Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Νικηφόρου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως
Νίκης ἑορτὴν ἡ πόλις Νικηφόρε,
Δοχὴν ἄγει σου Λειψάνου Νικηφόρου.
Χοῦς τρισκαιδεκάτῃ Νικηφόρου ἄστυ εἰσήχθη.
Μετὰ τὴν κατάπαυση τῆς εἰκονομαχίας καὶ τὴν ἀναστήλωση τῶν ἱερῶν εἰκόνων ὁ Πατριάρχης Μεθόδιος Α’ (842 – 846 μ.Χ.) εἰσηγήθηκε στοὺς βασιλεῖς Μιχαὴλ καὶ Θεοδώρα (842 – 867 μ.Χ.), ὅτι δὲν εἶναι δίκαιο τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Νικηφόρου νὰ βρίσκεται μακριά.
Ἔτσι ἀπεστάλησαν ἐκ μέρους τοῦ Πατριάρχου καὶ τῶν αὐτοκρατόρων οἱ ἁρμόδιοι, οἱ ὁποῖοι ἄνοιξαν τὸν τάφο τοῦ Ἁγίου στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου καὶ βρῆκαν τὸ ἱερὸ σκήνωμα αὐτοῦ ἀκέραιο καὶ ἄθικτο μετὰ δέκα ἐννέα ἔτη ἀπὸ τὴν κοίμησή του. Μὲ ἱερὲς ὑμνωδίες καὶ μεγαλοπρέπεια τὸ ἔβαλαν σὲ βασιλικὴ τριήρη καὶ τὸ ἔφεραν στὴ Βασιλεύουσα.
Ὅταν τὸ βασιλικὸ πλοῖο προσέγγισε στὸν πορθμὸ τῆς Ἀκροπόλεως, ἐξῆλθαν μὲ λαμπάδες ὁ αὐτοκράτορας καὶ ἡ σύγκλητος γιὰ νὰ προϋπαντήσουν τὸ ἱερὸ λείψανο, τὸ ὁποῖο συνόδευσαν στὴν Ἁγία Σοφία. Ἀπὸ ἐκεῖ, τὸ ἔτος 846 μ.Χ., τὸ κατέθεσαν στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ὅπου ἐτελεῖτο ἡ Σύναξη αὐτοῦ (2 Ἰουνίου).
Ἐκεῖ ἐκκλησιαζόταν τὴ Δευτέρα τοῦ Πάσχα ὁ αὐτοκράτορας, ὁ ὁποῖος πρὸ τοῦ τάφου τοῦ Ἁγίου Νικηφόρου ἄναβε κεριὰ καὶ προσευχόταν.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θήκη ἔνθεος, καὶ ζωῆς πλήρης, ἀναδέδεικται, τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἡ σορὸς τῶν μυριπνόων λειψάνων σου· ἧς τῇ σεπτῇ κομιδῇ κομιζόμεθα, τὰς δωρεὰς Νικηφόρε τοῦ Πνεύματος. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Τὴν ψυχήν σου τέθεικας, ὑπὲρ τῆς ποίμνης σου Πάτερ, καὶ αὐτῇ τὸ ἄδολον, τῆς εὐσεβείας ἐνέθου· ὅθεν σου, τὴν τῶν λειψάνων λάρνακα θείαν, χαίρουσα, καθυποδέχεται καὶ κραυγάζει· σύ μου καύχημα καὶ σκέπη, ὦ Νικηφόρε, ὁμολογίας λαμπτήρ.
Μεγαλυνάριον.
Χάρις πλουσιόδωρος δαψιλῶς, πρόεισι τῷ κόσμῳ, ὥσπερ ῥεῖθρον ἐκ τῆς Ἐδέμ, ἐκ τῶν σῶν λειψάνων, καὶ ἄρδει Νικηφόρε, ἀεὶ τῆς Ἐκκλησίας, ἅπαν ἀνάστημα.
Ὁ Ἅγιος Πούπλιος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Ἀθηνῶν
Στολὴν ἔβαψας αἱμάτων ῥείθροις, μάκαρ,
Καὶ λαμπρὸς ὤφθης νῦν Κυρίῳ ἢ πλέον.
Σύμφωνα μὲ τὴν Ἐπιστολὴ τοῦ Ἁγίου Διονυσίου, Ἐπισκόπου Κορίνθου († 29 Νοεμβρίου), ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Πούπλιος ἔζησε κατὰ τὸν 2ο αἰώνα μ.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη τῶν Ἀθηνῶν.
Ἔγινε Ἐπίσκοπος μετὰ τὸν Ἅγιο Νάρκισσο († 31 Ὀκτωβρίου) καὶ ὑπέστη μαρτυρικὸ θάνατο κατὰ τὸν διωγμὸ τοῦ αὐτοκράτορος Μάρκου Αὐρηλίου (161 – 180 μ.Χ.).
Οἱ Ἅγιοι Ἀφρικανός, Πούπλιος καὶ Τερέντιος οἱ Μάρτυρες
Συμμάρτυρας τρεῖς, ὧν διὰ ξίφους τέλος,
Ἴσα στεφάνοις τοῖς ἰάμβοις χρὴ στέφειν.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἀφρικανός, Πούπλιος καὶ Τερέντιος συνελήφθησαν, ἐπειδὴ ἦταν Χριστιανοὶ καὶ ὁδηγήθηκαν ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος τῆς χώρας τους. Ὅταν αὐτὸς τοὺς πρόσταξε νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα, ἐκεῖνοι μὲ μία φωνὴ ὁμολόγησαν τὴν πίστη τους στὸν Χριστὸ καὶ καθύβρισαν τὰ εἴδωλα. Τότε ἐκεῖνος ὀργισμένος τοὺς ὑπέβαλε σὲ φρικτὰ βασανιστήρια καὶ μάστιγες. Τοὺς ἔδεσε μὲ ἁλυσίδες καὶ τοὺς ἔβαλε μέσα σὲ κάμινο γιὰ τρεῖς ἡμέρες. Ὅταν ὅμως ἄνοιξαν τὴ σφραγισμένη κάμινο, εἶδαν μὲ ἔκπληξη ὅτι οἱ Ἅγιοι ἦταν σῶοι καὶ ἀβλαβεῖς. Ἀπὸ τὸ θαῦμα αὐτὸ πολλοὶ πίστεψαν στὸν Χριστὸ καὶ ἀποκεφαλίσθηκαν.
Ὁ τυφλὸς πνευματικὰ ἡγεμόνας διέταξε νὰ ρίξουν τοὺς Ἁγίους ἐπάνω σὲ ἀναμμένα κάρβουνα καὶ νὰ τοὺς κτυποῦν. Τοὺς ξερίζωσε μὲ σίδερα τοὺς ὄνυχες. Ἐκεῖνοι καὶ πάλι, μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, θαυματούργησαν. Τὰ εἴδωλα ἔπεσαν κάτω καὶ συνετρίβησαν στὴ γῆ. Διαλύθηκαν, ὅπως τὸ κερὶ ἀπὸ τὴν φωτιά. Τότε ὁ ἡγεμόνας, φοβούμενος μήπως καὶ ἄλλοι ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες γίνουν Χριστιανοί, ἔδωσε ἐντολὴ νὰ ἀποκεφαλίσουν τοὺς Ἁγίους.
Ἔτσι τελειώθηκε ἡ μαρτυρία αὐτῶν καὶ οἱ Ἅγιοι ἔλαβαν τοὺς οὐράνιους στέφανους.
Ἡ Σύναξη αὐτῶν ἐτελεῖτο στὴ μονὴ Παυλοπετρείου, κοντὰ στὸ Παντείχιον τῆς Μ. Ἀσίας καὶ, ὅπως ἀναφέρει ὁ Θεόδωρος ὁ Ἀναγνώστης, ἡ ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων τῶν Ἁγίων Μαρτύρων ἔγινε ἐπὶ Θεοδοσίου Α’ τοῦ Μεγάλου (379 – 395 μ.Χ.), στὶς 21 Σεπτεμβρίου καὶ αὐτὰ ἀπετέθησαν στὴν Ἁγία Εὐθυμία τῆς Πέτρας.
Ὁ Ἅγιος Ἄβιβος ὁ Μάρτυρας
Βληθεὶς Ἄβιβος εἰς ποταμὸν σὺν λίθῳ,
Ἐκπλεῖ ποταμὸν συρφετώδη τοῦ βίου.
Ὁ Ἅγιος Ἄβιβος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἐρμούπολη τῆς Αἰγύπτου καὶ ἀφοῦ τὸν ἔδεσαν μὲ πέτρες τὸν ἔριξαν σὲ ποταμό.
Άγιοι Αλέξανδρος και Διονύσιος οι βασιλικοί Μάρτυρες
Μάρτυρες από τη Θεσσαλονίκη, ίσως των πρώτων χριστιανικών χρόνων. Δεν υπάρχουν επαρκείς βιογραφικές πληροφορίες. Η μνήμη τους τιμάται την 13η ή 14η Μαρτίου.
Άγιοι Φρόντων και Φρόνιμος
Δεν υπάρχουν πληροφορίες για τον χρόνο του μαρτυρίου τους. Μόνο ότι μαρτύρησαν στη Θεσσαλονίκη επί Μαξιμιανού. Η μνήμη τους τιμάται την 13η ή 14η Μαρτίου.
Ἡ Ἁγία Χριστίνα ἡ Μάρτυς ἀπὸ τὴν Περσία
Μάστιξ τὸ τύπτον· σάρξ τὸ πάσχον Χριστίνης.
Χριστοῦ χάριν χέουσα κρουνοὺς αἱμάτων.
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Χριστίνα καταγόταν ἀπὸ τὴν Περσία καὶ τελειώθηκε μαστιζόμενη.
Ἡ Ὁσία Εὐφρασία
Ἡ Ὁσία Εὐφρασία ἀσκήτεψε στὴ Θηβαΐδα καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ἅγιος Μάριος Ἐπίσκοπος Σεβαστείας
Η μνήμη του αναφέρεται επιγραμματικά στο «Μικρόν Ευχολόγιον ή Αγιασματάριον» έκδοση «Αποστολικής Διακονίας» 1956, χωρίς άλλες πληροφορίες. Πουθενά άλλου δεν αναφέρεται ή μνήμη του.
Ὁ Ἅγιος Θεόκτιστος ὁ Ὁσιομάρτυρας
Ὁ Ὅσιος Θεόκτιστος ἔζησε τὸν 8ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 797 μ.Χ.
Κοίμηση Ἁγίου Λεάνδρου Ἐπισκόπου Σεβίλλης
Ὁ Ἅγιος Λέανδρος, Ἐπίσκοπος Σεβίλλης τῆς Ἱσπανίας, διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας καὶ φωτιστὴς τῶν Ἰσπανῶν, ἔζησε τὸν 6ο μ.Χ. αἰῶνα καὶ ἦταν γόνος ἀριστοκρατικῆς οἰκογενείας. Ὁ πατέρας του ἦταν δούκας καὶ καταγόταν ἀπὸ βυζαντινὴ γενιά, ἐνῷ ἡ μητέρα του ἦταν πρωτότοκη κόρη τοῦ Βησιγότθου βασιλέως Λεβιγκίντ, ποὺ βασίλευε στὴν Σεβίλλη, τὴν πρωτεύουσα τοῦ βασιλείου τῶν Βησιγότθων. Πολὺ νωρὶς ἀκολούθησε τὸν μοναχικὸ βίο καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴν μόρφωση καὶ τὶς ἀρετές του. Γι’ αὐτοὺς τοὺς λόγους ἡ Ἐκκλησία τὸν κατέστησε Ἐπίσκοπο τὸ ἔτος 579 μ.Χ.
Ἵδρυσε θεολογικὴ σχολὴ μὲ σκοπὸ τὴ διάδοση τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ καὶ τὴν καλλιέργεια τῶν ἐπιστημῶν καὶ τῶν τεχνῶν γενικά, μέσα στὸ λαὸ τοῦ τότε βάρβαρου ἀκόμα βασιλείου. Οἱ δύο βασιλόπαιδες Χερμενεγκὶλντ καὶ Ρεκαρέντ, ἀνεψιοί του ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς μητέρας του, ἦταν μεταξὺ τῶν μαθητῶν τοῦ Ἁγίου Λεάνδρου. Ὁ Χερμενεγκὶλντ ἀνατράφηκε μὲ τὰ νάματα τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ πίστη του στὴν Ἐκκλησία δυναμώθηκε πιὸ πολὺ χάρη στὴν εὐσεβὴ σύζυγό του Ἴνγκαρντ, θυγατέρα τοῦ βασιλέως τῶν Φράγκων Σιγεβέρτου.
Ὅταν ὁ πατέρας του, μεταφέροντας τὴν πρωτεύουσά του στὸ Τολέδο, τοῦ ὅρισε γιὰ διαμονή του τὴ Σεβίλλη, ξέσπασε διωγμὸς κατὰ τῶν Ὀρθοδόξων. Ὁ αἱρετικὸς Λέβεγκιλντ ᾖλθε σὲ σύγκρουση μὲ τὸν Ὀρθόδοξο γιό του Χερμενεγκίλντ. Ἦταν τέτοια ἡ ἔνταση τοῦ διωγμοῦ καὶ τῆς μανίας τῶν αἱρετικῶν, ποὺ ὅπως γράφεται δὲν ἔβλεπε κανεὶς πουθενὰ ἐλεύθερο ἄνθρωπο καὶ ἡ ἴδια ἡ γῆ ἔχασε τὴν παλαιά της γονιμότητα. Ὁ αἱρετικὸς βασιλέας πολιόρκησε τὴν Σεβίλλη καὶ ἔκλεισε σὲ σκοτεινὴ φυλακὴ τὸν υἱό του, ὅπου καὶ τὸν στραγγάλισε τὴν ἡμέρα τοῦ Πάσχα τοῦ 586 μ.Χ.
Τὴν ἐποχὴ αὐτή, λίγο πρὶν ἐξορισθεῖ καὶ αὐτὸς μαζὶ μὲ ἄλλους ὁμολογητὲς τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ Ἅγιος Λέανδρος ἔφυγε στὴν Κωνσταντινούπολη, γιὰ νὰ ζητήσει τὴ βοήθεια τοῦ αὐτοκράτορα. Ἐκεῖ γνώρισε τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Μέγα, τὸν Διάλογο, καὶ συνδέθηκε μαζί του μὲ δυνατὴ φιλία. Ὅταν ὁ διωγμὸς κατὰ τῶν Ὀρθοδόξων ἔφθασε στὰ ἄκρα, ὁ βασιλιὰς Λέβεγκιλντ προσβλήθηκε ἀπὸ θανατηφόρο ἀσθένεια, ἄλλαξε στάση, προσκάλεσε τὸν Ἅγιο Λέανδρο στὴν ἐπιθανάτια κλίνη του καί, ἀφοῦ μετανόησε, τὸν παρακάλεσε νὰ κατευθύνει τὸ διάδοχό του Ρεκαρὲντ πρὸς τὴν ἀληθινὴ Ὀρθόδοξη πίστη.
Ὁ νέος βασιλέας, ὑπάκουος στὸν παλαιὸ διδάσκαλό του, μεταστράφηκε καὶ ἀνέλαβε ἀμέσως νὰ συγκαλέσει τὴν Τρίτη ἐν Τολέδῳ Σύνοδο, ὅπου ἀνέγνωσε ἐνώπιον ὅλων τὴν ὁμολογία πίστεως στὶς ἀποφάσεις τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Νίκαιας καὶ ἀνακοίνωσε ὅτι οἱ λαοὶ τῶν Γότθων καὶ Σουέβων, ἑνωμένοι, ἐπανέρχονται στὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ἅγιος Λέανδρος, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε πρόεδρος αὐτῆς τῆς Συνόδου, ἀφιέρωσε πλέον τὴν ὑπόλοιπη ζωή του στὴ διδασκαλία τοῦ ποιμνίου του μὲ τὸ φωτισμένο του παράδειγμα κατ’ ἀρχήν, ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ ἐμπνευσμένα γραπτά του.
Προετοίμασε ἀκόμη τὸν ἀδελφό του, Ἅγιο Ἰσίδωρο, νὰ γίνει διάδοχός του στὸ θρόνο τῆς Σεβίλλης καὶ ἡ δόξα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἱσπανίας. Βοήθησε ἀκόμη τὴν ἀδελφή του, Ἁγία Φλωρεντίνη, νὰ γίνει ἱδρύτρια καὶ ἡγουμένη σαράντα μονῶν μὲ χιλιάδες μοναχές, γράφοντας γι’ αὐτὴν μοναχικὸ τυπικὸ ποὺ ἀπὸ τότε καλεῖται «Κανὼν τοῦ Ἁγίου Λεάνδρου». Ὀργάνωσε, ἐπίσης, τὴ Θεία Λατρεία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἱσπανίας, ποὺ λειτουργικὰ ὀνομάζεται «μοζαραβική».
Ὁ Ἅγιος Ἐπίσκοπος τῆς Σεβίλλης, ἀφοῦ ὑπέμεινε πολλὲς ἀντιξοότητες καὶ δοκιμασίες, παρέδωσε τὴν ἁγία ψυχή του στὸν Κύριο στὶς 13 Μαρτίου τοῦ ἔτους 600 ἢ 601 μ.Χ.
Οσία Υπομονή
Για την Οσία Υπομονή, βλέπε βιογραφία της στις 29 Μαΐου.
Σύναξη της Παναγιάς της Παντάνασσας στην Σίκινο
Η Παναγία η Παντάνασσα είναι η προστάτις της Σικίνου. Για την εύρεση της εικόνας της Θεοτόκου γράφει ο πρωτοπρεσβύτερος Σπυρίδων Βουρλάκος, Αρχιερατικός Επίτροπος Σικίνου.
«Τα παλιά τα χρόνια, στο μικρό νησί της Σίκινου, που βρίσκεται μεταξύ των νησιών Ίου και Φολεγάνδρου και βόρεια της Σαντορίνης, υπήρχαν πολλές ιδιόκτητες εκκλησίες, οι οποίες είχαν και τον εφημέριό τους. Στον εφημέριο λοιπόν μίας εξ αυτών των εκκλησιών, που ήταν αφιερωμένη στον Τίμιο Πρόδρομο, συνέβη το παρακάτω θαυμαστό γεγονός.
Ένα βράδυ είδε στον ύπνο του μία θαυμάσια και μεγαλοπρεπή γυναίκα, η οποία τον προέτρεπε να πάει στο βόρειο μέρος του νησιού, στη θέση του Καρρά, στο αυλάκι να την παραλάβει. Το πρωί ο Ιερέας διηγήθηκε το όνειρό του στην πρεσβυτέρα και η οποία όμως τον συμβούλευσε να μην δίνει προσοχή στα όνειρα. Αυτό το όνειρο επαναλήφθηκε και την επομένη βραδιά και ο Ιερέας πάλι επηρεασμένος από την αποτροπή της πρεσβυτέρας του, αδιαφόρησε. Την τρίτη βραδιά παρουσιάστηκε και πάλι η οπτασία αυτής της θαυμαστής γυναίκας, η οποία τον έλεγξε για την απιστία του και του είπε ότι αν δεν πάει, θα πάθει μεγάλο κακό.
Έντρομος ο Ιερέας ξύπνησε, φόρεσε το ράσο του και χωρίς να πει σε κανέναν τίποτα, έφυγε αμέσως για το μέρος που του είχε υποδείξει η γυναίκα στον ύπνο του. Μόλις έφτασε στο μέρος εκείνο, που ήταν βραχώδες και παραθαλάσσιο, είδε φως (σαν καντήλι) πάνω στη θάλασσα και κοντά στην ακτή. Όταν πλησίασε, αντί του φωτός είδε μία εικόνα που στεκόταν όρθια πάνω στη θάλασσα. Αμέσως έβγαλε τα υποδήματά του, ανασκούμπωσε το ράσο του και μπήκε στη θάλασσα για να πιάσει την εικόνα. Όσο όμως ο ιερέας πλησίαζε, τόσο απομακρύνονταν η Αγία Εικόνα στη θάλασσα. Ενώ συνέχισε κολυμπώντας, όλες οι προσπάθειες απέβαιναν μάταιες.
Απελπισμένος ο Ιερέας βγήκε από τη θάλασσα και αναχώρησε για την κωμόπολη. Εκεί ανακοίνωσε το γεγονός και με κωδωνοκρουσίες όλοι οι ιερείς ενδεδυμένοι με τα άμφιά τους καθώς και ο λαός με λαμπάδες και εξαπτέρυγα αναχώρησαν για το προαναφερθέν σημείο και είδαν την αγία εικόνα να στέκεται όρθια επί της θαλάσσης. Τότε ο ιερέας που είχε δει το όραμα, γονάτισε και προσευχήθηκε. Έτσι μπόρεσε και παρέλαβε από τη θάλασσα την Αγία Εικόνα της Θεοτόκου. Στην συνέχεια εν πομπή και με ψαλμούς μετέφεραν την αγία εικόνα της Θεοτόκου στην εκκλησία του Αγίου Προδρόμου, όπου ήταν εφημέριος ο Ιερέας.
Την επομένη όμως το πρωί η εικόνα δεν ήταν στο ναό που την είχαν εναποθέσει και όλοι οι κάτοικοι ανησύχησαν ότι κάποιοι έκλεψαν το Ιερό Εικόνισμα. Κατόπιν ερευνών βρέθηκε η εικόνα στην εκκλησία του Τιμίου Σταυρού στο κέντρο της κωμόπολης στη θέση Κάστρο, όρθια πάνω σε στασίδι, παραπλεύρως της αριστεράς θύρας του Ταξιάρχη. Τότε άρχισε φιλονικία μεταξύ των ιδιοκτητών των δύο εκκλησιών. Η δε εικόνα μετεφέρθη και πάλι στην προηγουμένη εκκλησία. Αυτό το γεγονός όμως επαναλήφθηκε και την επομένη νύχτα και αποφάσισαν να μείνουν το βράδυ στο γυναικωνίτη κρυμμένοι δύο άντρες για να δουν ποιός παίρνει την εικόνα. Τα μεσάνυχτα άκουσαν να ανοίγει η κλειδωμένη πόρτα της εκκλησίας και η εικόνα να φεύγει μόνη της και να εισέρχεται στην άλλη εκκλησία. Τότε κατανόησαν την θέληση της Θεοτόκου να παραμείνει στην άλλη εκκλησία και ανακοίνωσωσαν στον λαό την θαυματουργό μετάβασή της. Έτσι αποφάσισαν οι κάτοικοι να παραμείνει στην εκκλησία του Τιμίου Σταυρού, όπου μέχρι σήμερα βρίσκεται ενθρονισμένη. Ο ιδιοκτήτης του ναού σε ένδειξη σεβασμού προς την Θεοτόκο κατασκεύασε ξύλινο θρόνο και την τοποθέτησαν στο αριστερό μέρος του ναού, τον οποίο η ίδια η Παναγία είχε επιλέξει.
Η Σύναξη της ιεράς εικόνος της Παναγίας Παντανάσσης τελείται με ιδιαίτερο τυπικό την ημέρα της ευρέσεώς της, Α´ Κυριακή των Νηστειών, της Ορθοδοξίας».
http://www.synaxarion.gr/gr/m/3/d/13/sxsaintlist.aspx
«Πᾶνος»