Ὅλες οἱ ἀναρτήσεις τοῦ π. Αὐγουστίνου Καντιώτη
«ΑΠΟ ΤΟΝ ΦΑΚΕΛΟ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ» ΕΔΩ Ο ΝΕΑΡΟΣ,
ΑΤΡΟΜΗΤΟΣ ΙΕΡΟΚΗΡΥΚΑΣ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΚΑΝΤΙΩΤΗΣ ΑΠΟ ΤΑ
ΙΤΑΛΟΚΡΑΤΟΥΜΕΝΑ ΙΩΑΝΝΙΝΑ ΦΤΑΝΕΙ ΣΤΗΝ ΓΕΡΜΑΝΟΚΡΑΤΟΥΜΕΝΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ! ΠΩΣ;
Ἕνα κήρυγμα, ποὺ τάραξε τοὺς
Ἰταλοὺς κατακτητάς, τὰ πρῶτα Χριστούγεννα σκλαβιᾶς τοῦ 1941, ἔγινε αἰτία
νὰ φύγῃ ἀπὸ τὰ Γιάννενα ὁ νεαρὸς τότε διάκονος Αὐγουστῖνος Καντιώτης,
ὄχι βέβαια ἀπὸ φόβο.
Μέσα στὸν κατάμεστο μητροπολιτικὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου,
παρουσίᾳ τῶν Ἰταλῶν κατακτητῶν καὶ χοροστατοῦντος τοῦ μητροπολίτου
Ἰωαννίνων Σπυρίδωνος Βλάχου, μετέπειτα ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν, κήρυξε ἀπὸ
τὸν ἄμβωνα. Ἂς τὸν ἀκούσουμε:
«Θρηνεῖ ἡ ψυχή μου. Κλαίω, ἀδελφοί μου, ὅταν ἀκούω καὶ βλέπω
Ἕλληνες νὰ ἐγκαταλείπουν τὴν πατρίδα τους καὶ νὰ ἐγγράφωνται ὑπήκοοι σ᾽
ἕνα νέο, ὕποπτο καὶ ἐπικίνδυνο γιὰ τὸ ἔθνος βασίλειο. Τὰ κόκκαλα τῶν
ἡρωϊκῶν παιδιῶν τῆς πατρίδος μας, ποὺ σπάρθηκαν στὰ Ἀλβανικὰ βουνά, θὰ
γίνουν ἀστροπελέκια νὰ κατακαύσουν τοὺς προδότας τῆς φυλῆς.
Ἀδελφοί μου, σταθῆτε ὄρθιοι! Μὴν κάμπτετε τὸν αὐχένα σας. Μὴ
λυγίζετε τὰ πόδια σας. Μὴν ἀπελπίζεστε. Δύο ἄστρα στὸ πνευματικὸ
στερέωμα δὲν θὰ σβήσουν ποτέ·
Τὸ ἕνα εἶναι τὸ ἄστρο τὸ ἀθάνατο, ὁ Χριστός, ποὺ ἐγεννήθη στὴν
Βηθλεέμ. Καὶ τὸ ἄλλο ἀστέρι εἶναι ἡ Ἑλλάς. Θὰ ζήσῃ ἡ Ἑλλάς. Ἡ Ἑλλάδα ποτέ
δὲν πεθαίνει! Ζήτω ἡ αἰωνία Ἑλλάδα».
Ὁ Γεώργιος Πύλης αὐτόπτης καὶ αὐτήκοος μάρτυς ἀπὸ τὰ Γιάννενα συμπληρώνει(*)
· «Μὲ λένε Γεώργιο Πύλη. Ἤμουν
ἀνάμεσα στὸ ἐκκλησίασμα ποὺ ἄκουγε τὸν π. Αὐγουστῖνο, μέσα στὸ
Μητροπολιτικὸ ναὸ τῶν Ἰωαννίνων τὴν ἡμέρα ἐκείνη. Ἦταν παρόντες καὶ οἱ
Ἰταλοὶ ἀστυνομικοὶ (καραμπινιέροι καὶ πρικαντιέρηδες), ἄλλοι μὲ στολὴ
ὑπηρεσίας καὶ ἄλλοι μὲ πολιτικὴ περιβολή.
Ὁ π. Αὐγουστῖνος ξεκίνησε τὸ κήρυγμα ἤπια, ὕστερα τὸν κατέλαβε
θρησκευτικὸς οἶστρος καὶ μὲ φωνὴ στεντορεία καταφέρθηκε ἐναντίον τῶν
Ἰταλῶν γιὰ τὴν ἄδικη εἰσβολὴ στὴ χώρα μας.
Τοὺς εἶδα μετὰ τὸ κήρυγμα νὰ βγαίνουν ἀγανακτισμένοι στὸ
προαύλιο ποὺ ὁδηγεῖ ἡ κεντρικὴ ἔξοδος, μὲ διάθεσι νὰ συλλάβουν τὸν
ἱεροκήρυκα, διότι τοὺς ἔθιξε…».
Τὸ κήρυγμα κατακεραύνωσε καὶ τοὺς προδότες ἕλληνες, ποὺ
ἔπαιρναν τὴν Ἰταλικὴ ὑπηκοότητα, γιὰ νὰ ἀποκομίσουν προσωπικὰ ὀφέλη.
Τόνωσε ὅμως τὸ ἠθικὸ τῶν σκλαβωμένων Ἑλλήνων πατριωτῶν.
Οἱ κατάσκοποι, ποὺ ἐνοχλήθηκαν ἀπὸ τὸ κήρυγμα, ἐνημέρωσαν τοὺς
κατακτητάς, ἀλλὰ δὲν τὸν κατέβασαν ἀπὸ τὸν ἄμβωνα, γιὰ νὰ μὴ γίνη
θόρυβος, ἀρκέστηκαν νὰ τὸν συλλάβουν στὴν ἔξοδο τοῦ ναοῦ.
Ὁ μητροπολίτης κατάλαβε τὶς διαθέσεις των καὶ τὸν φυγάδευσε ἀπὸ
τὴν πορτούλα τοῦ ἱεροῦ, ποὺ δὲν γνώριζαν οἱ Ἰταλοί, καὶ ἔτσι ἀπέτυχε ἡ
σύλληψίς του. Ὁ δεσπότης συνεχάρη τὸν ἱεροκήρυκα Αὐγουστῖνο, καὶ τὸν
κράτησε τὸ μεσημέρι στὸ τραπέζι του. Πῆγαν τὴν ἄλλη μέρα οἱ Ἰταλοί,
ζήτησαν ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη νὰ τοὺς τὸν παραδώση. Ἀλλὰ ἐκεῖνος ἀπάντησε·
Θὰ τὸν τιμωρήσω ἐγὼ ὁ ἴδιος. Δὲν θὰ τὸν ἀφήσω νὰ κηρύξη ξανὰ σὲ κανένα
ναό. Ἐνημέρωσε καὶ τὸν π. Αὐγουστῖνο γιὰ τὴν ἀπόφασί του καὶ πῆρε τὴν ἡρωικὴ ἀπάντηση. Ἀκοῦστε τὸν διάλογο:
Ὁ διάκονος Αὐγουστῖνος:
Δὲν θὰ ὁμιλῶ; Καὶ τί θὰ γίνω; Θὰ εἶμαι σκύλος ἐνεός; Σκυλὶ ποὺ δὲν
γαυγίζει εἶναι ἄχρηστο. Ξέρω ὅτι τὸ κάνεις ἀπὸ ἀγάπη, ἀλλὰ δὲν εἶναι
ἀντάξιο ἑνὸς Σπυρίδωνος Βλάχου, νὰ μοῦ ἀπαγορεύσῃ τὸ κήρυγμα ἐπειδὴ τὸ
θέλουν οἱ Ἰταλοί.
Ἐπίσκ. Σπυρίδων: Δὲν καταλαβαίνεις, βρέ Αὐγουστῖνε, ὅτι κινδυνεύει καὶ τὸ δικό σου καὶ τὸ δικό μου κεφάλι; Τί νὰ τοὺς ἔλεγα;
π. Αὐγουστῖνος: Ἔπρεπε νὰ
πῇς στοὺς Ἰταλούς, ὅτι Αὐτὸς δὲν εἶναι παιδί μου, οὔτε συγγενής μου·
τέτοιους σὰν τὸν Αὐγουστῖνο ἔχει πολλοὺς ἡ Ἑλλάς. Ἐγὼ δὲν ἔχω κανένα
παράπονο ἐναντίον του, ἀλλὰ ἄν ἐσεῖς ἐνοχληθήκατε ἀπὸ τὰ λόγια του, νὰ
τὸν περιμένετε ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, καὶ ὅταν βγῇ ἁρπάξτε τον καὶ ρῖξτε
τον στὴ λίμνη τῶν Ἰωαννίνων, γιὰ νὰ ἡσυχάσετε.
Ἐπίσκ. Σπυρίδων: «Ναί, ἔτσι λές, βρέ;» μοῦ ἀπήντησε.
Δὲν μποροῦσα νὰ μείνω με τέτοιους ὄρους στὰ Γιάννενα, λέει ὁ π. Αυγουστῖνος. Ἄφησα τὴ μητέρα μου ἐκεῖ, καὶ ἔφυγα. Ἔφυγα
ἀπὸ τὰ Γιάννενα ἐν καιρῷ νυκτός, καὶ δὲν εἶπα οὔτε στὴ μητέρα μου ποὺ
θὰ πάω. Τὴν ἄφησα μόνη στὰ Γιάννενα, καὶ βρέθηκα σὲ μεγάλη περιπέτεια.
Τὴν ἄλλη μέρα ἦρθαν νὰ μέ συλλάβουν οἱ Ἰταλοί καὶ ἐπειδή δὲν μὲ βρῆκαν
συνέλαβαν τὴν μητέρα μου. Τὴν ἅρπαξαν καὶ τὴν πῆραν στὸ κρατητήριο.
Τὸ ἔμαθε κατόπιν ὁ Σπυρίδωνας καὶ πῆγε, διαμαρτυρήθηκε
ἐντονώτατα καὶ τὴν πῆρε ἀπὸ τὰ χέρια τους. Καὶ ἦταν ἡ μητέρα μου
εὐγνώμων πρὸς αὐτόν.
Ἦταν ἐκ Θεοῦ νὰ φύγω, γιατὶ τὸ χέρι τῆς Θείας Προνοίας, παρ᾿
ὅλη τὴν ἀτέλεια καὶ ἁμαρτωλότητά μου, μὲ ἔσωσε. Μετὰ ἀπὸ λίγες ἡμέρες
ἅρπαξαν 200 τέτοιους θερμοὺς Ἕλληνες οἱ Ἰταλοί, τοὺς βάλανε σ᾿ ἕνα
καράβι, γιὰ νὰ τοὺς πᾶνε δῆθεν στὴν Ἰταλία καὶ τοὺς ἔπνιξαν στὸ
Ἀδριατικὸ πέλαγος. Θὰ ἤμουν καὶ ἐγὼ μεταξὺ αὐτῶν τῶν πατριωτῶν.
Μυστήρια, πολλὰ μυστήρια ἔχει αὐτὴ ἡ ζωή, τὰ ὁποῖα θὰ ἀποκαλυφθοῦν στὸν
ἄλλο κόσμο». (Ἀναμνήσεις τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστινου σε στελέχη των Κατασκηνώσεων, στις 29-7-1993).
Ὁ π. Αὐγουστῖνος, ἀπὸ τὰ βουνὰ καὶ μετὰ ἀπὸ περιπέτειες, ἔφτασε
μὲ τὰ πόδια στὴν Ἀθήνα. Ἐκεῖ ἔμαθε γιὰ μιὰ ἀνακοίνωσι τῆς Ἱερᾶς Συνόδου
πρὸς ἀγάμους τους κληρικοὺς ποὺ ἦταν ἕτοιμοι γιὰ μεγάλες θυσίες.
Συνεχίζεται
«Πᾶνος»