Ακούσατε τα λόγια του αποστόλου Παύλου με τα οποία απευθύνεται προς τους Θεσσαλονικείς, ενώ νομοθετεί για ολόκληρο τον κόσμο· διότι η διδασκαλία γινόταν γι’ αυτούς που κάθε φορά βρίσκονταν κοντά του, όμως η ωφέλεια από αυτήν διαβαίνει σε ολόκληρη τη ζωή των ανθρώπων. Λέει, λοιπόν, ο Απόστολος: «Πάντοτε χαίρετε, ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε, ἐν παντὶ εὐχαριστεῖτε(:Πάντοτε να χαίρεστε, ακόμη κι όταν έχετε πειρασμούς και θλίψεις. Αδιάλειπτα και ακατάπαυστα με την προσευχή και την ευλαβική διάθεση να επικοινωνείτε με τον Θεό. Για καθετί να ευχαριστείτε τον Θεό· διότι αυτό είναι το θέλημα του Θεού, που μας το δίδαξε ο Ιησούς Χριστός για να σας το κηρύξουμε)» Α’ Θεσ. 5, 16-18].
Λοιπόν, τι σημαίνει αυτό το «να χαίρεστε» και ποια ωφέλεια μπορεί να προκύψει από αυτήν την προτροπή, το πώς μπορεί επίσης να αποκτήσει κανείς την αδιάλειπτη προσευχή και το πώς θα κατορθώσει να ευχαριστεί τον Θεό για το καθετί, θα τα αναλύσουμε, κατά το δυνατόν, λίγο αργότερα. Τώρα βέβαια είναι ανάγκη να αρχίσουμε από αυτά
που μας λένε όσοι διαφωνούν με τον λόγο του Αποστόλου και διαβάλλουν την
νομοθεσία αυτή ως αδύνατη, λέγοντας τα εξής: «Τι είδους αρετή είναι αυτή που μας διδάσκει ο Απόστολος; Πώς μπορεί μια
ψυχή να βρίσκεται νύχτα-μέρα σε διάχυση και να ζει με χαρούμενη διάθεση,
παίρνοντας το καθετί ελαφρά; Είναι ποτέ δυνατόν να κατορθώσει κανείς να ζει με
αυτόν τον τρόπο, όταν μύρια ακούσια κακά μας κυκλώνουν καθημερινά και ρίχνουν
την ψυχή μας σε στενόχωρη και κακόκεφη διάθεση; Αυτά μας κόβουν κάθε χαρά και
ευδιαθεσία, εκτός βέβαια αν πούμε πως δεν πονάει όποιος ψήνεται στο τηγάνι ή
ότι μπορεί κανείς να παραμένει ήρεμος και χαρούμενος, όταν κατατρυπιέται από
τις λόγχες»[Απηχούνται εδώ βασανιστήρια μέσα της
εποχής εκείνης, στα οποία υποβάλλονταν οι πιστοί από τους διώκτες τους].
Μήπως όμως, όποιος τα λέει αυτά υποφέρει από
κακούς λογισμούς και «προφασίζεται
προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις» [Ψαλμ. 140,4 : «Μὴ ἐκκλίνῃς τὴν καρδίαν μου εἰς λόγους
πονηρίας τοῦ προφασίζεσθαι
προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις(:Μην επιτρέψεις να εκτραπεί η καρδία μου σε
λόγους πονηρούς ώστε να παρασυρθώ σε ανόητες προφάσεις για να δικαιολογήσω
ολοφάνερες αμαρτίες μου)»]; Μήπως,
επειδή δεν έχει διάθεση από οκνηρία να ακολουθήσει τις ευαγγελικές εντολές,
επιχειρεί να στρέψει τις κατηγορίες εναντίον εκείνου που μας δίνει αυτά τα
παραγγέλματα και ισχυρίζεται πως ο νομοθέτης μάς προτρέπει να τηρήσουμε
πράγματα δύσκολα και ακατόρθωτα; Αυτός ο άνθρωπος θα λέει, ασφαλώς, με τον
λογισμό του: «Πώς είναι δυνατόν να
χαίρομαι, αφού τα αίτια της χαράς δεν ρυθμίζονται από εμένα;». Γιατί, μόνο
όποιος σκέπτεται έτσι, λέει πως όσα γεννούν τη χαρά και την ευδιαθεσία
προέρχονται από τους άλλους και δεν έχουν την πηγή τους στον ίδιο τον άνθρωπο.
Αυτοί, με άλλα λόγια, θεωρούν ως πηγή χαράς
την ύπαρξη οικογένειας και φίλων, χρημάτων, δόξας, υγείας και όλων των άλλων
αγαθών αυτής της ζωής. Αυτοί θέλουν συνεχή καλοζωία, πλούσιο τραπέζι, φίλους
που να γλεντοκοπούν μαζί τους, ακούσματα και θεάματα που φέρνουν ηδονή και
υγεία συγγενών. Με λίγα λόγια, αυτοί
επιθυμούν καθετί καλό που έχει σχέση με την εφήμερη αυτή ζωή. Γιατί λυπηρά και
στενάχωρα δεν είναι μόνο αυτά που συμβαίνουν προσωπικά στον καθένα, αλλά και
αυτά που βαραίνουν και λυπούν τους φίλους και τους συγγενείς του.
Αυτά όλα πρέπει να υπάρχουν, καθώς λένε, για
να μπορεί να χαρεί η ψυχή και να έχει διαρκώς καλή διάθεση. Κοντά σε αυτά,
προσθέτουν, θα πρέπει να υπάρχουν και άλλα, όπως η νίκη κατά των έχθρων, η
καταστολή των κακών και η ανταμοιβή όσων μας ευεργετούν. Και με λίγα λόγια, θα
πρέπει να συντρέχουν όλα τα καλά, ώστε να μη διαταράσσεται η ζωή μας από κάτι
που μας συνέβη ή από κάτι που φοβόμαστε ότι θα μας συμβεί. Γιατί αυτοί επιμένουν
και λένε: «Η ψυχή, μόνο όταν συντρέχουν
όλοι αυτοί οι παράγοντες, μπορεί να είναι χαρούμενη και ειρηνική».
Αν όμως έτσι έχουν τα πράγματα, τότε πώς
μπορεί κανείς να χαίρεται, όπως μας παραγγέλλει ο Απόστολος, αφού δεν εξαρτάται
αυτό από εμάς, αλλά από τόσους άλλους εξωτερικούς παράγοντες; Πώς μπορεί,
επιπλέον, να προσεύχεται κανείς αδιάκοπα, όταν έχουμε τόσες ανάγκες και όταν
πρέπει να σκεφθούμε τόσα πράγματα που μας αφορούν άμεσα; Πώς μπορεί να τρέχει ο
νους ταυτόχρονα και στην αντιμετώπιση της καθημερινότητας και στην προσευχή; «Έχω εντολή» -λέει όποιος σκέπτεται
έτσι- «να ευχαριστώ τον Θεό για καθετί
στη ζωή μου; Θα Τον ευχαριστήσω λοιπόν και όταν βασανίζομαι; Θα Τον δοξάσω και
όταν ταλαιπωρούμαι, όταν με κακομεταχειρίζονται, όταν με βάζουν στο βασανιστικό
όργανο του τροχού [Ο τροχός χρησιμοποιήθηκε από τους
ειδωλολάτρες σε πολλά Μαρτύρια Αγίων, όπως του αγίου Γεωργίου και της αγίας
Αικατερίνης] ή όταν μου βγάζουν τα
μάτια; Θα ευχαριστήσω όταν με χτυπούν και με εξευτελίζουν οι εχθροί μου ή όταν
παγώνω από το κρύο, όταν λιμοκτονώ, όταν είμαι δεμένος στο ξύλο της καταδίκης,
όταν απροσδόκητα χάσω τα παιδιά μου ή τη σύζυγό μου;Θα ευχαριστήσω τον Θεό όταν
πέσω στα χέρια αγρίων πειρατών ή αδίσταχτων ληστών; Θα Τον ευχαριστήσω όταν
τραυματισθώ, όταν συκοφαντηθώ, όταν καταντήσω ζητιάνος και όταν φυλακισθώ;».
Αυτά
και άλλα τόσα αραδιάζουν, θέλοντας να κατηγορήσουν αυτόν που μας παρήγγειλε να
ευχαριστούμε πάντα τον Θεό. Πιστεύουν
ότι αυτή η συκοφαντία κατά του Αποστόλου -ότι δηλαδή μας παραγγέλλει πράγματα
ανεφάρμοστα- είναι ταυτόχρονα και δικαιολογία αξιοσέβαστη για το ότι δεν
εφαρμόζουν αυτό το παράγγελμα στη ζωή τους.
Τι
πρέπει λοιπόν να τους απαντήσουμε; Θα πρέπει ασφαλώς, να τους πούμε ότι ο Απόστολος είχε άλλες κορυφές υπ’ όψιν του
και προσπαθεί να μας ανυψώσει από τα επίγεια προς το ουράνιο πολίτευμα. Πώς
θα ήθελαν λοιπόν εκείνοι που αδυνατούν να προσεγγίσουν τους υψηλούς αυτούς
στόχους του Αποστόλου, αυτοί που κυλιούνται σαν σκουλήκια στον βούρκο των
σαρκικών παθών, να μπορέσουν να κατανοήσουν και να εφαρμόσουν όσα ο Απόστολος μάς
παραγγέλλει; Γιατί ο Απόστολος προσκαλεί
σ’ αυτή την ατέρμονη χαρά όχι τον οποιονδήποτε, αλλά αυτόν που ζει όπως εκείνος
ο ίδιος, ο οποίος δεν ζούσε πλέον «κατά
σάρκα», αλλά είχε μέσα του «τον Ζώντα
Χριστό» [Γαλ. 2, 20: «Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ(:Με το βάπτισμα
έχω σταυρωθεί κι έχω πεθάνει μαζί με τον Χριστό. Κι αφού είμαι νεκρός, δεν έχει
πλέον καμία ισχύ για μένα ο μωσαϊκός νόμος. Έγινα κοινωνός του σταυρικού
θανάτου του Χριστού και είμαι νεκρός. Λοιπόν δεν ζω πλέον εγώ, ο παλαιός δηλαδή
άνθρωπος, αλλά ζει μέσα μου ο Χριστός. Και τη φυσική ζωή που ζω μέσα στο σώμα
μου τώρα που επέστρεψα στον Χριστό, τη ζω με την έμπνευση και την κυριαρχία της
πίστεως στον Υιό του Θεού, ο Οποίος με αγάπησε και παρέδωσε τον εαυτό Του για
τη σωτηρία μου)»]. Ζούσε, δηλαδή, σαν άσαρκος και σαν να μην
είχε καμιά σχέση και καμιά εξάρτηση από όλα αυτά τα εφήμερα, που εμποδίζουν τον
άνθρωπο να ζήσει την κοινωνία του με το Ύψιστο Αγαθό, τον Θεό.
Και
στην περίπτωση όμως που η σάρκα κόβεται και ξεσχίζεται, η κακοποίηση αυτή αναφέρεται
μόνο στο σώμα, αφού αυτά τα βάσανα δεν είναι δυνατόν να εγγίσουν την ψυχή.
Γιατί, αν ζει κανείς σύμφωνα με τις πνευματικές
υποθήκες του Αποστόλου, αν έχει δηλαδή νεκρώσει τα γήινα μέλη του [ βλ. Κολ.
3, 5: «Νεκρώσατε οὖν τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, πορνείαν, ἀκαθαρσίαν, πάθος, ἐπιθυμίαν κακήν, καὶ τὴν πλεονεξίαν, ἥτις ἐστὶν εἰδωλολατρία(:Νεκρώστε λοιπόν τα μέλη σας που επιθυμούν τις
γήινες απολαύσεις και ηδονές. Νεκρώστε την πορνεία, την ακαθαρσία, κάθε πάθος
και υποδούλωση στο κακό, κάθε κακή επιθυμία και την πλεονεξία, η οποία είναι
λατρεία στο είδωλο του χρήματος)»] και
περιφέρει στα μέλη του την νέκρωση του Χριστού [Β’ Κορ.
4, 10: «Πάντοτε τὴν νέκρωσιν τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ ἐν τῷ σώματι
περιφέροντες, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ ἐν τῷ σώματι ἡμῶν φανερωθῇ(:Διαρκώς και κάθε
μέρα περιφέρουμε στις περιοδείες μας το σώμα μας κυκλωμένο από τον έσχατο
κίνδυνο να πεθάνουμε, όπως πέθανε ο Κύριος Ιησούς, αλλά αυτό γίνεται για να
φανερωθεί στον κόσμο με τη διάσωση του σώματός μας από τους καθημερινούς κινδύνους
ότι ο Ιησούς εξακολουθεί να ζει)»], τότε οπωσδήποτε ο σωματικός τραυματισμός
δεν θα προχωρήσει προς την ψυχή, η οποία έχει ήδη απελευθερωθεί από τα δεσμά
της.
Έτσι η δυσφήμιση, οι ζημιές και οι θάνατοι
των συγγενών δεν θα επηρεάσουν, ούτε θα μειώσουν το υψηλό φρόνημα της ψυχής, με
τις εφήμερες ταλαιπωρίες και κακοπάθειες. Γιατί, αν οι άνθρωποι αυτοί
αντιμετώπιζαν με γενναιότητα όλα τα δεινά που τους συμβαίνουν, δεν θα φόρτωναν
τους άλλους με τα δικά τους βάσανα, αφού και αυτοί οι ίδιοι δεν θα λυπούνταν
υπερβολικά και δεν θα καταβάλλονταν. Αν όμως αυτοί ζουν σύμφωνα με το σαρκικό
φρόνημα [βλ. Ρωμ. 8, 13: «Εἰ γὰρ κατὰ σάρκα ζῆτε, μέλλετε ἀποθνήσκειν· εἰ δὲ Πνεύματι τὰς πράξεις τοῦ σώματος
θανατοῦτε, ζήσεσθε(:Διότι, εάν ζείτε ως δούλοι των επιθυμιών της
σαρκός, οπωσδήποτε πρόκειται να πεθάνετε τον αθάνατο θάνατο της αιώνιας
κόλασης, τον οποίο φέρνει στον άνθρωπο ο αιώνιος χωρισμός από τον Θεό. Εάν όμως
με τις αναγεννημένες από τη θεία χάρη πνευματικές σας δυνάμεις νεκρώνετε τις
κακές πράξεις του σώματος, θα ζήσετε αιώνια και ευτυχισμένα)»], όχι
μόνο θα βαρύνουν και θα λυπήσουν τους άλλους, αλλά επιπλέον θα είναι
αξιοκατάκριτοι. Και αυτό, όχι βέβαια γιατί τους έχουν βρει δύσκολες
περιστάσεις, αλλά κυρίως γιατί δεν
αντιμετώπισαν τις περιστάσεις αυτές σωστά και έτσι έδειξαν ότι έχουν κακή και
διεστραμμένη προαίρεση. Με λίγα λόγια, η
ψυχή που έχει προσδεθεί στερεά στον πόθο των Ουρανίων και του Κτίστη της, αυτή
που αρέσκεται να κοσμείται με τα ουράνια κάλλη, αυτή δεν θα αλλοιωθεί, ούτε θα
χάσει την ευδιαθεσία και τη χαρά της, εξαιτίας διαφόρων εφήμερων κακοτυχιών.
Αλλά, αντίθετα, όσα για τους άλλους είναι ανυπόφορα, αυτή θα τα κάνει αφορμή
για μεγαλύτερη ανάπαυση και ευφροσύνη.
Ένας
τέτοιος άνθρωπος θα ζει σαν τον Απόστολο, ο οποίος δεν ταραζόταν όταν
αρρώσταινε ή όταν τον έβρισκαν θλίψεις, διωγμοί, και διάφορες άλλες αντίξοες
περιστάσεις. Αλλά θεωρούσε ως αφορμή καύχησης τις στερήσεις του [Β’ Κορ. 12,
9-10: «Καὶ εἴρηκέ μοι· ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται. ἥδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ᾿ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ. Διὸ εὐδοκῶ ἐν ἀσθενείαις, ἐν ὕβρεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν διωγμοῖς, ἐν
στενοχωρίαις, ὑπὲρ Χριστοῦ· ὅταν γὰρ ἀσθενῶ, τότε δυνατός εἰμι(:Αλλά ο Κύριος μού είπε: ‘’Σου είναι αρκετή η χάρις
που σου δίνω. Διότι η δύναμή μου αναδεικνύεται τέλεια, όταν ο άνθρωπος είναι
ασθενής και με την ενίσχυσή μου κατορθώνει μεγάλα και θαυμαστά’’. Με πολύ
μεγάλη ευχαρίστηση λοιπόν θα καυχιέμαι περισσότερο στις ασθένειές μου, για να
κατοικήσει μέσα μου η δύναμη του Χριστού. Γι’ αυτό ευφραίνομαι στις ασθένειες,
στους χλευασμούς, στις ανάγκες, στους διωγμούς, στις στενοχώριες, όταν τα
υποφέρω όλα αυτά για τη δόξα του Χριστού. Διότι όταν με τις θλίψεις και τις
περιπέτειες φαίνομαι εξαιρετικά ασθενής, τότε είμαι δυνατός. Διότι τότε μου
δίνει ο Θεός περισσότερη χάρη)»], την πείνα, την δίψα, το κρύο και την
γυμνότητα, τους διωγμούς και τα βάσανα [Β’ Κορ. 11, 27: «Ἐν κόπῳ καὶ μόχθῳ, ἐν ἀγρυπνίαις πολλάκις, ἐν λιμῷ καὶ δίψει, ἐν νηστείαις πολλάκις, ἐν ψύχει καὶ γυμνότητι(:Υπηρέτησα τον Κύριο με κόπο και μόχθο, με
αγρυπνίες πολλές φορές, με πείνα και δίψα, όταν απομονωνόμουν σε μακρινές
οδοιπορίες, με νηστείες πολλές φορές, με ψύχος και γυμνότητα, όταν με θερινά
ρούχα με έπιανε αιφνιδιαστικά ο χειμώνας)»]. Για όσα οι άνθρωποι λυπούνται και αποκάμουν, γι’ αυτά ο
Απόστολος χαιρόταν και τα θεωρούσε αφορμή καύχησης και ευφροσύνης.
Αυτοί
λοιπόν που δεν στοιχίζονται στη γραμμή σκέψης του Αποστόλου δεν είναι δυνατόν
να κατανοήσουν ότι το καθετί μπορεί να γίνει για μας προσκλητήριο, για να
ζήσουμε σύμφωνα με τις ευαγγελικές εντολές.Αυτοί οι άνθρωποι τολμούν να
κατηγορούν τον Απόστολο και να λένε ότι δήθεν μας δίνει ανεφάρμοστες εντολές
και μας παρακινεί να επιχειρούμε ακατόρθωτα πράγματα. Θα ήταν καλό όμως, αυτοί
να αναλογισθούν πόσες είναι οι μεγάλες δωρεές και ευεργεσίες του Θεού, οι
οποίες είναι πηγές χαράς και αφορμή
συνεχούς ευφροσύνης για τον καθένα μας. Να, δέστε, για παράδειγμα, μερικές
από αυτές:
Ήλθαμε από το μηδέν στην ύπαρξη. Δημιουργηθήκαμε
σύμφωνα με την εικόνα του Κτίστη μας [Γέν. 1, 26: «Καὶ εἶπεν ὁ Θεός· ποιήσωμεν ἄνθρωπον
κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν, καὶ ἀρχέτωσαν τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καὶ τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῶν κτηνῶν καὶ πάσης τῆς γῆς καὶ πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων ἐπὶ γῆς γῆς(: Και ο Θεός Πατήρ, εκφράζοντας την θεία και
αγαθή βουλή και σκέψη Του προς τα άλλα δύο πρόσωπα της αγίας και αδιαιρέτου και
ζωοποιού Τριάδος, τον ομοούσιο προς Αυτόν μονογενή Υιό και Λόγο Του και το
ομόθρονο και συναΐδιο προς Αυτόν Παράκλητο Πνεύμα, είπε: «Ας κάνουμε μέγα και
θαυμαστό δημιούργημα, το τιμιότερο από όλα τα ζωντανά κτίσματα, για το οποίο
δημιουργήθηκε ο ουρανός, η γη, η θάλασσα και όλα όσα υπάρχουν σε αυτά. Ας
κάνουμε άνθρωπο, άντρα και γυναίκα, και ας τον τιμήσουμε με έξοχα χαρίσματα και
θείες ικανότητες· δηλαδή με ψυχή λογική και αθάνατη, με ελεύθερη βούληση, με
ικανότητα γνωστική και δημιουργική και εξουσία σε όλο τον ορατό κόσμο και ας
τον κάνουμε έτσι, ώστε να μπορεί, αν θέλει, να γίνει όμοιος με εμάς κατά την
αρετή, την οσιότητα και αγιότητα, όσο αυτό είναι δυνατόν στο κτίσμα να ομοιάσει
τον κτίστη του. Και ο άνδρας και η γυναίκα ας εξουσιάζουν ως άλλοι αντιβασιλείς
τα ψάρια της θάλασσας και τα πτηνά, που διασχίζουν τους ορίζοντες και τα μεγάλα
ζώα της γης, άγρια και ήμερα, και όλα τα άλλα μικρά ζώα, που κινούνται σαν να σύρονται
και τα έντομα, τα οποία ζουν πάνω στη γη»)»], Έχουμε
προικισθεί με νου και γνώση, που μας δίνουν τη δυνατότητα να γνωρίσουμε τον
Θεό.
Και μπορούμε με αυτά τα χαρίσματα,
που πήραμε από τον Θεό κατά τη δημιουργία μας, να ατενίζουμε το κάλλος της δημιουργίας και να διαβάζουμε, σαν να ήταν
γράμματα, το βιβλίο της κτίσης. Μπορούμε
έτσι να κατανοούμε την Πανσοφία και την Πρόνοια του Θεού για όλα Του τα
κτίσματα [Δαν. 3, 21: «Καὶ γνώτωσαν ὅτι σὺ εἶ Κύριος Θεὸς μόνος καὶ ἔνδοξος ἐφ' ὅλην τὴν οἰκουμένην(:Και ας γνωρίσουν ότι Εσύ είσαι ο μόνος
αληθινός Κύριος και Θεός, μόνος και
ένδοξος σε όλη την οικουμένη)»] .
Με αυτά
τα δώρα είμαστε σε θέση να ξεχωρίσουμε το καλό από το κακό. Και το
σπουδαιότερο, με αυτά οδηγούμαστε στο να
επιλέγουμε το καλό και να αποφεύγουμε το κακό. Με αυτά μπορούμε να κατανοούμε ότι, ενώ εμείς αμαρτήσαμε και
αποξενωθήκαμε από το καλό, Εκείνος μας ανακάλεσε κοντά Του, αφού πρώτα μας
ελευθέρωσε από την ατιμωτική δουλεία μας στον διάβολο, με το Αίμα του Μονογενή
Υιού Του. Ας αναλογισθούμε, τέλος, τα
αγαθά που επιφυλάσσονται για μας, αγαθά που υπερβαίνουν την δύναμη κάθε
διάνοιας και λογικής προσέγγισης, όπως η ελπίδα της αναστάσεως, ο συναυλισμός
με τους αγίους Αγγέλους και η Ουράνια Βασιλεία.
Δεν
θα ΄πρεπε αυτά να τα θεωρούμε αρκετά για να αντλούμε ατελεύτητη χαρά και διαρκή
ευφροσύνη;
Μήπως
έχουμε την εντύπωση ότι ο κοιλιόδουλος, εκείνος που γλεντοκοπά και όποιος
κοιμάται στα μαλακά στρώματα, αυτός ζει σωστά και με τρόπο που μπορεί να τον
κάνει ευτυχισμένο; Εγώ, αντίθετα, θα θεωρούσα ότι αυτούς θα πρέπει να τους
κλαίμε και να μακαρίζουμε τους άλλους,
όσους δηλαδή περνούν αυτή την εφήμερη ζωή με την ελπίδα του μέλλοντα αιώνα και
όσους ανταλλάσσουν τα παρόντα και τα μηδαμινά με τα μελλοντικά και τα αιώνια.
Θα
πρέπει να θεωρούμε, κυριολεκτικά, μακάριους
αυτούς που ζουν σε κοινωνία με τον Θεό, ακόμα και αν αυτοί ζουν μέσα στο
καμίνι, όπως οι άγιοι Τρεις Παίδες στη Βαβυλώνα (βλ. Δαν. 6, 15 κ. εξ.) ή είναι
κλεισμένοι στα λιοντάρια ή και αν ακόμα βρίσκονται στην κοιλιά του κήτους [Ιων.
2, 1: «Καί προσέταξε Κύριος κήτει μεγάλῳ καταπιεῖν τὸν ᾿Ιωνᾶν· καὶ ἦν ᾿Ιωνᾶς ἐν τῇ κοιλίᾳ τοῦ κήτους τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας(:Και διέταξε ο Κύριος μέγα κήτος να καταπιεί
τον Ιωνά· και ήταν ο Ιωνάς μέσα στην κοιλία του κήτους τρεις ημέρες και τρεις
νύκτες)»]. Αυτούς πρέπει να τους μακαρίζουμε και να
τους θεωρούμε πραγματικά χαρούμενους και ευτυχισμένους. Επειδή αυτοί δεν
θλίβονται για τα παρόντα και γήινα αγαθά, αλλά ευφραίνονται με την ελπίδα που
γεννιέται από τα μέλλοντα και αιώνια.
Ο καλός πνευματικός αγωνιστής, που άρχισε να
παλεύει στο στάδιο της ευσέβειας, θα πρέπει να υπομένει με γενναιότητα τα
χτυπήματα των αντιπάλων του, έχοντας
πάντα την ελπίδα της δόξας που θα του χαριστεί με τα ουράνια στεφάνια.
Όσοι
επιδίδονται στον αθλητισμό, συνηθίζουν
στους κόπους της παλαίστρας και δεν σταματούν να αγωνίζονται όταν δέχονται
χτυπήματα. Αλλά παλεύουν με τους αντιπάλους τους, περιφρονώντας τους κόπους της στιγμής, γιατί παίρνουν δύναμη από
τον πόθο της νίκης. Έτσι, κανένα χτύπημα δεν καταφέρνει να επισκιάσει τη χαρά
του παλαιστή. Γιατί «ἡ θλῖψις ὑπομονὴν κατεργάζεται, ἡ δὲ ὑπομονὴ δοκιμήν, ἡ δὲ δοκιμὴ ἐλπίδα, ἡ δὲ ἐλπὶς οὐ καταισχύνει(:Και δεν καυχόμαστε μόνο για τη δόξα που ελπίζουμε,
αλλά καυχόμαστε και για τις θλίψεις˙ διότι γνωρίζουμε ότι η θλίψη παράγει σιγά
– σιγά ως μόνιμο και τέλειο έργο την υπομονή, η υπομονή παράγει αρετή
δοκιμασμένη και τέλεια, και η δοκιμασμένη αρετή παράγει την ελπίδα στον Θεό.
Και η ελπίδα αυτή δεν ντροπιάζει και δεν διαψεύδει αυτόν που την έχει, διότι η
αγάπη που έδειξε σε μας ο Θεός, στον Οποίο ελπίζουμε, εκχύθηκε και πλημμύρισε
τις καρδιές μας με το Άγιο Πνεύμα που μας δόθηκε ως αρραβώνας της ελπίδας μας)» [Ρωμ. 5, 3-5].
Ο ίδιος ο Απόστολος μάς έχει και άλλη φορά
παραγγείλει να υπομένουμε την ώρα της
θλίψης και να χαιρόμαστε, τρέφοντας την ελπίδα [Ρωμ.12,12:«Τῇ ἐλπίδι χαίροντες, τῇ θλίψει ὑπομένοντες, τῇ προσευχῇ
προσκαρτεροῦντες(:Η ακλόνητη ελπίδα σας στα μελλοντικά αγαθά να σας
γεμίζει χαρά και να σας ενισχύει για να δείχνετε υπομονή στη θλίψη. Και να
επιμένετε στην προσευχή, από την οποία θα παίρνετε μεγάλη βοήθεια για όλες
αυτές τις αρετές, καθώς και για τις δύσκολες περιστάσεις της ζωής)»]. Η ελπίδα λοιπόν είναι
αυτή που χαρίζει την διαρκή χαρά στην ψυχή του γενναίου.
Ο
απόστολος Παύλος εξάλλου, μας παραγγέλλει «να
κλαίμε μαζί με αυτούς που κλαίνε» [Ρωμ. 12, 15: «Χαίρειν μετὰ χαιρόντων καὶ κλαίειν μετὰ κλαιόντων(:Να χαίρεστε μαζί με εκείνους που χαίρονται, και να
κλαίτε μαζί με εκείνους που κλαίνε)»]. Έγραφε
μάλιστα προς τους Φιλιππησίους πως ο ίδιος έκλαιγε για τους εχθρούς του Σταυρού
του Χριστού [βλ. Φιλιπ. 3, 18: «Πολλοὶ γὰρ
περιπατοῦσιν, οὓς πολλάκις ἔλεγον ὑμῖν, νῦν δὲ καὶ κλαίων λέγω, τοὺς ἐχθροὺς τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ(:Σας λέω να
παραδειγματίζεστε μόνο απ’ αυτούς που ζουν σύμφωνα με το δικό μας υπόδειγμα,
διότι πολλοί παρουσιάζουν κακή συμπεριφορά. Όταν ήμουν στους Φιλίππους, πολλές
φορές σας έκανα λόγο γι’ αυτούς. Τώρα όμως, επειδή στο μεταξύ χειροτέρευσαν,
μιλώ κλαίγοντας γι’ αυτούς που με τη σαρκική ζωή τους αποδεικνύονται εχθροί του
σταυρού του Χριστού, ο οποίος είναι σύμβολο αυτοθυσίας και πόνου)»].
Γιατί όμως πρέπει να λέμε ότι ο προφήτης
Ιερεμίας θρηνεί [Ιερ. Θρήν. 1, 1 κ. εξ.] ή ότι ο προφήτης Ιεζεκιήλ γράφει θρήνους
κατόπιν εντολής του Θεού [Ιεζ. 2, 10: «Καὶ ἀνείλησεν αὐτὴν ἐνώπιόν μου, καὶ ἦν ἐν αὐτῇ γεγραμμένα τὰ ἔμπροσθεν
καὶ τὰ ὄπισθεν,
καὶ ἐγέγραπτο ἐπ᾿ αὐτὴν θρῆνος καὶ μέλος καὶ οὐαί(:Ξεδίπλωσε δε και άνοιξε μπροστά μου
το χέρι εκείνο το βιβλίο αυτό και είδα ότι ήταν γραμμένο και από μπροστά και
από πίσω. Ήσαν επίσης γραμμένα σε αυτό θρήνοι, μοιρολόγια και φοβερές απειλές)» ]και ότι πολλοί από τους Αγίους
θρηνούν και κλαίνε; «Αλίμονό μου, μητέρα
μου», λέει ο Προφήτης, «γιατί με
γέννησες» [Ιερεμ. 15, 10: «Οἴμοι ἐγὼ μῆτερ, ὡς τίνα με ἔτεκες; ἄνδρα
δικαζόμενον καὶ διακρινόμενον πάσῃ τῇ γῇ· οὔτε ὠφέλησα, οὔτε ὠφέλησέ με οὐδείς· ἡ ἰσχύς μου ἐξέλιπεν ἐν τοῖς καταρωμένοις με(: Αλίμονο σε εμένα, μητέρα μου, σαν ποιου
είδους άνθρωπο με γέννησες για να είμαι μεταξύ των ανθρώπων; Με γέννησες για να
είμαι άνθρωπος, ο οποίος δικάζεται και διακρίνεται για τους ελέγχους, για τις
επιπλήξεις, για τη διδασκαλία σε όλη τη χώρα. Εγώ ούτε κανένα ωφέλησα, αλλά
ούτε και ωφέλεια έλαβα από κανένα άλλον. Η ψυχική μου αντοχή και δύναμη
εξαντλήθηκαν από τις κατάρες και λοιδορίες, που δέχομαι εκ μέρους εκείνων που
ακούνε τις προφητείες μου)»].
Και, πάλι, άλλος προφήτης λέει: «Οἴμοι, ψυχή, ὅτι ἀπόλωλεν εὐσεβὴς ἀπὸ τῆς γῆς καὶ κατορθῶν ἐν ἀνθρώποις οὐχ ὑπάρχει· πάντες εἰς αἵματα δικάζονται, ἕκαστος τὸν πλησίον αὐτοῦ ἐκθλίβουσιν ἐκθλιβῇ(:Αλίμονο,
ψυχή μου, διότι τόση είναι η κοινωνική αποσύνθεση και διαφθορά, ώστε χάθηκε ο
ευσεβής και ευλαβής άνθρωπος από την γη των Ιουδαίων δεν υπάρχει πλέον άνθρωπος
δίκαιος, άνθρωπος αρετής και θεοφιλών έργων. Όλοι είναι δοσίλογοι για φόνους
και αιματηρά εγκλήματα· καθένας καταπιέζει τον πλησίον του με ασπλαχνία και
σκληρότητα)» [Μιχ. 7,
2]. Και αλλού πάλι λέει: «Οἴμοι, ὅτι ἐγενήθην ὡς συνάγων καλάμην ἐν ἀμήτῳ, καὶ ὡς ἐπιφυλλίδα ἐν τρυγητῷ, οὐχ ὑπάρχοντος βότρυος τοῦ φαγεῖν τὰ πρωτόγονα(:Αλίμονο επειδή κατάντησα να μοιάζω με
εκείνον ο οποίος συλλέγει τα στάχυα που απέμειναν από το δρεπάνι των θεριστών,
και τα τσαμπιά με τις ασθενικές και λίγες ρώγες· που απέμειναν μετά τον τρύγο,
οπότε δεν υπάρχει κανένα πρώιμο καλό σταφύλι για να φάει κανείς)» [Μιχ. 7, 1].
Και αν,
με λίγα λόγια, ερευνήσεις την Αγία Γραφή και αν παρατηρήσεις την πιο θλιμμένη
κραυγή που αυτή περιέχει, θα αντιληφθείς πως είναι θρήνος για την άθλια και πρόσκαιρη ζωή του ανθρώπου. «Αλίμονο μου», λέει ο Ψαλμωδός, «γιατί η επίγεια διαμονή μου πήρε τόση
παράταση» [Ψαλμ. 119, 5: «Οἴμοι! Ὃτι ἡ παροικία μου ἐμακρύνθη,
κατεσκήνωσα μετὰ τῶν σκηνωμάτων Κηδάρ(: Αλίμονο, διότι η ξενιτιά μου μακριά από
την πολυπόθητη και φιλειρηνική Σιών παρατάθηκε επί μακράν, κατασκήνωσα και
έστησα την άθλια σκηνή του μετανάστη μαζί με τις σκηνές των βαρβάρων και εχθρών
της ειρήνης Κηδαρινών, που περιφέρονται στην έρημο της Αραβίας)»].
Ο
Απόστολος επίσης λέει ότι επιθυμούσε να φύγει από αυτήν τη ζωή και να βρεθεί
μαζί με τον Χριστό [Φιλιπ. 1, 23: «Συνέχομαι δὲ ἐκ τῶν δύο, τὴν ἐπιθυμίαν ἔχων εἰς τὸ ἀναλῦσαι καὶ σὺν Χριστῷ εἶναι· πολλῷ γὰρ μᾶλλον κρεῖσσον(:Και τα δύο με συνεπαίρνουν και με συνέχουν, και η
επιθυμία της ζωής και η επιθυμία του θανάτου. Και υπερισχύει η επιθυμία να φύγω
απ’ την ζωή αυτή και να είμαι μαζί με τον Χριστό. Διότι αυτό είναι ασυγκρίτως
καλύτερο για μένα)»] και
θεωρεί εμπόδιο της χαράς του την
παράταση της επίγειας διαμονής.
Ο Ψαλμωδός εξάλλου μας άφησε ένα θρήνο για
τον φίλο του Ιωνάθαν, με τον οποίο θρήνησε παράλληλα και τον εχθρό του: «Πονώ για σένα», λέει, «αδελφέ μου Ιωνάθαν» [Β’ Βασ. 1, 26: «Ἀλγῶ ἐπὶ σοί, ἀδελφέ μου ᾿Ιωνάθαν· ὡραιώθης μοι
σφόδρα, ἐθαυμαστώθη ἡ ἀγάπησίς σου ἐμοὶ ὑπὲρ ἀγάπησιν
γυναικῶν(: Πονώ και υποφέρω για τον θάνατό σου,
αδελφέ μου Ιωνάθαν· ήσουν για εμένα εξαιρετικά ωραίος· η αγάπη μου προς εσένα
ήταν ανώτερη και αυτής της αγάπης των γυναικών, που είναι εκ φύσεως δυνατή)»] και «κλάψτε θυγατέρες του Ισραήλ για τον Σαούλ» [Β’ Βασ. 1, 24: «Θυγατέρες ᾿Ισραήλ, ἐπὶ Σαοὺλ κλαύσατε, τὸν ἐνδιδύσκοντα ὑμᾶς κόκκινα μετὰ κόσμου ὑμῶν, τὸν ἀναφέροντα κόσμον
χρυσοῦν ἐπὶ τὰ ἐνδύματα ὑμῶν(: Κλάψτε, θυγατέρες του Ισραήλ, για τον
Σαούλ, που σας έντυνε με κόκκινα ενδύματα με στολίδια, που τα έπαιρνε από τους
εχθρούς και σας έφερνε χρυσά στολίδια για τα φορέματά σας)»].
Τον Ιωνάθαν, βέβαια, τον θρηνεί γιατί
ήταν φίλος του. Αλλ’ όμως κλαίει και τον εχθρό του Σαούλ, γιατί αυτός πέθανε
μέσα στην αμαρτία.
Τι άλλο
άραγε χρειάζεται να προσθέσουμε; Ο Ίδιος ο Κύριος δάκρυσε για τον Λάζαρο [Ιω.
11, 35: «Λέγουσιν αὐτῷ· Κύριε, ἔρχου καὶ ἴδε. Ἐδάκρυσεν ὁ ᾿Ιησοῦς(:Όσοι ήταν εκεί Του είπαν: ‘’Κύριε, έλα να δεις’’.
Και καθώς πήγαινε στον τάφο, δάκρυσε ο Ιησούς από συμπάθεια για την θλίψη των
δύο αδελφών)»] και για
την Ιερουσαλήμ [Λουκ. 19, 41: «Καὶ ὡς ἤγγισεν, ἰδὼν τὴν πόλιν ἔκλαυσεν ἐπ᾿ αὐτῇ(:Και όταν πλησίασε
και είδε την πόλη Ιερουσαλήμ, τον έπιασαν λυγμοί και έχυσε άφθονα δάκρυα γι’
αυτήν)»] και μακαρίζει αυτούς που πενθούν και κλαίνε
[Ματθ. 5, 4: «Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ
παρακλήθησονται(:Μακάριοι είναι
εκείνοι που πενθούν για τις αμαρτίες τους και για το κακό που επικρατεί στον
κόσμο, διότι αυτοί θα παρηγορηθούν από τον Θεό)»– Λουκ. 6, 21:
«Μακάριοι οἱ κλαίοντες νῦν, ὅτι γελάσετε(:Μακάριοι είστε εσείς που κλαίτε τώρα για τα
αμαρτήματά σας και τις δοκιμασίες που δέχεστε με ευγνωμοσύνη από τον Θεό, ο
Οποίος με αυτές σας παιδαγωγεί, διότι θα γελάσετε και θα χαρείτε στην άλλη ζωή)»].
Μερικοί όμως διαφωνούν, λέγοντας: «Καλά είναι όλα αυτά, αλλά πώς συμβιβάζονται
με το αποστολικό «Πάντοτε χαίρετε» [Φιλιπ.
4,4];» Μήπως δεν έχουν και τα δάκρυα
και η χαρά την ίδια προέλευση και αιτία; Γιατί τα μεν δάκρυα και η χαρά
προκαλούνται από κάποιο απροσδόκητο αιφνιδιασμό που προσβάλλει και συστέλλει
την καρδιά του ανθρώπου. Η χαρά επίσης είναι ένα είδος σκιρτήματος της ψυχής
που, εξαιτίας κάποιου ευχάριστου πράγματος, συμφωνεί με τις επιθυμίες της και
την αναπαύει. Γι’ αυτό ακριβώς οι εκφράσεις και οι εκδηλώσεις των δύο αυτών
συναισθημάτων διαφέρουν. Σ’ αυτούς που πονούν και λυπούνται η μορφή είναι
χλωμή, στακτόχρωμη και παγερή, ενώ σ’ αυτούς που σκιρτούν και χαίρονται η όψη
είναι ζωντανή και ροδοκόκκινη, σαν να σκιρτά η ίδια η ψυχή και ζητά να πηδήξει
προς τα έξω από την πολλή χαρά της.
Εδώ
θα πρέπει να συμπληρώσουμε ότι και οι
θρήνοι και τα δάκρυα των Αγίων προέρχονταν από τα βαθιά αισθήματα της αγάπης
τους προς τον Θεό. Οι Άγιοι βίωναν
διαρκώς την παρουσία του Θεού και αυτό τους αύξανε ολοένα και περισσότερο την
ευφροσύνη, ενώ συγχρόνως οικονομούσαν τις ανάγκες των συνανθρώπων τους,
πενθώντας για όσους είχαν αμαρτήσει και βοηθώντας τους να λειτουργούν τη
μετάνοια και την διόρθωσή τους.
Όπως ακριβώς αυτοί που στέκονται στην παραλία
και ατενίζουν με πόνο εκείνους που κινδυνεύουν να βυθιστούν από την φουρτούνα
-δεν διακινδυνεύουν όμως την ασφάλειά τους για να τους σώσουν, αλλά κάνουν ό,τι άλλο μπορούν για να τους
βοηθήσουν- έτσι δεν χάνουν τη βαθιά
χαρά τους και αυτοί που πονούν και θλίβονται για τις αμαρτίες των συνανθρώπων
τους. Αντίθετα, την πολλαπλασιάζουν, συμμετέχοντας στον πόνο και στην
αγωνία των συνανθρώπων τους. Και αυτό, γιατί
οι Άγιοι βρίσκονται σε στενότερη κοινωνία με τον Θεό και Τον παρακαλούν για τη
θλίψη και τις δοκιμασίες των άλλων. Γι’ αυτό «είναι μακάριοι αυτοί που κλαίνε και πενθούν, γιατί αυτοί θα βρουν
παρηγοριά και θα γελάσουν» [ Λουκ. 6. 21: «Μακάριοι οἱ
κλαίοντες νῦν, ὅτι
γελάσετε(:Μακάριοι είστε
εσείς που κλαίτε τώρα για τα αμαρτήματά σας και τις δοκιμασίες που δέχεσθε με
ευγνωμοσύνη από τον Θεό, ο οποίος μ’ αυτές σας παιδαγωγεί, διότι θα γελάσετε
και θα χαρείτε στην άλλη ζωή)»]. Και με
την λέξη «γέλωτα» ασφαλώς ο Κύριος
δεν εννοεί το ξέσπασμα που κάνει το αίμα να ανεβαίνει και να ξανάβει το πρόσωπο
του ανθρώπου, αλλά την ήρεμη και καθαρή
από θλίψη, την γαλήνια και γλυκιά έκφραση του προσώπου. Ο Απόστολος λοιπόν,
μας προτρέπει: «Χαίρειν μετὰ χαιρόντων καὶ κλαίειν μετὰ κλαιόντων(: Να χαίρεστε μαζί με εκείνους που χαίρονται, και
να κλαίτε μαζί με εκείνους που κλαίνε)» [Ρωμ.
12, 15]. Γιατί αυτού του είδους τα
δάκρυα γίνονται σπέρμα και πρόγευση της αιώνιας χαράς.
Ανέβασε τον νου σου στον ουρανό και δες τους
αγίους Αγγέλους και πες μου αν αρμόζει σε αυτούς κάποια άλλη κατάσταση, εκτός
από εκείνη της διαρκούς χαράς και της βαθιάς ευφροσύνης. Γιατί αυτοί έχουν αξιωθεί να στέκονται ενώπιον του Θεού
και να απολαμβάνουν το ανέκφραστο κάλλος της δόξας του Κτίστη και Δημιουργού
μας.
Σε
τέτοιου είδους ζωή μας παρακινεί και εμάς ο Απόστολος, όταν μας λέει «πάντοτε να χαίρεστε».
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια
κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
·
https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/09/homilia_de_gratiarum_actione.pdf
·
Βασιλείου του Μεγάλου, Άπαντα τα έργα, Ομιλίαι και λόγοι, ομιλία Γ΄,πατερικές
εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη
1973, τόμος 6, σελίδες 71-91.
·
Π. Τρεμπέλα, Η
Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ»,
έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
·
Η Καινή
Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα,
εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
·
Η Παλαιά
Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις
του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή»,
έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
·
Η Παλαιά
Διαθήκη μετά Συντόμου Ερμηνείας, Παναγιώτης Τρεμπέλας, Αδελφότης
Θεολόγων «Ο Σωτήρ», Αθήνα, 1985.
·
https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-palaia-diathiki/
·
https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-kaini-diathiki/
·
Π.Τρεμπέλα,
Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση
στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις
αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016.
·
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
·
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
·
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm