ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ[:Α΄ Κορ. 9,2-12]
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία μακαριστοῦ γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου
μὲ θέμα:
«ΤΙ ΕΧΕΙ ΝΑ ΠΕΙ Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ ΣΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ»
[ἐκφωνήθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κομνηνείου Λαρίσης στὶς 26-8-1984]
[Β119]
«Εἰ ἄλλοις οὐκ εἰμὶ ἀπόστολος, ἀλλὰ γε ὑμῖν εἰμι· ἡ γὰρ σφραγὶς τῆς ἐμῆς ἀποστολῆς ὑμεῖς ἐστε ἐν Κυρίῳ» [Α΄ Κορ. 9,2]. Μὲ συγκίνηση, ἀγαπητοί μου, καὶ παράπονο γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πρὸς τοὺς Κορινθίους στὴν πρώτη του ἐπιστολή, ἀλλὰ καὶ δι᾿ αὐτῶν τῶν Κορινθίων πρὸς ὅλους τοὺς Ἕλληνας, αὐτοὺς τοὺς λόγους ποὺ σᾶς εἶπα. Δηλαδὴ «ἐὰν σὲ ἄλλους πιθανὸ νὰ μὴν εἶμαι ἀπόστολος, ἀλλὰ ὁπωσδήποτε εἶμαι σὲ σᾶς ἀπόστολος, σὲ σᾶς τοὺς Κορινθίους, σέ σᾶς τοὺς Ἕλληνες· εἶμαι ἀπόστολος· διότι ἡ δική μου ἡ σφραγῖδα, διότι ἡ σφραγῖδα τῆς δικῆς μου ἀποστολῆς εἴσαστε ἐσεῖς οἱ ἴδιοι ἐν Κυρίῳ».
Ἔτσι βλέπουμε, ἀγαπητοί μου, ὅτι πραγματικὰ προβάλλεται ἐδῶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὡς ὁ ἀπόστολος τῶν Ἑλλήνων. Βεβαίως εἶναι τῶν ἐθνῶν. Ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες ἀνήκουμε εἰς τὰ ἔθνη. Δὲν εἴμεθα εἰς τὸν λαὸν τοῦ Ἰσραήλ. Ἀλλὰ ὅμως κατεξοχὴν εἶναι ὁ ἀπόστολος τῶν Ἑλλήνων. Μὲ τὴν στενὴ σημασία τῆς λέξεως. Διότι τότε ὅλη ἡ οἰκουμένη «Ἕλληνες» ἐλέγοντο, ἀλλὰ ἐννοοῦμε ἐδῶ τὴν ἠπειρωτικὴν Ἑλλάδα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἔχομε τίς ἐπιστολές του δύο πρὸς Κορινθίους, δύο πρὸς Θεσσαλονικεῖς, καὶ μία πρὸς Φιλιππησίους. Πέντε ἀπὸ τίς δέκα τέσσερις ἐπιστολές του ἀναφέρονται σὲ Ἕλληνες, σὲ ἑλληνικὲς πόλεις, δηλαδὴ εἰδικὰ στὴν ἠπειρωτικὴ Ἑλλάδα. Αὐτὸ γιὰ μᾶς εἶναι μία ξεχωριστὴ τιμή, ἀλλὰ καὶ ταυτοχρόνως μία ξεχωριστὴ ὑποχρέωση.
Λέγει λοιπὸν ὁ Ἀπόστολος ὅτι ἡ σφραγῖδα τοῦ δικοῦ του ἔργου εἴμαστε ἐμεῖς. Δηλαδὴ μὲ ἄλλα λόγια, ἐκεῖνο ποὺ θὰ ἀποδεικνύει πραγματικὰ ὅτι ὁ Ἀπόστολος εἰργάσθη εἰς τὸν χῶρον τῆς Ἑλλάδος, εἶναι ἡ δική μας ἡ χριστιανικὴ πραγματικότητα.
Ἀλλὰ τίθεται τὸ ἐρώτημα: Αὐτὴ ἡ σφραγῖδα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ἡ σφραγῖδα τοῦ ἔργου ἐδῶ στὸν ἑλληνικὸν χῶρον, σήμερα, σὲ ἐμᾶς τοὺς Νεοέλληνες, διατηρεῖται; Ἐὰν δηλαδὴ ἤρχετο σήμερα ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν Ἑλλάδα, πῶς θὰ μᾶς ἔβρισκε; Αὐτὸ εἶναι ἕνα πολὺ σημαντικὸ σημεῖο, διότι μᾶς ὁδηγεῖ σὲ μία αὐτοκριτική. Συγκρίνοντας ἐκεῖνα ποὺ γράφει μὲ ἐκεῖνα ποὺ ἐργάστηκε ἐδῶ στὸν χῶρο τὸν δικό μας, μὲ ἐκεῖνο ποὺ εἴμαστε ἐμεῖς σήμερα, ἴσως θὰ μᾶς ὁδηγοῦσε σὲ πολύτιμα συμπεράσματα. Πολὺ εὐφυῶς θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι παρετήρησε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὅτι ὅταν ἦρθε ἐδῶ μᾶς κήρυξε, βλέποντας ὅτι ζητούσαμε, ἀναζητούσαμε ἕναν ἄγνωστον Θεόν. «Εἶδα», λέγει, «στοὺς Ἀθηναίους, γυρίζοντας στὴν πόλη σας ἕναν βωμὸν ἀφιερωμένον ''τῷ ἀγνώστῳ Θεῷ'' καὶ αὐτὸν τὸν ἄγνωστο Θεὸν ἐγὼ ἦρθα νὰ σᾶς κηρύξω».
Ἀλλὰ ἐρωτοῦν: Ἐὰν ὁ ἀπόστολος ἦρθε νὰ μᾶς κηρύξει αὐτὸν τὸν ἀναζητούμενον ἀπό μᾶς ἄγνωστον Θεόν, σήμερα, ἐμεῖς οἱ Νεοέλληνες τί ἀναζητοῦμε; Σήμερα ἀφήσαμε καὶ αὐτὸν τὸν ἄγνωστον Θεὸν καὶ θεοποιήσαμε τὸν ἑαυτό μας. Πέφτομε μέρα τὴν ἡμέρα σὲ ἕναν γνωστικισμόν, σὲ μία ἀθεΐα. Καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι τὸ δρᾶμα μας.
Χωρὶς ἀγαπητοί μου, νὰ μείνουμε σὲ πολλὲς διαπιστώσεις, θὰ ἤθελα μόνο νὰ σημειώσουμε μερικὰ πράγματα, τί θὰ μποροῦσε νὰ μᾶς πεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἐὰν ἐρχόταν σήμερα, στὸν 20ο αἰῶνα, στὰ 1984, ἐὰν ἤρχετο ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ξανὰ στὴν Ἑλλάδα, τί θὰ ἐσημείωνε.
Θὰ πάρω μερικὰ σημεῖα τὰ ὁποῖα γράφει στὸν Τιμόθεον, στὴν πρώτη καὶ δευτέρα του ἐπιστολή· καὶ τὰ ὁποῖα προσιδιάζουν, ἁρμόζουν θαυμάσια στὴν ἑλληνικὴ πραγματικότητα. Λέγει: «Τὴν παρακαταθήκην φύλαξον». Τί εἶναι αὐτὴ ἡ παρακαταθήκη; Ἡ παρακαταθήκη εἶναι ἕνα πολύτιμο πρᾶγμα. Ὁτιδήποτε πολύτιμο, τὸ ὁποῖο κατατίθεται πρὸς φύλαξιν. Καὶ μᾶς λέγει, λοιπόν, σὲ ἐμᾶς, στὸν Τιμόθεο τὸ λέγει.. Ὁ Τιμόθεος δέ, σημειώσατε, ἦτο Ἕλληνας. Ὁ πατέρας του ἦταν Ἕλληνας. «Τὴν παρακαταθήκην φύλαξον». «Αὐτὸν τὸν πολύτιμο θησαυρὸ ποὺ σοῦ ἔχω ἐμπιστευθεῖ, ὦ Ἑλλάς, φύλαξέ τον». Καὶ πράγματι ὁ θησαυρὸς αὐτὸς εἶναι τὸ Εὐαγγέλιό του. Εὐαγγέλιο δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνα βιβλίο. Εὐαγγέλιο εἶναι τὸ μήνυμα τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ εἶναι τὸ Εὐαγγέλιο. Πολὺ συχνὰ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος σημειώνει τούτη τὴ φράση: «Κατὰ τὸ Εὐαγγέλιόν μου...».... Ξέρομε ὅτι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος δὲν ἔγραψε Εὐαγγέλιο. Κι ὅμως αὐτὴ ἡ φράσις δείχνει ἀκριβῶς τὸ μήνυμα, τὴν καρδιὰ τοῦ Εὐαγγελίου. Σημειώσατε δὲ ὅτι ἡ πρὸς Ρωμαίους, ἐπὶ παραδείγματι, ἐπιστολή, θεωρεῖται τὸ κατὰ Παῦλον Εὐαγγέλιον. Αὐτὴ λοιπὸν εἶναι ἡ παρακαταθήκη, ἀγαπητοί μου. Αὐτὴν τὴν ὁποία μᾶς παρέδωκε μὲ κόπο, μὲ πόνο, μὲ ἱδρῶτα, μὲ διωγμούς, μὲ δοκιμασίες ποικίλες. Καὶ ὅμως μας τὴν παρέδωσε σέ μας τοὺς Ἕλληνες αὐτὴν τὴν παρακαταθήκη τοῦ Χριστιανικοῦ Εὐαγγελίου.
Ἕνα δεύτερο σημεῖο. Γράφει: «Ἐκτρεπόμενος τὰς βεβήλους κενοφωνίας καὶ ἀντιθέσεις τῆς ψευδωνύμου γνώσεως ἥν τινες ἐπαγγελλόμενοι περὶ τὴν πίστιν ἠστόχησαν» [Α΄ Τιμ. 6,20]. «Νὰ ἐκτρέπεσαι, νὰ φεύγεις, ὦ Ἑλλάς, ἀπὸ τίς βέβηλες κενοφωνίες, τίς κούφιες φωνές, τίς ρυπαρές, βρώμικες, κούφιες, φωνὲς καὶ ἀντιθέσεις, δηλαδὴ ἀντιφάσεις τῆς ψευδωνύμου γνώσεως. Αὐτῆς τῆς γνώσεως ποὺ δὲν εἶναι γνῶσις, εἶναι ψεύτικο πρᾶγμα, εἶναι σκάρτο, εἶναι νόθο· τὴν ὁποίαν ψευδώνυμον γνῶσιν μερικοὶ ὑπόσχονται ἀλλὰ ἔχουν ἀστοχήσει ὅμως περὶ τὴν πίστιν». Ἀγαπητοί μου, ἡ ψευδώνυμος γνῶσις, σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνας ἀλλὰ καὶ σήμερα, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ καθετὶ ποὺ ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ Εὐαγγέλιο. Καὶ ποὺ πρέπει νὰ ποῦμε, νὰ τὸ ὁμολογήσουμε, ὅτι αὐτὴ ἡ ψευδώνυμος γνῶσις δυστυχῶς κυκλοφορεῖ σὲ μᾶς τοὺς Νεοέλληνες.
Ἀκόμη τονίζει ὅτι εἶναι αὐτὴ ἡ ψευδώνυμος γνῶσις ἀντιφατική. Πράγματι, ὅταν ὁ ἄνθρωπος φύγει ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ εἶναι ἐκεῖνος ὁ βορρᾶς, ὁ πολικὸς ἀστήρ, ποὺ δείχνει πάντοτε τὴν ἀλήθεια χωρὶς νὰ μετακινεῖται, ὅταν φύγει ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ αὐτὸν τὸν πολικὸ ἀστέρα τοῦ Εὐαγγελίου, τότε πέφτει σὲ ποικίλους προσανατολισμοὺς καὶ συνεπῶς σὲ ποικίλες ἰδεολογικὲς ἀντιφάσεις. Ὁ ἕνας λέγει αὐτό, ὁ ἄλλος λέγει ἐκεῖνο καὶ δὲν ὑπάρχει πουθενὰ φυσικὰ ἡ ἀλήθεια, διότι λείπει καὶ αὐτὸ τὸ κριτήριον τῆς ἀληθείας.
Ἀκόμη, ἡ ψευδώνυμος γνῶσις ἀναφέρεται εἰς τὸν τομέαν τῆς ἀγωγῆς. Θὰ ἤθελα, ἰδιαιτέρως νὰ προσέξετε αὐτὸ τὸ σημεῖο. Ὅταν, ἐπὶ παραδείγματι, σήμερα στὴν ἀγωγὴ δὲν δίδουμε στὰ παιδιά μας ἐκεῖνο ποὺ τὸ Εὐαγγέλιο λέγει, ἀλλὰ ἐκεῖνα ποὺ ἐμεῖς φιλοσοφοῦμε, ἐκεῖνα ποὺ ἐμεῖς νομίζουμε καὶ ἐκεῖνα ποὺ ἐμεῖς κρίνουμε. Λέγει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ὅτι πρέπει νὰ παιδαγωγοῦμε τὰ παιδιὰ μας ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου. Ὑπάρχει αὐτὴ ἡ παιδεία καὶ ἡ νουθεσία Κυρίου; Σήμερα στὴν ἀγωγή, αὐτὸ τὸ ἀνθρώπινο κατασκεύασμα, τὸ ὁποῖον ἐπιτέλους ἐπιτέλους δὲν εἶναι οὔτε κἂν ἑλληνικό, ἀλλὰ ξενόφερτο, σ᾿ αὐτὴν τὴν ἀγωγὴ δυστυχῶς σήμερα ὅλα ἐπιτρέπονται. Τὸ παιδὶ νὰ μὴν τὸ κομπλεξάρουμε. Μὲ συγχωρεῖτε γιὰ τὴν λέξη, μοῦ εἶναι ἀντιπαθητικότατη, ἀλλὰ τὴν λέω γιὰ νὰ μὲ καταλάβετε. Νὰ μήν τοῦ δημιουργήσουμε συμπλέγματα κατωτερότητας. Νὰ μὴν τὸ μαλώσουμε. Νὰ μὴν τὸ πειράξουμε. Νὰ μήν τοῦ ποῦμε τίποτα ποὺ τυχὸν τὸ παιδὶ θὰ νιώσει καταπίεση. Καὶ θὰ τοῦ ἔχουμε ἀφαιρέσει τὴν ἐλευθερία... Ἐνῶ δὲν ξέρουμε ὅτι ἡ ἐλευθερία ἡ πραγματικὴ εἶναι ἡ ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὰ πάθη. «Ἐὰν οὖν ὁ υἱὸς ὑμᾶς ἐλευθερώσῃ, ὄντως ἐλεύθεροι ἔσεσθε» [Ἰω. 4,36]. Ἐὰν ὁ Υἱὸς σᾶς ἐλευθερώσει... Ἀπὸ τί; Ἀπὸ τὴ δουλεία τῶν παθῶν, ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Τότε θὰ εἴσαστε πραγματικὰ ἐλεύθεροι. Γιὰ νὰ πάρετε μετὰ ἀπὸ τὴν πνευματικὴ καὶ ἠθικὴ ἐλευθερία, νὰ πάρετε καὶ τὴν ὀντολογικὴ ἐλευθερία. Τὴν ἀνάστασιν τῶν σωμάτων. Καὶ βρεθεῖτε υἱοὶ πλέον, παιδιὰ τοῦ Θεοῦ πλέον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ.
Ἀκόμη, σὲ αὐτὴν τὴν παιδεία μας πρέπει νὰ προσέξουμε, αὐτὴ ἡ ψευδώνυμος γνῶσις κυκλοφορεῖ ποικιλοτρόπως. Ποικίλες ἀρνητικὲς θεωρίες κυκλοφοροῦν μέσα στὰ σχολεῖα μας. Δάσκαλοι καὶ καθηγηταί, ἀπὸ τὸ Δημοτικὸ Σχολεῖο μέχρι τὸ Πανεπιστήμιο, μέχρι τίς ἀνώτατες σχολές, λέγουν καὶ φλυαροῦν πραγματικὰ βεβήλους κενοφωνίας, βρώμικες, κούφιες φωνές. Μὲ αὐτὴν τὴν ψευδώνυμο γνώση. Καὶ καμώνονται ὅτι εἶναι σοφοί, ὅτι εἶναι ἡ τελευταία λέξη τῆς Ἐπιστήμης γιὰ ὅ,τι λέγουν. Ὅτι ὁ ἄνθρωπος κατάγεται, ἐπὶ παραδείγματι, ἀπὸ τὸν πίθηκο ἢ ἄλλα πράγματα. Κι ὅμως, ἀγαπητοί, ἂν κανεὶς ἔχει λίγο διαβάσει, θὰ δεῖ ὅτι εἶναι θεωρίες τοῦ περασμένου αἰῶνος καὶ μυρίζουν μούχλα. Καὶ ὅμως βγάζουμε αὐτὰ τὰ μουχλιασμένα πράγματα, τίς μουχλιασμένες θεωρίες, τίς βγάζουμε ἀπὸ τὸ χρονοντούλαπο τοῦ περασμένου αἰῶνος, νὰ τίς προσφέρουμε σὰν κάτι φρέσκο, καινούριο, σὰν τὴν τελευταία λέξη. Γιατί; Γιατί αὐτὲς οἱ θεωρίες ἐξυπηρετοῦν τοὺς ὑλιστικούς μας προσανατολισμούς. Καὶ ὑπάρχει μία σκοπιμότητα. Καὶ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα εἶναι τὸ φοβερό. Κι ἔτσι παρασυρόμεθα σὲ πράγματα τραγελαφικά.
Ἀλλὰ καὶ σὲ αὐτὲς ἀκόμα τίς κοινωνικές μας σχέσεις βλέπει κανένας νὰ ὑπάρχει μία περὶ βίου ἀντίληψις ἀλλοπρόσαλλη. Μία ἀλαζονεία μέσα στὸν κόσμον αὐτόν, μέσα στὴ ζωή μας. Καί, τέλος, στὸν τομέα τὸν ἰδεολογικὸν ἐκεῖ πιὰ ὑπάρχει ἕνας προσανατολισμὸς ἰδεολογικός, ὑλιστικός. Ὑλιστικὸς μὲ τὴν εὐρεῖα ἔννοια τῆς λέξης. Νὰ φᾶμε καὶ νὰ πιοῦμε. «Φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὒριο γὰρ ἀποθνήσκωμεν»... Αὐτὸ πιὰ εἶναι τὸ ἰδανικὸ τοῦ Ἕλληνος. Αὐτὸς εἶναι ὁ προσανατολισμός του. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἰδεολογία του, αὐτὰ εἶναι τὰ ἰδανικά του. Τὸ Εὐαγγέλιον; «Ἀναχρονισμένο. Δὲν βαριέσαι. Ποιός τὰ εἶδε; Ποιός τὰ ξέρει αὐτά;».
Ὦ, ἅγιε Παῦλε, ἂν ἐρχόσουν σήμερα, πῶς θὰ ἔβλεπες τὴν Ἑλλάδα; Αὐτὸν τὸν ἀγρὸ ποὺ σοῦ ἐνεπιστεύθῃ ὁ Κύριος νὰ τὸν σπείρεις μὲ τὸν εὐαγελικὸ σπόρο... Ὦ, πῶς θὰ ἔβλεπες σήμερα αὐτὸν τὸν ἀγρό; Μὲ τί ἀγκάθια καὶ μὲ τί τριβόλια σήμερα παρουσιάζεται! Εἶναι πραγματικά, σᾶς εἶπα, τὸ δρᾶμα μας.
«Σὺ δέ, ὦ ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, ταῦτα φεῦγε». «Ὦ Ἕλληνα, ὅλα αὐτὰ νὰ τὰ ἀποφύγεις». Στάσου μακριά. Εἶναι ἡ ἀρνητικὴ θέση, θὰ λέγαμε, τοῦ Εὐαγγελίου. Νὰ φεύγει κανεὶς ἀπὸ ὅλον αὐτὸν τὸν ὁρμαθὸν τῆς κενοφωνίας καὶ τῆς βεβηλότητος.
«ὑποτύπωσιν ἔχε ὑγιαινόντων λόγων ὧν παρ᾽ ἐμοῦ ἤκουσας». «Νὰ ἔχεις παράδειγμα λόγων ὑγιῶν, ποὺ ἄκουσες ἀπὸ μένα». Τὸ πιστεύετε; Τὸ φαντάζεστε; Τὸ ἔχετε συνειδητοποιήσει; Ὅτι ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Παύλου, ἑνὸς Παύλου, τοῦ πρώτου μετὰ τὸν Ἕναν, ἀκούσαμε καὶ πήραμε τὸ Εὐαγγέλιον; Τὸ ἔχουμε αὐτὸ τὸ πρᾶγμα νιώσει καλά; Ὅτι ἀπὸ ἐκεῖνον πήραμε τὸ Εὐαγγέλιον; Μᾶς τὸ σημειώνει λοιπόν. Ὑγιεῖς λόγους ποὺ πῆρες, «ὑποτύπωσιν» ἔχεις, ὑπόδειγμα, ποὺ ἄκουσες ἀπὸ μένα. Ὦ, τέτοια μεγάλη τιμή! Σήμερα, ἀγαπητοί μου, ἡ Ὀρθοδοξία κηρύσσεται ἀνὰ τὰ πέρατα τῆς Οἰκουμένης. Δὲν μποροῦν νὰ ποῦν ὅμως οἱ Ἀφρικανοί, οἱ τῆς Ἀνατολικῆς Ἀσίας, ἢ ὅπου ἀλλοῦ καὶ τῆς Ἀμερικῆς, ἐννοεῖται τῆς Νοτίου, σὲ ἄγριες φυλὲς ἢ ἀκόμη οἱ Χριστιανοί της Ἀλάσκας, νὰ ποῦν ὅτι ἀκούσαμε ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Παύλου τοῦτα τὰ λόγια. Διαβάζουν τὸ Εὐαγγέλιο αὐτοὶ «πρὸς Κορινθίους», «πρὸς Θεσσαλονικεῖς», «πρὸς Φιλιππησίους», ἑλληνικὲς πόλεις. Ἀπὸ τὸ στόμα του τὰ ἀκούσαμε αὐτά, ἀγαπητοί μου, ἀπὸ τὸ στόμα του.
Ἀλλὰ τί εἶναι αὐτοὶ οἱ «ὑγιαίνοντες λόγοι»; Πολλὲς φορὲς μποροῦμε νὰ εἰποῦμε ὅταν ἐρωτηθοῦμε τί βιβλίο νὰ διαβάσουμε, θὰ μπορούσαμε νὰ ἀπαντήσουμε: «Ἕνα βιβλίο ὑγιές». Τί εἶναι ἕνα βιβλίο ὑγιές; Νὰ μὴν ἔχει κάτι τὸ σκάρτο. Ἄν διαβάσω μία Γεωγραφία ἂν διαβάσω μία... ἕνα βιβλίο φυσιογνωστικόν, αὐτὸ εἶναι βιβλίον ὑγιές; Βεβαίως εἶναι ὑγιές. Μάλιστα λέγει ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος, αὐτὸς ὁ ἀσκητικότατος πατήρ, καὶ μοῦ ἔχει κάνει ἐντύπωση ποὺ λέγει: «Ἄπληστα, ἀχόρταστα νὰ διαβάζεις τὰ βιβλία τῶν φυσιοδιφῶν. Γιατί ἐκεῖ μέσα θὰ δεῖς τὴ σοφία τοῦ Θεοῦ, θὰ θαυμάσεις καὶ θὰ δοξάσεις τὸν Θεὸν Λόγον». Ὁτιδήποτε λοιπὸν ποὺ μπορεῖ νὰ οἰκοδομήσει, νὰ ὠφελήσει, πραγματικὰ νὰ παιδαγωγήσει, νὰ μορφώσει καὶ νὰ ὁλοκληρώσει τὴν ἀνθρωπίνη προσωπικότητα, εἶναι ὑγιές. Κατεξοχὴν ὅμως εἶναι τὸ Εὐαγγέλιον ὑγιές, εἶναι ἡ ἀκραιφνὴς ὑγεία. Ἔτσι λοιπὸν μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι εἶναι αὐτοὶ οἱ «ὑγιαίνοντες λόγοι».
Καὶ συνεχίζει ὁ Ἀπόστολος: «Δίωκε δὲ δικαιοσύνην, εὐσέβειαν, πίστιν, ἀγάπην, ὑπομονήν, πρᾳότητα». «Νὰ ἐπιδιώκεις τὴν δικαιοσύνη». Τί εἶναι ἡ δικαιοσύνη; Ἡ δικαιοσύνη εἶναι μία ἀπὸ τίς τέσσερις ἑλληνικὲς ἀρετές. Μία ἀπὸ τίς τέσσερις. Πλάϊ στὴν ἀνδρεία καὶ τὴν σωφροσύνη εἶναι καὶ ἡ δικαιοσύνη, μία ἀπὸ τίς τέσσερις ἑλληνικὲς ἀρετές· ποὺ οἱ Πατέρες παίρνουν αὐτὴν τὴν τετράδα τῶν ἑλληνικῶν ἀρετῶν καὶ ἀπὸ ἐκεῖ δείχνουν ὅτι ἀπορρέουν ὅλες οἱ ἀρετὲς τοῦ ἠθικοῦ βίου. Ἡ δικαιοσύνη δὲ εἶναι ἐγκατεσπαρμένη, ἐν εὐρείᾳ ἐννοίᾳ «δικαιοσύνη», θὰ πεῖ ἀρετή, θὰ πεῖ ἁγιότης, μὲ τὴν ἁγιογραφικὴ ἔννοια τοῦ ὅρου, θὰ πεῖ ἁγιότης, ποὺ εἶναι ἐγκατεσπαρμένη σὲ ὅλες τίς ἀρετές, σὲ ὅλο τὸν βίο τοῦ ἀνθρώπου. Νὰ ἐπιδιώκεις, ὦ Ἕλληνα, τὴν ἁγιότητα. Ἀλλὰ καὶ τὴ δικαιοσύνη, μὲ τὴν στενὴ σημασία τῆς λέξης.
Ἀλλὰ καὶ τὴν εὐσέβεια. Λέει στοὺς Ἀθηναίους ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Σᾶς βλέπω νὰ εἴσαστε οἱ δεισιδαιμονέστεροι πάντων τῶν Ἑλλήνων». Δηλαδὴ οἱ εὐσεβέστεροι. Καὶ αὐτὸ εἶναι ἕνα ἐγκώμιο πρὸς τοὺς προγόνους μας, ἀγαπητοί μου. Ὅτι μᾶς βλέπει ὅτι εἴμαστε οἱ εὐσεβέστεροι ἀπὸ ὅσους χώρους, τόπους εἶχε γυρίσει. Γιατί δὲ τί; Εἶδε τὴν πόλη κατείδωλον, γεμάτη ἀπὸ εἴδωλα. Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ εὐσέβεια κατὰ καιροὺς ἔχει φύγει. Καὶ στὴν περίοδο τῆς εἰδωλολατρίας ἀκόμη, αὐτὴ ἡ εὐσέβεια εἶχε φύγει. Θυμᾶμαι ἕναν καθηγητή μας Φιλόλογο ποὺ μᾶς ἔλεγε: «Δὲν ἔχει σημασία τόσο ἐὰν κανεὶς πιστεύει σὲ ἕναν ψεύτικο Θεό, ὅσο ὅταν δὲν πιστεύει σὲ τίποτα». Γιατί... οἱ Ἀθηναῖοι, ἐπὶ παραδείγματι καὶ γενικὰ οἱ Ἕλληνες, ἐμεγαλούργησαν, ἔκτισαν ναοὺς ὑπέρλαμπρους μὲ ρυθμὸ καὶ κάλλος, ὀμορφιὰ καὶ μέτρο, ποὺ στέκονται κλασικὰ τὰ μνημεῖα αὐτά. Πότε τὰ ἔφτιαξαν αὐτά; Τὸν καιρὸ ποὺ εὐσεβοῦσαν. Ὅταν ἦρθαν οἱ Σοφισταὶ καὶ ἄρχισαν νὰ ρίχνουν τὸν σπόρο τοῦ ἀγνωστικισμοῦ, τῆς ἀμφιβολίας καὶ ἄρχισε ἡ Ἑλλὰς νὰ γίνεται ἀσεβής, τότε ἄρχισε νὰ λατρεύεται πιὰ ὁ Βάκχος καὶ ἡ Ἀφροδίτη. Τὰ πάθη. Καὶ ὄχι πιὰ ἡ θεὰ Ἀθηνᾶ ἢ ὁ Ἀπόλλων κ.λπ. Βλέπετε λοιπὸν ὅτι ἡ εὐσέβεια, ἔστω καὶ σὲ ψεύτικο Θεό, εἶναι σπουδαῖο πρᾶγμα. Πόσο μᾶλλον, πόσο μᾶλλον ἡ εὐσέβεια, ὅταν γνωρίζουμε τὸν ἀληθινὸ Θεό! Ὅταν ἔχουμε τεκμήρια καὶ τῶν προφητῶν καὶ τῆς Ἱστορίας, τεκμήρια τῆς ἀληθοῦς πίστεώς μας. Πρέπει νὰ ξαναγυρίσουμε στὴν εὐσέβεια, στὴν πίστη καὶ στὴν ἀγάπη. Αὐτὰ ποὺ εἶναι τὰ κίνητρα τῆς ζωῆς μας.
«Ἀγωνίζου τὸν καλὸν ἀγῶνα τῆς πίστεως». Ἀγωνίζου. Ναί. Ὦ αὐτὴ ἡ πίστις! Αὐτὴ ἡ πίστις γιὰ νὰ κρατηθεῖ, αὐτὴ ἡ παρακαταθήκη γιὰ νὰ κρατηθεῖ θέλει ἀγῶνα. Γι᾿ αὐτὸ λέγει: «Ἀγωνίζου». Μὴν νομίσουμε ὅτι ἂν μᾶς παρέδωσε τὴν πίστη ὁ Ἀπόστολος, ὅτι αὐτὴ μπορεῖ νὰ μείνει χωρὶς ἐμεῖς νὰ κάνουμε ἀγῶνα νὰ τὴν κρατήσουμε. Ὅπως παιδιὰ ποὺ κληρονομοῦν ἕναν πλούσιο πατέρα, ποτὲ δὲν μποροῦν νὰ ποῦν ὅτι θὰ μείνει αὐτὴ ἡ περιουσία στὰ χέρια τους, ὅταν αὐτοὶ πάψουν νὰ δουλεύουν. Καὶ δὲν πρέπει μόνον ἁπλῶς νὰ κρατήσουμε αὐτὸ ποὺ μᾶς ἔδωκε ἀλλὰ πρέπει καὶ νὰ τὸ αὐξήσουμε. Προσέξτε αὐτό. Νὰ τὸ αὐξήσουμε. Γράφει στοὺς Κορινθίους: «Τί νὰ σᾶς πῶ», λέγει, «νήπια εἴσαστε». Ἀπὸ ποῦ τοὺς παρέλαβε; Ἀπὸ τίς αὐλὲς τῆς πανδήμου Ἀφροδίτης. Ὅταν ἦρθε στὴν Κόρινθο καὶ ὅταν εἶδε τὴν ἁμαρτία νὰ ρέει στοὺς δρόμους, ἔπιασε τὴν μύτη του ὁ Ἀπόστολος ἀπὸ τὴ βρώμα τῆς ἀνηθικότητος καὶ λέει: «Πωπώ! Πωπώ!». Πῆγε στὴν Ἀθήνα... εἶδε κατείδωλον τὴν πόλιν. Ἦρθε στὴν Κόρινθο, βρωμερὸς βίος. Καὶ ἑτοιμάζεται νὰ φύγει. Καὶ τοῦ λέγει ὁ Κύριος: «Παῦλε, μεῖνε σὲ αὐτὴν τὴν πόλη. Ὑπάρχει γιὰ μένα ἐκλεκτὸς λαός». Καὶ ἔμεινε δεκαοκτὼ μῆνες ὁ Ἀπόστολος· ἐνῶ ἑτοιμαζόταν νὰ φύγει. Ἀλλὰ ἀπὸ ποῦ ὅμως ἀνέσυρε τοὺς ὑποψηφίους Χριστιανούς του; Ἀπὸ ποῦ τοὺς ἔβγαλε; Γι᾿ αὐτὸ θὰ τοὺς γράψει στὴν Ἐπιστολή του: «Γάλα ὑμᾶς ἐπότισα (:Σᾶς πότισα μὲ γάλα)». «Δὲν σᾶς εἶπα σπουδαῖα, μεγάλα πράγματα. Δὲν εἶστε σὲ θέση νὰ δεχθεῖτε τὴν στερεὰ τροφὴ τῆς πίστεως». Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ στερεὰ τροφὴ ἔπρεπε νὰ ἔρθει ἀργότερα. Μέσα λοιπὸν στοὺς 20 αἰῶνες, ὄχι μόνον πρέπει νὰ κρατήσουμε τὴν πίστη, ἀλλὰ καὶ πρέπει νὰ αὐξήσουμε τὴν πίστη. Καὶ μὴν ξεχνᾶμε· εἶναι νόμος οἰκονομολογικὸς ὅτι δὲν κρατιέται ποτὲ τὸ κεφάλαιο, ἐὰν δὲν αὐξάνει. Καὶ δὲν κρατιέται ποτὲ ἕνας θησαυρὸς ἐὰν δὲν μεγαλώνει. Κι ἡ πίστη δὲν κρατιέται ἐὰν δὲν προκόβει καὶ ἐὰν δὲν αὐξάνει. Αὐτὸ νὰ μὴν τὸ ξεχάσουμε ποτέ. Ἀγωνίζου, λοιπόν, τὸν καλὸ ἀγῶνα τῆς πίστεως.
«Ἐπιλαβοῦ τῆς αἰωνίου ζωῆς». «Ἐπιλαμβάνομαι»: ἁρπάζω καὶ κρατῶ γερά. «Ἐπιλαβοῦ τῆς αἰωνίου ζωῆς». Ναί. Ὅταν ὅλα τὰ φιλοσοφικὰ συστήματα δείχνουν ὅτι δὲν ὑπάρχει πουθενὰ νὰ προσανατολιστεῖ ὁ ἄνθρωπος. Τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος; Ἄγνωστον. Κανεὶς δὲν μᾶς ἀπαντάει. Ἄγνωστο. Καὶ πλέουν οἱ ἄνθρωποι στὸν ὠκεανὸ τῆς ἀγνωσίας τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἀγνωσίας τοῦ νοήματος τῆς ὑπάρξεως. Δὲν βρίσκουν νόημα. Γιατί ὑπάρχω; Ποιός ὁ λόγος νὰ ὑπάρχω; Ὑπάρχει ὁ θάνατος. Καὶ τί νόημα δίνει πιὰ στὴν ὕπαρξή μου, ἀφοῦ ὑπάρχει ὁ θάνατος; Γιὰ ποιό λόγο ὑπάρχει τὸ σύμπαν; Μόνο νόημα παίρνει ἡ ὕπαρξη ἡ ἀνθρώπινη, ὅταν ἔχουμε τὸν δείκτη τῆς αἰωνίου ζωῆς. Καὶ αὐτὴ ἡ αἰώνιος ζωὴ εἶναι χειροπιαστή, γιατί δόθηκε μὲ ἱστορικὰ καὶ προφητικὰ κριτήρια. Ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ. Θὰ ζήσουμε τὴν αἰώνια ζωή. Εἶναι μεγάλο πρᾶγμα. «Ἐπιλαβοῦ τῆς αἰωνίου ζωῆς». Εἶναι τὸ ἄκρον ἄωτον. Εἶναι τὸ τέρμα πάσης προσπαθείας ποὺ μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος, ἀγαπητοί μου, νὰ ἔχει.
Καὶ τελειώνει ὡς ἑξῆς· μὲ τίς ὑποθῆκες ποὺ μᾶς λέει σὲ μᾶς τοὺς Νεοέλληνες: «Παραγγέλλω σοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ τηρῆσαί σε τὴν ἐντολὴν ἄσπιλον, ἀνεπίληπτον μέχρι τῆς ἐπιφανείας τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ». «Σοῦ παραγγέλλω μπροστὰ στὸν Θεὸ νὰ τηρήσεις ἄσπιλη, ἀνεπίληπτη τὴν ἐντολή». Ποιά ἐντολή; «Τὴν ἐντολὴ ποὺ πῆρες· τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀγάπης, τοῦ Εὐαγγελίου». Πρόσεξε. Νὰ τηρήσεις ἀνόθευτη, ἄσπιλη, καὶ ἀνεπίληπτη, ἀκατηγόρητη τὴν ἐντολὴ αὐτήν· τὸ Εὐαγγέλιο. Πράγματι. Ξέρετε τί σημαίνει αὐτό; Παίρνουμε τὴν παραγγελία νὰ κρατήσουμε ἀνόθευτη καὶ ἀκατηγόρητη τὴν Ὀρθοδοξία μας. Εἶναι μεγάλο κεφάλαιο, ἀγαπητοί μου, νὰ εἶναι κανεὶς Ὀρθόδοξος. Καὶ λέγει: «Πρόσεξε, θὰ κρατήσεις αὐτὰ μέχρι τῆς δευτέρας ἐπιφανείας τοῦ Κυρίου· ἕως ὅτου ἔρθει ξανὰ ὁ Χριστός». Ἄν θέλει ἡ Ἑλλὰς νὰ ζήσει, πρέπει νὰ κρατήσει αὐτὴν τὴν παρακαταθήκη ἕως ὅτου τελειώσει ἡ Ἱστορία. Ἀλλιῶς; Ἀλλιῶς... φοβερό! Ἡ Ἑλλὰς θὰ πεθάνει! Δὲν εἶναι δόγμα «ἡ Ἑλλὰς ποτὲ δὲν πεθαίνει». Πεθαίνει. Ἄν θέλει νὰ μὴν πεθάνει πρέπει νὰ κρατήσει αὐτὴν τὴν παρακαταθήκη ἕως τῆς δευτέρας τοῦ Κυρίου παρουσίας.
Ἀγαπητοί μου, αὐτὰ μᾶς παραγγέλλει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, αὐτὸς ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἑλλήνων. Καὶ προσέξτε, μᾶς ὅρκισε, ὅπως ὁρκίζει ὁ πατέρας τὸ παιδί του νὰ τηρήσει ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα τοῦ ἀφήνει παραγγελία, ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, λέγει, «τοῦ ζωοποιοῦντος τὰ πάντα». «Πρόσεξε», λέγει, «σοῦ παραγγέλλω...», μᾶς ὁρκίζει. Συνεπῶς εἴμαστε ὀφειλέτες. Ὄχι στεγνοί, ξεροὶ ὀφειλέτες. Εἶναι τὸ συμφέρον μας αὐτό. Καὶ ἔτσι, κάθε παρέκκλιση ποὺ κάνουμε, ἂς μᾶς τρομάζει. Ἄς ἐπιστρέψουμε λοιπὸν πίσω, ἂν τὸ ἀντιληφθοῦμε καὶ τὸ ἀντιλαμβανόμεθα αὐτό, ὅτι ἔχουμε φύγει μακριά. Καὶ ἂς παρακαλέσουμε, ἀγαπητοί μου, τὸν ἅγιο Ἀπόστολό μας, τὸν Ἀπόστολο Παῦλο νὰ μᾶς βοηθήσει νὰ ξαναγυρίσουμε πάλι κοντὰ στὸν Χριστό. Νὰ γυρίσουμε κοντὰ σὲ Ἐκεῖνον ποὺ εἶναι ἡ αἰώνιος ζωή. Καὶ νὰ φανοῦμε τηρητὲς τῆς μεγάλης του παρακαταθήκης.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
καὶ μὲ ἀπροσμέτρητη εὐγνωμοσύνη στὸν πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστὸ γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο,
μεταφορὰ τῆς ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας σὲ ἠλεκτρονικὸ κείμενο καὶ ἐπιμέλεια:
Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
• Ἀπομαγνητοφώνηση ὁμιλίας διὰ χειρὸς τοῦ ἀξιοτίμου κ. Ἀθανασίου Κ.
• http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p athanasios/omiliai kyriakvn/omiliai kyriakvn 243.mp3