Τετάρτη 13 Μαΐου 2020

Οι Εκκλησίες ανοίγουν… θα πάμε;




Τζανάκης Γεώργιος
Πλησιάζουν οἱ μέρες ποὺ οἱ Ἐκκλησιὲς θὰ ἀνοίξουν. Ἤδη οἱ καλοὶ ποιμένες, ποὺ δέχθηκαν ἀδιαμαρτύρητα τὶς ἐντολὲς τῶν κυβερνωμένων κυβερνητῶν καὶ τὶς ἔκλεισαν, προσμένουν τὰ «πιστά παιδιά της Ἐκκλησίας» νὰ πᾶνε…
Ἑδὼ, στὴν Κρήτη, ἐπὶ παραδείγματι:

«Ἡ Ἐκκλησία Κρήτης προσμένει ἀγαπητικά τά πιστά παιδιά Της, τήν Κυριακή, 17η Μαΐου 2020, πού θά τελεσθεῖ καί πάλι ἡ Θεία Λειτουργία μέ συμμετοχή πιστῶν». Ανακοινωθέν 07-05-2020
Ἡ στάσις τῶν ἐπισκόπων, ἦταν δουλοπρεπὴς, ἐνδοτικὴ, καὶ ἐντελῶς ἀντίθετος πρὸς τὸ ὀρθόδοξο, ὁμολογιακὸ καὶ φιλελεύθερο φρόνημα (ἐννοοῦμε τὴν θεόσδοτη ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου ὄχι τὰ πολιτικὰ φιλελεύθερα φληναφήματα) –γεγονὸς ποὺ οἱ ἵδιοι (οἱ ἐπίσκοποι) οὔτε καὶ τώρα τὸ παραδέχονται, ποὺ ἔχει ἀποδειχθεῖ ἀπὸ τὰ γεγονότα ὅτι μόνον ἡ Ἐκκλησία στοχοποιήθηκε, κυνηγήθηκε, χλευάστηκε καὶ ταπεινώθηκε. Γιὰ νὰ μὴν ἀναλάβουν τὶς εὐθῦνες τους καὶ «λογοδοτήσουν» γιὰ τὶς ἐνέργειές τους.

Ὅμως καὶ ἡ στάσις τῶν ἱερέων δὲν ἦταν ἡ ἁρμόζουσα. Ὁ ὀρθόδοξος παπᾶς, ποὺ πονεῖ καὶ ἐνδιαφέρεται καὶ θυσιάζεται γιὰ τὸ ποίμνιό του, ὁ μερακλῆς τσομπάνος –ποὺ ἔλεγε ὁ παπα-Δημήτρης ὁ Γκαγκαστάθης- μᾶλλον εἶναι εἶδος πρὸς ἐξαφάνισιν καὶ δὲν βλέπω καμμιὰ ΜΚΟ νὰ ἐνδιαφέρεται… Οἱ δὲ χειροτονοῦντες ἐπίσκοποι φαίνεται ὅτι περισσότερο νοιάζονται γιὰ ὑπάκουους ὑπαλλήλους, γιὰ στάχτες ποὺ νὰ τοὺς δίνουν ὅποια μορφὴ θέλουν, παρὰ γιὰ «πυρὸς φλόγες».
Δὲν λείπουν βεβαίως καὶ ὅσοι ἀντιστάθηκαν, στὸν βαθμὸ ποὺ μποροῦσαν καὶ ἀνάλογα μὲ τὸ θᾶρρος ποὺ διέθεταν. Ἀρκετοὶ κράτησαν ἀνοιχτὲς τὶς ἐκκλησίες τους, λειτουργοῦσαν μὲ λίγους ἤ περισσότερους ἀνθρώπους πλὴν τῶν ψαλτῶν, ἄλλοι ἔτρεχαν σὲ ἐξωκλήσια ἤ σὲ σπίτια, μεσάνυχτα ἤ ξημερώματα διὰ τὸν φόβον τῶν συγχρόνων Ἰουδαίων τῆς πολιτείας καὶ τῶν ἐκσυχρονισμένων ρουφιάνων τῆς διπλανῆς πόρτας, ποὺ τηλεφωνοῦσαν στὴν ἀστυνομία. Καὶ συνήθως αὐτοὶ δὲν ἦσαν «οἱ δοκοῦντες στῦλοι εἶναι». Δὲν ἦσαν οἱ «πνευματικοὶ», οἱ σοβαροὶ ποιμένες μὲ τὰ πνευματικοπαίδια καὶ τὶς ὁμιλίες καὶ τὶς δράσεις… Ἦταν κάποιοι ποὺ δὲν εἶχαν τέτοιες περγαμηνές, οἱ τελευταῖοι, οἱ περίπου προβληματικοί, οἱ κάπως ἐλλατωματικοί… Αὐτοὶ κυρίως -δὲν εἶμαι ἀπόλυτος διότι μιλῶ γιὰ ὅσα ξέρω καὶ ὅσα ξέρω καὶ ἀκούω δὲν εἶναι τὸ ὅλον- κράτησαν ὅσο μποροῦσαν καὶ μείωσαν στὰ μάτια τοῦ λαοῦ, τὸν ἐξευτελισμό τοῦ κλήρου.
Κάποιο «σοβαροὶ» πνευματικοὶ, ἀφοὺ ἔκλεισαν τοὺς ναοὺς (λὲς καὶ τοὺς ἔχτισαν μὲ τὰ λεφτά τους καὶ ἦταν ἰδιοκτησίες τους) καὶ ἀνάγκασαν τοὺς ἀνθρώπους νὰ ψάχνουν νὰ βροῦν ἐκκλησία ἤ ἄλλο χῶρο γιὰ νὰ λειτουργηθοῦν καὶ νὰ κοινωνήσουν, ὅταν πῆγαν νὰ ἐξομολογηθοῦν τοὺς μέμφθηκαν ὅτι ἐνήργησαν χωρὶς εὐλογία (!!!) καὶ τοὺς ἀπαγόρευσαν νὰ ξαναπᾶνε σὲ τέτοια λειτουργία!!! Τέτοιου εἴδους ὑπακοὲς ζητᾶνε κάποιοι σύγχρονοι πνευματικοί!!! Τόση συναίσθησις ὑπάρχει. Δὲν φτάνει ποὺ πρόδωσαν τὴν ἱερωσύνη τους δεχόμενοι νὰ κλείσουν οἱ ναοὶ τους (γιατὶ περὶ αὐτοῦ πρόκειται), ἀντὶ νὰ ἀντισταθοῦν ἔως ἐσχάτων· ἄς σταματοῦσαν ἐκεῖ τουλάχιστον. Ἐντάξει, φόβος, σύγχυσις, ἐνίοτε σχετικὴ ἀσχετωσύνη, κακομοιριὰ, ὅτι θὲς πές. Νὰ παρεμποδίζουν, ὅμως, τοὺς ταλαίπωρους πιστοὺς νὰ ψάξουν νὰ βροῦν λειτουργία νὰ πᾶνε καὶ νὰ θέτουν καὶ ζήτημα ὑπακοῆς ξεπερνᾶ κάθε προσδοκία ἀκόμη καὶ τοῦ ἴδιου τοῦ … διαβόλου. Ἄς μὴν προχωρήσουμε γιατὶ θὰ ποῦμε βαρειὲς κουβέντες… καὶ δὲν βλέπω πιθανότητες συναισθήσεως.
Τώρα ποὺ θὰ ἀνοίξουν, λοιπὸν, οἱ ἐκκλησιὲς καὶ θὰ τρέξουν οἱ πνευματοφόροι πατέρες νὰ ὑποδεχτοῦν τὰ τέκνα τους ποὺ μὲ «πόνο ψυχῆς στερήθηκαν τόσον καιρὸ» -γιατὶ ποτέ οἱ ἴδιοι δὲν ἄνοιξαν τὶς ἐκκλησίες οὔτε ἄφησαν κανέναν νὰ μπεῖ μέσα, τώρα ποὺ «ἡ ἐκ Θεοῦ δοκιμασία» παρῆλθε, τώρα ποὺ τὰ σκοτεινὰ νέφη διελύθησαν καὶ φάνηκε τὸ φῶς τοῦ ἡλίου, γιὰ φανταστεῖτε νὰ πᾶνε στὶς ἐκκλησιές τους , νὰ χτυπήσουν τὶς καμπάνες καὶ νὰ μὴν παρουσιαστεῖ …. κανένας. Κανένας!!! Οὔτε πρόσφορο νὰ τοὺς πᾶνε. Τίποτα. Κανεὶς.
Τί θὰ κάνουν τότε οἱ ποιμένες αὐτοί; Θὰ σκεφτοῦν; Θὰ προβληματιστοῦν γιὰ τὶς πράξεις τους; Θὰ ρωτήσουν: γιατί; Θὰ ἔρθουν σὲ συναίσθησι; Βέβαια γιὰ νὰ συμβῇ κάτι τέτοιο θὰ πρέπει καὶ οἱ πιστοὶ νὰ καταλαβαίνουν τὶ γίνεται γύρω τους. Νὰ καταλαβαίνουν ποὺ βρίσκονται. Ποιὰ εἶναι ἡ θέσι τους στὴν ἐκκλησία. Νὰ πιστεύουν σωστά, ὀρθόδοξα.
Θὰ πεῖ κανεὶς : μὰ γίνονται τέτοια πράγματα; Ἔχουν συμβεῖ τέτοια; Τὰ πρόβατα νὰ μὴν θέλουν τὸν ποιμένα; Βεβαίως. Διότι μιλοῦμε γιὰ λογικὰ πρόβατα, καὶ ὡς λογικὰ ὀφείλουν νὰ ἀκολουθοῦν τοὺς καλοὺς ποιμένες καὶ ὄχι τοὺς κακοὺς, διότι θὰ χαθοῦν. Ἀπὸ τὸ ξεκίνημα τῆς Ἐκκλησίας αὐτὸ ἦταν ξεκάθαρο καὶ ἦταν διδασκαλία τῶν ἁγίων πατέρων:
Εἶναι λογικὰ αὐτὰ τὰ πρόβατα καὶ τὰ κριάρια, καὶ ὄχι ἄλογα. Γιὰ νὰ μὴν πεῖ ποτὲ ὁ λαϊκὸς ὅτι: «Ἐγὼ εἶμαι πρόβατο καὶ δὲν ἔχω καμμιὰ εὐθύνη. Ὁ ποιμένας (ποὺ μὲ βόσκει) ἔχει τὴν εὐθύνη καὶ θὰ λογοδοτήσῃ γιὰ μένα». Γιατὶ ὅπως τὸ πρόβατο ποὺ δὲν ἀκολουθεῖ τὸν καλό ποιμένα θὰ τὸ φᾶνε οἱ λύκοι, ἔτσι καὶ ἐκεῖνο ποὺ ἀκολουθεῖ τὸν πονηρὸ ποιμένα εἶναι φανερὸ ὅτι θὰ τὸ καταφάει ὁ θάνατος (ὁ πνευματικός). Γι᾿ αὐτὸ νὰ ἀπομακρύνεστε ἀπὸ τοὺς φθοροποιούς ποιμένες.

Λογικὰ γὰρ τὰ πρόβατα καὶ οἱ κριοί οὗτοι, ἀλλ᾿οὐκ ἄλογα· ἵνα μή ποτε εἴπῃ ὁ Λαϊκός «Ὅτι ἐγὼ πρόβατόν εἰμι, καὶ οὐ ποιμὴν, καὶ οὐδένα λόγον ἐμαυτοῦ ποιήσομαι, ἀλλ᾿ ὁ ποιμὴν ὅψεται, καὶ αὐτὸς μόνος εἰσπραχθήσεται τὴν ὑπὲρ ἐμοῦ δίκην». Ὤσπερ γὰρ τῷ καλῷ ποιμένι τὸ μὴ ἀκολουθοῦν πρόβατον, λύκοις ἔκκειται εἰς διαφθορὰν, οὕτω τῷ πονηρῷ ποιμένι τὸ ἀκολουθοῦν, πρόδηλον ἔχει τὸν θάνατον ὅτι κατατρώξεται αὐτό. Διὸ φευκτέον ἀπὸ τῶν φθορέων ποιμένων.
PG 1 σ.633 ΑB ΑΓΙΟΣ ΚΛΗΜΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ
Ὅποιοι θέλουν ἄς ρωτήσουν πραγματικοὺς πνευματικοὺς μὲ φόβο καὶ πείρα Θεοῦ, ἤ ἄς μελετήσουν τοὺς Πατέρες καὶ θὰ δοῦν ὅτι ἔτσι εἶναι.
Καὶ ἔχουμε τέτοια παραδείγματα; Ἔχουμε. Ἄς ἀναφέρω ἕνα:
Ὅταν ἐπέστρεψαν ἀπὸ τὴν ψευδοσύνοδο τῆς Φερράρας Φλωρεντίας οἱ ἡμέτεροι καὶ μετὰ πολλὲς προσπάθειες βρέθηκε ἄνθρωπος νὰ ἀνεβῇ στὸν Πατριαρχικὸ θρόνο, μὲ τὴν ὑποχρέωσι, ὅμως, νὰ προχωρήσει ἐμπράκτως τὴν ἔνωσι, ὁ Κυζίκου ἦταν αὐτὸς, κατὰ τὴν ἐνθρόνησί του τὸν συνόδευε ὁ Λατινεπίσκοπος Χριστοφόρος σ᾿ ὅλη τὴν διαδρομὴ καὶ δὲν ξεκολοῦσε ἀπὸ πάνω του.

Ἠτοιμάσθη τοίνυν ὁ Κυζίκου καὶ ἐδέξατο τὸ μήνυμα. Προσκαλέσατο δὲ καὶ τὸν Τραπεζοῦντος καὶ τὸν Ἡρακλείας παραγενέσθαι ἐν τῷ μηνύματι καὶ οὐκ ἦλθον. Τῇ Τετράδι οὖν, καθ᾿ ἥν ἀποδίδοται ἡ ἑορτὴ τῆς ἁγίας τοῦ Χριστοῦ ἀναστάσεως, ἥτις ἦν καὶ Τετάρτη τοῦ Μαΐου ἦλθεν εἰς τὰ βασίλεια καὶ προεβλήθη παρὰ τοῦ βασιλέως Πατριάρχης. Παρῆμεν δὲ καὶ ἡμεῖς καὶ ἐν τῷ μηνύματι καὶ ἐν τῇ προβλήσει καὶ προεπέμπομεν αὐτὸν εἰς τὸ Πατριαρχεῖον. Παρὴν δὲ καὶ ὁ τοῦ Πάπα Λατινεπίσκοπος ὁ Χριστοφόρος παρ᾿ὅλην τὴν ὁδὸν πλησιάζων τῷ δεξιῷ μέρει τοῦ Πατριάρχου καὶ μηδόλως αὐτοῦ ἀφιστάμενος. (Συρόπουλου Ἀπομνημονεύματα. Vera Historia Unionis non Verae inter Graecos et Latinos. Adriani Vlaco. MDCLX σελ 336-7)
Αὐτὸ βέβαια προκαλοῦσε περισσότερη μέμψιν ἐναντίον του ἀπὸ τὸν λαὸ καὶ ἀποστροφὴ διότι ἀποδείκνυε ὅτι ἀποδέχεται τὸν λατινισμό.

Τοῦτο δὲ καὶ πλείονα μέμψιν ἀπὸ τοῦ λαοῦ καὶ ἀποστροφὴν προὐξένει τῷ Πατριάρχῃ ὡς ἀποδεχόμενον τὸν λατινισμόν.(ὅ.π. σελ.337)
Καὶ ἀντιμετώπιζε ὁ λαὸς μὲ πολλὴ ἀηδία τὶς εὐλογίες τοῦ πατριάρχη καὶ πολλοὶ ὑποχωροῦσαν γιὰ νὰ μὴν τὸν βλέπουν νὰ εὐλογεῖ.

Καὶ ἐδέχετο ὁ λαὸς τὴν εὐλογίαν τοῦ Πατριάρχου λίαν ἀηδῶς, τινὲς δὲ καὶ ὑπεχώρουν ἵνα μὴ θεωρῶσι τὴν εὐλογίαν αὐτοῦ. (ὅ.π. σελ.337)
Λέει, λοιπὸν ὁ αὐτόπτης Συρόπουλος: Θὰ προσθέσω καὶ ἕνα μικρὸ ἀφήγημα γιὰ νὰ δείξω τὸν θερμὸ ζῆλο πρὸς τὴν Ὀρθοδοξία τοῦ εὐσεβοῦς καὶ Χριστιανικωτάτου τούτου λαοῦ.

Προσθήσω δὲ και τι μικρὸν ἀφήγημα πρὸς παράστασιν τοῦ πρὸς τὴν ὀρθοδοξίαν θερμοῦ ζήλου τοῦ εὐσεβοῦς καὶ Χριστιανικωτάτου τοῦδε τοῦ λαοῦ καὶ ἄλλως χαρίεν. .(ὅ.π. σελ.337)
Καποιος ἱερέας ὀνόματι Θεοφύλακτος θέλησε νὰ δῇ πῶς γίνεται ἡ πρόβλησις τοῦ πατριάρχου. Δανείστηκε λοιπὸν ἕνα ἄλογο, γιατὶ δὲν εἶχε, καὶ ἦρθε στὰ ἀνάκτορα καὶ ἀφοῦ εἶδε τὴν πρόβλησι ἦρθε μαζί μας μέχρι τὰ πατριαρχεία (ἀκολούθησε τὴν πομπή). Μετὰ ἐπέστρεψε στὸ σπίτι του καὶ τὴν ὥρα τοῦ ἐσπερινοῦ χτύπησε τὴν καμπάνα. Ἦταν ἡ ἑορτὴ τῆς Ἀναλήψεως, ἀλλὰ κανένας δὲν παρουσιάστηκε στὸν ναό. Τὸ ἴδιο ἔγινε καὶ στὸν ὄρθρο καὶ πάλι κανεὶς δὲν ἦρθε. Περίμενε τὴν ὥρα τῆς Λειτουργίας νὰ τοῦ φέρει κανένας πρόσφορο καὶ δὲν τοῦ ἔφερε, γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν λειτούργησε. Ἐπειδὴ ἀγανάκτησε πῆγε σὲ κάποιους ποὺ συνήθιζαν νὰ ἐκκλησιάζονται στὸν ναό καὶ ρωτοῦσε γιὰ ποιὸ λόγο δὲν ἦρθαν στὴν ἐκκλησία τὴν ἡμέρα τέτοιας ἑορτῆς;

Ἱερεύς τις ἠθέλησεν ἰδεῖν ὅπως γίνεται ἡ τοῦ Πατριάρχου πρόβλησις, ὄνομα τῷ ἱερεῖ Θεοφύλακτος. Ἐδανείσατο οὖν ἵππον, οὐδὲ γὰρ ἐκέκτητο, καὶ ἦλθεν εἰς τὰ βασίλεια, καὶ ἰδὼν τὴν πρόβλησιν ἦλθε μεθ᾿ ἡμῶν μέχρι καὶ τοῦ Πατριαρχείου. Εἶτα ὑπέστρεψεν εἰς τὸ ἴδιον οἴκημα, καὶ κατὰ τὴν ὥραν τοῦ ἐσπερινοῦ ἐσήμανεν. Ἧν γὰρ ἑορτὴ τῆς ἀναλήψεως καὶ οὐδεὶς ἦλθεν εἰς τὸν ναὸν αὐτοῦ. Ὡσαύτως καὶ εἰς τὸν ὄρθρον καὶ οὐδεὶς ἦλθε. Ἐξεδέχετο δὲ καὶ εἰς τὴν ὥραν τῆς λειτουργίας, ἵνα φέρῃ τις αὐτῷ λειτουργίαν καὶ οὐκ ἔφερε, διὸ οὐδὲ ἐλειτούργησεν. Ἀγανακτήσας προσῆλθε τοῖς εἰωθόσιν ἐκκλησιάζεσθαι ἐν τῷ ναῷ καὶ ἠρώτα τίνος χάριν οὐκ ἦλθον ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ ἑορτῆς οὔσης; (ὅ.π. σελ.337)
Αὐτοὶ τοῦ ἔλεγαν: «Ἐπειδὴ ἀκολούθησες τὸν Πατριάρχη καὶ ἐλατίνισες». Ἔλεγε ὁ ἱερεῦς: «Καὶ πῶς ἐλατίνισα; Ἐγὼ πῆγε ἀπλὰ γιὰ νὰ δῶ τὴν ἐνθρόνησι ποὺ ποτὲ δὲν εἶχα ξαναδεῖ. Οὔτε ἐφόρεσα τὰ ἄμφια, οὔτε ἔψαλα, οὔτε ἔκαμα τίποτε ἱερατικό. Πῶς λοιπὸν ἐλατίνισα;» Τοῦ εἶπαν: «Ἀλλὰ ἀνακατεύτηκες καὶ συνοδοιπόρησες μὲ τοὺς λατινίσαντες μπροστὰ στὸν λατινόφρονα Πατριάρχη καὶ ἔφτανε μέχρι ἐσένα ἡ εὐλογία του. Τότε κουράστηκε νὰ τοὺς πείσῃ μὲ ὑποσχέσεις καὶ ὅρκους πῶς ποτὲ δὲν θὰ ξαναπλησιάσει τὸν Πατριάρχη ἤ ὅσους τὸν πλησιάζουν, καὶ μόλις κατάφερε νὰ τοὺς πείσῃ νὰ συνεχίσουν νὰ πηγαίνουν στὴν ἐκκλησία.

Οἱ δὲ ἔλεγον αὐτῷ: «Διότι ἠκολούθησας καὶ σὺ τὸν Πατριάρχην καὶ ἐλατίνισας». Ἔλεγεν οὖν ὁ ἱερεὺς «Καὶ πῶς ἐλατίνισα; Ἐγὼ ἀπῆλθον ἁπλῶς ἵνα ἴδω τὴν τάξιν μόνην ἥν οὐδέποτε εἶδον, καὶ οὔτε ἐφόρεσα, οὔτε ἔψαλα, οὔτε τι ἱερατικὸν ἐποίησα. Πῶς οὖν ἐλατίνισα;». Οἱ δὲ εἶπον: «Ἀλλ᾿ ἀνεμίχθης καὶ συνωδοιπόρεις μετὰ τῶν λατινισάντων, ἔμπροσθεν τοῦ λατινόφρονος Πατριάρχου, καὶ ἔφθανέ σοι ἡ εὐλογία αὐτοῦ». Τότε ἠγανάκτησεν ἵνα δυσωπῇ αὐτοὺς μεθ᾿ ὑποσχέσεων ἐνόρκων ὡς οὐκέτι ἀπελεύσεται εἰς τὸν Πατριάρχην ἤ εἰς τοὺς πλησιάζοντας αὐτῷ, καὶ μόλις ἠδυνήθη καταπεῖσαι αὐτοὺς συνέρχεσθαι πάλιν εἰς τὴν ἐκκλησίαν. (ὅ.π. σελ.337)
Καὶ καταλήγει ὁ Συρόπουλος: Ἄν καὶ τὸ προσθέσαμε στὸν λόγο σὰν κάτι εὐχάριστο, ὅμως μποροῦν ἀπ᾿ αὐτὸ ὅσοι θέλουν νὰ λάβουν ἀποδείξεις γιὰ τὸ ποιὰ διάθεσι ἔχει, μὲ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ, ὁ χριστιανικώτατος αὐτὸς λαὸς καὶ πόσο ἀποστρέφεται καὶ μισεῖ τὰ νόθα καὶ τὰ ἀλλότρια.

Εἰ οὖν ὥσπερ ἥδυσμά τι προετέθη τοῦτο τῷ λόγῳ, ἀλλ᾿ οὖν καὶ ἐκ τούτου ἔξεστι τοῖς βουλομένοις τεκμαίρεσθαι ὁποῖαν τινα διάθεσιν ἔχει Θεοῦ χάριτι περὶ τὰ ὑγιῆ τῆς ἐκκλησίας δόγματα ὁ Χριστιανικώτατος ὅδε λαός, καὶ ὅπως ἀποστρέφεται καὶ μισεῖ τὰ νόθα τε καὶ ἀλλότρια. .(ὅ.π. σελ.337)
Βλέπετε στάσι λαοῦ ὀρθοδόξου; Μόνο ποὺ παρακολούθησε τὸν λατινόφρονα πατριάρχη ὁ παπᾶς καὶ ὁ λαὸς δὲν πατοῦσε πόδι στὴν ἐκκλησία ποὺ λειτουργοῦσε. Ἐδὼ οἱ σύγχρονοι ἔχουν τερματήσει τὸν δείκτη. Ἔκλεισαν τὶς ἐκκλησίες, κατήργησαν τὴν λειτουργία (ἔβγαλαν ἔξω τὸν λαό) χώρισαν τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὁ λαός μας τί θὰ κάνῃ; Μὰ «ὑπακοή».
Ὅμως τὸ παραπάνω παράδειγμα ἄς τὸ λάβουν ὑπ᾿ ὅψιν τους οἱ κατὰ συντριπτικὴ πλειοψηφία μισθωτοὶ ποιμένες τοῦ λαοῦ. Ὅτι τὰ νόθα καὶ τὰ ἀλλότρια ποὺ αὐτοὶ δέχονται καὶ πάνε νὰ ἐπιβάλλουν (ἀπὸ τὴν προδοσία τῆς πίστεως στὸ Κολυμπάρι, μέχρι τὸ λόγῳ ἐλλείψεως πίστεως κλείσιμο τῶν ἐκκλησιῶν) ὁ λαὸς τὰ μισεῖ καὶ τὰ ἀποστρέφεται. Ὁ «χριστιανικώτατος λαός», ὅσος ἀπέμεινε ἀπὸ τὴν δράσι τόσων «πνευματικῶν». Καὶ μὴν καυχῶνται ἄν θὰ ξαναγεμίσουν οἱ ἐκκλησίες. Πρῶτον δὲν πᾶνε γι᾿ αὐτοὺς, ἀλλὰ γιὰ τὸν Ἔνοικο καὶ κατ᾿ ἀνάγκη τοὺς ἀνέχονται μὴ ἔχοντας ἄλλους, καὶ δεύτερον ἄς ἄναρωτηθοῦν τί οἱ ἴδιοι προσφέρουν σ᾿ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους, ἄξιο τῆς ἱερωσύνης ποὺ ἔχουν ταχθεῖ νὰ διακονήσουν. Καὶ δὲν εἶναι ἀξιότης ἡ δουλοπρέπεια καὶ ὁ φόβος οὔτε καὶ ἡ εὐθυγράμησις μὲ τὶς ὅποιες (ἐνίοτε καὶ παράλογες) ἀξιώσεις τοῦ καίσαρα ποὺ ἐνῷ παριστάνει πῶς πιστεύει προωθεῖ τὴν ἐκπόρνευσι καὶ διαστροφὴ ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὸ νηπιαγωγεῖο. Καὶ ὅμως δόθηκε τὸ δικαίωμα ἀπὸ τοὺς κληρικοὺς τῶν ἐσχάτων καιρῶν στὸν κάθε ἄρχοντα τοῦ κόσμου νὰ κάνει κουμάντο μέσα στὸν οἶκο τοῦ Θεοῦ. Στὸ Ἄλφα τῆς ἀξίας, τῆς Ἀρχῆς, τῆς μίας, λουτροκαμπινές ποὺ ἔλεγε πάλαι ποτὲ ὁ ἀοιδὸς , γιὰ τὴν Ἑλλάδα βέβαια. Μαζὶ ξεπουλιοῦνται, πίστι καὶ πατρίδα. Καὶ ἡμεῖς…. ἄλλοι ἄδομεν καὶ ἄλλοι γράφομεν…
Γεώργιος Τζανάκης. Ἀκρωτήρι Χανίων. 11.5.2020
ΥΓ: Ἐγὼ, καθ᾿ ὅλο τὸ διάστημα τῆς ἀπαγορεύσεως εἶχα τὸ «προνόμιο» νὰ μπορῶ νὰ πηγαίνω σὲ ὅλες τὶς καθημερινὲς ἀκολουθίες σὲ κάποιους ναούς (ὑποτίθεται ὅτι ψευτοβοηθῶ…) Ἡ ἐμπειρία τῶν ἄδειων ναῶν, εἰδικῶς τὴν Μεγάλη Ἐβδομάδα, ἦταν καταθλιπτική. (Γι᾿ αὐτὸ ἔγραψα τὸ κείμενο ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΚΕΚΛΕΙΣΜΕΝΩΝ ΤΩΝ ΘΥΡΩΝ.) Σοῦ ᾿ρχόταν νὰ κλαῖς. Δὲν μπορεῖ νὰ συμβαίνῃ αὐτό. Ὄντως βιώνεις τὴν προδοσία τῆς ἐκκλησίας. Μιλῶ μὲ αὐτὸν τὸν ἰσοπεδωτικὸ καὶ βάναυσο λόγο, ἀλλὰ δὲν γίνεται διαφορετικά. Κάθε ἄλλο θὰ εἶναι ψέμα. Ἐγὼ ἔτσι τὸ ἔζησα. Ἀκόμα καὶ ἄν μποροῦσαν νὰ ἀποδείξουν οἱ διαπράξαντες τὸ ἔγκλημα, ὅτι δὲν εἶναι ἔτσι (ποὺ δὲν μποροῦν, γι᾿ αὐτὸ περὶ ἄλλων τυρβάζουν) ἡ ψυχὴ ποὺ ἔζησε αὐτὸ τὸ αἴσχος (ποὺ συνεχίζεται) δὲν μπορεῖ νὰ τὸ δεχτῇ.
Παρηγοροῦντη τὴν καρδιά, μὰ δὲ παρηγορᾶται.
Λένε τση χίλια ψώματα, μὰ κείνη τ᾿ ἀφορᾶται

 https://tasthyras.wordpress.com/2020/05/12/