O όρος
«ΘΕΟΤΟΚΟΣ» της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου
Είναι
αλήθεια, ότι η περατότητά μας έχει ένα όριο βίωσης – κατανόησης των μυστηρίων
της Θεοτόκου.
Μπορούμε,
όμως, να «ανυψώσουμε το επίπεδο του λόγου μας προς τα ένδοξα και ύψιστα
μυστήρια της Θεόπαιδος με την χάριν, την μεσιτείαν και την βοήθειάν της, διότι
αυτή είναι η αιτία και η χορηγός παντός αγαθού» (Αγ. Μάξιμος Ομολογητής).
Ιδιαίτερα
η περίοδος του «Δεκαπενταυγούστου» αποτελεί «ταμείον» ευλαβικών – θεολογικών
στοχασμών περί του προσώπου της Θεομήτορος, παραλλήλων των μηνυμάτων των Ιερών
Παρακλήσεων.
Ο
Αγ. Νεκτάριος, βαθύς – φωτισμένος θεολόγος και γνώστης του λεξιλογίου,
γνωρίζοντας την απερίσκεπτη αφέλεια των αιρετικών, στη μελέτη του «Για την
Υπεραγία Θεοτόκο», γράφει (Σελ. 23):
Πρωτότυπο κείμενο: «Η προσωνυμία Θεοτόκος, δι’ης προσφωνείται η Υπεραγία Δέσποινα ημών και Μήτηρ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, είναι η μόνη προσήκουσα αυτή επωνυμία».
Νεοελληνική
απόδοση:
«Η ονομασία Θεοτόκος, με την οποία προσφωνείται η Υπεραγία Δέσποινα και Μητέρα
του Κυρίου μας Ιησού Χριστού είναι η μόνη ονομασία που της ταιριάζει».
Ο
όρος «Θεοτόκος» διαμορφώνει μια αληθινή θεολογική λογική, ως συμπλήρωμα
εποπτείας των προσφωνήσεων: Μητέρα του Σωτήρος, Αειπάρθενος και Παναγία.
Αυτή
η λογική, χωρίς μεταβολή της οπτικής της γωνίας, απορρέει στην ολότητά της από
την Αποστολική (ακόμη) εποχή – περίοδο, μέχρι και σήμερα!
Είναι
θα λέγαμε, ο όρος «Θεοτόκος», το απ’ αρχής φυσικό θεολογικό κέντρο βάρους, ο
πυρήνας (ως επιλογή) της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Ο Αγ. Νεκτάριος γράφει, σχετικά:
«Η
τρίτη εν Εφέσω υπό 200 Αγίων Πατέρων τω 431 επί Θεοδοσίου του μικρού συναχθείσα
απέκρουσε την υπό Νεστορίου και άλλων παρανόησιν του πνεύματος, των δύο
προηγουμένων Συνόδων, εκύρωσε τα δόγματα αυτών, διεσάφησε και ανέπτυξε τα
ζητήματα τα υπ’ εκείνων μη αναπτυχθέντα και ώρισε την σχέσιν ή μάλλον τον
σύνδεσμον και τον τρόπον της ενώσεως των δύο φύσεων εν Χριστώ, της θείας και
ανθρωπίνης, και ομολόγησε την Παναγίαν Παρθένον Μαρίαν, Θεοτόκον» (Ορθόδοξος
Ιερά Κατήχησις, σελ. 190).
«Εις
τούτο το όνομα της Θεοτόκου, άπαν το μυστήριον της οικονομίας συνίστησι»,
υπογραμμίζει ο Αγ. Ιωάννης Δαμασκηνός.
Η
χρήση του όρου «Θεοτόκος» συνδέεται, ως ομφάλιος λώρος, με τις πρώτες
χριστιανικές κοινότητες, όπως μαρτυρούν πολλές Πατερικές – εκκλησιαστικές
πηγές.
Παραθέτουμε
και ορισμένα (σχετικά) σχόλια του Αγ. Νεκταρίου.
1ο)
«Αν λοιπόν τα επίθετα θεομήτωρ και θεοτόκος δεν χρησιμοποιούντο στην Εκκλησία,
κανείς απ’ τους Πατέρες και συγγραφείς των πρώτων αιώνων δεν θα τα
χρησιμοποιούσε στα συγγράμματά του, γιατί θα αποδοκιμαζόταν από την Εκκλησία».
2ο)
«Το «Θεοτόκος» και στον β΄ αιώνα συναντάται παντού σαν προερχόμενο από
αποστολική παράδοση και διδασκαλία. Συνηθιζόταν στην Εκκλησία και το
χρησιμοποιούσαν όλοι οι Χριστιανοί. Ο Ιουλιανός ο Παραβάτης θύμωνε και φώναζε “δεν
θα πάψετε σεις να ονομάζετε τη Μαρία Θεοτόκο;”» (Κυρίλλου κατά Ιουλιανού Η,
σελ. 262).
3ο)
«Πρώτα – πρώτα στον Ωριγένη (230 μ. Χ.) βρίσκουμε το όνομα της Παρθένου
Θεοτόκος. Ο Ωριγένης, που κατηγορήθηκε για άλλες ανόητες θεωρίες του, δεν
κατηγορήθηκε για το όνομα «Θεοτόκος». Αυτό θα γινόταν όμως αν η ονομασία αυτή
ήταν κάτι το καινούργιο, κι όχι παλαιά.
Ας
σημειωθεί ότι ο Ωριγένης ήταν μαθητής του ίδιου Κλήμεντος του Αλεξανδρέα που
άκμασε το 180 μ.Χ. κι είναι φανερό ότι απ’ αυτόν μυήθηκε σ’ αυτή την ιερή
συνήθεια της Εκκλησία, που ήταν γνωστή σε όλους. Γι’ αυτό και δεν κατηγορήθηκε
καθόλου γι’ αυτό το λόγο».
Χωρίς
να μπορούν να εξαντληθούν όλες οι πλευρές αυτού του θέματος, παραθέτουμε (ως
θετικό θεολογικό βάρος) και ενδεικτικές Πατερικές τοποθετήσεις – μαρτυρίες,
όπως:
α)
Αγ. Ιωάννης Δαμασκηνός: «Θεοτόκον κηρύττουμε αληθινά και κυριολεκτικά
την Αγίαν Παρθένον, γιατί όπως είναι αληθινός Θεός αυτός που γεννήθηκε από
αυτήν, έτσι και αυτή που γέννησε τον αληθινόν Θεόν σαρκωμένον από αυτήν είναι
αληθινή Θεοτόκος».
β)
Γρηγόριος ο Θεολόγος:
«Ει
τις ου Θεοτόκον την Μαρίαν υπολαμβάνει χωρίς εστι της Θεότητος» δηλ. «Εάν
κάποιος δεν θεωρεί Θεοτόκο τη Μαρία, θεωρεί τη θεότητα χωρίς ύπαρξη στο πρόσωπο
του Χριστού και στερείται της Θεϊκής Χάριτος» (Επιστολή προς Κληδ. Τόμος α΄,
σελ. 738, κατά Απολλιναρίου).
γ)
Μ. Αθανάσιος:
«Θεός
ουν εστίν ο γεννηθείς εκ Παρθένου, και γενόμενος άνθρωπος εκ Μαρίας της
Θεοτόκου» (περί της ενσάρκου Επιφανείας, τόμος 3, Ε.Π.Ε. σελ. 340).
δ)
Ι. Χρυσόστομος:
«Εάν
ουν είπωσιν, ότι των ουρανίων εστίν ο Μελχισεδέκ, ή άλλου τινός χωρίου,
ακουσάτωσαν ότι και αυτός γόνυ κάμπτει τω Χριστώ τω σαρκωθέντι εκ της
Θεοτόκου Μαρίας».
Ερμηνεία: «Εάν λοιπόν είπουν,
ότι από τα ουράνια είναι ο Μελχισεδέκ (Π. Διαθήκη) ή από κάποιο άλλο τόπο –
χωρίο, ας ακούσουν ότι και αυτός λυγίζει το γόνατο ενώπιον του σαρκωθέντος
Χριστού εκ της Θεοτόκου Μαρίας» (Λόγος εις τον Αρχιερέα Μελχισεδέκ, P.G.
56, Σελ. 257 – 262).
Σχόλια
– Επίλογος:
1ο)
Ο Π. Τρεμπέλας γράφει: «Αλλ’ αι επισημότατα αποδώσασαι την ονομασίαν Θεοτόκος
εις την ΠΑρθενομήτορα υπήρξαν αι από της Γ΄ και εξής Οικουμενικαί Σύνοδοι», δηλ.
όλες οι οικουμενικές σύνοδοι, μετά την τρίτην, τον όρο «ΘΕΟΤΟΚΟΣ»
χρησιμοποίησαν (επίσημα) για το πρόσωπο της Παναγίας.
2ο)
Στις Ιερές Παρακλήσεις του Δεκαπενταυγούστου ο ιερεύς εκφωνεί: «… πρεσβείαις
της Παναχράντου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αιεπαρθένου Μαρίας»
Οι
Ορθόδοξοι συντάκτες των εκφωνήσεων εγνώριζαν (άριστα) τη νομοτέλεια και το
βάθος του μυστηρίου της Θεοτόκου, γι’ αυτό και εισάγουν αξιολογικές κρίσεις,
όπως: «πρεσβείες», «παναχράντου», «Θεοτόκου», «αειπαρθένου», τις οποίες
αρνούνται οι αιρετικοί προτεστάντες.
Ο
ίδιος ιερέας όμως αύριο, μεθαύριο, κ.λ.π., θα υποκύψει στην εντολή της
«συνόδου» της Κρήτης, τελώντας ακολουθία γάμου μεταξύ προτεσταντικού προσώπου
και Ορθοδόξου, παρ’ όλο που ο Προτεσταντισμός αρνείται «πρεσβείαις»,
«Αειπαρθενία» κ.λ.π. της Θεοτόκου.
Αυτά
«προβλέπει» η σχετική Εγκύκλιος της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία Εγκύκλιος
κυκλοφόρησε στις Μητροπόλεις ευθύς μετά τη «σύνοδο» της Κρήτης.
Αυτή
η «σύνοδος» αποδέχθηκε αιρετικές κακοδοξίες διασπώντας, έτσι, την ενότητα της
διαχρονικής Εκκλησίας.
«Πάσα
αίρεσις αποσπά τον άνθρωπον εκ της ενότητος της πίστεως και ενότητος της
Εκκλησίας» (Αγ. Μάξιμος Ομολογητής – τόμος Δογματικός – προς Μαρίνον Διάκονον).
Ηλίου
φαεινότερον, λοιπόν, ποιος δημιουργεί σχίσματα στην Εκκλησία. Οι πιστοί που
επιμένουν στην Ορθοδοξία ή οι σημερινοί «επίσκοποι» που ενεργοποιούν τις
Εγκυκλίους του οικουμενισμού;
3ο)
Στην Ωδή ε΄ του ακαθίστου ύμνου (τροπ. 2ο), διαβάζουμε:
«Ισχύς
και οχύρωμα ανθρώπων… άχραντε».
Ως
πιστοί έχουμε απόλυτη πίστη – εμπιστοσύνη στις πρεσβείες της Κυρίας Θεοτόκου,
διότι «τις γαρ επεκαλέσατο την οξείαν αυτής βοήθειαν και αρωγήν, και ουκ έτυχε
της παρ’ αυτής επικουρίας και χάριτος;».
ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ
ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ