἀστέρι, νὰ δῶ τὸ Χριστὸ ποὺ γεννήθηκε. Σήμερα λοιπὸν ἡ προφητεία ἐκπληρώνεται. Αὐτὸ ποὺ προσδοκοῦσε ὁ Ἀδάμ, ὁ Ἀβραάμ, ὁ Δαυΐδ, ὅλοι οἱ προπάτορες, πραγματοποιεῖται. Κι αὐτοὶ ποὺ δὲν τὸν εἶδαν ἐδῶ, τὸν εἶδαν κάτω στὸν ᾅδη. Γιατὶ ὅταν πεθαίνει ὁ ἄνθρωπος τὸ κορμὶ σαπίζει καὶ τὸ τρῶνε τὰ σκουλήκια, ἡ ψυχὴ ὅμως ζῇ σ᾿ ἕναν ἄλλο κόσμο. Ἐκεῖ λοιπὸν στὸν κόσμο τοῦ ᾅδου εἶδαν κι αὐτοὶ τὸ ἀστέρι. Ὁ Χριστὸς εἶπε· Ὁ «Ἀβραὰμ …ἠγαλλιάσατο ἵνα ἴδῃ τὴν ἡμέραν τὴν ἐμήν, καὶ εἶδε καὶ ἐχάρη» (Ἰω. 8,56). Κι ἀκόμα πιὸ λαμπρὸ εἶδαν τὸ ἀστέρι – πότε; Κατὰ τὴν Ἀνάστασι, ὅταν μετὰ τὴν Σταύρωσι καὶ τὴν Ταφὴ ὁ Χριστὸς κατέβηκε στὸν ᾅδη.
* * *
Μὲ τὴ Γέννησι τοῦ Χριστοῦ, ποὺ
εἶνε τὸ πιὸ σημαντικὸ γεγονός, ἡ ἱστορία, ἀγαπητοί μου, χωρίζεται στὰ
δύο, στὴν πρὸ Χριστοῦ καὶ στὴ μετὰ Χριστόν. Ἐμεῖς ζοῦμε μετὰ Χριστόν.
Καὶ πρέπει μ᾿ ὅλη τὴν καρδιά μας νὰ εὐχαριστοῦμε τὸ Θεὸ γι᾽ αὐτό. Ἂν
ζούσαμε πρὸ Χριστοῦ, δὲν θὰ λατρεύαμε –ἀλλοίμονο– τὸν ἀληθινὸ Θεό, ἀλλὰ
τὰ εἴδωλα, ψεύτικους θεοὺς καὶ ζῷα. Ἀλλὰ ἦρθε τὸ ἀστέρι καὶ μᾶς δίδαξε,
ὅτι «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός·
ἀμήν» (Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.).
Νὰ εὐχαριστοῦμε τὸ Θεὸ ποὺ γεννηθήκαμε μετὰ Χριστόν, ἀπὸ γονεῖς Χριστιανοὺς καὶ σὲ ὀρθόδοξη πατρίδα. Ἀλλὰ καὶ νὰ προσέξουμε νὰ ζοῦμε χριστιανικά. Πολλοὶ εἶνε Χριστιανοί, ἀλλὰ ζοῦν σὰν εἰδωλολάτρες. Πλησιάζουν τὰ Χριστούγεννα. Ἂς προετοιμαστοῦμε. Νὰ ἔρθουμε ὅλοι τὴν ἅγια νύχτα, νὰ δοῦμε τ᾽ ἀστέρι, νὰ προσκυνήσουμε τὸν Σωτῆρα, νὰ δοῦμε τὴν Παναγία καὶ τοὺς ἀγγέλους. Κι ἂς θυμηθοῦμε τὶς περασμένες γενεὲς ποὺ αἰῶνες περίμεναν τὸ Χριστό, τὸν ὁποῖο πρέπει νὰ ὑμνοῦμε καὶ νὰ δοξολογοῦμε σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες· ἀμήν.
Νὰ εὐχαριστοῦμε τὸ Θεὸ ποὺ γεννηθήκαμε μετὰ Χριστόν, ἀπὸ γονεῖς Χριστιανοὺς καὶ σὲ ὀρθόδοξη πατρίδα. Ἀλλὰ καὶ νὰ προσέξουμε νὰ ζοῦμε χριστιανικά. Πολλοὶ εἶνε Χριστιανοί, ἀλλὰ ζοῦν σὰν εἰδωλολάτρες. Πλησιάζουν τὰ Χριστούγεννα. Ἂς προετοιμαστοῦμε. Νὰ ἔρθουμε ὅλοι τὴν ἅγια νύχτα, νὰ δοῦμε τ᾽ ἀστέρι, νὰ προσκυνήσουμε τὸν Σωτῆρα, νὰ δοῦμε τὴν Παναγία καὶ τοὺς ἀγγέλους. Κι ἂς θυμηθοῦμε τὶς περασμένες γενεὲς ποὺ αἰῶνες περίμεναν τὸ Χριστό, τὸν ὁποῖο πρέπει νὰ ὑμνοῦμε καὶ νὰ δοξολογοῦμε σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε
στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Νικολάου Παπαγιάννη – Φλωρίνης τὴν 21-12-1986. Καταγραφὴ
καὶ σύντμησις 18-12-2011.