Θεώ παρεσκεύασας αγνόν ως δόμον,
Σαυτήν άγουσα, Σεμνή, εις κατοικίαν.
Παρασκευήν έκτανεν εικάδι χαλκός εν έκτη.
Έξω από το χωριό τους την Φαράκλα υπήρχε σε κάποιο λόφο το εξωκλήσι της Αγίας Παρασκευής, αυτό ήταν και το σχολείο του στα πρώτα χρόνια. Εκεί πήγαινε πολύ τακτικά ο μικρός Ιάκωβος και προσηύχετο στην Αγία.
Αφηγείται λοιπόν ο ίδιος ο Άγιος Γέροντας Ιάκωβος την συνάντηση με την Αγία: «Με τα χέρια μου έσκαψα το χώμα και δημιούργησα λαξευτή σκάλα, για να μπορούν άνετα οι προσκυνητές να ανεβαίνουν στο εξωκλήσι. Έκοβα έναν φουντωτό θάμνο, σκούπιζα την εκκλησία, άναβα και τα καντηλάκια και καθόμουνα και κοίταζα τις εικόνες, μέσα στην απόλυτη σιωπή της νύκτας πάνω στο ερημικό λόφο.
Ούτε φοβόμουν μόνος, ούτε λογισμός δειλίας μ’ ενόχλησε ποτέ.
Έβλεπα τότε την Αγία σαν μοναχή, να βγαίνει από το Ιερό, να διασχίζει το ναό της και έξω στην αυλή να σκύβει και να πλένει τα καντήλια της. Με το παιδικό μου το μυαλό έλεγα ότι η Αγία πλένει τα πιάτα της, όπως η μητέρα μου κάθε βράδυ, όσο κουρασμένη και να ήταν, πάντα έπλενε τα πιάτα , γιατί σκεφτόταν μην τυχόν πεθάνει τη νύκτα και το πρωί βρουν οι γυναίκες άπλυτα πιάτα και σκανδαλιστούν για την έλλειψη νοικοκυροσύνης.