Κυριακὴ μετὰ Χρ. Γέννησιν (Γαλ. 1,11-19)
29 Δεκεμβρίου 2019
Τι φοβιζει τον αποστολο· η συκοφαντια!
Ἐργαζόταν, ἀγαπητοί μου, καὶ κοπίαζε ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιὰ νὰ σπείρῃ τὸ λόγο τοῦ εὐαγγελίου, νὰ σώσῃ ψυχές, καὶ νὰ τὶς ὁδηγήσῃ στὸν Κύριο, στὸν παράδεισο.
Ἀλλὰ καὶ ὁ σατανᾶς, ὁ φοβερὸς ἐχθρὸς τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, δὲν ἔπαυε νὰ καταπολεμῇ τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ. Πολεμοῦσε τοὺς Χριστιανοὺς γιὰ νὰ τοὺς ῥίξῃ σὲ ἁμαρτία. Πολεμοῦσε καὶ τοὺς ἀποστόλους καὶ κήρυκες τοῦ θείου λόγου, γιατὶ αὐτοὶ εἶνε οἱ ἐπὶ κεφαλῆς τῶν «καλῶν στρατιωτῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Β΄ Τιμ. 2,3), οἱ ἀξιωματικοὶ καὶ ὁδηγοὶ τῆς «παρατάξεως Κυρίου» (δοξαστ. ἁγ. Πατ.).
* * *
⃝ Γι᾽ αὐτὸ βλέπουμε μὲ τὰ ὄργανά του ὁ διάβολος νὰ προσπαθῇ νὰ ἐξοντώσῃ τὸν κήρυκα τῶν Ἰεροσολύμων, τὸν ἀπόστολο Ἰάκωβο τὸν ἀδελφόθεο, τοῦ ὁποίου τὴν ἱερὰ μνήμη ἑορτάζει σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας.Ὁ Ἰάκωβος κήρυττε τὸ Χριστὸ στὴν ἁγία πόλι καὶ ἐθεωρεῖτο «στῦλος» (Γαλ. 2,9), κολώνα, τῆς ἐκκλησίας τῶν Ἰεροσολύμων. Κι ὁ σατανᾶς δὲν ὑπέφερε νὰ βλέπῃ ὄρθια τὴν κολώνα. Φανάτισε λοιπὸν τοὺς ὀπαδούς του μὲ τέτοιο μῖσος ἐναντίον ἐκείνου τοῦ ἁγίου ἀνθρώπου, ὥστε τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ἀνέβασαν στὸ «πτερύγιον τοῦ ἱεροῦ» (πρβλ. Ματθ. 4,5. Λουκ. 4,9), δηλαδὴ στὸ «ἄκρο τῆς στέγης (τοῦ ναοῦ) ποὺ προεξέχει» (Κ. Σιαμάκη, Σύντομο Λεξικὸ τῆς Κ. Διαθήκης, Θεσ/νίκη 20127, σ. 71). Καὶ ἐκεῖ τὸν ἀνάγκαζαν νὰ ἀρνηθῇ τὸ Χριστό – μποροῦμε νὰ φανταστοῦμε τὴ σκηνὴ καὶ τὸν κίνδυνο ποὺ διέτρεχε ὁ ἀπόστολος.
Ἀλλὰ ὁ Ἰάκωβος ἦταν ἀτρόμητος κ᾽ ἔμενε ἄκαμπτος στὶς πιέσεις καὶ ἀπειλές τους.
–Τί μὲ ρωτᾶτε γιὰ τὸν Ἰησοῦν τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου; Αὐτὸς κάθεται ἐκ δεξιῶν τοῦ παντοδυνάμου Θεοῦ· καὶ θὰ ἔρθῃ μετὰ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ νὰ κάνῃ κρίσι καὶ ἀνταπόδοσι (ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Ἑρμηνεία εἰς τὰς ἑπτὰ Καθολικὰς Ἐπιστολάς, ἔκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1986, σ. 33).
Τὰ λόγια αὐτὰ ἐξώργισαν τοὺς Ἰουδαίους. Τυφλοὶ ἀπὸ μῖσος, τὸν ἔσπρωξαν καὶ τὸν ἔρριξαν ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ ναοῦ κάτω στὴν πλατεῖα. Ἐκεῖ τὸν ἀποτελείωσαν, ἐνῷ ἐκεῖνος παρακαλοῦσε τὸ Θεὸ ὑπὲρ αὐτῶν καὶ ἔλεγε ὅπως καὶ ὁ Κύριός του· «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λουκ. 23,34).
Ἡ ἀπώλειά του λύπησε πολὺ τοὺς Χριστιανούς. Θλῖψι μεγάλη σὰν μαῦρο σύννεφο ἁπλώθηκε στὶς ψυχὲς τῶν πιστῶν· ἔχασαν τὸν ἐπίσκοπό τους, τὸν κήρυκα, τὸν διδάσκαλο, τὸν πατέρα, ποὺ μέρα καὶ νύχτα προσευχόταν γονατιστὸς στὸν Κύριο γιὰ ὅλους. Ἔκλαιγε ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ· χαίρονταν καὶ πανηγύριζαν ὁ διάβολος καὶ τὰ ὄργανά του, γιατὶ κατάφεραν νὰ γκρεμίσουν μία μεγάλη κολώνα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
⃝ Ἀλλὰ ὑπῆρχε καὶ ἄλλη κολώνα στὴν Ἐκκλησία, ὁ Παῦλος! Καὶ αὐτὸν τὸν πολεμοῦσε ὁ διάβολος περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀποστόλους, γιατὶ αὐτὸς «κοπίαζε περισσότερο ἀπ᾽ ὅλους» (βλ. Α΄ Κορ. 15,10) γιὰ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ. Ἔπνεε μένεα ἐναντίον του. Ἂν ἔκλεινε τὸ στόμα τοῦ Παύλου, ὁ σατανᾶς καὶ τὰ ὄργανά του θὰ χαίρονταν περισσότερο ἀπ᾽ ὅ,τι χάρηκαν γιὰ τὴν ἐξόντωσι τοῦ Ἰακώβου.
Ἀλλὰ τὸν Παῦλο τὸν προστάτευε ἄγρυπνα ὁ Κύριος καὶ τὸν ἐνίσχυε στοὺς κόπους του. Ἦταν «σκεῦος ἐκλογῆς», διαλεχτὸ ὄργανο τῆς θείας προνοίας, γιὰ νὰ βαστάσῃ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου «ἐνώπιον ἐθνῶν καὶ βασιλέων υἱῶν τε Ἰσραήλ» (Πράξ. 9,15). Τοῦ εἶχε ἀναθέσει ὡρισμένη ἀποστολὴ καὶ ἔπρεπε νὰ τὴν ὁλοκληρώσῃ. Δὲν εἶχε ἀκόμη τελειώσει «τὸ ἔργον, στὸ ὁποῖο τὸν εἶχε προσκαλέσει» (ἔ.ἀ. 13,2). Ὁ Παῦλος θὰ ἔκλεινε τὰ κουρασμένα μάτια του ὅταν θ᾽ ἀποφάσιζε ὁ Θεός. Γι᾽ αὐτὸ ὅλες οἱ προσπάθειες τοῦ διαβόλου νὰ τὸν ἐξοντώσῃ ἀποτυγχάνουν. Ὁ Παῦλος γλυτώνει πολλὲς φορὲς ἀπὸ τὰ κακοῦργα ὄργανα τοῦ σατανᾶ.
Ὁ διάβολος ὅμως δὲν ἡσυχάζει. Ἀφοῦ δὲν μπόρεσε, ἐπὶ τοῦ παρόντος τοὐλάχιστον, νὰ τὸν θανατώσῃ φυσικῶς, ὡς σωματικὴ ὕπαρξι, ζητάει νὰ τὸν ἐξοντώσῃ ἠθικῶς. Διότι ὑπάρχει καὶ φόνος χωρὶς τραύματα καὶ αἵματα, χωρὶς φυσικὸ θάνατο. Ποιός εἶνε ὁ φόνος αὐτός;
Εἶνε ἡ συκοφαντία. Αὐτὸς εἶνε ὁ πιὸ φοβερὸς φόνος. Τί νὰ τὴν κάνῃ τὴ ζωὴ μία παρθένος κόρη, ὅταν ἐσὺ ὁ συκοφάντης της τὴν παρουσιάζῃς ὅτι εἶνε μία πόρνη καὶ διεφθαρμένη; Ἢ τί νὰ τὴν κάνω ἐγὼ ὁ κήρυκας τοῦ θείου λόγου τὴ ζωή, ὅταν ἐσὺ μὲ συκοφαντῇς καὶ μὲ παρουσιάζῃς στὰ πλήθη ὅτι εἶμαι διεφθαρμένος, ἀνήθικος; Προτιμῶ νὰ βάλουν μία πλάκα βαρειὰ ἐπάνω στὰ στήθη μου, παρὰ νὰ μὲ συκοφαντήσουν. Πῶς θὰ διδάξω τὸ λαό; πῶς θὰ κατηχήσω τὴ νεολαία; Ἡ συκοφαντία εἶνε δόλιο ὅπλο τοῦ διαβόλου ἐναντίον τῶν κηρύκων τοῦ θείου λόγου. Πόσοι Χρυσόστομοι δὲν κατέβηκαν στὸν τάφο χτυπημένοι ἀπὸ τὰ φαρμακερὰ βέλη συκοφαντίας; Πόσοι ἀρχιερεῖς εὐαίσθητοι δὲν κατέβηκαν στὸν τάφο γιατὶ βρέθησαν ὀντάρια νὰ λερώσουν μὲ τὴ λάσπη τῆς βρώμικης ψυχῆς τους πάλλευκες ὑπολήψεις καὶ συνειδήσεις;
Συκοφαντία! αὐτὸ τὸ ὅπλο χρησιμοποίησε ὁ διάβολος καὶ ἐναντίον τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Ναί. Συκοφάντησε ποιόν; Τὸν οὐράνιο ἄνθρωπο, τὸν κορυφαῖο ἀπόστολο τῆς Χάριτος, τὸν κήρυκα τῶν ἐθνῶν. Δὲν τὸν ἄφησε ἀπείραστον ὁ διάβολος. Σκόρπιζε παντοῦ τὰ ὄργανά του, τοὺς Ἰουδαίους. Ὅπου πήγαινε ὁ Παῦλος, ἀπὸ κοντά του καὶ αὐτοί. Κήρυττε ὁ Παῦλος; ἀμέσως αὐτοὶ ἔλεγαν στὸ λαό· Τὸν Παῦλο κάθεστε κι ἀκοῦτε; αὐτὸς δὲν εἶνε ἀπόστολος, εἶνε ἕνας ἀγύρτης…
Φοβερὸ πρᾶγμα ἡ συκοφαντία. Καὶ τὸ φοβήθηκε ὁ ἀτρόμητος ἀπόστολος. Δὲν τὸν ἔμελε τὸν Παῦλο ὅτι ὁ ἴδιος ὑβρίζετο καὶ ἐσυκοφαντεῖτο, δὲν τὸν ἔνοιαζε ἡ προσωπική του ὑπόληψις· τὸν ἔμελε ὅτι μὲ τέτοιες συκοφαντίες οἱ ἐχθροί του «πριόνιζαν» τὸ ἔργο του. Ἂν γίνονταν πιστευτὰ αὐτὰ ποὺ ἔλεγαν οἱ συκοφάντες του, ποιός πλέον θὰ ἔδινε σημασία στὸ κήρυγμά του; ποιός θὰ ἔδινε ἐμπιστοσύνη στὴ διδασκαλία του; ποιός ἐν τέλει θὰ ἐσῴζετο; Θὰ ματαιωνόταν ἡ ἀποστολή του.
Γι᾽ αὐτὸ ὁ Παῦλος ἀναγκάζεται νὰ ἀπολογηθῇ. Ἔτσι, κάθεται καὶ γράφει τὴν πρὸς Γαλάτας ἐπιστολή του. Καὶ μὲ ὅσα ἔγραψε σ᾽ αὐτὴν κλείνει τὰ στόματα τῶν συκοφαντῶν του.
Μὲ κατηγοροῦν, λέει, πὼς δὲν εἶμαι ἀπόστολος ὅπως οἱ ἄλλοι ἀπόστολοι, ὅτι τὸ εὐαγγέλιο ποὺ κηρύττω δὲν ἔχει τὴν ἴδια ἀξία ποὺ ἔχει τὸ εὐαγγέλιο καὶ τὸ κήρυγμα τῶν ἄλλων ἀποστόλων.
Λοιπὸν τοὺς πληροφορῶ, ὅτι τὸ εὐαγγέλιό μου εἶνε ὄχι ἀνθρώπινο ἀλλὰ θεῖο, ἐξ οὐρανοῦ. Δὲν μὲ δίδαξε κανείς ἄλλος παρὰ ἕνας καὶ μόνο, ὁ Χριστός. Δὲν πῆγα σὲ πανεπιστήμια καὶ θεολογικὲς σχολές. Δὲν ἐγνώρισα κανένα ἀπόστολο. Καὶ πῶς ἦταν δυνατὸν νὰ γνωρίσω, ἀφοῦ ἐγὼ ἤμουν ἕνας δεδηλωμένος ἐχθρὸς τῆς Ἐκκλησίας, ἕνας φανατικὸς διώκτης τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Χριστιανῶν; Εἶχα τέτοια μανία ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ, ὥστε ἔταξα στὸν ἑαυτό μου ἕνα σκοπό· πῶς νὰ γκρεμίσω καὶ νὰ ξεθεμελιώσω ὅλες τὶς ἐκκλησίες. Γι᾽ αὐτὸ ἔτρεχα δεξιὰ καὶ ἀριστερά, κατασκοπεύοντας καὶ κυνηγώντας παντοῦ τοὺς Χριστιανούς, μὲ σκοπὸ νὰ τοὺς συλλαμβάνω, νὰ τοὺς τυραννῶ, νὰ τοὺς ἐξοντώνω.
Ἐπάνω ὅμως σ᾽ αὐτὴ τὴ δαιμονικὴ ἐπιχείρησι, ἦρθε ὁ Χριστὸς καὶ μὲ ἐλέησε. Ἔκανε τὸ μεγάλο του θαῦμα· ἀπὸ διώκτη μὲ μετέβαλε σὲ κήρυκα τοῦ εὐαγγελίου. Πῶς ἔγινε αὐτό; Ὁ Ἴδιος παρουσιάστηκε μπροστά μου, καθὼς πήγαινα στὴ Δαμασκὸ συνεχίζοντας τὸ ἔργο τοῦ διώκτου, καὶ μὲ συνετάραξε. Ἐκεῖ μὲ φώτισε μὲ τὸ οὐράνιο φῶς. Κι ἀπὸ τότε, χωρὶς νὰ πλησιάσω κανέναν ἀπόστολο, χωρὶς νὰ πάρω μαθήματα ἀπὸ κανένα Χριστιανό, κηρύττω τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ.
* * *
Τὰ ἐπιχειρήματα τοῦ Παύλου εἶνε, ἀγαπητοί μου, ἀκαταμάχητα. Εἶνε σὰν νὰ τοὺς λέῃ· Μὲ συκοφαντεῖτε, πὼς δὲν εἶμαι ἀπόστολος. Ἀλλὰ ἐξηγῆστε μου, πῶς ἐγὼ μεταβλήθηκα; πῶς γνώρισα τὸ εὐαγγέλιο; ποιός μὲ δίδαξε;Αὐτὰ εἶνε ἐρωτήματα, στὰ ὁποῖα δὲν μποροῦν νὰ δώσουν ἀπάντησι οἱ ἄπιστοι. Γιατὶ ἡ ζωὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου εἶνε θαῦμα. Θαυμάστε· μόνο ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ ἐνεργεῖ. Ὁ Θεός, ποὺ κάνει τὸ σκοτάδι νὰ γίνῃ φῶς, αὐτὸς μετέβαλε τὴν ψυχὴ τοῦ Παύλου σὲ λαμπρὸ ἀστέρι τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Θεὸς τὸν κάλεσε στὸ ἀξίωμα τοῦ ἀποστόλου, αὐτὸς τοῦ δίδαξε τὴ διδασκαλία τῆς Χάριτος. Ὁ Θεὸς τὸν ἐνίσχυε γιὰ νὰ πολεμᾷ καὶ νὰ νικᾷ τοὺς ἐχθροὺς τῆς πίστεως. Ὁ Θεὸς τὸν ἀνέδειξε ἀπόστολο τῶν ἐθνῶν, στὸν ὁποῖον ὄχι μόνο οἱ Γαλάτες, ἀλλὰ κ᾽ ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες ὀφείλουμε τὴ Χριστιανικὴ πίστι μας· γιατὶ τὸν σπόρο τοῦ εὐαγγελίου τὸν ἔφερε καὶ στὴν πατρίδα μας ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Καὶ αὐτὸς κοπίασε καὶ μόχθησε γιὰ νὰ ῥιζώσῃ στὴν Ἑλλάδα.
Ἂς εὐχηθοῦμε, ἡ πατρίδα μας ν᾽ ἀκολουθῇ πάντοτε τὰ λόγια τοῦ Παύλου καὶ νὰ μὴ δίνῃ πίστι στὰ λόγια τῶν ἐχθρῶν τῆς πίστεως.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπὸ τὸ χειρόγραφο ὁμιλίας, ἡ ὁποία ἔγινε σὲ ἄγνωστο ἱ. ναὸ τῆς ἱ. μητροπόλεως Αἰτωλίας & Ἀκαρνανίας καὶ πιθανῶς τὴν 23-10-1938.
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2248
Κυριακὴ μετὰ Χρ. Γέννησιν (Γαλ. 1,11-19)
29 Δεκεμβρίου 2019