ΚΥΡΙΑΚΗ Ι΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ[: Ματθ. 17, 14-23]
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία μακαριστοῦ γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου
μὲ θέμα:
«Ἡ ΑΠΙΣΤΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ»
[ἐκφωνήθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κομνηνείου Λαρίσης στὶς 4-9-1983]
(Β97)
Ὅταν, ἀγαπητοί μου, ὁ Κύριος ἐπέστρεψε ἀπὸ τὸ ὄρος Θαβὼρ μὲ τοὺς τρεῖς μαθητάς Του, τὸν Ἰάκωβον, τὸν Ἰωάννην καὶ τὸν Πέτρον, ἔφθασε ἐκεῖ ποὺ ἦσαν οἱ ἄλλοι μαθηταί, οἱ ἐννέα, τοὺς ὁποίους εἶχαν περικυκλώσει πλῆθος πολὺ κόσμου, Φαρισαῖοι, καὶ ἀκόμη ἕνας δυστυχισμένος πατέρας, ὁ ὁποῖος ἔφερε τὸ παιδὶ του εἰς τοὺς μαθητὰς τοῦ Κυρίου νὰ τὸ θεραπεύσουν, ποὺ ἦταν δαιμονισμένο καὶ δὲν μπόρεσαν. Καὶ τώρα ἔρχεται εἰς τὸν Κύριον καὶ Τοῦ λέγει: «Κύριε, σὲ παρακαλῶ κάνε καλὰ τὸ παιδί μου, γιατί τὸ ἔφερα στοὺς μαθητάς σου καὶ δὲν μπόρεσαν νά μου τὸ κάνουν καλά». Καὶ τότε ὁ Κύριος ἀναστέναξε καὶ εἶπε: «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη! Ἓως πότε ἔσομαι μεθ᾿ ὑμῶν; Ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν;». «Ὦ γενεὰ ἄπιστη καὶ διεστραμμένη, ἕως πότε θὰ εἶμαι μαζί σας, ἕως πότε θὰ σᾶς ἀνέχομαι, ποὺ εἴδατε τόσα θαύματα καὶ μένετε ἀκόμη στὴν ἀπιστία σας;». Καὶ τότε ἐζήτησε νὰ φέρουν τὸ παιδὶ μπροστά Του, ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἔβγαλε τὸ δαιμόνιον καὶ τὸ ἀπήλλαξε.
Ὅταν ἔμεινε μὲ τοὺς μαθητάς Του, μόνοι ἔμειναν, ἐρώτησαν οἱ ἐννέα μαθηταί: «Γιατί δὲν μπορέσαμε ἐμεῖς νὰ βγάλομε τὸ δαιμόνιο;». Καὶ ὁ Κύριος τοὺς ἀπήντησε: «Διὰ τὴν ἀπιστίαν ὑμῶν». «Ἕνεκα τῆς ἀπιστίας σας δὲν μπορέσατε νὰ βγάλετε τὸ δαιμόνιο».
Καὶ τίθεται τὸ ἐρώτημα: Μπορεῖ νὰ εἴμαστε βαπτισμένοι Χριστιανοί, ὅπως καὶ οἱ μαθηταὶ ἠκολούθουν τὸν Κύριον, νὰ ζοῦμε κοντὰ εἰς τὸν Χριστό, νὰ δεχόμεθα τίς εὐλογίες Του καὶ ταυτόχρονα νὰ εἴμεθα, ἄπιστοι; Αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι ἐστάλησαν νὰ κηρύσσουν τὸ εὐαγγέλιο τῆς Βασιλείας, νὰ κάνουν θαύματα καὶ νὰ διώχνουν δαίμονες οἱ μαθηταί, γιὰ μιὰ στιγμὴ βρίσκονται ἄπιστοι; Εἶναι δυνατὸν στὸν πυρῆνα τῆς πίστεως νὰ ὑπάρχει ἡ ἀπιστία; Ἔτσι φαίνεται, ἀγαπητοί μου. Ἀπὸ τὰ πράγματα ἔτσι φαίνεται. Καὶ μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ ἀπιστία εἶναι κάτι ποὺ μπορεῖ νὰ κρύπτεται μὲ ἕνα περίβλημα πίστεως καὶ μάλιστα κάποτε καὶ θερμῆς.
Τί εἶναι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο μπορεῖ νὰ γεννᾷ τὴν ἀπιστία; Καὶ διὰ τὴν ὁποίαν πίστιν μας δὲν μποροῦμε νὰ εἴμεθα σίγουροι. Δὲν μποροῦμε. Τί ἔκανε τὸν Ἀπόστολο Πέτρο, ἀπὸ τὴν μιὰ νὰ ὁμολογεῖ τὸν Κύριον ὅτι εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη νὰ τὸν ἀρνεῖται; Ἐάν, ἅγιε Πέτρε τοῦ Θεοῦ, ἅγιε Ἀπόστολε τοῦ Θεοῦ, Ἐκεῖνον τὸν ὁποῖον ὁμολόγησες ὅτι εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, τώρα γιατί φοβεῖσαι νὰ Τὸν ὁμολογήσεις ἐνώπιον δυό- τριῶν ἀνθρώπων ἀσήμων; Γιὰ ποιό λόγο; Μήπως λοιπὸν πράγματι μέσα στὸν πυρῆνα, θὰ ξαναπῶ ἄλλη μία φορά, στὸν πυρῆνα τῆς πίστεως, φωλιάζει ἡ ἀπιστία; Ἔτσι φαίνεται, ξαναλέγω. Τί εἶναι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο μπορεῖ νὰ δημιουργεῖ τί νὰ φωλιάζει ἢ νὰ διατηρεῖ αὐτὴν τὴν ἀπιστίαν; Νομίζω ὅτι μᾶς ἐνδιαφέρει ὅλους, γιατί ὅλοι θὰ θέλαμε νὰ εἴμεθα πιστοί.
Ἀγαπητοί μου, τὸ πρῶτο πρᾶγμα εἶναι ὁ ὀρθολογισμός μας. Τί εἶναι ὁ ὀρθολογισμός; Εἶναι αὐτὸ ποὺ λέγει ὁ Κύριος σὲ μίαν ἄλλη περίπτωση· «Ἐὰν πιστεύετε μηδὲν διακρινόμενοι». «Διακρίνομαι» θὰ πεῖ «ἔχω μίαν ἀπιστίαν, ἡ ὁποία στηρίζεται στὸν λογισμό μου». Αὐτὸ θὰ τὸ λέγαμε μὲ ἕναν σύγχρονο τρόπο «ὀρθολογισμόν». Τί εἶναι ἀκριβῶς ὁ ὀρθολογισμός; Ὁ ὀρθολογισμὸς εἶναι τὸ νὰ βάζω τὰ πράγματα μὲ τὴν δική μου λογικὴ νὰ τὰ ἑρμηνεύσω. Ὁ Κύριος εἶπε πιὸ κάτω, στὴν ἰδίαν περικοπήν: «Ἐὰν ἔχητε πίστιν ὡς κόκκον σινάπεως», δηλαδὴ κάτι λίγη πίστη, ἀλλὰ θερμή, «μπορεῖτε νὰ πεῖτε σὲ αὐτὸ τὸ βουνὸ νὰ φύγει ἀπὸ τὴν θέση του καὶ νὰ πάει νὰ πέσει στὴν θάλασσα καὶ θὰ σᾶς ὑπακούσει». Τί εἶναι τώρα ὁ ὀρθολογισμός; Ὁ ὀρθολογισμὸς εἶναι ὁ ἑξῆς: «Πῶς εἶναι δυνατὸν ἕνα βουνὸ νὰ φύγει ἀπὸ τὴν θέση του καὶ νὰ πάει νὰ πέσει εἰς τὴν θάλασσαν; Εἶναι δυνατὸν ποτέ;».
Θέλετε ἀκόμη κάτι ἄλλο; Ἔχομε ἱστορικὸ προηγούμενο; Ἐὰν εἴχαμε ἕνα ἱστορικὸ προηγούμενο, νὰ ἀποπειραθοῦμε νὰ τὸ κάνομε. Μὰ ἐὰν δὲν ὑπάρχει ἱστορικὸ προηγούμενο, τότε γιατί; Ἔ, αὐτὸ θὰ πεῖ ὀρθολογισμός. Δηλαδὴ τὸ νὰ βάζεις ὄχι τὴν ἐμπιστοσύνη σου στὸν λόγο τοῦ Θεοῦ μπροστά, ἀλλὰ τὸ νὰ βάζεις τὸν δικό σου λογισμό, τὸ δικό σου σχῆμα τῆς λογικῆς, γιὰ νὰ ἑρμηνεύσεις τὰ φαινόμενα. Αὐτὸ λέγεται ὀρθολογισμός. Δηλαδὴ μὲ ἄλλα λόγια εἶναι μιὰ ἀρρώστια τοῦ ἰδίου τοῦ λογικοῦ. Διότι ἡ λογικὴ εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ ἡ λογικὴ ἡ ἰδία, σὰν δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, θὰ πρέπει νὰ πεῖ στὸν ἑαυτόν της: «Ἔχω τὰ ὅριά μου». Ἡ ἰδία ἡ λογικὴ πρέπει νὰ ὑπαγορεύσει εἰς τὸν ἄνθρωπον καὶ νὰ τοῦ πεῖ· ἀφοῦ ἔχω τὰ ὅριά μου, πέραν τούτων τῶν ὁρίων θὰ ἔχεις ἐμπιστοσύνη στὴν ἀγάπη καὶ τὴν δύναμη καὶ τὴν σοφία τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ δὲν τὸ κάνει ὅμως αὐτὸ ἡ λογική, γιατί ἔχει ἀρρωστήσει. Καὶ ἀφοῦ ἔχει ἀρρωστήσει, αὐτὴ ἡ λογική, ἔχει ἀρρωστήσει, ὑποβάλλει ἀρρωστημένα πράγματα. Συνεπῶς ὁ ὀρθολογισμὸς εἶναι μία ἀρρωστημένη κατάστασις. Εἶναι αὐτὴ ἡ ἀρρωστημένη κατάσταση τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου, τοῦ ξεπεσμένου ἀνθρώπου. Δηλαδὴ αὐτὸς ὁ ὀρθολογισμὸς πάνω στὸν ὁποῖον στηρίζεται, τρέφεται, ζεῖ, αὐξάνει γενικὰ ὁ ἄνθρωπος, εἰδικότερα δὲ ὁ δυτικὸς ἄνθρωπος, ὁ ἄνθρωπος τῆς Δύσεως. Τρέφεται μὲ αὐτὸν τὸν ὀρθολογισμόν. Παρ' ὅτι ἡ Δύσις εἶναι χριστιανική, φωλιάζει μέσα στὴν καρδιὰ τοῦ δυτικοῦ ἀνθρώπου αὐτὸς ὁ ὀρθολογισμὸς ποὺ τοῦ γεννᾷ τὴν ἀπιστία καὶ ἔχομε τόσα φαινόμενα ἀπιστίας στὸν δυτικὸν ἄνθρωπον.
Εἶναι ὅμως κι ἄλλος λόγος, ποὺ μπορεῖ νὰ δημιουργήσει τὴν ἀπιστία. Εἶναι ὁ διεφθαρμένος βίος. Ὅταν κανείς, δηλαδή, πιστεύει στὸν Θεό, ἀλλὰ ταυτοχρόνως ζεῖ ἕναν βίον διεφθαρμένον, ἕναν βίον ἁμαρτωλόν. Ἕναν ἁμαρτωλὸ βίο, τὸν ὁποῖον ὅμως ἀγαπᾷ. Δὲν ὁμολογεῖ. Διότι ποιός δὲν εἶναι ἁμαρτωλός; Θὰ λέγαμε τότε, ἀφοῦ εἴμεθα ὅλοι ἁμαρτωλοί, τότε ὅλοι κουτσαίνομε στὴν πίστη; Ἀναμφισβήτητα ὄχι. Δὲν εἶναι ἡ ἁμαρτωλότητα ποὺ ὁμολογῶ. Δὲν εἶναι ἡ ἁμαρτωλότητα γιὰ τὴν ὁποία μετανοῶ καὶ παραδέχομαι. Ἀλλὰ εἶναι ἡ ἁμαρτωλότητα τὴν ὁποία δὲν παραδέχομαι· θέλω νὰ τὴν κρατῶ γιὰ δική μου, νὰ εἶναι στὴ ζωή μου καὶ θὰ ἤθελε καὶ νὰ τὴν δικαιολογῶ, ἂν θέλετε -τραγικὸ γιὰ τὸν ἄνθρωπο...- μὲ τὸ ἴδιο τὸ Εὐαγγέλιο. Τὸ Εὐαγγέλιο νὰ μοῦ δικαιολογεῖ τὴν διεφθαρμένη μου ζωή. Εἶναι φοβερό! Φοβερό!
Σ᾿ αὐτὲς τίς περιπτώσεις, ἀγαπητοί μου, θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε εἶναι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον λέγει πάλι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἰωάννης τὸ λέγει: «Τὸ φῶς ἐλήλυθεν εἰς τὸν κόσμον καὶ οἱ ἄνθρωποι ἠγάπησαν μᾶλλον τὸ σκότος ἢ τὸ φῶς». Λέγει ἐδῶ: «ἦν γὰρ πονηρὰ αὐτῶν τὰ ἔργα. Πᾶς γὰρ ὁ φαῦλα πράσσων μισεῖ τὸ φῶς καὶ οὐκ ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς, ἵνα μὴ ἐλεγχθῇ τὰ ἔργα αὐτοῦ». Νὰ ἡ ψυχολογία τοῦ πράγματος, νὰ ἡ ἑρμηνεία τοῦ πράγματος. «Καθένας ποὺ πράττει», λέει, «τὸ πονηρόν, πράττει τὰ φαῦλα, μισεῖ τὸ φῶς». Γιατί; Τὸ μισεῖ διότι, ἐφόσον ἐπιμένει καὶ θέλει νὰ ἐπιμένει εἰς τὸ νὰ πράττει τὰ φαῦλα, ἑπόμενον εἶναι, ἐὰν ἔρθει κοντὰ στὸ φῶς ποὺ εἶναι ὁ Χριστός, ἡ ζωή του νὰ ἐλεγχθεῖ, νὰ φανερωθεῖ. Καὶ τότε, ἐὰν ἀπ᾿ τὴν μία ἐπιμένει νὰ ζεῖ καὶ ἀπ᾿ τὴν ἄλλη θὰ εἶναι κοντὰ στὸ φῶς, τότε τί κάνει; Προσβάλλεται, ὑποτιμᾷται, καὶ γιὰ νὰ μὴν ὑποτιμηθεῖ, τί κάνει; Δὲν πάει στὸ φῶς. Καὶ ὄχι μόνον δὲν πάει στὸ φῶς ἀλλὰ καὶ μισεῖ τὸ φῶς. Ἐπιτίθεται ἐναντίον τοῦ φωτός, νὰ τὸ σταυρώσει τὸ φῶς, νὰ φύγει ἀπὸ τὴν μέση, διὰ νὰ μὴν ὑπάρχει στοιχεῖον ἐλέγχου τῆς συνειδήσεώς του.
Εἶναι φοβερὴ ἡ ψυχολογία τοῦ ἀνθρώπου ποὺ θὰ ἤθελε νὰ μένει στὴν ἁμαρτία χωρὶς νὰ μετανοεῖ. Αὐτὸ τοῦ δίδει τὴν διάσταση τῆς ἀπιστίας. Μένει στὴν ἀπιστία τελικά. Ὅταν θὰ τοῦ πεῖς τοῦ ἄλλου: «Μὴν πέφτεις στὴν ἀνηθικότητα», τὴν ὁποία ἀγαπᾷ, θὰ σοῦ πεῖ: «Καὶ ποῦ εἶναι γραμμένο αὐτό;». «Μὰ τὸ εἶπε ὁ Χριστός». «Τὸ ἀμφισβητῶ». «Πιστεύεις στὸν Χριστό;». «Βεβαιότατα!». «Ἔ, μὰ πῶς πιστεύεις στὸν Χριστό, ὅταν ἀμφισβητεῖς τὰ λόγια Του;». Πιστεύω στὸν Χριστὸ σημαίνει «πιστεύω στὰ λόγια Του». Ἐδῶ ὑπάρχει μία ἀσυνέπεια. Πῶς λοιπὸν εἶναι δυνατὸν νὰ λὲς «Πιστεύω» καὶ νὰ ἀμφισβητεῖς τὸν λόγον τοῦ Χριστοῦ; Βλέπετε, ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος θέλει νὰ μένει στὴν ἁμαρτία; Ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος ὁ ἁμαρτωλὸς ποὺ ἔχει μετάνοια, θὰ πεῖ: «Δὲν τὸ ἤξερα. Ὥστε τὸ λέγει ὁ Χριστός, θὰ ἀλλάξω ζωή». Αὐτὸ εἶναι μία φυσιολογικὴ ὁμαλὴ κατάστασις.
Θυμηθεῖτε ἐκεῖνο ποὺ λέγει ὁ ψαλμικὸς στίχος: «Εἶπεν ἄφρων ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ· Οὐκ ἔστι Θεός». Ποιός εἶναι αὐτὸς ὁ ἄφρων; Εἶναι ὁ ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος λέγει· «Δὲν ὑπάρχει Θεός». Ὥστε σήμερα, ἂν ὑποτεθεῖ ὅτι λέμε, καὶ τὸ λέμε, ὅτι δὲν ὑπάρχει ὁ Θεός, τότε τί σημαίνει; Σημαίνει δύο πράγματα. Ἡ λέξις ἄφρων σημαίνει δυὸ πράγματα. Κατ' ἀρχάς, κατὰ κυριολεξίαν θὰ πεῖ ὁ μὴ ἔχων φρόνησιν, ὁ ἄμυαλος ἄνθρωπος, δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει μυαλό. Λέει ὅτι δὲν ὑπάρχει Θεός. Ὥστε εἶναι ἀμυαλοσύνης ἀποτέλεσμα ἡ ἀθεΐα; Ἔ, δὲν θέλει φιλοσοφία, νὰ τὸ καταλάβει κανεὶς αὐτὸ τὸ πρᾶγμα. Καὶ τὸ ἄλλο, ἄφρων θὰ πεῖ ἐδῶ καὶ ἁμαρτωλός. Ὥστε, εἶπεν ἄφρων ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ... Ποῦ τὸ εἶπε; «Ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ». Γιατί ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ; Διότι ἡ καρδία, κατὰ τὸν Κύριον, εἶναι ἡ ἕδρα τῶν λογισμῶν τῶν ἐπιθυμιῶν καὶ ὅλων ἐκείνων ποὺ κατόπιν ἡ καρδία θὰ ἐξωτερικεύσει μὲ πράξεις. Λέει: «Ἀπὸ τὴν καρδία ἐκπορεύονται μοιχεῖες, πορνεῖες, κλοπές», εἶπε ὁ Κύριος.
Πολὺ ὡραία λέγει ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος τὸ ἑξῆς: «Κανεὶς δὲν ἀρνεῖται τὸν Θεὸ παρὰ μόνον ὅσοι ἔχουν συμφέρον νὰ μὴν ὑπάρχει». Ἀλλὰ ἐκείνη ἡ μαρτυρία ποὺ εἶναι πολὺ ἀξιόλογη, εἶναι τοῦ ἁγίου Θεοφίλου Ἀντιοχείας, εἶναι τοῦ 2ου αἰῶνος, ποὺ λέγει στὴν πρώτη του ἐπιστολὴ πρὸς Αὐτολύκον -φίλος του ἦτο ἢ εἰκονικὸν πρόσωπον, δὲν ξέρομε ἀκριβῶς- τὰ ἑξῆς. Ἀμφισβητεῖ αὐτὸς ὁ φίλος του ὁ εἰδωλολάτρης, ἀμφισβητεῖ διὰ τὴν ὕπαρξιν τοῦ Θεοῦ, ὅπως τὰ παρουσιάζει τὰ πράγματα ὁ Θεόφιλος. Καὶ λέγει: «Ἐὰν φῇς· "Δεῖξὸν μοι τὸν θεὸν σου", κἀγὼ σοι εἴποιμι ἄν· "Δεῖξὸν μοι τὸν ἄνθρωπόν σου κἀγὼ σοι δείξω τὸν Θεόν μου"». Εἶναι κλασικὴ αὐτὴ ἡ πρότασις· κλασική. Ἀκούσατέ την. Καὶ πολὺ σπουδαία. Νομίζω συνοψίζει ὅσα εἴπαμε. «Ἐὰν μοῦ πεῖς, δεῖξε μου τὸν Θεόν σου γιὰ τὸν ὁποῖον μιλᾷς τόσο καὶ λές ''ὁ Θεός μου καὶ ὁ Θεός μου''· δεῖξε μου τον. Θὰ σοῦ τὸν δείξω, λέγει. Θὰ σοῦ τὸν δείξω, ἐὰν μοῦ δείξεις κι ἐσὺ ποιός εἶσαι». «Δεῖξὸν μοι τὸν ἄνθρωπόν σου». Δεῖξε μου ποιός εἶσαι, ποιά εἶναι ἡ ζωή σου. «Βλέπεται γὰρ Θεὸς τοῖς δυναμένοις αὐτὸν ὁρᾶν». Διότι τὸν Θεὸν πράγματι μπορεῖς νὰ τὸν δεῖς. Βλέπεται ὁ Θεός, ὁρᾷται ὁ Θεός. Γιὰ ἐκείνους ποὺ μποροῦν νὰ Τὸν δοῦν. «Δεῖξον οὖν καὶ σὺ σεαυτόν, εἰ οὐκ εἶ μοιχός (:Δεῖξε κι ἐσὺ τὸν ἑαυτό σου ὅτι δὲν εἶσαι μοιχός), ἅρπαξ, ὀργίλος, φθονερός, ἀλαζών, πλήκτης, φιλάργυρος». Ἐὰν δὲν εἶσαι ὅλα αὐτά, τότε δὲν ἔχεις λόγους νὰ πεῖς ὅτι δὲν ὑπάρχει ὁ Θεός. Ἐὰν εἶσαι ὅλα αὐτὰ καὶ θέλεις νὰ μένεις σὲ αὐτὸ ποὺ εἶσαι, τότε ἔχεις λόγους νὰ λές: «Ποῦ εἶναι ὁ Θεός;».
Καὶ κάτι ποὺ εἶναι πολὺ σπουδαῖο ἀκόμα καὶ εἶναι ὄχι ἕνα παράδειγμα, προσέξτε αὐτὸ τὸ σημεῖο, ὄχι ἕνα παράδειγμα, ἀλλὰ εἶναι μία πραγματικότης· λυποῦμαι, δὲν θὰ μπορέσω νά σᾶς τὴν ἀναλύσω περισσότερο. Εἶναι ἡ ἑξῆς. Λέγει: «Ἡ ἀνθρωπίνη ψυχὴ μοιάζει μὲ ἕνα κάτοπτρο, μὲ ἕναν καθρέπτη. Ἐὰν τώρα ἡ ἐπιφάνεια τοῦ καθρέπτου ἔχει σκουριά, τότε δὲν μπορεῖ νὰ ἀνακλάσει τὸ φῶς». Ὅλα, ξέρετε, τὰ χαρίσματα, ὅλες οἱ θεῖες ἐνέργειες ἔρχονται στὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν Θεό. Ἡ ἀγάπη δὲν εἶναι παρὰ μία ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔρχεται στὸν ἄνθρωπο. Δὲν μπορεῖ νὰ ἀγαπήσει ὁ ἄνθρωπος, ἐὰν ὁ Θεὸς δὲν στείλει τὴν ἐνέργειά Του αὐτή, τὴν ἄκτιστη ἐνέργεια. Καὶ ἡ πίστις τὸ ἴδιο. Ἔχει πολλὰ σημεῖα ἡ Ἁγία Γραφὴ ποὺ τὸ δείχνει αὐτό. Θυμηθεῖτε γιὰ τὴν πίστη ποὺ μιλᾶμε, θυμηθεῖτε ἐκεῖνο ποὺ λέγει ὁ Χριστός: «Ἐὰν ὁ Πατὴρ δὲν σᾶς ἑλκύσει πρὸς Ἐμένα, δὲν μπορεῖτε νά ᾿ρθεῖτε σὲ μένα». Τί θὰ πεῖ «Δὲν σᾶς ἑλκύσει;». Θὰ πεῖ ὅτι πρέπει νὰ στείλει τὴν θεία Του ἄκτιστη ἐνέργεια ποὺ ἀναφέρεται στὸ θέμα τῆς ἑλκύσεως στὴν πίστη. Ἀλλιώτικα δὲν γίνεται. «Μὰ τότε», θὰ πεῖ κάποιος, «μὰ τότε ἐγὼ δὲν ἑλκύστηκα, γιὰ νὰ μὴν πιστεύω».
Δὲν εἶναι ἔτσι τὰ πράγματα. Ἀλλὰ μιὰ ποὺ μιλάω γιὰ τὴν ἕλξη, ἐπιτρέψατέ μου νὰ χρησιμοποιήσει τὴν μαγνητικὴ ἰδιότητα. Ἀδελφέ μου, ἐὰν εἶσαι σίδηρος θὰ ἑλκυστεῖς. Ἐὰν εἶσαι μπροῦντζος, δὲν θὰ ἑλκυστεῖς. Ἐὰν εἶσαι ἀλουμίνιο, δὲν θὰ ἑλκυστεῖς. Δὲν παύει νὰ ἀσκεῖ τὴν ἐλκτικὴ δύναμη ὁ μαγνήτης. Ἐσὺ δὲν ἕλκεσαι. Γιατί εἶσαι κάτι ἄλλο. Ἔτσι κι ἐδῶ. Ὅταν ἔρχονται οἱ θεῖες ἀκτῖνες, οἱ θεῖες ἄκτιστες ἐνέργειες, ἐπάνω στὴν ψυχὴ νὰ ἀνακλαστοῦν καὶ νὰ ἐπανέλθουν, πᾶν ὅ,τι ἀνακλᾷται, ξαναγυρίζει πίσω... τί θὰ πεῖ «ἀνακλᾷται» ἐδῶ; «Ἀνακλᾷται» θὰ πεῖ, ἀγαπητοί μου, ὅτι ὅταν θὰ σοῦ στείλει ὁ Θεὸς τὴν ἐνέργεια νὰ πιστέψεις, πρέπει νὰ ἀνακλάσεις αὐτὴν τὴν ἐνέργεια. Δηλαδὴ νὰ ἀνταποκριθεῖς. Σοῦ στέλνει τὴν ἐνέργειά Του κι Ἐσὺ πρέπει νὰ πεῖς: «Πιστεύω, Κύριε». Ἀλλὰ πότε θὰ γίνει ἡ ἀνάκλασις αὐτῶν τῶν θείων ἀκτίνων; Ὅταν ὁ καθρέπτης τῆς ψυχῆς σου εἶναι λεῖος, εἶναι καθαρὸς καὶ μπορεῖ νὰ ἀνακλάσει. Πότε γεμίζει σκουριά; Ἀπὸ τίς ἁμαρτίες, τίς ἠθελημένες ἁμαρτίες. Γιατί ὁ ἁμαρτωλὸς σώζεται. Μετανοεῖ. Ἀλλὰ τίς ἠθελημένες, ποὺ εἶναι ἐκεῖ ὁ ἐγωισμός, ὁ ριζωμένος στὸ κέντρον τῆς ψυχῆς, ποὺ δὲν ἀφήνει περιθώρια ἀνακλάσεως αὐτῆς τῆς θείας ἐνεργείας. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Κύριος εἶπε: «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται». «Εὐτυχισμένοι ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν καθαρῇ καρδιά, γιατί αὐτοὶ θὰ δοῦν τὸν Θεό». Πῶς; Εἶναι ὅ,τι σᾶς λέγω τόσην ὥρα.
Ἀλλὰ ἀκόμη εἶναι καὶ κάτι ἄλλο ποὺ γεννάει, ἀγαπητοί μου, τὴν ἀπιστία. Δηλαδὴ στὸ κέντρον τῆς πίστεως δημιουργεῖται τὸ μικρόβιον τῆς ἀπιστίας. Ποιό εἶναι αὐτό; Αὐτὸ εἶναι... -ἐδῶ θέλω νὰ τὸ προσέξετε αὐτό- εἶναι... -θὰ πῶ μία σύγχρονη λέξη, ἡ ὁποία δὲν μ᾿ ἀρέσει σὰν λέξη, ἀλλὰ θὰ τὴν πῶ γιατί εἶναι γνωστή- εἶναι ὁ σνομπισμός. Δηλαδὴ νὰ τὸ πῶ Ἑλληνικά, ἡ μίμησις. Ἀλλὰ ἡ μίμησις ἐπὶ ἀξιοθρήνητων πραγμάτων. Ὄχι ἐπὶ σπουδαίων πραγμάτων. Τὸ νὰ μιμηθεῖς τὸ καλό, νὰ μιμηθεῖς τὸ ὡραῖο, αὐτὸ δὲν λέγεται σνομπισμός. Ἡ λέξις αὐτή -ξένη εἶναι, ὅπως σᾶς εἶπα- καὶ καθιερώθηκε στὴν γλῶσσα μας, νὰ φανερώσει τὴν μίμησιν ἐπὶ πραγμάτων ἀνοήτων καὶ ποὺ δὲν διαθέτει κανεὶς κρίση καὶ λογικὴ νὰ κρίνει ἂν αὐτὸ εἶναι καλὸ ἢ δὲν εἶναι καλό. Ἁπλῶς ἐπειδὴ τὸ κάνουν οἱ πολλοί, τὸ κάνω κι ἐγώ. Ντύνεται ὁ ἄλλος σὰν καραγκιόζης, θὰ ντυθῶ κι ἐγὼ σὰν Καραγκιόζης, ὄχι διότι κάπως ἡ λογική μου δὲν θὰ μοῦ ἔλεγε ὅτι αὐτὸ ποὺ εἶναι... βγαίνω μὲ τίς πυτζᾶμες μου, σήμερα βγαίνουν οἱ γυναῖκες μὲ τίς πυτζᾶμες τους ἔξω. Φορᾶνε κάτι παντελόνια... σὰν πυτζᾶμες εἶναι· ποὺ κάποτε θὰ ντρεπόντουσαν νὰ βγοῦν στὸ σαλόνι τους ἀπ᾿ τὴν κρεβατοκάμαρά τους, καὶ βγαίνουνε στοὺς δρόμους... Νὰ πεῖς κανείς: «Βρὲ κυρά μου, δὲν ντρέπεσαι μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ποὺ βγαίνεις ἔξω;». Θὰ σοῦ ἀπαντήσει, ἂν εἶναι εἰλικρινής: «Τὸ καταλαβαίνω». «Γιατί τὸ κάνεις;». «Μὰ ὅλες ἔτσι βγαίνουν». Ἄρα λοιπὸν τί εἶναι ὁ σνομπισμός; Ὁ σνομπισμὸς εἶναι ἡ μίμησις ἐπὶ πραγμάτων ποὺ ἡ λογικὴ καὶ ἡ κρίσις ἔχουν εὐνουχιστεῖ, ἔχουν παραμεριστεῖ. Εἶναι δυστύχημα, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐνεργεῖ κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπον. Ὁ λογικὸς ἄνθρωπος.
Ἔ, λοιπόν, ἀγαπητοί, σήμερα παρουσιάζεται τὸ φαινόμενο καὶ τῆς ἀπιστίας καὶ τῆς ἀθεΐας εὐρύτατα, στὸν ἑλληνικό μας χῶρο, νὰ μὴν πάω πιὸ πέρα, μένω στὸν ἑλληνικό μας χῶρο. Ἄν ἐρωτήσετε κάποιον: «Καλὰ δὲν πιστεύεις; Ἐσὺ ἤσουνα πιστὸς μέχρι τώρα». Ἄν ἔχει εἰλικρίνεια, θὰ σᾶς πεῖ ὅτι πιστεύει. Ἀλλὰ τότε γιατί μιλάει μὲ τρόπο ποὺ σὰν νὰ δείχνει ὅτι εἶναι ἄθεος; Θὰ σᾶς πεῖ, ἂν ἔχει πάντα εἰλικρίνεια, τὸ ξαναλέγω, θὰ σᾶς πεῖ: «Γιατί ὅλοι ἔτσι μιλᾶνε». Μὰ δὲν ἔχεις προσωπικότητα, ἄνθρωπε; Δὲν ἔχεις ἰδίαν κρίσιν; Εἶσαι τόσο δουλικός, ὥστε νὰ ἀκολουθεῖς τὸ τί λέγει τὸ σύνολο, ἡ μᾶζα; Δὲν ἔχεις δική σου κρίση; Αὐτὸ εἶναι τὸ φοβερό. Λοιπόν, στὴν ἐποχή μας, στὸν ἑλλαδικό μας χῶρο, ἀγαπητοί μου, αὐτὸ τὸ φαινόμενο, αὐτὸ τὸ μυστήριο τῆς ἀνομίας ἐνεργεῖται. Καὶ συναγωνιζόμεθα νὰ ἐμφανιστοῦμε ὁ ἕνας ἀπιστότερος τοῦ ἄλλου, ὁ ἕνας ἀθεότερος τοῦ ἄλλου. Αὐτὸ ὅμως εἶναι πιὰ ἕνα κατάντημα αὐτῆς τῆς χώρας, ποὺ ὑπῆρξε ἀνέκαθεν χριστιανική. Καὶ ἂν θέλετε, ἡ πίστις ὑπῆρχε καὶ στοὺς προγόνους μας, ποὺ ἦσαν εἰδωλολάτρες. Γιατί ἂν δὲν ὑπῆρχε αὐτὴ ἡ πίστη, ἔστω κι ἂν εἰδωλολάτρες ἦσαν, δὲν θὰ κτίζανε Παρθενῶνες καὶ σπουδαίους ναοὺς μὲ καλλιτεχνήματα ποὺ τὰ θαυμάζει ὁ κόσμος ὅλος.
Τί σημαίνει; Σημαίνει ὅτι ἔχομε μαραζώσει, ἔχομε ξεφτίσει. Καὶ βλέπετε τὴν ἀθεΐα νὰ κηρύσσεται παντοῦ μὲ τὸν τρόπο ποὺ σᾶς εἶπα· τὸν σνομπισμό. Στὴν οἰκογένεια μέσα; Ὦ στὴν οἰκογένεια μέσα! Ἀρχίζει ἡ πίστη στὴν οἰκογένεια νὰ ἀτονεῖ καὶ νὰ δημιουργεῖται ἡ ἀπιστία. Δὲν κάνουν πιὰ οἱ ἄνθρωποι προσευχή. Οἱ γονεῖς δὲν βάζουν τὰ παιδιὰ τους ἀπὸ νήπια νὰ μάθουν νὰ προσεύχονται, νὰ κάνουν τὸν σταυρό τους στὸ τραπέζι, νὰ κοινωνοῦν, νὰ ἐξομολογοῦνται, νὰ πηγαίνουν στὴν Ἐκκλησία. Στὴν κοινωνία ἔξω; Τί νὰ πεῖ κανείς; Τί νὰ πεῖ κανείς; Στὰ σχολεῖα μας; Ποὺ ἐκεῖ ἀκριβῶς καθρεπτίζεται ἡ ἀγωγὴ τῆς νέας γενεᾶς; Κατεβάζομε τίς εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ, οἱ δάσκαλοι καὶ καθηγηταὶ μιλᾶνε ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ, ἄλλοι θὰ μιλήσουνε περιφρονητικότατα γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ ἄλλοι, οἱ κάπως εὐγενέστεροι, ὄχι ὀλιγότερον δηλητηριώδεις, θὰ μιλήσουν γιὰ τὴν ἀνθρωπίνη μόνον φύσιν τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι βλέπετε, διαρκῶς, μέσα σ᾿ αὐτοὺς τοὺς χώρους, στὴν οἰκογένεια, τὸ σχολειὸ καὶ τὴν κοινωνία νὰ ἀνθεῖ τὸ φαινόμενον τῆς ἀθεΐας καὶ τῆς ἀπιστίας. Δὲν εἶναι κρίμα; Δὲν εἶναι κρίμα;
Οἱ Ἕλληνες δὲν εἴμαστε πολλοί. Ἐννέα ἑκατομμύρια εἴμαστε. Ἄν ἀγαπητοί μου, ὅμως μερικοὶ ἄνθρωποι ξεφύγουν ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν κλοιόν, γιατί περὶ κλοιοῦ πρόκειται, ποὺ λέγεται «σνομπισμὸς» καὶ σταθοῦν ὄρθιοι καὶ ποῦν: «Γιὰ στάσου βρὲ ἀδελφέ, ἂν ἐσὺ εἶσαι ἄπιστος, ἐγὼ δὲν εἶμαι. Λὲς ὅτι εἶσαι παραδοσιακός; Καὶ τί εἶναι ἡ παράδοση; Τὰ μπουζούκια; Οἱ πολιτιστικὲς ἐκδηλώσεις; Καὶ τὰ σαντούρια; Γιατί αὐτὰ βάζομε συνέχεια στὸ ραδιόφωνο καὶ στὴν τηλεόραση καὶ λέμε... «παράδοσις» καὶ «παράδοσις». Στὰ χωριὰ κρατᾶνε ἀπὸ μιὰ μέχρι ἑφτὰ μέρες οἱ γιορτές, μὲ σαντούρια καὶ μὲ χορούς. Αὐτὰ εἶναι ἡ Παράδοση; Αὐτὰ εἶναι ἡ Παράδοση; Φτωχοὶ ἄνθρωποι! Ἡ Παράδοσις εἶναι νὰ κρατήσεις τὴν ψυχὴ τοῦ λαοῦ σου. Καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ λαοῦ σου εἶναι ἡ πίστις. Ἡ πίστις στὸν Χριστὸ καὶ ἡ ἀγάπη στὴν πατρίδα σου. Ἄν αὐτὰ δὲν τὰ κρατήσεις, ἔχασες τὴν ψυχή σου.
Θυμηθεῖτε τί ἔλεγε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός. Τί ἔλεγε; «Ὅ,τι νὰ σᾶς κάνουν, νὰ σᾶς γδάρουν, νὰ σᾶς τηγανίσουν, νὰ σᾶς κάνουν, νὰ σᾶς κάνουν... ψυχὴ καὶ Χριστὸ μὴν χάσετε». Αὐτὸ εἶναι ἡ Παράδοσις. Αὐτὸ ποὺ λέγει στὸν Τιμόθεο ὁ Παῦλος: «Φύλαξε τὴν παρακαταθήκη». Αὐτὸ θὰ πεῖ παρακαταθήκη. Θὰ πεῖ παράδοσις. Δηλαδὴ αὐτὸ ποὺ παίρνω καὶ σοῦ δίνω. Αὐτὸ θὰ πεῖ παρακαταθήκη. Παίρνω καὶ σοῦ δίνω. Καὶ σοῦ λέω «Κράτα το καλά». Καὶ τί λέει ἐκεῖ στὴν Ἀποκάλυψη ὁ Χριστός; «Κράτει καλὰ αὐτὸ ποὺ ἔχεις. Γιὰ νὰ μὴν σοῦ πάρει κανεὶς τὸ στεφάνι μὲ τὸ νὰ πετάξεις αὐτὸ ποὺ κρατᾷς. Κράτα καλὰ αὐτὸ ποὺ ἔχεις». Τί εἶναι αὐτὸ ποὺ ἔχεις; Αὐτὸ ποὺ σᾶς εἶπα τόσην ὥρα. Αὐτὸ εἶναι Παράδοσις. Ἐκεῖνος ποὺ τὸ κατάλαβε καλὰ αὐτό, ποὺ εἶναι ἡ ψυχὴ τῆς ψυχῆς μας, τότε δὲν παρασύρεται ἀπὸ τὰ ρεύματα αὐτὰ τῆς ἐποχῆς, ἀπὸ αὐτὸν τὸν σνομπισμὸν τὸν ἀνόητο, τὸν βλακωδέστατο καὶ δαιμονικότατον ταυτοχρόνως. Ἀλλὰ στέκεται ὄρθιος. Στέκεται ὄρθιος καὶ λέει: «Ἐγὼ κρατῶ τὴν παράδοση τῶν προγόνων μου. Κρατῶ ἐκεῖνο ποὺ πῆρα ἀπὸ τὴν μάνα μου καὶ τὸν πατέρα μου, κι ἐκεῖνοι ἀπ᾿ τοὺς γονεῖς των κι ἐκεῖνοι ἀπ᾿ τοὺς Ἀποστόλους καὶ οἱ Ἀπόστολοι ἀπὸ τὸν Χριστό. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀλήθεια. Αὐτὴ εἶναι ἡ μία πίστις, αὐτὴ εἶναι ἡ μία Παράδοση, μπροστὰ στὴν ὁποία ἀξίζει νὰ πεθάνει κανείς».
Ἄν λοιπόν, ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες, εἴμαστε 9 ἑκατομμύρια καὶ μερικοὶ δὲν ὑποκύψουν σ᾿ αὐτοὺς τοὺς συγχρόνους πειρασμοὺς ἀντὶ πινακίου φακῆς, γιὰ νὰ ἔχομε κάποια ἀγαθὰ καὶ κάποια καλοπέραση, τότε ἴσως μᾶς λυπηθεῖ ὁ Θεὸς καὶ ἐπιζήσουμε. Ἄν ὅμως ὅλοι οἱ Ἕλληνες φθάσουν σ᾿ αὐτὸ τὸ κατάντημα τῆς ἀπεμπολήσεως τῶν πάντων, ἔ, τότε... ἡ Ἑλλάδα τέλειωσε τὴν ζωή της μέσα στὴν Ἱστορία· τὴν τέλειωσε. Δὲν θὰ ἤθελα ποτὲ νὰ εἶμαι προφήτης κακῶν ἀλλὰ ἂς μιμηθοῦμε τοὐλάχιστον τὸν Ἀβραὰμ ποὺ ζήτησε: «Ἄν ὑπάρχουν μερικοὶ ἄνθρωποι στὰ Σόδομα, νὰ σωθοῦν οἱ πόλεις αὐτές». Ἔτσι, ἂν ὑπάρχουν, ἂν ὑπάρχουν κάποιοι Ἕλληνες πιστοί, ποὺ θὰ μείνουν πιστοὶ παρὰ τὸ ρεῦμα τῆς ἐποχῆς, τότε ἡ Ἑλλὰς θὰ ζήσει. Καταλαβαίνετε, ἀγαπητοί μου, τί ἀνεβαίνει καὶ τί πέφτει ἐπάνω στοὺς ὤμους μας; Καταλαβαίνετε τί ἐπωμιζόμεθα; Κι ἐμεῖς οἱ κληρικοὶ κι ἐσεῖς οἱ λαϊκοί. Ἐμεῖς οἱ πιστοὶ δηλαδή. Καταλαβαίνετε; Ἔχομε πολλὴ εὐθύνη. Ἔχω νὰ σηκώσω στοὺς ὤμους μου ἐκεῖνο ποὺ δὲν σηκώνει ὁ ἄλλος. Καὶ ὁ παραπέρα καὶ ὁ παραπέρα. Τὸ φορτίο; Βαρύτατο. Μὰ πρέπει νὰ τὸ σηκώσω. Καὶ ὁ Χριστὸς θά με βοηθήσει νὰ τὸ σηκώσω, νὰ τὸ σηκώσομε. Καὶ ἅμα τὸ σηκώσομε, ἀγαπητοί μου, τὸ φορτίο, τότε κι ἐμεῖς θὰ σωθοῦμε καὶ θὰ ἔχομε ἐκφράσει στοὺς συμπατριῶτες μας, Ἕλληνες καὶ Χριστιανούς, τὴν πιὸ ἁγνή, τὴν πιὸ καθαρή, τὴν πιὸ σπουδαία ἀγάπη. Μιὰ ἀγάπη στηριγμένη πάνω στὴ βαθιὰ πίστη.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
καὶ μὲ ἀπροσμέτρητη εὐγνωμοσύνη στὸν πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστὸ γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο,
μεταφορὰ τῆς ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας σὲ ἠλεκτρονικὸ κείμενο καὶ ἐπιμέλεια:
Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
• Ἀπομαγνητοφώνηση ὁμιλίας διὰ χειρὸς τοῦ ἀξιοτίμου κ. Ἀθανασίου Κ.
• http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p athanasios/omiliai kyriakvn/omiliai kyriakvn 198.mp3