ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ[:Ματθ. 6,22-33]
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία μακαριστοῦ
γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου
μὲ θέμα:
«Η ΜΗ ΔΥΝΑΤΗ ΣΥΝΥΠΑΡΞΗ
ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΣΑΤΑΝΑ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΜΑΣ»
[ἐκφωνήθηκε στὴν Ἱερὰ
Μονὴ Κομνηνείου Λαρίσης στὶς 15-6-1980] (Β31)
Ἕνα, ἀγαπητοί μου, ἰδιαίτερο γνώρισμα τῆς ἐποχῆς μας, εἶναι ἡ συνύπαρξις πολλῶν ἰδεῶν καὶ πολλῶν ρευμάτων. Εἶναι πραγματικὰ χαρακτηριστικὸ τῆς ἐποχῆς μας. Εἶναι ἕνας κόσμος συγκρητιστικός. Ἕνας κόσμος ἡ ἐποχή μας, ποὺ δὲν θέλει νὰ ἀποβάλλει τὸν ἄλλον, οὔτε νὰ τὸν διαχωρίσει, ἀλλὰ νὰ τὸν συγχωνεύσει.
Ἔτσι βλέπουμε, σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς, ἰδίως στὸν κοινωνικὸ τομέα καὶ τὸν πολιτικό, νὰ ὑπάρχει μία ἀνάγκη συνυπάρξεως. Ὅτι δηλαδὴ νὰ ὑπάρχεις κι ἐσύ, νὰ ὑπάρχω κι ἐγώ. Νὰ συνυπάρχομε. Δὲν σοῦ λέγω ὅτι εἶσαι ἢ καλὸς ἢ κακός, οὔτε ἐγὼ λέγω ὅτι εἶμαι καλὸς ἢ κακός, ἁπλῶς ὑπάρχεις καὶ ὑπάρχω. Συνεπῶς νὰ ὑπάρχεις καὶ νὰ ὑπάρχω. Ἄρα, νὰ συνυπάρχομε.Καὶ βεβαίως δὲν εἶναι
θέμα μας αὐτὴ τὴ στιγμὴ νὰ ποῦμε ἂν αὐτὸ εἶναι καλὸ ἢ κακό. Ἕνα μόνο ἔχω νὰ πῶ:
ὅτι εἰς τὸν χῶρο τῆς πίστεως ἡ συνύπαρξις εἶναι κάτι ἀδιανόητο.
Εἶναι τόσο ἀδιανόητο, ὥστε νὰ λέγει ὁ Κύριος ὅτι δὲν μπορεῖς νὰ εἶσαι καὶ μὲ
τὸν Θεὸ καὶ μὲ τὸν σατανᾶ. Δὲν μποροῦν αὐτὰ τὰ δύο νὰ συνυπάρχουν μέσα
εἰς τὴν ψυχή σου. Ἀκούσατε τὸν λόγον τοῦ Κυρίου: «Οὐδεὶς
δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν· ἢ γὰρ τὸν ἕνα μισήσει
καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει, ἢ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου
καταφρονήσει. Οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ». Δὲν μπορεῖτε
νὰ δουλεύετε καὶ εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἰς τὸν διάβολον. Δὲν μπορεῖτε νὰ ἔχετε δύο
ἀφεντικά -δυσὶ κυρίοις-·καὶ τὸν Θεὸ καὶ τὸν διάβολο.
Ἔτσι, ἀγαπητοί μου,
βλέπομε ἐδῶ ὅτι δὲν εἶναι δυνατὴ μία συνύπαρξις εἰς τὸν χῶρον τῆς πίστεως. Ἐν
τούτοις, παρὰ τὸν ρητὸν λόγον αὐτὸν τοῦ Κυρίου, οἱ Χριστιανοί, ἰδιαιτέρως οἱ
Χριστιανοί, καταφέρνουν, ἐκεῖνο ποὺ ὁ Κύριος εἶπε: «Οὐ δύνασθε δυσὶ
κυρίοις δουλεύειν», ἐκεῖνοι νὰ λέγουν: «Δυνάμεθα δυσὶ κυρίοις
δουλεύειν, κατὰ τὸ δοκοῦν· ὅσο θέλομε, ὅποτε θέλομε καὶ κατὰ τὸ μέτρο ποὺ
ἐπιθυμοῦμε. Καὶ κατὰ τὰ ποσοστὰ ποὺ ἐμεῖς κρίνομε. Θέλομε ἐπὶ παραδείγματι νὰ
ἔχομε ὀγδόντα τοῖς ἑκατὸ τὸν σατανᾶ, εἴκοσι τοῖς ἑκατὸ τὸν Θεό. Ἢ ἀντίστροφα.
Εἴκοσι τοῖς ἑκατὸ τὸν σατανᾶ καὶ ὀγδόντα τοῖς ἑκατὸ τὸν Θεό». Ὅμως πρέπει
νὰ τὸ ξέρομε. Ὅταν λέγει ὁ Κύριος «Οὐ δύνασθε», αὐτὸ
τὸ «Οὐ δύνασθε», δὲν εἶναι μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἐντολῆς, ἀλλὰ εἶναι
καὶ μὲ τὴν ἔννοια τῆς δυνατότητος. Δὲν μπορεῖτε νὰ δουλεύετε σὲ δύο
ἀφεντικά. Ὄχι «δὲν σᾶς ἐπιτρέπεται». Τὸ «δὲν σᾶς ἐπιτρέπεται»,
βεβαίως δὲν σᾶς ἐπιτρέπεται. Δὲν μπορεῖτε. Εἶναι αὐτὸ ποὺ
λέγει ὁ λαός: «Δὲν χωρᾶνε δύο καρπούζια κάτω ἀπὸ τὴν ἴδια μασχάλη». Δὲν
μπορεῖτε. Ἐπειδὴ ὅμως ἐμεῖς κάνομε νὰ μποροῦμε, τότε θὰ
πρέπει νὰ διαψεύδομε τὸν Κύριον.
Ἀλλὰ ὁ Κύριος διαψεύδεται; Δὲν διαψεύδεται. Καὶ ἰδοὺ τὸ ἀποτέλεσμα. Μέσα
στὴν ἀνθρώπινη ψυχή, ὅταν γίνεται προσπάθεια συνυπάρξεως αὐτῶν τῶν δύο κυρίων,
καὶ τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ σατανᾶ, νὰ ἐπέρχεται διχασμὸς τῆς ψυχῆς. Καὶ ἔχομε αὐτὸ τὸ
φοβερὸ φαινόμενο τῆς μερικῆς ἢ τῆς καθολικῆς ψυχοπαθείας. Ἐγὼ θὰ σᾶς ἔλεγα, ἀγαπητοί μου, χωρὶς ὑπερβολὴν καὶ χωρὶς
ἐνδοιασμό· ἐὰν σήμερα στὴν ἐποχή μας τὰ ψυχικὰ νοσήματα εἶναι ηὐξημένα,
δὲν ξέρω πόσοι ἄλλοι λόγοι εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι μπορεῖ νὰ τὰ δημιουργοῦν,
ἕνας βασικὸς λόγος, ὅταν θὰ μοῦ λέγατε: «Οἱ θόρυβοι, ὁ τρόπος τῆς ζωῆς
κ.τ.λ., οἱ μέριμνες» -ἀκούσαμε καὶ περὶ μερίμνης στὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ
περικοπή-, ἐγὼ θὰ σᾶς ἔλεγα, βασικὰ εἶναι ἕνας κύριος λόγος. Ὅτι θέλομε
νὰ δουλεύομε σὲ δύο ἀφεντικά. Μὲ ἀποτέλεσμα αὐτὸν τὸν διχασμὸν τῆς ψυχῆς.
Ἀλλὰ ὅταν λέμε ὅτι δὲν
πρέπει νὰ δουλεύομε σὲ δύο ἀφεντικά, ἀλλὰ πρέπει νὰ δουλεύομε μόνο σὲ ἕνα
ἀφεντικό, τότε πῶς τὸ ἐννοοῦμε αὐτό; Ὅταν λέγω ὅτι μόνο στὸν Θεὸ θέλω νὰ
δουλεύω, νὰ εἶμαι δοῦλος μόνο τοῦ Θεοῦ, αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι αὐτομάτως
βρίσκομαι στὸν χῶρο τοῦ Θεοῦ. Σημαίνει ὅτι θὰ ἀσκήσω πολὺν ἀγῶνα καὶ
πολλὴ προσπάθεια. Δὲν πρέπει νὰ ξεχνῶ ὅτι εἶμαι ὁ ἄνθρωπος ποὺ φέρω τὸ
προπατορικὸν ἁμάρτημα. Ὅτι ἔχω μέσα μου... ἔχει κολλήσει σὰν τὰ ὄστρακα στὸ
πλοῖο, ἔχει κολλήσει μέσα μου ἡ ἀσθένεια, ἡ ἀνημποριά, τὸ κακό, ποὺ ἔχει γίνει
δευτέρα φύσις τὸ κακὸ στὴν ὕπαρξή μου. Θὰ πρέπει λοιπὸν νὰ ἀγωνίζομαι. Δὲν
θὰ πρέπει νὰ πῶ ὅτι ἀμέσως, μὲ ἕνα πήδημα, βρέθηκα εἰς τὸν χῶρο τοῦ Θεοῦ. Δὲν
μπορῶ νὰ λέγω ὅτι ἤγγισα τὸν Θεόν. Θὰ λέγω ἁπλῶς «πορεύομαι». Θὰ λέγω ἁπλῶς
«προσεγγίζω». Θὰ προσεγγίζω ἀπροσεγγίστως. Δὲν μπορῶ νὰ λέγω ὅτι εἶμαι τέλειος.
Ἁπλῶς εἶμαι στὸν δρόμο νὰ γίνω τέλειος. Ἄρα λοιπὸν ἀγωνίζομαι-
συγνώμη- εἶμαι στὸ μέρος τοῦ Θεοῦ, στὸν χῶρο τοῦ Θεοῦ, σημαίνει ἔχω μία
πορεία πρὸς τὸν Θεό. Προσέξατέ το αὐτό, τό «πρὸς τὸν Θεό». Γιατί
πολλοὶ ἄνθρωποι νομίζουν ὅτι ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ μετανοήσουν, πρέπει νὰ εἶναι
τέλειοι. Τὸ δυστύχημα εἶναι καὶ τὸ ἀντίστροφο. Ἔχουν πιστέψει ὅτι εἶναι
τέλειοι, ἐνῶ στὴν πραγματικότητα ὑστεροῦν φοβερά. Καὶ μόνο γιατί
μετενόησα καὶ βρίσκομαι σὲ ἕναν χῶρο ποὺ νομίζω ὅτι εἶναι τοῦ Θεοῦ, ναί, τοῦ
Θεοῦ, ἀλλὰ ὅτι ἔγινα τέλειος..., αὐτὸ εἶναι φοβερό. Εἶναι φοβερό. Εἶναι
μία ὑπεροψία ποὺ στὸ τέλος μὲ κάνει νὰ βρίσκομαι εἰς τὴν ἀντίθετη παράταξη, εἰς
τὴν παράταξη τοῦ σατανᾶ.
Ἀκόμη, εἶμαι στὸν χῶρο
τοῦ Θεοῦ, ὑπηρετῶ τὸν Θεό, πρέπει νὰ προσέξω καὶ κάτι ἄλλο. Μία πέμπτη
φάλαγγα ποὺ δρᾷ καὶ ἐνεργεῖ μέσα εἰς τὴν ψυχή μου. Εἶναι ὁ ἐχθρός. Ὁ ἐχθρὸς θὰ
μὲ πολεμήσει ὅταν δεῖ νὰ τὸν ἐγκαταλείπω. Βεβαίως ὁ ἐχθρὸς δὲν μὲ
πολεμᾷ ὅταν εἶμαι δικός του. Θὰ μὲ πολεμήσει ἰδιαιτέρως ὅταν θὰ τοῦ πῶ: «Γειά
σου παλιὲ μου ἐχθρέ, δὲν σὲ θέλω, σὲ ἀποκηρύσσω». Τότε θὰ μὲ πολεμήσει. Καὶ
θὰ μὲ πολεμήσει μὲ κάθε τρόπο. Πρῶτα-πρῶτα εἶναι αὐτὸς ὁ
ἑαυτός μου. Ὁ παλιός μου ἁμαρτωλὸς ἑαυτός. Ὁ βεβαρυμένος ἑαυτός μου.
Ὕστερα εἶναι αὐτὸς ὁ ἁμαρτωλὸς κόσμος· ὁ ὁποῖος διαρκῶς θὰ μὲ ἑλκύει
στὸ κακό. Καὶ τρίτον εἶναι ὁ διάβολος. Προσωπικὰ ὁ διάβολος,
ποὺ θὰ ἔρθει νὰ μὲ πολεμήσει. Ὁ Χριστιανὸς ποὺ ἔχει ἀγῶνα, πρέπει νὰ
τὸ ξέρει. Καὶ πολλὲς φορὲς πᾶνε στραβὰ πολλὰ πράγματα. Πᾶνε ἀνάποδα πολλὲς φορὲς
τὰ πράγματα. Νὰ μὴ φοβεῖται. Ὁ διάβολος ἔχει τρία ὅπλα.
Καὶ τὰ ὁποῖα χρησιμοποιεῖ μὲ κάθε τρόπο. Εἶναι ἡ ἔκπληξις, ὁ
αἰφνιδιασμὸς καὶ ἡ ἀπογοήτευσις. Ἄν τὸ θέλετε καὶ ἀπὸ στρατηγικῆς πλευρᾶς
εἶναι τρία ὅπλα τοῦ ἐχθροῦ φοβερά. Ὅταν σπείρει εἰς τὰ μετόπισθεν... σπείρει
τί; Σπείρει τὸν φόβον, σπείρει τὴν ἔκπληξιν. Τί ἔκανε ὁ ἐχθρός; Τί εἶναι αὐτό;
Τί σημαίνει αὐτό; Ἢ ἀκόμη ἐκείνη ἡ φοβερὴ ἀπογοήτευση ποὺ γεννιέται στὴν ψυχὴ
ὅτι «δὲν θὰ νικήσω», ὅτι «εἴμαστε χαμένοι, ὅπως καὶ νὰ ἔχει τὸ πρᾶγμα».
Αὐτά, μὲ τὴν προπαγάνδα του ὁ ἐχθρὸς στὸν πολιτικὸ χῶρο. Στὸν στρατιωτικὸ χῶρο
θὰ σπείρει τεχνηέντως. Αὐτὸ κάνει καὶ ὁ διάβολος, ἀγαπητοί μου.
Δὲν πρέπει πρῶτα-πρῶτα
νὰ ἐκπλησσόμεθα. Ἦρθε ἕνας πειρασμός. Μᾶς τὸ λέει στὴν πρὸς Ἑβραίους ὁ
Ἀπόστολος Παῦλος. Ἦρθε ἕνας πειρασμός. Γιατί ἐκπλήσσεσαι; Γιατί; Δὲν τὸν
περίμενες; Δὲν τὸν περίμενες; Γιατί αἰφνιδιάζεσαι; Ὁ διάβολος σὲ αἰφνιδιάζει.
Γιατί ταράσσεσαι; Γιατί λές: «Τί εἶναι αὐτό; Καὶ γιατί μοῦ ᾿ρθε ἐμένα; Σ᾿
ἐμένα ἦρθαν ὅλα τὰ κακά;». Νομίζομε, ἀγαπητοί μου, ὅτι «βρίσκομαι στὸν
χῶρο τοῦ Θεοῦ» σημαίνει ὅτι τώρα ὁ Θεὸς θὰ μὲ ἔχει κάτω ἀπὸ τὴν προστασία
Του, ποὺ τίποτε κακὸ δὲν θὰ μὲ βρεῖ πιά. Καὶ θὰ εἶμαι ὁ ἄνθρωπος ποὺ θὰ εἶμαι
μέσα σὲ μία γυάλα, σὲ ἕνα μπουκάλι καὶ θὰ μὲ φυλάγει ἐκεῖ ὁ Θεὸς νὰ μὴν πάθω
τίποτα. Δὲν εἶναι τὰ πράγματα, ἀγαπητοί μου, ἔτσι. «Ἠτοιμάσθην»,
λέει ὁ ψαλμωδός, «καὶ οὐκ ἐταράχθην». Ἑτοιμάστηκα
καὶ γιὰ τὴν ἔκπληξη καὶ γιὰ τὸν αἰφνιδιασμὸ καὶ γιὰ τὴν ἀπογοήτευση καὶ δὲν
ταράχτηκα. Μόνο ἐὰν ἑτοιμαστοῦμε... Ἄν αὔριο τὸ πρωί,
ἀγαπητοί μου, ξεσπάσει ἕνας διωγμὸς ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν, τί ἔχει νὰ γίνει;
Πόσοι θὰ μείνουν ὄρθιοι; Πόσοι θὰ ἔρχονται στὴν Ἐκκλησία; Ἀλλὰ γιατί
λέγω «διωγμός»; Αὔριο, ὁ πατέρας σου, ἡ μάνα σου, ὁ συγγενής σου, ὁ
γείτονάς σου, σὲ κοροϊδέψει, γιατί σὲ βλέπει νὰ ἔχεις μιὰ προκοπὴ
πνευματική, ὁ διάβολος σὲ πειράζει ἐκεῖ. Μὴν αἰφνιδιάζεσαι. Μὴν λές: «Δὲν
θὰ ξαναπάω στὴν Ἐκκλησία γιατί μὲ κοροϊδεύουν, δὲν μπορῶ νὰ ἀντέξω ἐκεῖνο τὸ
ὁποῖο μοῦ κάνουν». Ἀγαπητοί, πρέπει νὰ βρεθοῦμε στὸν χῶρο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ
ἑτοιμασμένοι. Πρέπει νὰ ξέρομε πῶς θὰ δουλέψομε εἰς τὸν Θεόν. Δὲν πρέπει δηλαδὴ
νὰ πέσομε θύματα τοῦ κόσμου, τοῦ σατανᾶ, ἀλλὰ καὶ τοῦ παλιοῦ μας ἑαυτοῦ.
Ἔτσι λοιπὸν ἂς
ξεκινήσουμε, ἀγαπητοί μου. Ἄς ξεκινήσουμε νὰ ἀνήκουμε μόνον εἰς τὸν Θεό. Μὴ
γινόμαστε σχιζοφρενικοὶ ἄνθρωποι. Νὰ ὑπηρετοῦμε Θεὸ καὶ διάβολο. Τὸν
Θεὸ μόνο. Μόνο τὸν Θεό. Καὶ τότε πραγματικὰ θὰ ἔχομε γίνει παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Μόνο
ἂν βάλομε στὴν ἄκρη τὸν σατανᾶ. Καὶ τοῦ ποῦμε: «Δὲν σὲ θέλω». Μόνο ἂν
βάλομε στὴν ἄκρη τὸν κόσμο καὶ ποῦμε «Διαχωρίζω τίς εὐθύνες μου, δὲν ἔχω
καμία σχέση μὲ τὸν κόσμο»...
Καὶ τότε θὰ γίνομε
παιδιὰ τοῦ Θεοῦ.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ
ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
καὶ μὲ ἀπροσμέτρητη
εὐγνωμοσύνη στὸν πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστὸ γέροντα
Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο,
μεταφορὰ τῆς
ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας σὲ ἠλεκτρονικὸ κείμενο καὶ ἐπιμέλεια:
Ἑλένη Λιναρδάκη,
φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
• Ἀπομαγνητοφώνηση ὁμιλίας διὰ
χειρὸς τοῦ ἀξιοτίμου κ. Ἀθανασίου Κ.
•
http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p athanasios/omiliai kyriakvn/omiliai kyriakvn
065.mp3
_________________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»