«Κατά τό έτος 1910 νόσος επάρατος καί πάλιν εμάστιζε τήν Κωνσταντινούπολιν καί τά περίχωρα, η χολέρα.
Κατά εκατοντάδες καθ εκάστην απέθνησκον, εις τρόπον ώστε νά μή καθίστανται δυνατή η ταφή τών πολυαρίθμων νεκρών, αδιακρίτως φυλής καί θρησκεύματος, Χριστιανών, Αρμενίων, Μουσουλμάνων καί Εβραίων. Ο πληθυσμός, ιδίως τής Κωνσταντινουπόλεως, περιδεής καί περίφοβος εζήτει τήν σωτηρίαν αυτού. Οι ναοί τών Ορθοδόξων καί Αρμενίων, τά Τεμένη καί αι Συναγωγαί καθ εκάστην ήσαν πλήρεις, τού πλήθους μετά δακρύων καί απογνώσεως επικαλουμένου τήν θείαν επέμβασιν πρός κατάπαυσιν τού κακού. Παρά ταύτα όμως η επάρατος νόσος εξηκολούθει τό καταστρεπτικόν έργον αυτής.