Οἱ Ἅγιοι Ἀδριανὸς καὶ Ναταλία οἱ Μάρτυρες
Eις τον Aδριανόν.
Ἀδριανοῦ τέμνουσι χεῖρας καὶ πόδας
Χεῖρες πονηρῶν, ὧν φονοδρόμοι πόδες.
Eις την Nαταλίαν.
Ἐν τῷ βίῳ σύνευνος, ἐν δὲ τῷ πόλῳ
Ἀδριανῷ σύσκηνος ἡ Ναταλία.
Ἀδριανὸς τμήθη χεῖρας πόδας εἰκάδι ἕκτῃ.
Ὁ Ἅγιος Ἀδριανός, ὁ ὁποῖος ἔζησε τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορα Μαξιμιανοῦ, ἦταν παντρεμένος μὲ τὴν Ναταλία.
Μία μέρα λοιπὸν εἶδε 23 χριστιανούς, νὰ εἶναι ἕτοιμοι νὰ μαρτυρήσουν γιὰ τὴν πίστη τους. Ὁ Ἀδριανὸς ἐντυπωσιάστηκε ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἄκουσε καὶ δήλωσε στοὺς εἰδωλολάτρες ὅτι εἶναι καὶ αὐτὸς χριστιανός. Ἀμέσως τὸν ἔπιασαν καὶ τὸν ἔκλεισαν στὴν φυλακή. Ἐκεῖ πῆγε ἡ Ναταλία νὰ τοῦ συμπαρασταθεῖ καὶ νὰ τοῦ πεῖ νὰ μὴν λυγίσει.
Στὴν συνέχεια, ἀφοῦ ὑπέμεινε πολλὰ καὶ φρικτὰ βασανιστήρια παρέδωσε τὸ πνεῦμα του. Ἀξιοσημείωτο εἶναι, ὅτι ὅταν οἱ εἰδωλολάτρες ἐπιχείρησαν νὰ τοῦ κάψουν τὸ σῶμα, ξέσπασε μία δυνατὴ νεροποντὴ ἡ ὁποία ἔσβησε τὴ φωτιά.
Τὸ σῶμα τοῦ ἐνταφιάστηκε ἀπὸ τὴν γυναῖκά του τὴν Ναταλία, ἡ ὁποία μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ θάφτηκε δίπλα του, ἀφοῦ μαρτύρησε καὶ αὐτὴ γιὰ τὸν Χριστό.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Ἀναφαίρετον, ὄλβον ἡγήσω, τὴν σωτήριον, πίστιν τρισμάκαρ, καταλιπὼν τὴν πατρῴαν ἀσέβειαν· καὶ τῷ Δεσπότῃ κατ’ ἴχνος ἑπόμενος, κατεπλουτίσθης ἐνθέοις χαρίσμασιν· Ἀδριανὲ ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, ὁμοῦ σὺν Ναταλίᾳ τῇ θεόφρονι.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Γυναικὸς θεόφρονος τοὺς θείους λόγους, ἐν καρδίᾳ θέμενος, Ἀδριανὲ Μάρτυς Χριστοῦ, ἐν ταῖς βασάνοις προσέδραμες, σὺν τῇ συζύγῳ, τὸ στέφος δεξάμενος.
Μεγαλυνάριον.
Λόγοις σε ἀλείφουσαν πρὸς ζωήν, τὴν σύνευνον ἔχων, Ναταλίαν Ἀδριανέ, σὺν αὐτῇ ἐδρέψω, ἐπιτηδείως Μάρτυς, καρπὸν τὸν ζωηφόρον, ἀθλήσας ἄριστα.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάσαφ γιὸς τοῦ βασιλιὰ τῆς Ἰνδίας Ἄβενιρ
Ζήλῳ τὰ βασίλεια Παμβασιλέως,
ᾬκησεν υἱὸς γηΐνου βασιλέως.
Γιὰ τὴν ζωὴ τοῦ Ὁσίου Ἰωάσαφ βρίσκουμε σὲ κάποιο διήγημα, ποὺ ἐπιγράφεται «Βαρλαάμ», καὶ ἀποδίδεται στὸν Ἰωάννη τὸ Δαμασκηνό. Τὸ περιεχόμενο συνοπτικὰ ἔχει ὡς ἕξης:
Ἐπὶ μεγάλου Κωνσταντίνου ὑπῆρχε στὶς Ἰνδίες κάποιος βασιλιάς, ποὺ τὸν ἔλεγαν Ἀβενίρ. Σ’ αὐτὸν λοιπόν, εἶπαν κάποιοι ἀστρολόγοι ὅτι ὁ νεογέννητος γιός του Ἰωάσαφ, κάποτε θὰ ἀσπασθεῖ τὴν χριστιανικὴ θρησκεία. Γιὰ νὰ ματαιώσει αὐτὴ τὴν «προφητεία» ὁ Ἀβενίρ, ἔκλεισε τὸ βασιλοπαίδι σὲ ἕνα ἀπομακρυσμένο παλάτι μαζὶ μὲ ὑπηρέτες καὶ δασκάλους, καὶ τοὺς συνέστησε νὰ μὴ ποῦν τίποτα στὸ παιδὶ γιὰ τὴν πίστη τῶν χριστιανῶν.
Ἐκεῖ ὁ Ἰωάσαφ μεγάλωσε καὶ τοῦ δόθηκε μεγάλη μόρφωση. Ἀλλὰ τοῦ ἔκανε ἐντύπωση ὁ περιορισμὸς μέσα στὸν ὁποῖο ζοῦσε, καὶ ἀπαίτησε νὰ μάθει τὴν αἰτία. Κανεὶς ὅμως δὲν τοῦ ἔλεγε τίποτα. Αὐτὸς ὅμως, μετὰ ἀπὸ πολλὲς παρακλήσεις πρὸς τὸν πατέρα του, κατάφερε καὶ τὸν ἔπεισε νὰ βγαίνει ἔξω ἀπὸ τὸ παλάτι ἀλλὰ ὑπὸ αὐστηρὴ ἐπιτήρηση.
Σὲ κάποιο περίπατό του ὅμως, συνάντησε δυὸ φτωχοὺς γέρους, ποὺ τοὺς ἔδωσε γενναία ἐλεημοσύνη καὶ αὐτοὶ συγκινημένοι τοῦ ἀποκάλυψαν τὸ μυστικὸ τοῦ περιορισμοῦ του. Ἀπὸ τότε ὁ Ἰωάσαφ διψοῦσε νὰ μάθει γιὰ τὴ χριστιανικὴ θρησκεία.
Καὶ ὁ Θεὸς εὐλόγησε καὶ ἔμαθε, ἀπὸ κάποιον χριστιανὸ ἱερέα τὸν Βαρλαάμ, ποὺ κατάφερε νὰ μπεῖ στὸ παλάτι μὲ τὴν ἰδιότητα τοῦ πραγματευτῆ. Τελικὰ ὁ Ἰωάσαφ βαπτίστηκε, ἔκανε χριστιανὸ καὶ τὸν πατέρα του, ἀργότερα ἔγινε μοναχὸς καὶ δίδαξε στὴ χώρα του τὸ Εὐαγγέλιο.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος γ'. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως, τῇ εἰσηγήσει, φῶς προσέλαβες, θεογνωσίας, Ἰωάσαφ Ὁσίων ἀγλάϊσμα· τοῦ Βαρλαὰμ λαμπρυνθεὶς γὰρ τοῖς ῥήμασι, πρὸς ἀρετῶν τὴν ἀκρώρειαν ἔφθασας. Μεθ’ οὗ πρέσβευε, Τριάδι τῇ πανοικτίρμονι, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τῆς ζωῆς τὸν τίμιον λίθον πλουτήσας, Ἰωάσαφ πάνσοφε, διὰ τοῦ θείου Βαρλαάμ, ἀσκητικῶς ἠνδραγάθησας, σὺν τῷ σεπτῷ μυητῇ καὶ ἀλείπτῃ σου.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν ἀνάκτων ἡ καλλονή, καὶ τῶν Ἀποστόλων, ὑποτύπωσις ἀληθής· χαίροις τῶν Ὁσίων, ὀμότροπος ἐν βίῳ, παμμάκαρ Ἰωάσαφ, Ἀγγέλων σύσκηνε.
Ἐπὶ μεγάλου Κωνσταντίνου ὑπῆρχε στὶς Ἰνδίες κάποιος βασιλιάς, ποὺ τὸν ἔλεγαν Ἀβενίρ. Σ’ αὐτὸν λοιπόν, εἶπαν κάποιοι ἀστρολόγοι ὅτι ὁ νεογέννητος γιός του Ἰωάσαφ, κάποτε θὰ ἀσπασθεῖ τὴν χριστιανικὴ θρησκεία. Γιὰ νὰ ματαιώσει αὐτὴ τὴν «προφητεία» ὁ Ἀβενίρ, ἔκλεισε τὸ βασιλοπαίδι σὲ ἕνα ἀπομακρυσμένο παλάτι μαζὶ μὲ ὑπηρέτες καὶ δασκάλους, καὶ τοὺς συνέστησε νὰ μὴ ποῦν τίποτα στὸ παιδὶ γιὰ τὴν πίστη τῶν χριστιανῶν.
Ἐκεῖ ὁ Ἰωάσαφ μεγάλωσε καὶ τοῦ δόθηκε μεγάλη μόρφωση. Ἀλλὰ τοῦ ἔκανε ἐντύπωση ὁ περιορισμὸς μέσα στὸν ὁποῖο ζοῦσε, καὶ ἀπαίτησε νὰ μάθει τὴν αἰτία. Κανεὶς ὅμως δὲν τοῦ ἔλεγε τίποτα. Αὐτὸς ὅμως, μετὰ ἀπὸ πολλὲς παρακλήσεις πρὸς τὸν πατέρα του, κατάφερε καὶ τὸν ἔπεισε νὰ βγαίνει ἔξω ἀπὸ τὸ παλάτι ἀλλὰ ὑπὸ αὐστηρὴ ἐπιτήρηση.
Σὲ κάποιο περίπατό του ὅμως, συνάντησε δυὸ φτωχοὺς γέρους, ποὺ τοὺς ἔδωσε γενναία ἐλεημοσύνη καὶ αὐτοὶ συγκινημένοι τοῦ ἀποκάλυψαν τὸ μυστικὸ τοῦ περιορισμοῦ του. Ἀπὸ τότε ὁ Ἰωάσαφ διψοῦσε νὰ μάθει γιὰ τὴ χριστιανικὴ θρησκεία.
Καὶ ὁ Θεὸς εὐλόγησε καὶ ἔμαθε, ἀπὸ κάποιον χριστιανὸ ἱερέα τὸν Βαρλαάμ, ποὺ κατάφερε νὰ μπεῖ στὸ παλάτι μὲ τὴν ἰδιότητα τοῦ πραγματευτῆ. Τελικὰ ὁ Ἰωάσαφ βαπτίστηκε, ἔκανε χριστιανὸ καὶ τὸν πατέρα του, ἀργότερα ἔγινε μοναχὸς καὶ δίδαξε στὴ χώρα του τὸ Εὐαγγέλιο.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος γ'. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως, τῇ εἰσηγήσει, φῶς προσέλαβες, θεογνωσίας, Ἰωάσαφ Ὁσίων ἀγλάϊσμα· τοῦ Βαρλαὰμ λαμπρυνθεὶς γὰρ τοῖς ῥήμασι, πρὸς ἀρετῶν τὴν ἀκρώρειαν ἔφθασας. Μεθ’ οὗ πρέσβευε, Τριάδι τῇ πανοικτίρμονι, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τῆς ζωῆς τὸν τίμιον λίθον πλουτήσας, Ἰωάσαφ πάνσοφε, διὰ τοῦ θείου Βαρλαάμ, ἀσκητικῶς ἠνδραγάθησας, σὺν τῷ σεπτῷ μυητῇ καὶ ἀλείπτῃ σου.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν ἀνάκτων ἡ καλλονή, καὶ τῶν Ἀποστόλων, ὑποτύπωσις ἀληθής· χαίροις τῶν Ὁσίων, ὀμότροπος ἐν βίῳ, παμμάκαρ Ἰωάσαφ, Ἀγγέλων σύσκηνε.
Ὁ Ὅσιος Τιθόης
Οὐκ εἶχεν, οἶμαι, σάρκα Τιθόης ὅλως.
Κἂν εἶχε, τήξας, οὐκ ἐᾷ βρῶσιν τάφῳ.
Ο Όσιος Τιθόης απεβίωσε ειρηνικά.
Οὐκ εἶχεν, οἶμαι, σάρκα Τιθόης ὅλως.
Κἂν εἶχε, τήξας, οὐκ ἐᾷ βρῶσιν τάφῳ.
Ο Όσιος Τιθόης απεβίωσε ειρηνικά.
Ο Όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης αναφέρει στον Συναξαριστή του:
Περί του Oσίου τούτου Tιθόη έλεγεν ο Aββάς Mατόης, ότι τόσον ακατηγόρητος ήτον ο αοίδιμος, ώστε οπού δεν εύρισκεν άνθρωπος να ανοίξη το στόμα του διά να τον κατηγορήση εις κανένα πράγμα. Eπειδή καθώς το καθαρόν και άδολον χρυσάφι ζυγιάζεται με την ζυγαρίαν, και δεν έχει κανένα ελάττωμα, έτζι ήτον και ο Aββάς Tιθόης (σελ. 692 του Eυεργετινού). Περί του Aββά Tιθόη τούτου γράφεται εις τον Παράδεισον των Πατέρων, ότι ήτον φίλος άκρος της ησυχίας. Όθεν καθήμενός ποτε εις το κλύσμα, όπου και άλλοι εκάθηντο, στοχαζόμενος ότι ευρίσκεται εις την ησυχίαν, λέγει τω μαθητή του, απόλυσον το νερόν εις τους φοίνικας τέκνον. O δε μαθητής του λέγει, εις το κλύσμα εσμέν Aββά. Λέγει ο γέρων, εις το κλύσμα τι ποιώ; Άρον με πάλιν εις το όρος. Oύτος ο Aββάς Tιθόης είπε και το αξιομνημόνευτον τούτο απόφθεγμα· «Ξενιτεία εστί, το κρατήσαι άνθρωπος το εαυτού στόμα».
Όθεν εκ της άκρας ησυχίας εις τόσην τελειότητα έφθασεν ο αοίδιμος, ώστε οπού γράφεται εν τω αυτώ Παραδείσω των Πατέρων, ότι όταν επροσηύχετο, εάν δεν επρόφθανε να κατεβάση τας χείρας του, αρπάζετο ο νους του εις θείας αρπαγάς. Όθεν όταν ετύχαινε να προσεύχεται μαζί με άλλους αδελφούς, εσπούδαζε να κατεβάζη ογλίγωρα τας χείρας του, ίνα μη αρπαχθή ο νους του και αργοπορήση εις την προσευχήν, και ούτω γνωρισθή εις τους άλλους η αρετή του.
Περί του Oσίου τούτου Tιθόη έλεγεν ο Aββάς Mατόης, ότι τόσον ακατηγόρητος ήτον ο αοίδιμος, ώστε οπού δεν εύρισκεν άνθρωπος να ανοίξη το στόμα του διά να τον κατηγορήση εις κανένα πράγμα. Eπειδή καθώς το καθαρόν και άδολον χρυσάφι ζυγιάζεται με την ζυγαρίαν, και δεν έχει κανένα ελάττωμα, έτζι ήτον και ο Aββάς Tιθόης (σελ. 692 του Eυεργετινού). Περί του Aββά Tιθόη τούτου γράφεται εις τον Παράδεισον των Πατέρων, ότι ήτον φίλος άκρος της ησυχίας. Όθεν καθήμενός ποτε εις το κλύσμα, όπου και άλλοι εκάθηντο, στοχαζόμενος ότι ευρίσκεται εις την ησυχίαν, λέγει τω μαθητή του, απόλυσον το νερόν εις τους φοίνικας τέκνον. O δε μαθητής του λέγει, εις το κλύσμα εσμέν Aββά. Λέγει ο γέρων, εις το κλύσμα τι ποιώ; Άρον με πάλιν εις το όρος. Oύτος ο Aββάς Tιθόης είπε και το αξιομνημόνευτον τούτο απόφθεγμα· «Ξενιτεία εστί, το κρατήσαι άνθρωπος το εαυτού στόμα».
Όθεν εκ της άκρας ησυχίας εις τόσην τελειότητα έφθασεν ο αοίδιμος, ώστε οπού γράφεται εν τω αυτώ Παραδείσω των Πατέρων, ότι όταν επροσηύχετο, εάν δεν επρόφθανε να κατεβάση τας χείρας του, αρπάζετο ο νους του εις θείας αρπαγάς. Όθεν όταν ετύχαινε να προσεύχεται μαζί με άλλους αδελφούς, εσπούδαζε να κατεβάζη ογλίγωρα τας χείρας του, ίνα μη αρπαχθή ο νους του και αργοπορήση εις την προσευχήν, και ούτω γνωρισθή εις τους άλλους η αρετή του.
Οἱ Ἅγιοι 23 Μάρτυρες
Τέμνουσιν ἀνδρῶν εἰκοσιτριῶν ἄκρα,
Τὰ τετράκις τοσαῦτα χεῖρας καὶ πόδας.
Τέμνουσιν ἀνδρῶν εἰκοσιτριῶν ἄκρα,
Τὰ τετράκις τοσαῦτα χεῖρας καὶ πόδας.
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ μαρτύρησαν διὰ ξίφους μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Ἀδριανό.
Τὰ ὀνόματα τοὺς εἶναι: Ἀνατόλιος, Ἄνθιμος, Ἀντίοχος, Γεντήλιος, Ἐλευθέριος, Ἐρμογένης, Εὐήθιος, Εὐρετός, Εὐτύχιος, Θεαγώνης, Θεόδωρος, Θῦρσος, Ἰωάννης, Καρτερᾶς, Κλαύδιος, Κυριάκος, Μαρίνος, Μαρδώνιος, Μηνώδιος, Πλάτων, Συνετός, Τρωάδιος καὶ Φαρέτριος († 4ος αἰ.).
Τὰ ὀνόματα τοὺς εἶναι: Ἀνατόλιος, Ἄνθιμος, Ἀντίοχος, Γεντήλιος, Ἐλευθέριος, Ἐρμογένης, Εὐήθιος, Εὐρετός, Εὐτύχιος, Θεαγώνης, Θεόδωρος, Θῦρσος, Ἰωάννης, Καρτερᾶς, Κλαύδιος, Κυριάκος, Μαρίνος, Μαρδώνιος, Μηνώδιος, Πλάτων, Συνετός, Τρωάδιος καὶ Φαρέτριος († 4ος αἰ.).
Οἱ Ἅγιοι Ἀττικὸς καὶ Σισίνιος οἱ Μάρτυρες
Συσταδιοδρομοῦσιν ἀθληταὶ δύο,
Ξίφους δραμόντες στάδιον κουφοδρόμως.
Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.
Ἴσως συνελήφθησαν μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Ἀδριανὸ στὴ Νικομήδεια.
Συσταδιοδρομοῦσιν ἀθληταὶ δύο,
Ξίφους δραμόντες στάδιον κουφοδρόμως.
Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.
Ἴσως συνελήφθησαν μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Ἀδριανὸ στὴ Νικομήδεια.
Ὁ Ὅσιος Ἰβιστίων
Ῥυφθεὶς ὑσσώπῳ δακρύων, Ἰβιστίων,
Εὔθυμος εἰς ἄδακρυ χωρεῖς χωρίον.
Ο Όσιος Ιβιστίων απεβίωσε ειρηνικά.
Ῥυφθεὶς ὑσσώπῳ δακρύων, Ἰβιστίων,
Εὔθυμος εἰς ἄδακρυ χωρεῖς χωρίον.
Ο Όσιος Ιβιστίων απεβίωσε ειρηνικά.
Ὁ Ἅγιος Ἀδριανός ὁ Μάρτυρας
Ἀδριανὸν τμηθέντα κοσμήσει στέφος,
Ἐν τῇ μεγίστῃ τῶν στεφάνων ἡμέρᾳ.
Ἀδριανὸν τμηθέντα κοσμήσει στέφος,
Ἐν τῇ μεγίστῃ τῶν στεφάνων ἡμέρᾳ.
Ὁ Ἅγιος Ἀδριανός, διαφορετικὸς ἀπὸ τὸν προηγούμενο, ἔζησε τὰ χρόνια τοῦ βασιλιὰ Λικίνιου. Καταγόταν ἀπὸ τὴν Ρώμη καὶ ἦταν γιὸς τοῦ Βασιλιὰ τῆς Ρώμης Πρόβου, ὁ ὁποῖος βασίλευε τὸ 276.
Ὁ Ἀδριανὸς διέμεινε, μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό του Δομέτιο, ὁ ὁποῖος ἀργότερα ἔγινε ἐπίσκοπος μετὰ τὸν Τίτο, στὸ Βυζάντιο. Ποθῶντας νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὸν Χριστὸ , πῆγε στὴν Νικομήδεια καὶ καταφέρθηκε ἐναντίον τοῦ Λικινίου ποὺ ταλαιπωροῦσε τὸν ρωμαϊκὸ στρατό, ἐναντίον τῶν χριστιανῶν.
Ὁ Λικίνιος τὸν συνέλαβε καὶ τὸν βασάνισε ἄγρια καὶ στὸ τέλος τὸν ἀποκεφάλισε.
Ὁ Ἀδριανὸς διέμεινε, μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό του Δομέτιο, ὁ ὁποῖος ἀργότερα ἔγινε ἐπίσκοπος μετὰ τὸν Τίτο, στὸ Βυζάντιο. Ποθῶντας νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὸν Χριστὸ , πῆγε στὴν Νικομήδεια καὶ καταφέρθηκε ἐναντίον τοῦ Λικινίου ποὺ ταλαιπωροῦσε τὸν ρωμαϊκὸ στρατό, ἐναντίον τῶν χριστιανῶν.
Ὁ Λικίνιος τὸν συνέλαβε καὶ τὸν βασάνισε ἄγρια καὶ στὸ τέλος τὸν ἀποκεφάλισε.
Ὁ Ἅγιος Γελάσιος
Δεν έχουμε λεπτομέρειες για τον βίο του Αγίου Γελάσιου.
Δεν έχουμε λεπτομέρειες για τον βίο του Αγίου Γελάσιου.
Όσιος Αδριανός εκ Ρωσίας
Το κοσμικό του όνομα του Οσίου Ανδριανού ήταν Ανδρέας Ζαβαλίσιν. Όταν ανακάλυψε στην παγωμένη έρημο τον Όσιο Αλέξανδρο του Σβιρ (βλέπε 30 Αυγούστου), έγινε μαθητής του. Μόνασε στην περιώνυμη Μονή Βαλαάμ και ασκήθηκε σε μία χερσόνησο της Λίμνης Λαντόγκας, όπου ίδρυσε μονή. Υπήρξε πνευματικός της Πριγκίπισσας Άννας, κόρης του Τσάρου Ιβάν Δ' του Τρομερού.
Τελειώθηκε μαρτυρικά το 1549 μ.Χ., από ληστές που του επετέθηκαν, ενώ επέστρεφε από την Μόσχα. Το ασκητικό και μαρτυρικό του σώμα ενταφιάσθηκε στη Μονή του, στο Ναό του Αγίου Νικολάου.
Το Λείψανό του ανακομίσθηκε αδιάφθορο το 1551 μ.Χ. Μετά την Επανάσταση του 1917 μ.Χ., δεν υπάρχουν πληροφορίες για την τύχη του.
Οσία Μαρία Ιβάνοβνα του Ντιβέεβο η Δια Χριστόν Σαλή
Η Οσία Μαρία γεννήθηκε στο χωριό Γκολέτκοβα της επαρχίας Ταμπόφ της Ρωσίας. Σε ηλικία 13 χρόνων έμεινε ορφανή και από τους δυο γονείς της Ζαχαρία και Πελαγία και πήγε να μείνει με την οικογένεια του μεγαλύτερου της αδελφού. Εκεί δεν την ήθελαν, λόγω κυρίως του γεγονότος ότι παραμελούσε τον εαυτό της και ένοιωθαν προσβεβλημένοι από το όλο παρουσιαστικό της. Ποτέ δεν χτενιζόταν και τα ρούχα της αποτελούνταν κυρίως από κουρέλια.
Είχε επίσης από πολύ μικρή μια τάση να συμπεριφέρεται παράξενα.
Έτσι έφυγε και άρχισε να περιπλανιέται μεταξύ των περιοχών του Σάρωφ, του Ντιβέγεβο και του Αρντάτωφ. Πάντοτε μισόγυμνη και πεινασμένη φορώντας κατεστραμμένα παπούτσια χειμώνα-καλοκαίρι. Τα βράδια τα περνούσε στο δάσος προσευχόμενη και ήταν σχεδόν πάντοτε λασπωμένη.
Συχνά επισκεπτόταν το μοναστήρι του Ντιβέγεβο και εκεί όσες καλογριές τη λυπόντουσαν της έδιναν καθαρά ρούχα, τα οποία σε λίγες μέρες ή Μαρία απαλλασσόταν δίνοντας τα στους φτωχούς. Υπήρχαν όμως και οι μοναχές εκείνες πού την έδιωχναν κακήν κακώς. Ποτέ δεν παραπονέθηκε για κανέναν και για τίποτα.
Από κάποιο χρονικό σημείο και μετά τη δέχτηκαν στο μοναστήρι οπού εκάρη μοναχή. Εκεί συνέχισε να προσποιείται τη σαλή για να κρύβει τις αρετές της, ιδίως το προορατικό χάρισμα που ο Κύριος μας της έδωσε. Άρχισαν σιγά-σιγά να την επισκέπτονται διάφοροι που άκουσαν γι’ αυτήν και ζητούσαν συμβουλή για κάποιο πρόβλημα τους ή για να πάρουν πνευματικές νουθεσίες.
Κάποτε την επισκέφτηκε ένα μικρό αγόρι και η Μαρία είπε: «Κοίταξε, ήρθε ο ιερέας Αλέξιος». Το παιδί αργότερα έγινε ιερομόναχος με το όνομα αυτό. Όταν κάποτε την επισκέφτηκε ο πατήρ Αλέξιος η οσία του είπε: «Δεν τρώω κρέας. Άρχισα να τρώω χορταρικά και τώρα είμαι καλύτερα». Τα λόγια αυτά ήταν για εκείνον, που είχε αρχίσει να τρώει κρέας μετά από κάποια αρρώστια του. Της έβαλε μετάνοια και έκοψε το κρέας.
Άλλοτε την επισκέφτηκε μια κυρία από το Μούρομ και μόλις την είδε της είπε ότι κάπνιζε σαν φουγάρο. «Δεν μπορώ να το κόψω, καπνίζω και τη νύχτα, ακόμα και πριν τη Θεία Λειτουργία» της απάντησε. Τότε η Μαρία είπε στη συγκελλιώτισσά της να πάρει την ακριβή ταμπακέρα της και να την πετάξει στη φωτιά. Μετά από καιρό πήραν ένα γράμμα από την κυρία αύτη που έκφραζε την ευγνωμοσύνη της, αναφέροντας ότι από τότε που τους επισκέφτηκε ούτε που σκέφτεται το τσιγάρο.
Μια άλλη φορά την επισκέφτηκαν κάποιες μοναχές, εξαδέλφες του Μίσα Αρτσιμπούσεβα και τη ρώτησαν γι' αυτόν. Η οσία τους είπε ότι ο Μίσα έμπλεξε τελευταία με μια γύφτισσα. Μετά αφού συναντήθηκαν και τον ρώτησαν σχετικά, τους εξήγησε ότι ενώ ποτέ δεν κάπνιζε, τελευταία αγόρασε ένα πακέτο τσιγάρα που είχαν για μάρκα μια «γύφτισσα».
Μετά την μεταπολίτευση στη Ρωσία από την Κομμουνιστική Επανάσταση του 1917 μ.Χ., η Μαρία άρχισε να χρησιμοποιεί πολύ άσχημη γλώσσα, θέλοντας έτσι να υποδείξει τα νέα δεινά της Εκκλησίας από το νέο καθεστώς. Οι υπόλοιπες μοναχές σκανδαλιζόμενες τη ρώτησαν πώς ήταν δυνατόν μια καλογριά να μην μιλάει ευγενικά και η Μαρία απάντησε: «Υπό τον Τσάρο Νικόλαο αυτό ήταν εύκολο, για δοκιμάστε το και με τους Σοβιετικούς».
Η Μαρία Ιβάνοβνα κοιμήθηκε ειρηνικά το 1927 μ.Χ.
Είχε επίσης από πολύ μικρή μια τάση να συμπεριφέρεται παράξενα.
Έτσι έφυγε και άρχισε να περιπλανιέται μεταξύ των περιοχών του Σάρωφ, του Ντιβέγεβο και του Αρντάτωφ. Πάντοτε μισόγυμνη και πεινασμένη φορώντας κατεστραμμένα παπούτσια χειμώνα-καλοκαίρι. Τα βράδια τα περνούσε στο δάσος προσευχόμενη και ήταν σχεδόν πάντοτε λασπωμένη.
Συχνά επισκεπτόταν το μοναστήρι του Ντιβέγεβο και εκεί όσες καλογριές τη λυπόντουσαν της έδιναν καθαρά ρούχα, τα οποία σε λίγες μέρες ή Μαρία απαλλασσόταν δίνοντας τα στους φτωχούς. Υπήρχαν όμως και οι μοναχές εκείνες πού την έδιωχναν κακήν κακώς. Ποτέ δεν παραπονέθηκε για κανέναν και για τίποτα.
Από κάποιο χρονικό σημείο και μετά τη δέχτηκαν στο μοναστήρι οπού εκάρη μοναχή. Εκεί συνέχισε να προσποιείται τη σαλή για να κρύβει τις αρετές της, ιδίως το προορατικό χάρισμα που ο Κύριος μας της έδωσε. Άρχισαν σιγά-σιγά να την επισκέπτονται διάφοροι που άκουσαν γι’ αυτήν και ζητούσαν συμβουλή για κάποιο πρόβλημα τους ή για να πάρουν πνευματικές νουθεσίες.
Κάποτε την επισκέφτηκε ένα μικρό αγόρι και η Μαρία είπε: «Κοίταξε, ήρθε ο ιερέας Αλέξιος». Το παιδί αργότερα έγινε ιερομόναχος με το όνομα αυτό. Όταν κάποτε την επισκέφτηκε ο πατήρ Αλέξιος η οσία του είπε: «Δεν τρώω κρέας. Άρχισα να τρώω χορταρικά και τώρα είμαι καλύτερα». Τα λόγια αυτά ήταν για εκείνον, που είχε αρχίσει να τρώει κρέας μετά από κάποια αρρώστια του. Της έβαλε μετάνοια και έκοψε το κρέας.
Άλλοτε την επισκέφτηκε μια κυρία από το Μούρομ και μόλις την είδε της είπε ότι κάπνιζε σαν φουγάρο. «Δεν μπορώ να το κόψω, καπνίζω και τη νύχτα, ακόμα και πριν τη Θεία Λειτουργία» της απάντησε. Τότε η Μαρία είπε στη συγκελλιώτισσά της να πάρει την ακριβή ταμπακέρα της και να την πετάξει στη φωτιά. Μετά από καιρό πήραν ένα γράμμα από την κυρία αύτη που έκφραζε την ευγνωμοσύνη της, αναφέροντας ότι από τότε που τους επισκέφτηκε ούτε που σκέφτεται το τσιγάρο.
Μια άλλη φορά την επισκέφτηκαν κάποιες μοναχές, εξαδέλφες του Μίσα Αρτσιμπούσεβα και τη ρώτησαν γι' αυτόν. Η οσία τους είπε ότι ο Μίσα έμπλεξε τελευταία με μια γύφτισσα. Μετά αφού συναντήθηκαν και τον ρώτησαν σχετικά, τους εξήγησε ότι ενώ ποτέ δεν κάπνιζε, τελευταία αγόρασε ένα πακέτο τσιγάρα που είχαν για μάρκα μια «γύφτισσα».
Μετά την μεταπολίτευση στη Ρωσία από την Κομμουνιστική Επανάσταση του 1917 μ.Χ., η Μαρία άρχισε να χρησιμοποιεί πολύ άσχημη γλώσσα, θέλοντας έτσι να υποδείξει τα νέα δεινά της Εκκλησίας από το νέο καθεστώς. Οι υπόλοιπες μοναχές σκανδαλιζόμενες τη ρώτησαν πώς ήταν δυνατόν μια καλογριά να μην μιλάει ευγενικά και η Μαρία απάντησε: «Υπό τον Τσάρο Νικόλαο αυτό ήταν εύκολο, για δοκιμάστε το και με τους Σοβιετικούς».
Η Μαρία Ιβάνοβνα κοιμήθηκε ειρηνικά το 1927 μ.Χ.
Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου του Βλαδιμήρου
Η παράδοση αποδίδει την ιστόρηση της ιεράς εικόνος της Παναγίας του Βλαδιμήρου στον Ευαγγελιστή Λουκά, της οποίας αντίγραφο του πρωτοτύπου βρισκόταν στο ναό της Ελεούσας Κωνσταντινουπόλεως, που κτίσθηκε από τον αυτοκράτορα Ιωάννη Β' Κομνηνό (1118 - 1143 μ.Χ.). Η εικόνα μεταφέρθηκε από την Κωνσταντινούπολη στο Κίεβο, περί το 1131 μ.Χ., ως γαμήλιο δώρο στο μεγάλο πρίγκιπα Βλαδίμηρο.
Η εικόνα είναι μία Βρεφοκρατούσα του τύπου της Ελεούσας. Αρχικά την τιμούσαν στη γυναικεία μονή του Βόσγκοροντ. Το 1155 μ.Χ., στους χρόνους του πρίγκιπα Ανδρέα Μπογκολιούμπσκϊυ, την έφεραν στον καθεδρικό ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου της πόλεως του Βλαδιμήρου και το 1395 μ.Χ. η εικόνα μεταφέρθηκε στη Μόσχα. Μπροστά της ανακηρύσσονταν οι Πατριάρχες και στέφονταν οι τσάροι. Τον 15ο αιώνα μ.Χ., μετά από διαμαρτυρίες και απαίτηση των κατοίκων του Βλαδιμίρ, που ζητούσαν την εικόνα τους, ο Άγιος Ανδρέας (Ρούμπλιεφ) αγιογράφησε ένα αντίγραφο, το οποίο τοποθέτησε στο Βλαδιμίρ στη θέση του πρωτοτύπου.
Η εικόνα του Βλαδιμήρου τιμάται, επίσης, στις 23 Ιουνίου, για την απελευθέρωση της Μόσχας από την επιδρομή του χάνου Ακμάτ (1480 μ.Χ.) και στις 26 Αυγούστου, για τη σωτηρία του Ρωσικού λαού από την εισβολή του Ταμερλάνου (1395 μ.Χ.).
http://www.synaxarion.gr/gr/m/8/d/26/sxsaintlist.aspx
«Πᾶνος»