ἐπιμελείᾳ
πατρός Νικολάου Δημαρᾶ Δρος Ν.
Ἡ ἀγιότητα δέν προσδιορίζεται μέ τά κριτήρια τοῦ
ὀρθολογικοῦ Προτεσταντισμοῦ τῆς ἐκπεσμένης δύσης, ἀλλά μέ τήν διαχρονική
συνείδηση τοῦ πληρώματος
τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Ἅγιος στήν καθ' ἡμᾶς Ἀνατολήν δέν ἐπιβάλλεται διά τῆς
ἀνακηρύξεως ἀπό τήν διοίκηση τῆς ἐκκλησίας, ἀλλά καθιερώνεται ἀπό τήν ὁμόφωνη
ἀναγνώριση τοῦ ἀλάνθαστου κριτήριου τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ μέσα στήν Ἐκκλησία Του.
Καί μόνον ἡ σύγκληση τῆς ἁγίας Πρώτης Οἰκουμενικῆς
Συνόδου ἀπό τόν Μέγα Κωνσταντῖνο καί ἡ καταδίκη τῆς ἀντιθέου αἱρέσεως τοῦ
Ἀρειανισμοῦ ἀπό τούς ἁγίους 318 θεοφόρους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας θά ἀρκοῦσε
γιά τήν τιμή του ὡς μεγίστου ἁγίου
τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου.
Μέ τήν ἀμέριστη συμπαράσταση καί τήν οἰκονομική στήριξη
τοῦ ἁγίου Κωνσταντίνου χτίστηκαν ἀπό τήν Ἁγία Ἑλένη 330 ἱεροί ναοί στούς Ἁγίους
Τόπους, ἐκεῖ ὅπου ἔλαβαν χώρα ὅλα τά ζωοποιά γεγονότα τοῦ Εὐαγγελίου, πού
ἄλλαξαν τόν ῥοῦν τῆς παγκόσμιας ἱστορίας, στή Ναζαρέτ, στήν Βηθλεέμ, στόν
Γολγοθά καί στόν Πανάγιο Τάφο. Ἀπό τήν Ἁγία Ἑλένη βρέθηκε ὁ Τίμιος καί ζωοποιός
Σταυρός τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ μας.
Τά ἀνθρώπινα δικαιώματα, πού μόλις τόν 19ο αἰῶνα ἄρχισαν
νά ἐμφανίζονται στήν δύση,
ὑπῆρξαν πρωταρχική μέριμνα τοῦ Μεγάλου βασιλέως, μετά
τούς ἀπάνθρωπους διωγμούς τῶν Δεκίων καί τῶν Διοκλητιανῶν, πού λατρεύονταν σάν
θεοί. Πολλές ἀπό τίς διατάξεις τῆς ποτισμένης ἀπό τήν χριστιανική φιλανθρωπία
νομοθεσίας τοῦ Μεγάλου Στρατηγοῦ, ὅπως τό ἀτομικό δικαίωμα τῆς ἀνεξιθρησκείας
στά Μεδιόλανα, τό 313, περιέχονται
σχεδόν αὐτολεξεί καί στά σύγχρονα Συντάγματα τῆς ὄψιμα παρουσιαζόμενης, μετά
ἀπό 1600 χρόνια, ὡς "πολιτισμένης" δύσης.
«βαθύς ἀνθρωπισμὸς καὶ μέριμνα διὰ τὴν δικαιοσύνην
χαρακτηρίζουν τὰ νομοθετικὰ κοινωνικὰ μέτρα, ἅτινα ἔλαβεν ὁ Κωνσταντῖνος μετὰ τὴν Σύνοδον τῆς Νικαίας.
Διάκειται δυσμενῶς πρὸς τὴν παλλακείαν καὶ ἀπηγόρευσε τὸ βάρβαρον
ἔθιμον τῶν ἀγώνων τῶν μονομάχων. Δὲν ἐπιτρέπει νὰ χωρίζουν τάς οἰκογενείας τῶν δούλων, ὅταν τὰ πωληθέντα κρατικὰ κτήματα, εἰς ἃ μέχρι τότε διεβίουν,
διενέμοντο μεταξὺ τῶν νέων δικαιούχων. Κατήργησε τὸν διὰ σταυροῦ θάνατον, ἀπηγόρευσε τὸν στιγματισμὸν εἰς τὸ πρόσωπον καὶ ἐθέσπισεν, ὅπως οἱ κρατούμενοι εἰς τὰς φυλακὰς δικαιοῦνται καθ’ ἑκάστην νὰ βλέπουν τὸ φῶς τοῦ ἡλίου. Χαρακτηριστικός
τῆς ἐνδελεχοῦς φροντίδος τοῦ αὐτοκράτορος διὰ τὴν ἐπιβολὴν τῆς ἠθικῆς τάξεως εἶναι ὁ νόμος ὁ κολάζων
τὴν ἀπαγωγὴν παρθένου καὶ ὁ νόμος ὁ ἀξιῶν παρὰ τοῦ ἐπιτρόπου, ὅπως σεβασθῇ τὴν παρθενίαν τῆς ὑπ’ αὐτοῦ
ἐπιτροπευομένης νεάνιδος».
Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἐξαγόραζε ὁ ἴδιος καὶ ἀπελευθέρωνε αἰχμάλωτους στρατιῶτες τοῦ ἐχθροῦ, τοὺς ὁποίους εἶχαν συλλάβει οἱ στρατιῶτες του! Προσθέτω σ’ αὐτὰ τὴν ἀπαγόρευση τῆς παλλακείας γιά τοὺς ἔγγαμους, (τῆς
συνύπαρξης δηλ. συζύγου καὶ παλλακίδας,
δηλ. «ἐπίσημης ἐρωμένης»), καὶ τὸ ἐξαιρετικὰ φιλολαϊκὸ μέτρο τῆς καθιέρωσης τῆς Κυριακῆς ὡς ἀργίας «διὰ τὸν ἀστικὸν πληθυσμόν», ἐνῶ «οἱ κάτοικοι τῆς ὑπαίθρου ἀφίενται ἐλεύθεροι νὰ ρυθμίζουν τὰς ἀγροτικάς ἀσχολίας των ἀναλόγως τῶν καιρικῶν συνθηκῶν».
Σύμφωνα μὲ τοὺς Χριστιανούς, ἡ ἁγιότητα τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου δὲν εἶναι τιμητικὸς τίτλος, ποὺ τοῦ ἀποδόθηκε λόγῳ «τῆς καθοριστικῆς ὑποστήριξης καὶ τῆς προσφορᾶς του πρὸς τὴν Ἐκκλησία», ἀλλὰ γεγονὸς ἐπιβεβαιωμένο ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ θαύματα· ὄχι μόνο μὲ τὴν περίφημη θεοσημεία τοῦ σταυροῦ («Ἐν τούτῳ νίκα»), ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ ὅραμα ἀγγέλου, ποὺ τὸν καθοδηγοῦσε κατὰ τὴν χάραξη
τῶν ὁρίων τῆς Κωνσταντινούπολης, μὲ τήν μυροβλυσία
κατὰ τὸ θάνατό του, μὲ πλῆθος ἰάσεων στὸν τάφο του, ἀλλὰ καὶ μέ πολλά μεταγενέστερα θαύματα.