Ο Άγιος Νεομάρτυς Νικήτας ο Νισύριος [Xίος - 21.6.1732]: η συγκλονιστική του ιστορία
από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο
ΚΑΤΑΓΩΓΗ – ΕΞΙΣΛΑΜΙΣΜΟΣ: Ο άγιος γεννήθηκε στο Μανδράκι της Νισύρου των Δωδεκανήσων το 1716 από πλούσιους γονείς. Ο πατέρας του ήταν ένας από τους δημογέροντες του νησιού. Κάποτε ο πατέρας του, εξαιτίας κάποιων προστριβών με τους Τούρκους, οδηγήθηκε στο δικαστήριο και επειδή φοβήθηκε τις συνέπειες εξισλαμίστηκε. Φυσικά μαζί του εξισλαμίστηκε και ολόκληρη η οικογένειά του κατά τη συνήθεια των Τούρκων, ενώ μετά απ΄αυτό μετακόμισαν στη Ρόδο. Ο Νικήτας ήταν τότε μωρό και δεν είχε συνείδηση του γεγονότος. Ανατρεφόταν με τουρκικά φρονήματα και μάλιστα έδειχνε ιδιαίτερο ζήλο στην πλάνη της θρησκείας που του επεβλήθη.
Ο ΟΝΕΙΔΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΝΙΚΗΤΑ ΑΠΟ ΑΛΛΑ ΠΑΙΔΙΑ: Κάποια μέρα, εκεί που έπαιζε σ΄ένα δρομάκι της Ρόδου, μάλωσε μ’ ένα τουρκόπουλο. Η μητέρα του άλλου παιδιού τον έβρισε και τον ονόμασε μουρτάτη, άπιστο και άλλες βρισιές που συνήθιζαν να λένε οι Τούρκοι σ’ όσους εξισλαμίζονταν. Ο μικρός Νικήτας, μη υποφέροντας αυτά τα σκληρά λόγια, έτρεξε στη μάνα του και ζητούσε εξηγήσεις γιατί τον κορόιδευαν και τον έλεγαν άπιστο. Παρόλο που η μητέρα του προσπαθούσε να τον καθησυχάσει, εκείνος επέμενε και τελικά αναγκάστηκε να του αποκαλύψει την αλήθεια και ποιό ήταν το χριστιανικό του όνομα.
ΑΝΑΝΗΨΗ: Τότε μέσα στην ψυχή του μικρού Νικήτα γεννήθηκε αμέσως ο σωτήριος λογισμός να επιστρέψει στην προγονική χριστιανική πίστη. Μπήκε σε ένα καΐκι και βγήκε σ’ ένα μαστιχοχώρι της Χίου. Ο Θεός οδήγησε τα βήματά του στη Νέα Μονή Χίου. Ο ηγούμενος τον έστειλε να εξομολογηθεί στον νηπτικό Πατέρα, άγιο Μακάριο Νοταρά, ο οποίος ησύχαζε στη Χίο. Κατόπιν επέστρεψε στη Νέα Μονή όπου κατηχήθηκε, μυρώθηκε και ζούσε άγνωστος στους πολλούς στο Μοναστήρι. Ο έφηβος αναγεννημένος Νικήτας προσπαθούσε να μιμηθεί τη ζωή των πατέρων με νηστεία και εγκράτεια. Έδειχνε την ευλάβειά του συχνά με παιδαριώδεις πράξεις και πολλοί τον θεωρούσαν σαλό.
ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΠΕΡΙ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ: Κάποτε ο Νικήτας άκουσε ότι οι αρνητές πρέπει να ομολογήσουν τον Χριστό και αν χρειαστεί να χύσουν το αίμα τους για την πίστη τους. Αυτόν τον λόγο τον δέχθηκε με πολλή σοβαρότητα και ρίζωσε μέσα του η επιθυμία να μαρτυρήσει για τον Χριστό. Ανέβηκε στο σπήλαιο των κτητόρων της Μονής όπου ασκήτευαν κάποιοι πατέρες και έμεινε μαζί τους κάποιο χρονικό διάστημα. Κατόπιν κατέβηκε πάλι στη Μονή και ζητούσε από τους πατέρες την άδεια να ομολογήσει τον Χριστό και να μαρτυρήσει . Οι πατέρες δίσταζαν να του δώσουν ευλογία λόγω της ηλικίας του, μιας και ήταν τότε μόλις δεκαπέντε ετών. Φοβούνταν μήπως δεν αντέξει τα βασανιστήρια και επιστρέψει πάλι στην πλάνη. Εξάλλου θα μπορούσε ζώντας χριστιανικά να σωθεί. Μαζεύτηκαν λοιπόν οι πατέρες της Μονής να συζητήσουν και να αποφασίσουν τι να κάνουν. Άλλοι είχαν την γνώμη να τον αφήσουν αφού το ήθελε τόσο πολύ, άλλοι είχαν την αντίθετη γνώμη. Τελικά αποφάσισαν να κάνουν μια παράκληση στην Παναγία και να τον αφήσουν.
ΟΜΟΛΟΓΙΑ: Έτσι κι έγινε. Μαζί με κάποιον άλλον, για να του δείχνει τον δρόμο κατέβηκε στην πρωτεύουσα του νησιού, τη Χώρα Χίου. Εκεί στο Μώλο τον έπιασε ο Κριμλής, ένας φοροεισπράκτορας, γιατί δεν είχε πληρώσει τον φόρο του χαρατσιού και τον κράτησε η συνοδεία του εισπράκτορα έξω από ένα καφενέ για να πιάσουν και κανένα άλλο, και να τους πάνε όλους μαζί στη φυλακή. Την ώρα εκείνη πέρασε ένας γνωστός του ιερέας, ο παπα Δανιήλ, και τον χαιρέτησε ονομάζοντάς τον “Μεχμέτ” και τον ρώτησε γιατί είχε συλληφθεί. Όταν άκουσε για το χαράτσι απόρησε λέγοντας: “Καινούργιο είν’ αυτό, να πληρώνουν και οι Τούρκοι χαράτσι;” Ο Άγιος του απάντησε: “Τι λες άνθρωπέ μου, κάνεις λάθος, εγώ είμαι χριστιανός και ονομάζομαι Νικήτας”. Άκουσε τον διάλογο ο φοροεισπράκτορας και άρχισε να ερευνά την υπόθεση, για να τον πάει τελικά στον αγά. Εκεί διαπίστωσαν, από την περιτομή, ότι ο νέος ήταν μουσουλμάνος και αμέσως άρχισαν να φωνάζουν, να τον απειλούν, να τον βρίζουν, γιατί αρνήθηκε την πίστη τους και έγινε πάλι χριστιανός. Ο άγιος δεν πτοήθηκε από τις απειλές αλλά ομολόγησε τον Χριστό με πολλή γενναιότητα.
ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ: Τον έκλεισαν τότε στη φυλακή, στη θέση Βουνάκι, και τον βασάνιζαν. Ο άγιος υπέμενε με καρτερία προσευχόμενος και νηστεύοντας. Στην προτροπή κάποιων φυλακισμένων χριστιανών να φάει απάντησε: “Εγώ τρέφομαι με τροφή που εσείς δεν έχετε και ευφραίνομαι με ευφροσύνη την οποία εσείς δεν μπορείτε να αισθανθείτε”. Τον έριξαν έπειτα δεμένο χειροπόδαρα στον στάβλο για να τον ποδοπατήσουν τα άλογα και να τον σκοτώσουν έτσι κρυφά, για να μην ακουστεί έξω στους Χριστιανούς η ανδρεία του. Όμως, με την θεία χάρη, τα άλογα τον σεβάστηκαν και έμεινε αβλαβής. Τον έβγαλαν από εκείνη την φυλακή και τον έκλεισαν σε μια άλλη, πολύ σκοτεινή, μέσα στο κάστρο της πόλης. Εκεί επί δέκα ημέρες τον βασάνιζαν παντοιοτρόπως. Τι του έκαναν επακριβώς κανείς δεν ξέρει, γιατί δεν ήταν κλεισμένος εκεί κανένας χριστιανός. Μόνο κάποιοι Οθωμανοί έλεγαν με θαυμασμό πως τη νύχτα η φυλακή γινόταν πολύ φωτεινή από ένα παράξενο φως.
ΒΟΡΡΑ ΣΤΟ ΒΑΡΒΑΡΟ ΟΧΛΟ: Όταν οι βασανιστές του κατάλαβαν ότι δεν μπορούσαν να κάμψουν το φρόνημά του, τον έβγαλαν και τον παρέδωσαν στο έξαλλο πλήθος που τον άρπαξε ως πρόβατο επί σφαγή και σπρώχνοντάς τον, δέρνοντάς τον, χτυπώντας τον με τα μαχαίρια τους, τον έσυραν στην άκρη της πόλης στον Κάτω γιαλό, κάτω από το Ιβηρίτικο μετόχι. Του έλεγαν συνέχεια να τουρκέψει και εκείνος έλεγε: “Χριστιανός είμαι, Νικήτας ονομάζομαι και Νικήτας θέλω να πεθάνω!”. Τον γονάτισαν μάλιστα πολλές φορές για εκτέλεση, μήπως δειλιάσει και αρνηθεί. Οι χριστιανοί που βρίσκονταν εκεί και οι πατέρες από το Ιβηρίτικο και Αγιοταφίτικο μετόχι που παρακολουθούσαν τον αγώνα του αγίου προσεύχονταν μήπως δειλιάσει. Κι εκείνος ο γενναίος αθλητής του Χριστού έλεγε: “Γιατί αργοπορείτε και δεν με θανατώνετε να πάω στην αιώνια ζωή ν’ απολαύσω τη μακαριότητα του Παραδείσου”; Ακούγοντάς τα αυτά ο φοροεισπράκτορας, επειδή οι άλλοι τούρκοι δίσταζαν, άρπαξε μια μαχαίρα και τον αποκεφάλισε με πολλές μαχαιριές κάνοντάς οδυνηρότερο τον θάνατο του ενδόξου Μάρτυρα. Ο άγιος δεν είχε ακόμη συμπληρώσει ούτε τα δεκαέξι χρόνια στην επίγεια ζωή του!
ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΒΕΒΗΛΩΣΗΣ ΤΟΥ ΛΕΙΨΑΝΟΥ-ΘΑΥΜΑΤΑ: Οι Τούρκοι, για να μη πάρουν οι Χριστιανοί το λείψανο του αγίου και το τιμήσουν, έριξαν ακαθαρσίες πάνω στο μαρτυρικό σκήνωμα(!!) αλλά αυτό παρέμεινε άσπιλο σαν κρίνος. Τελικά το πέταξαν στη θάλασσα. Αργότερα πιστοί παρέλαβαν το λείψανο και το διέσωσαν. Από την πρώτη στιγμή της τελειώσεως του Αγίου άρχισαν να γίνονται θαύματα με το αίμα και τα ενδύματά του. Η Κάρα του Αγίου βρίσκεται σήμερα στη Μονή Ιβήρων του Αγίου Όρους, ενώ ένα μέρος των Ιερών Λειψάνων του Αγίου βρίσκονται στον ομώνυμο Ναό, στη γενέτειρα του Αγίου, το Μανδράκι της Νισύρου.
Ἀπολυτίκιον [Ἦχος δ΄]: “Ἀκαταγώνιστος ὀφθεὶς Ἀθλοφόρε, τῶν ἐκ τῆς Ἄγαρ μηχανὰς ἐτροπώσω, καὶ ἐναθλήσας ἔνδοξε στεῤῥότατα, ξίφος κατεπάλαισας, δυσμενῶν ἀοράτων, ὅθεν τὸ διάδημα, ἀνεπλέξω τῆς νίκης, ὑπὲρ ἡμῶν ἱκέτευε Χριστὸν, νέε Νικήτα τῶν πίστει τιμώντων σε”. Κοντάκιο [Ἦχος δ΄]: “Νεοφανὴς ὥσπερ ἀστὴρ ἀθλοφόρε, ἐξανατείλας τῇ σεπτῇ Ἐκκλησίᾳ, τῶν εὐσεβῶν κατηύγασας τὰ πρόσωπα, πόθῳ εὐφημούντων σε, καὶ τελούντων Νικήτα, σῆς στεῤῥᾶς ἀθλήσεως, τὴν ὑπέρλαμπρον μνήμην, καὶ ἐκβοώντων· δόξα σοι Χριστὲ, τῷ τὸν ὁπλίτην τὸν σὸν στεφανώσαντι.” Μεγαλυνάριο: Μάρτυς ἀθλοφόρε ταῖς πρὸς Θεὸν, ἱεραὶς εὐχαῖς σου, διατήρει τοὺς εὐλαβῶς, τῇ σῇ θείᾳ σκέπῃ, προσφεύγοντας ἐκ πάντων, παθῶν τε καὶ κινδύνων, ψυχῆς καὶ σώματος.
Konstantinosa.oikonomou@gmail.