Το τραγούδι τώρα πια ένας θρήνος. Το 1803, είναι η
χρονιά της συντέλειας. Το Σούλι με τις τόσες θυσίες και τους ακόμη
περισσότερους ηρωϊσμούς πέφτει ύστερα από προδοσία.
Ένας Ηπειρώτικος θρήνος ένα μοιρολόι που μέσα στη λιτότητά
του τα λέει όλα. Τον πόνο της καταστροφής. Την ανυποχώρητη κραυγή “Θάνατος ή
λευτεριά”.
Οι γυναίκες προτιμούν το Ζάλογγο, ο Σαμουήλ την
ολοκαυτωματική ανατίναξη.
Ένα πουλάκι ξέβγαινε ψηλά από το
Σούλι.
Παργιώτες το ρωτήσανε, Παργιώτες το
ρωτάνε:
-“Πουλάκι πούθεν έρχεσαι, πουλί μου
πού πηγαίνεις;”.
-“Από το Σούλι έρχομαι και στη
Φραγκιά πηγαίνω”.
-“Πουλάκι πες μας τίποτε, κανά καλό
μαντάτο”.
-“Αχ τι μαντάτο να σας πω, τι να σας
μολογήσω;
Πήραν το Σούλι πήρανε, πήραν τον Αβαρίκον
πήραν την Κιάφα την κακή, επήραν και το Κούγκι
κι έκαψαν τον Καλόγερο με τέσσερις νομάτους”.
Πήραν το Σούλι πήρανε, πήραν τον Αβαρίκον
πήραν την Κιάφα την κακή, επήραν και το Κούγκι
κι έκαψαν τον Καλόγερο με τέσσερις νομάτους”.
Τον Ιούνιο του 1803 ο Αλή Πασάς εφοδιασμένος με σουλτανική
διαταγή, εκστρατεύει, επικεφαλής 15.000 τουρκαλβανικών δυνάμεων, εναντίον του
Σουλίου. Η επίθεση αποτυγχάνει. Οργανώνεται πολιορκητικός κλοιός γύρω από το
Σουλιώτικο όρος. Οι Σουλιώτες που διαισθάνθηκαν τι τους περιμένει άρχισαν να
ψάχνουν για συμμάχους για να εξασφαλίσουν την προμήθεια πυρομαχικών, αλλά και
των αναγκαίων τροφών. Μεταξύ των άλλων έγραψαν και στους Διοικητές της
Κέρκυρας. Τελικά έμειναν αβοήθητοι.
Ακολούθησαν πολλές μάχες και μηχανορραφίες του Αλή, ο οποίος
επιτίθεται στο Κούγκι καθημερινά και οι Σουλιώτες αμύνονται λυσσαλέα. Σε κάθε
επίθεση σκοτώνονται πάνω από 70 ως 100 Τουρκαλβανοί. Ο Αλή Πασάς απογοητεύεται
και όταν διαπιστώνει ότι με τα όπλα δεν πετύχαινε τίποτα προσπάθησε τότε
με δωροδοκίες και διαφθορές να εκπορθήσει το Σούλι. Στη προσπάθειά του αυτή
ήρθε συνεργός στο γιο του Αλή, τον Βελή Πασά, όπως φημολογείται, ο Σουλιώτης
Πήλιος Γούσης, που υπηρετούσε ως έμπιστος του τουρκαλβανού στρατηγού Ζελιχτάρ
Μπόττα, ο οποίος και υπέδειξε στους τουρκαλβανούς που επιχειρούσαν τον
αποκλεισμό των Σουλιωτών ένα ιδιαίτερο αφύλακτο μονοπάτι που οδηγούσε
στο Κούγκι.
Όταν ένα τμήμα των τουρκαλβανών ανέβηκε αυτό το μονοπάτι οι
μαχόμενοι Σουλιώτες βρέθηκαν ανάμεσα στα πυρά τους όπου αναγκάστηκαν πλέον να
υποχωρήσουν, να εγκαταλείψουν τον αγώνα τους και τελικά, λόγω και έλλειψης
τροφών και πολεμοφοδίων να συνθηκολογήσουν και να εκπατριστούν στη συνέχεια στη
ρωσοκρατούμενη τότε Πάργα και από εκεί στη Κέρκυρα.
Στις 12 Δεκεμβρίου 1803 υπογράφεται η συνθήκη παράδοσης του
Σουλίου. Δύο χιλιάδες περίπου Σουλιώτες με Αρχηγούς τους τον Φώτο Τζαβέλα, Δήμο
Δράκο, και Τζίμα Ζέρβα οδοιπορούν για την Πάργα. Ανάμεσα σ’ αυτούς και η φάρα
των Θανασάτων (με τις οικογένειες των Σούλων), η οποία κουβαλάει μαζί της και
το οικογενειακό χειρόγραφο. Άλλοι χίλιοι περίπου με Αρχηγούς τον Κίτσο Μπότσαρη
και τον Κουτσονίκα φέυγουν για το Ζάλογγο. Άλλες μικρότερες ομάδες φεύγουν για
το Βουλγαρέλι και άλλα κοντινά χωριά.
Ο Καλόγερος Σαμουήλ με τέσσερις Σουλιώτες παρέμεινε στο
Κούγκι φυλάγοντας τα πολεμοφόδια των Σουλιωτών, αυτά που δεν πήραν μαζί τους
αυτοί που έφυγαν. Στις 16 Δεκεμβρίου 1803, όταν πηγαίνουν οι Τούρκοι να τα
παραλάβουν ο Σαμουήλ βάζει φωτιά στο μπαρούτι και ανατινάζει το Κούγκι μαζί με
τον εαυτό του, τους τέσσερις Σουλιώτες και τους Τούρκους.
Την ανατίναξη της μπαρουταποθήκης από τον Σαμουήλ πήρε σαν
αφορμή ο Βελή Πασάς και δεν τήρησε τους όρους της Συμφωνίας του για την Ειρήνη.
Παράλληλα, ενώ το Σώμα του Φώτου Τζαβέλα έφτασε στην Πάργα, το Σώμα του Κίτσου
Μπότσαρη και του Κουτσονίκα χτυπιέται στα στενά του Ζαλόγγου από τους
Τουρκαλβανούς του Βελή Πασά. Έγιναν σφορδρές μάχες, στις οποίες οι άνδρες
σκοτώθηκαν.
Τότε 55 γυναίκες, οι ατρόμητες Σουλιώτισσες ανέβηκαν στους
βράχους του Ζαλόγγου και προτίμησαν τον θάνατο παρά την ατιμία.
“Στη στεριά δεν ζει το ψάρι, ούτ ανθός στην αμμουδιά κι οι
Σουλιώτισσες δεν ζούνε δίχως την ελευθεριά. Έχετε γειά βρυσούλες, Λόγγοι,
βουνά, ραχούλες. . .”