(Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν ὁμιλία «ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΑΙ ΩΣ ΑΓΩΝΙΣΤΑΙ»)
Ομιλία
Αυγουστίνου Καντιώτη
για τους Τρεις Ιεράρχες
Ἀλλὰ ἀδελφοί μου, ἐδῶ εἰς τὴν ζωὴν τοῦ ἁγίου Γρηγορίου (τοῦ Θεολόγου) νὰ προσέξετε, διότι παρεμβάλλεται ἕνα ἐπεισόδιον τὸ ὁποῖον εἶναι ἄξιον ἰδιαιτέρας προσοχῆς.
Δυστυχῶς δὲν τὸ εἶχα προσέξει ἐνωρίτερον. Ἐὰν τὸ ἐπρόσεχα ἐνωρίτερον,
ἄλλην τροπὴν θὰ ἔδινα εἰς τὸν ἀγῶνα. Διότι δυστυχῶς, ὑπάρχουν οἱ
ψευτο-εὐλαβεῖς, ὑπάρχουν οἱ ψευτο-χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι λέγουν: «θὰ κολαστεῖς ἅμα φωνάξεις ἐναντίον τῶν παπάδων καὶ δεσποτάδων, θὰ πᾶς στὴν κόλαση». Ἐὰν τὸ ἤξερα τὸ ἐπεισόδιον αὐτὸ θὰ ἔδιδα ἄλλον σύνθημα, ἡρωϊκότερον ἀπὸ τὰ συνθήματα ποὺ ἐδώσαμεν. Ποιό, γιὰ ἀκούσατε.
Στὴν ἐποχὴ ποὺ εὑρίσκετο μέσα εἰς τὴν Κων/πολιν ὁ Γρηγόριος Ναζιανζηνός, εὑρίσκετο ἕνα κάθαρμα
(ἔτσι τὸ ὀνομάζει κι ὁ ἴδιος), κάθαρμα, κυνικὸν κάθαρμα. Φιλόσοφος ὁ
ὁποῖος ἤθελε νὰ μιμηθεῖ τὸν Διογένη τὸν φιλόσοφον, ἀλλ’ ἀπεῖχε πολὺ τοῦ
Διογένους τοῦ φιλοσόφου. Ὀνομάζετο Μάξιμος. Καὶ ὁ Μάξιμος αὐτός, περιβαλλόμενος ἀπὸ κόλακας καὶ διεφθαρμένους καὶ γυναίκας ἀκόμη, καλὰ καὶ σώνει ἤθελε νὰ γίνει Ἐπίσκοπος Κων/πόλεως. Τί ἔκανε λοιπόν;
Ἄνευ ἐγκρίσεως τῆς πολιτείας,
ἄνευ ἐγκρίσεως τοῦ αὐτοκράτορος, ἄνευ θελήσεως τοῦ λαοῦ προπαντός,
ἐπῆγε καὶ μάζεψε μὲ τὰ λεφτὰ ποὺ εἶχε, πῆγε κάτω στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ μάζεψε ἑφτὰ δεσποτάδες.
Καὶ μιὰ ὡραία νύχτα, περάσανε τὰ Δαρδανέλια καὶ κρυφὰ-κρυφὰ τὴ νύχτα,
τὰ καράβια τὰ αἰγυπτιακά, καὶ ἔρριψαν τὴν ἄγκυρα στὸν Βόσπορο. Κρυφά.
Καὶ τὴν ἄλλην μέρα, εἶχαν σκοπὸ νὰ τὸν χειροτονήσουν σὲ μία Ἐκκλησία, Ἀρειανικὴν Ἐκκλησία παρακαλῶ.
Κανεὶς δὲν ἤξερε. Οὔτε ὁ αὐτοκράτορας, οὔτε ὁ Γρηγόριος, οὔτε ὁ λαός. Κανεὶς δὲν ἤξερε. Ἀλλ’ ὑπῆρχαν ἄνθρωποι ποὺ ἐνδιαφέροντο.
Καὶ ἀπὸ στόμα μιᾶς γυναικός, χριστιανῆς πιστῆς, ἐμάθανε ὅτι αὔριο
χειροτονεῖται Ἀρχιεπίσκοπος Κων/πόλεως ὁ Μάξιμος, τὸν ὁποῖον θὰ
χειροτονήσουν ἑφτὰ δεσποτάδες ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια.
Ὅταν τὸ μάθανε αὐτό, μαζεύτηκε ὅλος ὁ
κόσμος· ὅλοι οἱ ὀπαδοὶ τοῦ μεγάλου Γρηγορίου (Θεολόγου), ὅλος ὁ λαὸς ὁ
χριστιανικός. Πῆγαν μέσα. Οἱ Αἰγύπτιοι οἱ Ἀρχιερεῖς, οἱ ὁποῖοι εἶχαν
πληρωθεῖ γιὰ νὰ χειροτονήσουν, τὰ καθάρματα αὐτὰ τὰ αἰγυπτιακά, ἦσαν
ἕτοιμοι νὰ τὸν χειροτονήσουν.
Ἀλλὰ καθ’ ἣν στιγμὴ ἦσαν
ἕτοιμοι νὰ βάλλουν τὰ χέρια ἐπάνω στὸν Μάξιμο, τότε ἠκούσθη ὡς βροντὴ
ἰσχυρὰ καὶ ἀστραπὴ κι ὡς σεισμός, ἠκούσθη ἡ φωνὴ «ἀνάξιος».