Ο
Γέροντας Γεώργιος – διηγείται πνευματικό του τέκνο – βοηθούσε πολύ. Η
μάνα μου πήγαιναν στα χωράφια και μας άφηναν εδώ κοντά στον Γέροντα. Δεν
μας άφηνε να μείνουμε μόνοι μας, μας έδινε και να φάμε, γιατί εκείνοι
έλειπαν όλη μέρα.
Μια
φορά ήταν καλοκαίρι και οι γονείς μας θέριζαν στα χωράφια. Και ενώ
έλαμπε ο ήλιος ξαφνικά σκοτείνιασαν όλα, έγινε νύχτα. Εκείνος τότε βγήκε
στο καμπαναριό και μας φώναξε με την αδελφούλα μου να πάμε κοντά του.
Έκλεισε και τα παραθυρόφυλλα από το κελλάκι του. Έξω βροντές, αστραπές,
μεγάλο κακό γινόταν. Κι εγώ καθόμουν όλο εκεί στα πόδια του, κοντά στη
σόμπα και περιμέναμε.
Είχε
αναμμένο καντήλι, έκανε προσευχή εκεί στο κελλάκι του κι έξω γινόταν
χαλασμός. Κάπου-κάπου έλεγε: «Ε, παιδί μου, ε, παιδί μου…», σκεφτόταν
τον κόσμο στα χωράφια. Μετά μας είπε να καθίσουμε εμείς εκεί στο κελλάκι
του και να τον περιμένουμε. Εκείνος πήγε στο εκκλησάκι του να
προσευχηθεί.