«….οί παλαιοί άνθρωποι, παρατηρώντας τα σημεῖα τῶν καιρῶν από
χρόνο σε χρόνο, γίνονταν οι πιο καλοί και οι πιό σωστοί μετεωρολόγοι.
Ἂς
είχε ο τόπος τους Ἡλιοφάνεια και καλοκαιρία. παρακολουθώντας γύρω-γύρω τα άκρα της
γης, που τα ονόμαζαν κόρφους, Ἔλεγαν «Ὅπου είναι Ἔρχεται βροχή, Ἔρχεται
κακοκαιρία και στον δικό μας τόπο μαζέψτε τα γενήματά σας, που κινδυνεύουν από
την κακοκαιρία».
Ἡ μάννα ἔλεγε «δὲν θὰ ἁπλώσουμε ἀπόψε μπουγάδα, γιατὶ ἔρχεται βροχή». Καὶ ὁ βοσκὸς μάζευε τὰ ζῶα του στὸν στάβλο.
– Πατέρα, καλὸς εἶναι ὁ καιρός.
– Παιδί μου, δὲν ἀκοῦς τὸ ποδοβολητὸ τῆς βροχῆς;
Ἴσως ἐκεῖ στὸ μοναστήρι ποὺ σύχναζε να ἄκουσε καί τὸν Ἠλία ( τόν προφήτη ) νὰ λέγη «Δὲν ἀκοῦτε τὰ πόδια τῆς βροχῆς;».
Ὁ γερο-ψαρᾶς ἔλεγε στὰ παιδιά του:
– Τραβᾶτε τὴν βάρκα ἔξω· ἔρχεται κακοκαιρία.
Ὅλοι τὰ ἤξεραν τὰ σημεῖα τῶν καιρῶν. Ὄχι μόνον οἱ ἄνθρωποι, ἀλλὰ καὶ τὰ ζῶα. Προτοῦ χαράξη, ὁ μύρμηγκας ἀγωνιζόταν νὰ συνάξη καὶ νὰ προστατεύση τὰ γενήματά του. Αὐτὸ τὸ μικρὸ ζωάκι ἔχει φοβερὲς αἰσθήσεις καὶ ἀμύνεται γιὰ τὰ ἐπερχόμενα δεινά.
Ὁ σημερινὸς όμως πεπαιδευμένος ἄνθρωπος δὲν τὰ βλέπει; Τί ἔρχεται λοιπόν καὶ ρωτᾶ τὸν καλόγερο στὸ Ἅγιον Ὄρος:
– Πῶς πᾶν τὰ πράγματα; Πῶς βλέπεις τὴν κατάσταση; Τί ἀκοῦτε ἐσεῖς ποὺ ζῆτε σ᾽ αὐτὸν τὸν ἅγιο τόπο;
– Ὅ,τι ἀκοῦτε καὶ ὅ,τι βλέπετε κι΄εσείς ἔξω...