Ὁ Ἅγιος Θαδδαῖος ὁ Ἀπόστολος
Θαδδαῖε! ποῖον ἄλλο σοι πλέξω στέφος,
Ἤ αὐτόπτην λέγειν σε, καὶ μύστην Λόγου;
Εἰκάδι πρώτῃ Θαδδαῖος βιότοιο ἀπέπτη.
Ἑβραῖος ἀπὸ τὴν Ἔδεσσα ὁ Θαδδαῖος καὶ πολὺ μορφωμένος στὶς θεῖες Γραφές, εἶχε ἀνεβεῖ στὴν Ἱερουσαλὴμ γιὰ προσκύνημα τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ. Ὅταν ἄκουσε τὸ κήρυγμά του καὶ εἶδε τὴν ἀγγελική του ζωή, τόσο πολὺ ἐντυπωσιάστηκε, ὥστε ἐπεδίωξε καὶ βαπτίστηκε ἀπ’ αὐτόν. Μετὰ ὅμως, ὅταν ἄκουσε τὴν διδασκαλία καὶ εἶδε τὰ θαύματα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὸν ἀκολούθησε μέχρι τὸ σωτήριο Πᾶθος.
Μετὰ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου, ἐπέστρεψε στὴν πατρίδα του, τὴν Ἔδεσσα. Ἐκεῖ καθάρισε ἀπὸ τὴ λέπρα τὸν τοπάρχη Αὔγαρο καὶ κατόπιν τὸν βάπτισε χριστιανό. Ἀφοῦ δίδαξε καὶ φώτισε μὲ τὸν λόγο τῆς ἀληθείας πολλοὺς καὶ ἵδρυσε πολλὲς ἐκκλησίες στὶς πόλεις τῆς Συρίας, ἔφθασε στὴν Βηρυτό. Ὁ Θαδδαῖος καὶ ἐκεῖ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ δίδαξε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ βάπτισε πολλούς.
Μετὰ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου, ἐπέστρεψε στὴν πατρίδα του, τὴν Ἔδεσσα. Ἐκεῖ καθάρισε ἀπὸ τὴ λέπρα τὸν τοπάρχη Αὔγαρο καὶ κατόπιν τὸν βάπτισε χριστιανό. Ἀφοῦ δίδαξε καὶ φώτισε μὲ τὸν λόγο τῆς ἀληθείας πολλοὺς καὶ ἵδρυσε πολλὲς ἐκκλησίες στὶς πόλεις τῆς Συρίας, ἔφθασε στὴν Βηρυτό. Ὁ Θαδδαῖος καὶ ἐκεῖ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ δίδαξε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ βάπτισε πολλούς.
Τελικά, ἐκεῖ παρέδωσε εἰρηνικὰ τὸ πνεῦμά του, ἀφοῦ στὴν ζωή του ἐφάρμοσε πλήρως τὴν ἐντολὴ ποὺ ἔδωσε ὁ Κύριος στοὺς μαθητές Του: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντας αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Πηγαίνετε, δηλαδή, καὶ κάνετε μαθητές σας ὅλα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντας αὐτοὺς στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ὁ Μ. Γαλανός, γιὰ τὸν Ἀπόστολο αὐτὸν ἀναφέρει: «Μερικοὶ ὑποθέτουν, ὅτι πρόκειται γιὰ ἕναν ἀπὸ τοὺς 70 ἀποστόλους, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἔδεσσα, ἦταν ὅμως Ἰουδαῖος. Ἄλλα βέβαιο μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ, ὅτι ὁ Ἀπόστολος Θαδδαῖος εἶναι ὁ ὑπὸ τὸ ὄνομα αὐτὸ φερόμενος μεταξὺ τῶν Δώδεκα. Ὀνομαζόταν δὲ ἀλλιῶς καὶ Λεββαῖος καὶ ἦταν ἀδελφὸς τοῦ Ἰακώβου τοῦ μικροῦ. Σὲ αὐτὸν ἀνήκει καὶ ἡ ἐπιστολὴ Ἰούδα στὸ Εὐαγγέλιο. Διότι καθ’ αὐτὸ Ἰούδας ὀνομαζόταν, τὰ δὲ ἄλλα δυὸ ὀνόματα ἦταν πρόσθετα, ὅπως συμβαίνει πάντοτε στοὺς Ἰουδαίους μέχρι καὶ σήμερα. Ὁ Θαδδαῖος κήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο στὴν Μεσοποταμία, ὅπου καὶ ἔλαβε μαρτυρικὸ θάνατο».
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Θεοῦ τοῦ ἐν σώματι, ἐπιφανέντος ἡμῖν, αὐτόπτης γενόμενος, καὶ ἱερὸς μαθητής, Θαδδαῖε Ἀπόστολε, ἔλαμψας τοὶς ἐν σκότει, τὴν σωτήριον χάριν· ὤφθης τῶν ἐν Ἐδέσσῃ, ἰατὴρ λαμπαδοῦχος· διὸ τοὺς προσιόντας σοι, σκέπε ἑκάστοτε.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἑορτὴ χαρμόσυνος, τοῦ Ἀποστόλου ἐπέστη· εὐφροσύνως σήμερον, ἐπιτελέσωμεν ταύτην· νέμει γάρ, τοῖς αὐτὸν πίστει ἀεὶ τιμῶσι, λύτρωσιν, ἁμαρτημάτων καὶ ῥῶσιν θείαν· καὶ γὰρ ἔχει παρρησίαν, ὡς θεῖος μύστης Χριστοῦ τῆς χάριτος.
Μεγαλυνάριον.
Αἴγλη τοῦ Σωτῆρος καταυγασθείς, τούτῳ προσπελάσας, ὦ Θαδδαῖε ὡς μαθητής· ἔνθεν ἐν Ἐδέσσῃ, ὡς ἥλιος ἐπέστης, φωτίζων καὶ στηρίζων, τοὺς προσιόντας σοι.
Ἡ Ἁγία Βάσσα ἡ Μάρτυς καὶ τὰ τέκνα αὐτῆς
Μητρὸς μιᾶς κάλλιστα παιδία τρία,
Σὺν μητρὶ Βάσσῃ πρὸς τομὴν ψυχὴ μία.
Βάσσαν σὺν τοκέεσσι τάμε ξίφος εἰκάδι πρώτῃ.
Ἡ Ἁγία Βάσσα, ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ μεγάλου διώκτη τῶν χριστιανῶν, Διοκλητιανοῦ. Εἶχε παντρευτεῖ ἕνα εἰδωλολάτρη ἱερέα, τὸν Οὐαλέριο καὶ εἶχε καὶ τρία παιδιὰ μαζί του, τὸν Ἀγάπιο, τὸν Θεόγνιο καὶ τὸν Πιστό. Ἀργότερα ἡ Βάσσα ἀσπάστηκε τὸν χριστιανισμὸ μαζὶ μὲ τὰ παιδιά της. Ὅταν τὸ ἔμαθε ὁ ἄντρας της, ἐξοργίστηκε καὶ προσπάθησε νὰ τοὺς μεταπείσει νὰ γυρίσουν πίσω στὰ εἴδωλα.
Αὐτοὶ ἀρνήθηκαν καὶ μάλιστα προσπάθησαν νὰ τὸν κάνουν καὶ αὐτὸν χριστιανό. Αὐτὸς ἐξοργίστηκε τόσο καὶ ἀποφάσισε νὰ τοὺς καταδώσει στὸν ἀνθύπατο Βικάριο, ὁ ὁποῖος διέταξε τὴν σύλληψή τους. Ὁ πρωτότοκος Θεόγνιος μάλιστα, μαρτύρησε μὲ πολλὰ φρικτὰ βασανιστήρια πρῶτος, ὁμολογώντας γιὰ τὸν Χριστό. Οἱ ὑπόλοιποι ρίχτηκαν στὴν φυλακή.
Ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲν ἔπεσε τὸ φρόνημά τους, τὸν μὲν Ἀγάπιο τὸν σκότωσαν γδέρνοντάς του τὸ δέρμα. Τὸ μαρτύριο ἦταν φρικτὸ ἀλλὰ ὁ νέος δὲν σταμάτησε οὔτε μία στιγμὴ νὰ δοξολογεῖ τὸ Θεό. Τὸν ἄλλο γιό, τὸν ἀποκεφάλισαν. Τὴν ἁγία τὴν ἄφησαν ἐλεύθερη. Συνελήφθη ὅμως ἀργότερα ἀπὸ τὸν ἔπαρχο τῆς Κυζίκου, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ τὴν ὑπέβαλε σὲ πολλὰ βασανιστήρια στὸ τέλος τὴν ἀποκεφάλισε.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ὡς καλλίτεκνος μήτηρ τῇ Τριάδι προσήγαγες, Βάσσα Ἀθληφόρε θεόφρον, τοὺς καρποὺς τῆς κοιλίας σου, Θέογνιον Ἀγάπιον Πιστόν, ἀθλήσαντας τῷ λόγῳ σου στερρῶς· μεθ’ ὧν θείας ἀπολαύουσα χαρμονῆς, σῶζε τοὺς ἐκβοῶντάς σοι· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Σολομονῆς προσεπιβαίνουσα τοῖς ἴχνεσι
Τοῦ μαρτυρίου τοῖς ἀγῶσι παρεθάρρυνας
Τῶν υἱῶν σου τὴν τριάδα, Βάσσα Θεόφρον·
Ἀλλ’ ὡς πάντα ὑπερβᾶσα τὰ ἐπίπονα
Ἐπωδύνων πειρασμῶν ἀπελευθέρωσον
Τοὺς βοῶντάς σοθ, χαίροις Μάρτυς πολύαθλε.
Μεγαλυνάριον.
Βάσις πρὸς ἀγῶνας μαρτυρικούς, Βάσσα ἀνεδείχθης, τῶν υἱῶν σου τῶν εὐκλεῶν· λόγῳ γὰρ καὶ ἔργῳ, αὐτοὺς ἐνδυναμοῦσα, σὺν τούτοις ἐδοξάσθης, στερρῶς ἀθλήσασα.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ὡς καλλίτεκνος μήτηρ τῇ Τριάδι προσήγαγες, Βάσσα Ἀθληφόρε θεόφρον, τοὺς καρποὺς τῆς κοιλίας σου, Θέογνιον Ἀγάπιον Πιστόν, ἀθλήσαντας τῷ λόγῳ σου στερρῶς· μεθ’ ὧν θείας ἀπολαύουσα χαρμονῆς, σῶζε τοὺς ἐκβοῶντάς σοι· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Σολομονῆς προσεπιβαίνουσα τοῖς ἴχνεσι
Τοῦ μαρτυρίου τοῖς ἀγῶσι παρεθάρρυνας
Τῶν υἱῶν σου τὴν τριάδα, Βάσσα Θεόφρον·
Ἀλλ’ ὡς πάντα ὑπερβᾶσα τὰ ἐπίπονα
Ἐπωδύνων πειρασμῶν ἀπελευθέρωσον
Τοὺς βοῶντάς σοθ, χαίροις Μάρτυς πολύαθλε.
Μεγαλυνάριον.
Βάσις πρὸς ἀγῶνας μαρτυρικούς, Βάσσα ἀνεδείχθης, τῶν υἱῶν σου τῶν εὐκλεῶν· λόγῳ γὰρ καὶ ἔργῳ, αὐτοὺς ἐνδυναμοῦσα, σὺν τούτοις ἐδοξάσθης, στερρῶς ἀθλήσασα.
Άγιος Αθανάσιος ο Πατελλάρος, ο Καθήμενος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Ο Αθανάσιος Γ΄ (κατά κόσμον Αλέξιος Πατελάρος) διετέλεσε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως για μικρά χρονικά διαστήματα, το 1634 μ.Χ. και το 1652 μ.Χ.
Γεννήθηκε στο χωριό Αξός Μυλοποτάμου του Ρεθύμνου μεταξύ των ετών 1580 μ.Χ. και 1597 μ.Χ. Σπούδασε Αρχαία Ελληνική Φιλολογία, Φιλοσοφία και Θεολογία. Ήξερε ελληνικά και λατινικά και διακρινόταν για τη γενικότερη μόρφωσή του, το κήρυγμά του και την ποίηση που έγραφε. Μελετούσε την Αγία Γραφή, και μάλιστα μετέφρασε μέρος της στα νέα ελληνικά. Στη Μονή Ιβήρων σώζεται σήμερα και μετάφραση του Ψαλτηρίου που έκανε ο ίδιος.
Εκάρη μοναχός στο Σιναϊτικό Μετόχι του Χάνδακα. Κατόπιν μετέβη στο Άγιο Όρος, όπου εγκαταστάθηκε σε κελί που έκτισε ο ίδιος στην περιοχή της Μονής Παντοκράτορος. Χειροτονήθηκε διάκονος, ιερέας και επίσκοπος στη Θεσσαλονίκη. Το 1631 μ.Χ. εξελέγη Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης.
Το Μάρτιο του 1634 μ.Χ. εξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως με τη βοήθεια του Σουλτάνου, αλλά και λατινοφρόνων και Ιησουητών. Η διάρκεια της πρώτης του Πατριαρχίας δεν είναι γνωστή. Εκθρονίστηκε πάντως συντομότατα (ίσως και εντός έτους) και επέστρεψε στο Άγιο Όρος. Διέμεινε στο αρχαίο μονύδριο του Ξύστρου, το οποίο βρισκόταν κοντά στις Καρυές, το οποίο και μεγάλωσε με προσωπική εργασία. Είναι η σημερινή Σκήτη του Αγίου Ανδρέα, της οποίας θεωρείται κτήτωρ. Από εκεί επεδίωξε τη βοήθεια του Πάπα, για να επανέλθει στο Θρόνο του. Το 1635 μ.Χ. βρέθηκε στη Βενετία, από όπου κατηγορούσε τον Πατριάρχη Κύριλλο Λούκαρι ως αιρετικό, αλλά και τον Πάπα που δεν τον βοηθούσε.
Το 1639 μ.Χ. ο Πατριάρχης Παρθένιος Α΄ του παραχώρησε τη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης και τη Μονή Βλατάδων. Το 1643 μ.Χ. ο Αθανάσιος μετέβη στη Μολδαβία και στη Βλαχία, όπου κέρδισε τη συμπαράσταση του τοπικού ηγεμόνα Βαλείου και αναρριχήθηκε εκ νέου στον Πατριαρχικό Θρόνο το 1652 μ.Χ. για δεκαπέντε ημέρες. Την ημέρα της εκθρόνισής του έβγαλε κήρυγμα με βάση το χωρίο «Σῦ εἰ Πέτρος καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν Ἐκκλησίαν» και αντέκρουσε τα επιχειρήματα που συνιστούν το παπικό πρωτείο με ιδιαίτερη οξύτητα. Το κήρυγμά του αυτό προκάλεσε την μήνι των λατινοφρόνων, με προεξάρχοντα τον Αθανάσιο τον Κύπριο, ο οποίος το 1655 μ.Χ. κυκλοφόρησε πραγματεία με τον τίτλο «Ἀντιπατελλάριον».
Μετά τη νέα έκπτωσή του από το Θρόνο, ο Αθανάσιος μετέβη στη Ρωσία και αργότερα στο Ιάσιο της Ρουμανίας. Στη Ρωσία άσκησε σημαντικό ιεραποστολικό έργο και αντιλατινική δράση, πράγμα που δικαιολογεί και την ιδιαίτερη τιμή των Ρώσων στο πρόσωπό του. Απεβίωσε στις 5 Απριλίου 1654 μ.Χ. στη Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος του Λούμπνι, στο Χάρκοβο της Ουκρανίας, όπου ενταφιάστηκε καθήμενος, κατά το τυπικό της Ανατολικής Εκκλησίας. Ο τάφος του υπήρξε πηγή αγιάσματος και ιαμάτων.
Η Ρωσική Εκκλησία αναγνώρισε την αγιότητά του την 1η Φεβρουαρίου του 1662 μ.Χ., οπότε έγινε ανακομιδή των λειψάνων του και όρισε σαν ημερομηνία εορτής την 2α Μαΐου. Η Μονή του Λούμπνι μετατράπηκε σε φυλακή το 1917 μ.Χ. και σε στρατόπεδο το 1937 μ.Χ. Το σκήνωμα του Αθανασίου Πατελάρου διασώθηκε στην αποθήκη ενός μουσείου. Το 1990 μ.Χ. αποδόθηκε και πάλι στη Ρωσική Εκκλησία και διατηρείται στο Χάρκοβο της Ουκρανίας.
Στις 21 Αυγούστου 1993 μ.Χ., η Αξός ως γενέτειρα του Αγίου Αθανασίου υπεδέχθη μικρό τεμάχιο του ιερού λειψάνου του το οποίο έφερε από το Χάρκοβο ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεόδωρος (τότε επίσκοπος Κυρήνης). Από τότε η μνήμη του Αγίου Αθανασίου Πατελάρου εορτάζεται την 21η Αυγούστου κάθε έτους.
Το 1995 μ.Χ., ολιγομελής αντιπροσωπεία της εκκλησίας με επικεφαλής τον Μητροπολίτη (τότε ηγούμενο της Ιεράς Μονής Ατάλης-Μπαλί) κ.κ. Ανθιμο, και τους Αξικούς: Παππά Γιώργη Κουτάντο, Παππά Μιχάλη Καμαρίτη, Στέλιο Κ. Κουτάντο (Πρόεδρο κοινότητας Αξού), Γιάννη Β. Δαφέρμο και Γιάννη Δ. Παπαδάκη (πρόεδρο Πολιτιστικού Συλλόγου Αξού) επισκέφθηκε την Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Λούμπνι και την πόλη του Χάρκοβο.
Ο Μητροπολίτης Χαρκόβου κ.κ. Νικόδημος, παρέδωσε στην αντιπροσωπεία, μικρό τεμάχιο του ιερού λειψάνου και αρχιερατική στολή του Αγίου, τα οποία μεταφέρθηκαν στην γενέτειρα του και φυλάσσονται από 21 Αυγούστου 2008 μ.Χ. στον ομώνυμο Ναό του Αγίου στην Αξο.
Τα «Ρεθεμνιώτικα Νέα» σε ρεπορτάζ αναφέρουν ότι τα λείψανα του Αγίου εκλάπησαν μετά από τη διάρρηξη του ναού τον Φεβρουάριο του 2010 και καταβάλλονται προσπάθειες για την ανεύρεση τους. Οι ιερόσυλοι παραβίασαν την κλειδωμένη πόρτα, πήραν εκατό ευρώ από το παγκάρι και στη συνέχεια άρπαξαν την λειψανοθήκη που είχε μέρος του ιερού λειψάνου του Αγίου Αθανασίου και εξαφανίστηκαν.
Ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος ὁ ἐν Ἰκονίῳ
Η μνήμη του Οσίου Αλέξανδρου αναγράφεται στο Σιναϊτικό κώδικα 631. Δεν έχουμε λεπτομέρειες για τον βίο του.
Η μνήμη του Οσίου Αλέξανδρου αναγράφεται στο Σιναϊτικό κώδικα 631. Δεν έχουμε λεπτομέρειες για τον βίο του.
Όσιος Αβράμιος ο Αρχιμανδρίτης Σμολένσκης ο Θαυματουργός
Δεν έχουμε λεπτομέρειες για τον βίο του Ρώσου Οσίου.
Οσία Μάρθα του Ντιβέεβο
Η Μαρία Σεμένοβνα Μελιούκοβα είχε στενή πνευματική σχέση με τον Όσιο Σεραφείμ του Σαρώφ (βλέπε 2 Ιανουαρίου). Μπήκε στη μονή το 1823 μ.Χ. και από τα 13 της χρόνια μια άσκησή της ήταν η σιωπή. Πάντοτε βρίσκονταν σε βαθιά και αδιάκοπη προσευχή. Η ασκητική της ζωή ξεπερνούσε σε σκληρότητα και αυστηρότητα την ασκητική ζωή πολλών μοναχών, ενώ η υπακοή της στο Όσιο Σεραφείμ ήταν τελεία.
Ήταν τέτοια η πνευματική της σχέση με τον Όσιο Σεραφείμ όπου εκείνος της απεκάλυψε πολλά από τα όσα επρόκειτο να συμβούν στη μονή, αλλά και για τα όσα του είπε η Παναγία κατά τις επισκέψεις της στον Όσιο. Μετά την κοίμηση της στις 21 Αυγούστου 1829 μ.Χ., ο Όσιος Σεραφείμ απεκάλυψε στις άλλες μοναχές ότι της είχε δώσει το μέγα μοναχικό σχήμα και «ότι τώρα η ψυχή της βρίσκεται στη Βασιλεία των ουρανών, κοντά στην Αγία Τριάδα, στο θρόνο του Θεού και όλοι θα βοηθηθούν απ' αυτήν».
Στην κηδεία της η Πρασκόβια Σεμένοβνα, αδελφή της μοναχής, είδε ξεκάθαρα στην Ωραία Πύλη την Παναγία και την μοναχή Μάρθα να στέκεται στον αέρα. Η Πρασκόβια Σεμένοβνα άρχισε τότε να κάνει την τρελή, να προφητεύει και να σχίζει τα ρούχα της. Τότε όλοι άκουσαν φωνές και των τριγμό της εξόδου των δαιμόνων απ' αυτήν. Ο Όσιος Σεραφείμ διηγούνταν πως κατά τη διάρκεια της κηδείας έλαβαν πολλοί άνθρωποι θεραπεία. Μετά από λίγο καιρό ο Όσιος Σεραφείμ «έλαβε επιβεβαίωση» ότι η μοναχή Μάρθα βρίσκεται κοντά στο θρόνο του Θεού και κοντά στην Παναγία, δίπλα από τις αγίες παρθένες και τους προέτρεπε όλους να προσεύχονται σ' εκείνην.
Ήταν τέτοια η πνευματική της σχέση με τον Όσιο Σεραφείμ όπου εκείνος της απεκάλυψε πολλά από τα όσα επρόκειτο να συμβούν στη μονή, αλλά και για τα όσα του είπε η Παναγία κατά τις επισκέψεις της στον Όσιο. Μετά την κοίμηση της στις 21 Αυγούστου 1829 μ.Χ., ο Όσιος Σεραφείμ απεκάλυψε στις άλλες μοναχές ότι της είχε δώσει το μέγα μοναχικό σχήμα και «ότι τώρα η ψυχή της βρίσκεται στη Βασιλεία των ουρανών, κοντά στην Αγία Τριάδα, στο θρόνο του Θεού και όλοι θα βοηθηθούν απ' αυτήν».
Στην κηδεία της η Πρασκόβια Σεμένοβνα, αδελφή της μοναχής, είδε ξεκάθαρα στην Ωραία Πύλη την Παναγία και την μοναχή Μάρθα να στέκεται στον αέρα. Η Πρασκόβια Σεμένοβνα άρχισε τότε να κάνει την τρελή, να προφητεύει και να σχίζει τα ρούχα της. Τότε όλοι άκουσαν φωνές και των τριγμό της εξόδου των δαιμόνων απ' αυτήν. Ο Όσιος Σεραφείμ διηγούνταν πως κατά τη διάρκεια της κηδείας έλαβαν πολλοί άνθρωποι θεραπεία. Μετά από λίγο καιρό ο Όσιος Σεραφείμ «έλαβε επιβεβαίωση» ότι η μοναχή Μάρθα βρίσκεται κοντά στο θρόνο του Θεού και κοντά στην Παναγία, δίπλα από τις αγίες παρθένες και τους προέτρεπε όλους να προσεύχονται σ' εκείνην.
Σύναξη των εν Λευκάδι Αγίων
Κάθε πρώτη Κυριακή μετά την 15η Αυγούστου η τοπική Εκκλησία της Λευκάδας
τιμά με έναν κοινό εορτασμό το σύνολο των Αγίων, τους οποίους ο
«χριστώνυμος λαός της νήσου Λευκάδος» αναγνωρίζει διαχρονικά ως
ευεργέτες του σε δύσκολες στιγμές και μεσίτες υπέρ του στον Θρόνο της
Χάριτος.
Η Ιερή εικόνα, με την επωνυμία «Οι Άγιοι της νήσου Λευκάδος», έργο των αδελφών της Ιεράς Μονής Παναχράντου Μεγάρων, βρίσκεται σε ειδικό προσκυνητάρι, στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό της Ευαγγελιστρίας. Πρόκειται για μία πρωτότυπη αγιογραφική σύνθεση και ταυτόχρονα για ένα εξαιρετικό εικαστικό έργο. Χωρίς να αφίσταται από τους κανόνες της Ορθόδοξης αγιογραφίας, αποτυπώνει τις μορφές των Αγίων μας με ζωντανά χρώματα και γλυκιές (όχι γλυκερές) όψεις. Τις συνδυάζει ακόμη με την αποτύπωση προσκυνηυματικών τόπων και ιστορικών στιγμών της αγιολογίας και της εκκλησιαστικής ιστορίας του νησιού μας. Το στιλβωτό χρυσό φόντο αισθητοποιεί την υπερουράνια λαμπρότητα, της οποίας μέτοχοι είναι οι Άγιοί μας.
Περιγράφοντας την εικόνα αυτή επιχειρούμε να προσεγγίσουμε συνοπτικά τις αγιασμένες μορφές που θα τιμώνται στο εξής από κοινού, όπως προαναφέραμε:
Στο κέντρο της εικόνας δεσπόζει η παράσταση της Παναγίας της Φανερωμένης (βλέπε περισσότερα εδώ), πολιούχου της νήσου Λευκάδος. Ως Βασίλισσα Ουρανού και γης η Θεοτόκος, κάθεται σε ψηλό θρόνο και κρατάει στα γόνατά Της, ως Θεομάνα, τον Ποιητή του κόσμου. Δεξιά και αριστερά, απονέμουν προσκυνήματα στον Κύριο και την Παναγία Μητέρα Του («σεβίζουν») δύο «Άγγελοι Κυρίου», όπως αναγράφεται στα φωτοστέφανά τους.
Λίγο πιο κάτω, στέκεται όρθια η πολιούχος της πόλης της Λευκάδας, Αγία μεγαλομάρτυς Μαύρα (βλέπε 3 Μαΐου) και, με τα χέρια υψωμένα ικετευτικά, παρακαλεί τον Κύριο για την πόλη που της εμπιστεύθηκε να προστατεύει.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο θρόνος της Θεομήτορος, ως προστάτιδος και εφόρου του νησιού, στην εικόνα εμφανίζεται να εδράζεται πάνω στα λευκαδίτικα βουνά, ενώ τα πόδια της Αγίας Μαύρας, πολιούχου της πόλεως ειδικότερα, στηρίζονται πάνω στην πόλη της Αμαξικής η Αγίας Μαύρας, της σημερινής πόλης της Λευκάδας δηλαδή.
Στα αριστερά του θεατή και δεξιά της Παναγίας, στην πρώτη σειρά, φαίνεται να απονέμει σέβη και να ικετεύει τον Χριστό ο φωτιστής του νησιού μας και ολόκληρου σχεδόν του πρώην «εθνικού» κόσμου, ο Άγιος Απόστολος Παύλος (βλέπε 29 Ιουνίου). Συμπαραστάτες και στη δέηση αυτή έχει τους δύο «συνεργούς» του στον ευαγγελισμό των «εθνών», Αγίους Αποστόλους Ακύλα (βλέπε 13 Φεβρουαρίου) και Ηρωδίωνα (βλέπε 28 Μαρτίου).
Στην απέναντι πλευρά οριζοντίως, δεξιά του θεατή, παρακαλούν όρθιοι τον Κύριο οι «διάδοχοι των Αποστόλων», οι τέσσερις πρώτοι γνωστοί επίσκοποι Λευκάδος: ο συνοδός του Αγ. Ηρωδίωνα, Άγιος Σωσίων, πρώτος επίσκοπος Λευκάδος (βλέπε 14 Ιουλίου) και τρεις Επίσκοποι Λευκάδος, οι οποίοι ορθοτόμησαν τον Λόγο της Αληθείας σε ισάριθμες Οικουμενικές Συνόδους: ο Άγιος Αγάθαρχος της Α' (βλέπε περισσότερα εδώ), ο Άγιος Ζαχαρίας της Β' (βλέπε 25 Ιουλίου) και ο Άγιος Πελάγιος (βλέπε 14 Σεπτεμβρίου) της Στ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Στην ίδια πλευρά της εικόνας, πίσω από τους Αγίους Επισκόπους του νησιού μας, εικονίζονται οι πέντε ανώνυμοι Άγιοι Θεοφόροι Πατέρες (βλέπε περισσότερα εδώ) της Α' έν Νικαία Οικουμενικής Συνόδου, οι οποίοι ακολούθησαν τον Άγιο Αγάθαρχο κατά την επιστροφή του από τη Σύνοδο εκείνη στο νησί και την ιερά επαρχία του. Μόνο ο Θεός γνωρίζει τα ονόματά τους. Εμείς πληροφορούμαστε μόνο από την παράδοση ότι οι δύο εξ αυτών μόνασαν στο σημείο που βρίσκεται σήμερα η Ιερά Μονή Φανερωμένης και οι άλλοι τρεις στο ομώνυμό τους ιερό Ησυχαστήριο, στην περιοχή του Αλεξάνδρου. Κατέχουν παρά ταύτα ξεχωριστή θέση στην ευλάβεια των Λευκαδιτών.
Ακόμη, στα αριστερά του θεατή απεικονίζονται πέντε Άγιοι Επίσκοποι που συνδέονται με το νησί: ο Άγιος Νικόλαος, επίσκοπος Μύρων της Λυκίας (βλέπε 6 Δεκεμβρίου) και ο Άγιος Δονάτος, επίσκοπος Ευροίας (βλέπε 30 Απριλίου), των οποίων τα σκηνώματα πέρασαν από το νησί, καθώς οι άρπαγες των τιμαλφών και των οσίων της Ορθόδοξης Ανατολής Σταυροφόροι τα μετέφεραν προς τη Δύση (το μεν στο Μπάρι, το δε στη Βενετία)· ο Άγιος Βησσαρίων, μητροπολίτης Λαρίσης (βλέπε 15 Σεπτεμβρίου), ο οποίος θαυματουργικά απήλλαξε το νησί από την πανώλη το 1743 μ.Χ., μετά την μετακομιδή της «Αγίας Κάρας» του· ο Άγιος Διονύσιος, αρχιεπίσκοπος Αιγίνης (βλέπε 17 Δεκεμβρίου), ο γόνος και πολιούχος της Ζακύνθου, που διέσωσε το νησί από τον φοβερό σεισμό της 16ης προς 17η Δεκεμβρίου 1869 μ.Χ., ανήμερα της μνήμης του· ο Άγιος Νικήτας, μητροπολίτης Χαλκηδόνος (βλέπε 28 Μαΐου), τέλος, σπουδαία πατερική μορφή από την εποχή της Εικονομαχίας, του οποίου η ιερά εικόνα θαυματουργικά βρέθηκε στο χωριό (απόκρημνη ακτή τότε) που σήμερα φέρει το όνομά του και τον τιμά ως προστάτη του.
Στην ίδια πλευρά της εικόνας η αγιογράφος μοναχή παρέστησε ακόμη με τον χρωστήρα της τον Άγιο νέο Ιερομάρτυρα και Ισαπόστολο Κοσμά τον Αιτωλό (βλέπε 24 Αυγούστου), ο οποίος πέρασε από την ενετοκρατούμενη Λευκάδα λίγο πριν το μαρτυρικό του τέλος· τον Όσιο Λουκά τον εν Στειρίω (βλέπε 7 Φεβρουαρίου), αυτόν τον τηλαυγή φάρο της βυζαντινής Ελλάδος (σημ. Βοιωτίας) του 10ου αιώνα μ.Χ., του οποίου το λείψανο πέρασε από τη Λευκάδα πάλι εξαιτίας των Σταυροφόρων· τον Όσιο Γεράσιμο, το Νέο Ασκητή (βλέπε 16 Αυγούστου), τον εν Κεφαλληνία, στον οποίο πιθανώτατα οι Λευκαδίτες απέδωσαν τη σωτηρία τους από την φοβερά απειλητική πολιορκία του Αλή Πασά των Ιωαννίνων το 1807 μ.Χ., ανήμερα της ανακομιδής του Ιερού σκηνώματός του· έναν νέο, Ρώσο στην καταγωγή, Άγιο της Εκκλησίας μας, τον Όσιο Θεόδωρο Ουσακώφ (βλέπε 14 Οκτωβρίου), τον οποίο η Λευκάδα και τα υπόλοιπα Επτάνησα γνώρισαν ως ναύαρχο του Ρωσικού στόλου και ισχυρό άνδρα της Ρωσοτουρκικής συμμαχίας που απελευθέρωσε τα νησιά από τους «Δημοκρατικούς Γάλλους» το 1799 μ.Χ., εγκαταβίωσε όμως στη μονή Σαναξαρίου της Ουκρανίας μετά την αποστρατεία του και είχε τέλη οσιακά.
Στην απέναντι πλευρά της εικόνας, δεξιά του θεατή, απεικονίζεται η μαρτυρική τριάδα της 11ης Νοεμβρίου - οι Άγιοι Μηνάς, Βίκτωρ και Βικέντιος - οι οποίοι εμαρτύρησαν μεν σε διαφορετιό τόπο και χρόνο, διέσωσαν όμως από κοινού τη Λευκάδα από την «φοβερά του σεισμού απειλή» στις 11 Νοεμβρίου 1704 μ.Χ., κατά τη μαρτυρία κατοίκων της πόλεως, αλλά και του τότε Ενετού Ανώτερου Προνοητή Λευκάδας. Πίσω από αυτούς, δύο γυναίκες μάρτυρες των πρώτων χριστιανικών αιώνων: η Αγία Βαρβάρα (βλέπε 4 Δεκεμβρίου), που απάλλαξε το νησί από την ασθένεια της «ευλογιάς» το 1922 μ.Χ. και η Αγία Κυριακή (βλέπε 7 Ιουλίου), της οποίας το εικόνισμα βρέθηκε με θαυμαστό τρόπο ανάμεσα στα βράχια της ακτής στη χερσόνησο Γένι, απέναντι από το σημερινό Νυδρί.
Διαπιστώνει κανείς πως η Λευκάδα δεν ευμοίρησε να διαθέτει κάποιον επώνυμο, πασίγνωστο Άγιο η να φιλοξενεί κάποιο άφθαρτο σκήνωμα, όπως τα υπόλοιπα Επτάνησα, δεν υστερεί όμως σε χάρη και ευλογία από τον Θεό και δε μένει ατείχιστη απέναντι στις προσβολές των ορατών και αοράτων εχθρών.
Η αγιότητα όμως δεν είναι υπόθεση των αγιολογικών δέλτων και των συναξαρίων μόνο. Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν «αγιοποιεί», δεν κατασκευάζει Αγίους, αλλά με την κεκανονισμένη διαδικασία της έκδοσης Πατριαρχικών Πράξεων, με τις ιερές ακολουθίες, με τα εικονίσματα κ.α. τρόπους διακηρύσσει απλώς αυτό που η συνείδηση του πληρώματός της, κλήρου και λαού, έχει προηγουμένως συνειδητοποιήσει - αφού είναι συνήθως η «αγιότης μαρτυρουμένη» με θαυμαστά σημεία - και αναγνωρίσει: ότι κάποια μέλη Της έγιναν «εὐάρεστα τῷ Θεῷ» για τον πνευματικό τους αγώνα η έστω για την ολόθυμη μετάνοιά τους την ύστατη στιγμή (όπως ο Ληστής πάνω στο Σταυρό) και αξιώθηκαν να κοινωνούν της Θεότητός Του στη Βασιλεία Του, «εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων».
Οι άνθρωποι, λοιπόν, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τα εκατομμύρια ονόματα «τῶν ἀπ' αἰῶνος Θεῷ εὐαρεστησάντων», που εξεμέτρησαν το ζην «ἐν ὁσιότητι καί δικαιοσύνῃ» είτε «ἐν ὄρεσι καί σπηλαίοις καί ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς» είτε δια του μαρτυρίου του αίματος ή της συνειδήσεως είτε ακόμη και με το σιωπηλό μαρτύριο της αφάνειας, δίπλα μας, ταπεινά και αθόρυβα, στην πόλη και στη γειτονιά μας, «τόν ὀνειδισμόν τοῦ Χριστοῦ φέροντες».
Για τον Χριστιανό ισχύει το «οὐχ ὁ τόπος, ἀλλ' ὁ τρόπος». Δεν χρειάζεται να καταφύγουν όλοι σε ασκητήρια η μονές για να σωθούν, μακριά από τον «κόσμο». Φτάνει να θυμηθούμε τον φτωχό, ταπεινό μπαλωματή που συνάντησε μέσα στην πολύβουη Αλεξάνδρεια ο μέγας ασκητής και «καθηγητής της ερήμου», Όσιος Αντώνιος και ένοιωσε να υστερούν οι ασκητικοί του κάματοι μπροστά στην ταπείνωση του άσημου «σκυτοτόμου». Επίσης, ας φέρουμε στο νου την άτεκνη γυναίκα του Κουμπή, στον παπαδιαμαντικό «Γάμο του Καραχμέτη», που υπέστη μύριες όσες κακοπάθειες και προσβολές απ’ το σύζυγό της για την ατυχία της, αλλά υπέμεινε καρτερικά την προσβολή του χωρισμού, τη συμβίωση με τη νέα σύζυγο κάτω απ’ την ίδια στέγη και την ανατροφή των παιδιών του, για να βρεθούν τα λείψανά της μετά την καθιερωμένη ανακομιδή, τρία χρόνια απ’ την κοίμησή της, στο χρώμα του κεχριμπαριού εις ένδειξιν οσιότητος και αγιασμού.
Αλλά και πόσες ευλαβείς και ταπεινές υπάρξεις δεν πέρασαν δίπλα μας, «αλαφροπατώντας», με πέρασμα σιγανό και ταπεινό απ’ τις γειτονιές, τις ενορίες μας η τα παλαίφατα μοναστήρια και τα ταπεινά μονύδρια του νησιού μας... Ο καθένας, λοιπόν, δίνει τον αγώνα του «ἐφ' ᾧ ἐτάχθη», με ξεκάθαρο τον στόχο του αγιασμού και αδιάκοπη λαχτάρα την μίμηση της ζωής του Χριστού, το βάδισμα στα ίχνη Του.
Αντιπροσωπεύοντας όλες αυτές τις αφανείς οσιακές μορφές, στο πάνω μέρος της εικόνας, και στα δεξιά και στ’ αριστερά, απεικονίσθηκαν οι κορυφές μερικών κεφαλών, εστεμμένων με φωτοστέφανα, χωρίς να φαίνονται τα πρόσωπα η να υπάρχει επιγραφή. Τα ονόματά τους «μόνος Θεός γινώσκει» και είναι γραμμένα ανεξίτηλα «ἐν βίβλῳ ζωῆς».
Στη βάση της εικόνας, με νατουραλιστικό σχεδόν τρόπο και με τη χρήση φωτογραφιών –προτύπων, αποτυπώθηκε η πόλη της Λευκάδας με τους σημαντικότερους ιερούς τόπους του λευκαδίτικου αγιολογίου: την Ιερά Μονή Φανερωμένης, όπου φυλάσσεται η πάντιμη εικόνα της Κυράς του νησιού, όπου συνέτριψαν οι Άγιοι Ηρωδίων και Σωσίων το ξόανο της «θεάς» Αρτέμιδος της Λευκαδίας, όπου εγκαταβίωσαν οι δύο εκ των πέντε Θεοφόρων Πατέρων, όπως είπαμε· το Ιερό Ησυχαστήριο των (υπολοίπων τριών) Αγίων Πατέρων· το σπηλαιώδες εξωκλήσι του Άη-Γιάννη του Αντζούση, στην ομώνυμη βορειοδυτική παραλία της πόλεως και, τέλος, καλλιτεχνική αδεία ενωμένο με το νησί της Λευκάδας, «τό ἐν Λευκάδι φρούριον τῆς Ἁγίας Μαύρας», με τον φερώνυμο της Αγίας ναό.
Επίσης, στη θάλασσα που απλώνεται στο κατώτερο μέρος της εικόνας, απεικονίζονται δύο πλεούμενα με πάνσεπτα «φορτία». Στο ένα, εξ αριστερών, επιβαίνει ο Απόστολος Παύλος με τους «ἐν Κυρίῳ συνεργούς» του, Αποστόλους Ακύλα και Ηρωδίωνα και τον Άγιο Σωσίωνα, πρώτο επίσκοπο Λευκάδος. Μοιάζει να είναι «ἡ ναῦς (το πλοίο) τῆς Ἐκκλησίας», που κατευθύνεται για να προσορμισθεί στα φιλόξενα, όπως αποδείχθηκε, ακρογιάλια των λευκαδίτικων ψυχών. Στο δεύτερο, στα δεξιά μας, απεικονίζεται μια σπουδαία και κομβικής, για την τοπική μας εκκλησιαστική ιστορία, σημασίας μορφή, η βυζαντινοσέρβα βασίλισσα Ελένη Παλαιολογίνα –Βράνκοβιτς, με το συνοδό της, ιστορικό της Αλώσεως, Γεώργιο Φραντζή και τη θυγατέρα της, Μηλίτσα, που πηγαίνει ως υποψήφια νύφη στο νησί. Η βασίλισσα Ελένη, που συνέβαλε στην οικοδόμηση μονών και ναών στη Λευκάδα, με τη στήριξη του γαμπρού της, ηγεμόνα του νησιού, Λεονάρδου Γ Τόκκου, κρατάει στα χέρια της την εικόνα της Αγίας Μαύρας, η οποία διέσωσε το πλεούμενο και τη βασιλική συνοδεία από καταποντισμό.
Ευελπιστούμε ότι η εικόνα αυτή, που προβάλλει με τέτοια αξιοζήλευτη ενάργεια τους μόνους αλάνθαστους οδοδείκτες μας προς την όντως Ζωή, τους Αγίους του τόπου μας, θα μας βοηθήσει να προσανατολιστούμε και πάλι προς το σωτήριο, αλλά –φευ!- τόσο λησμονημένο στις μέρες μας, όραμα της αγιότητας.
Η Ιερή εικόνα, με την επωνυμία «Οι Άγιοι της νήσου Λευκάδος», έργο των αδελφών της Ιεράς Μονής Παναχράντου Μεγάρων, βρίσκεται σε ειδικό προσκυνητάρι, στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό της Ευαγγελιστρίας. Πρόκειται για μία πρωτότυπη αγιογραφική σύνθεση και ταυτόχρονα για ένα εξαιρετικό εικαστικό έργο. Χωρίς να αφίσταται από τους κανόνες της Ορθόδοξης αγιογραφίας, αποτυπώνει τις μορφές των Αγίων μας με ζωντανά χρώματα και γλυκιές (όχι γλυκερές) όψεις. Τις συνδυάζει ακόμη με την αποτύπωση προσκυνηυματικών τόπων και ιστορικών στιγμών της αγιολογίας και της εκκλησιαστικής ιστορίας του νησιού μας. Το στιλβωτό χρυσό φόντο αισθητοποιεί την υπερουράνια λαμπρότητα, της οποίας μέτοχοι είναι οι Άγιοί μας.
Περιγράφοντας την εικόνα αυτή επιχειρούμε να προσεγγίσουμε συνοπτικά τις αγιασμένες μορφές που θα τιμώνται στο εξής από κοινού, όπως προαναφέραμε:
Στο κέντρο της εικόνας δεσπόζει η παράσταση της Παναγίας της Φανερωμένης (βλέπε περισσότερα εδώ), πολιούχου της νήσου Λευκάδος. Ως Βασίλισσα Ουρανού και γης η Θεοτόκος, κάθεται σε ψηλό θρόνο και κρατάει στα γόνατά Της, ως Θεομάνα, τον Ποιητή του κόσμου. Δεξιά και αριστερά, απονέμουν προσκυνήματα στον Κύριο και την Παναγία Μητέρα Του («σεβίζουν») δύο «Άγγελοι Κυρίου», όπως αναγράφεται στα φωτοστέφανά τους.
Λίγο πιο κάτω, στέκεται όρθια η πολιούχος της πόλης της Λευκάδας, Αγία μεγαλομάρτυς Μαύρα (βλέπε 3 Μαΐου) και, με τα χέρια υψωμένα ικετευτικά, παρακαλεί τον Κύριο για την πόλη που της εμπιστεύθηκε να προστατεύει.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο θρόνος της Θεομήτορος, ως προστάτιδος και εφόρου του νησιού, στην εικόνα εμφανίζεται να εδράζεται πάνω στα λευκαδίτικα βουνά, ενώ τα πόδια της Αγίας Μαύρας, πολιούχου της πόλεως ειδικότερα, στηρίζονται πάνω στην πόλη της Αμαξικής η Αγίας Μαύρας, της σημερινής πόλης της Λευκάδας δηλαδή.
Στα αριστερά του θεατή και δεξιά της Παναγίας, στην πρώτη σειρά, φαίνεται να απονέμει σέβη και να ικετεύει τον Χριστό ο φωτιστής του νησιού μας και ολόκληρου σχεδόν του πρώην «εθνικού» κόσμου, ο Άγιος Απόστολος Παύλος (βλέπε 29 Ιουνίου). Συμπαραστάτες και στη δέηση αυτή έχει τους δύο «συνεργούς» του στον ευαγγελισμό των «εθνών», Αγίους Αποστόλους Ακύλα (βλέπε 13 Φεβρουαρίου) και Ηρωδίωνα (βλέπε 28 Μαρτίου).
Στην απέναντι πλευρά οριζοντίως, δεξιά του θεατή, παρακαλούν όρθιοι τον Κύριο οι «διάδοχοι των Αποστόλων», οι τέσσερις πρώτοι γνωστοί επίσκοποι Λευκάδος: ο συνοδός του Αγ. Ηρωδίωνα, Άγιος Σωσίων, πρώτος επίσκοπος Λευκάδος (βλέπε 14 Ιουλίου) και τρεις Επίσκοποι Λευκάδος, οι οποίοι ορθοτόμησαν τον Λόγο της Αληθείας σε ισάριθμες Οικουμενικές Συνόδους: ο Άγιος Αγάθαρχος της Α' (βλέπε περισσότερα εδώ), ο Άγιος Ζαχαρίας της Β' (βλέπε 25 Ιουλίου) και ο Άγιος Πελάγιος (βλέπε 14 Σεπτεμβρίου) της Στ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Στην ίδια πλευρά της εικόνας, πίσω από τους Αγίους Επισκόπους του νησιού μας, εικονίζονται οι πέντε ανώνυμοι Άγιοι Θεοφόροι Πατέρες (βλέπε περισσότερα εδώ) της Α' έν Νικαία Οικουμενικής Συνόδου, οι οποίοι ακολούθησαν τον Άγιο Αγάθαρχο κατά την επιστροφή του από τη Σύνοδο εκείνη στο νησί και την ιερά επαρχία του. Μόνο ο Θεός γνωρίζει τα ονόματά τους. Εμείς πληροφορούμαστε μόνο από την παράδοση ότι οι δύο εξ αυτών μόνασαν στο σημείο που βρίσκεται σήμερα η Ιερά Μονή Φανερωμένης και οι άλλοι τρεις στο ομώνυμό τους ιερό Ησυχαστήριο, στην περιοχή του Αλεξάνδρου. Κατέχουν παρά ταύτα ξεχωριστή θέση στην ευλάβεια των Λευκαδιτών.
Ακόμη, στα αριστερά του θεατή απεικονίζονται πέντε Άγιοι Επίσκοποι που συνδέονται με το νησί: ο Άγιος Νικόλαος, επίσκοπος Μύρων της Λυκίας (βλέπε 6 Δεκεμβρίου) και ο Άγιος Δονάτος, επίσκοπος Ευροίας (βλέπε 30 Απριλίου), των οποίων τα σκηνώματα πέρασαν από το νησί, καθώς οι άρπαγες των τιμαλφών και των οσίων της Ορθόδοξης Ανατολής Σταυροφόροι τα μετέφεραν προς τη Δύση (το μεν στο Μπάρι, το δε στη Βενετία)· ο Άγιος Βησσαρίων, μητροπολίτης Λαρίσης (βλέπε 15 Σεπτεμβρίου), ο οποίος θαυματουργικά απήλλαξε το νησί από την πανώλη το 1743 μ.Χ., μετά την μετακομιδή της «Αγίας Κάρας» του· ο Άγιος Διονύσιος, αρχιεπίσκοπος Αιγίνης (βλέπε 17 Δεκεμβρίου), ο γόνος και πολιούχος της Ζακύνθου, που διέσωσε το νησί από τον φοβερό σεισμό της 16ης προς 17η Δεκεμβρίου 1869 μ.Χ., ανήμερα της μνήμης του· ο Άγιος Νικήτας, μητροπολίτης Χαλκηδόνος (βλέπε 28 Μαΐου), τέλος, σπουδαία πατερική μορφή από την εποχή της Εικονομαχίας, του οποίου η ιερά εικόνα θαυματουργικά βρέθηκε στο χωριό (απόκρημνη ακτή τότε) που σήμερα φέρει το όνομά του και τον τιμά ως προστάτη του.
Στην ίδια πλευρά της εικόνας η αγιογράφος μοναχή παρέστησε ακόμη με τον χρωστήρα της τον Άγιο νέο Ιερομάρτυρα και Ισαπόστολο Κοσμά τον Αιτωλό (βλέπε 24 Αυγούστου), ο οποίος πέρασε από την ενετοκρατούμενη Λευκάδα λίγο πριν το μαρτυρικό του τέλος· τον Όσιο Λουκά τον εν Στειρίω (βλέπε 7 Φεβρουαρίου), αυτόν τον τηλαυγή φάρο της βυζαντινής Ελλάδος (σημ. Βοιωτίας) του 10ου αιώνα μ.Χ., του οποίου το λείψανο πέρασε από τη Λευκάδα πάλι εξαιτίας των Σταυροφόρων· τον Όσιο Γεράσιμο, το Νέο Ασκητή (βλέπε 16 Αυγούστου), τον εν Κεφαλληνία, στον οποίο πιθανώτατα οι Λευκαδίτες απέδωσαν τη σωτηρία τους από την φοβερά απειλητική πολιορκία του Αλή Πασά των Ιωαννίνων το 1807 μ.Χ., ανήμερα της ανακομιδής του Ιερού σκηνώματός του· έναν νέο, Ρώσο στην καταγωγή, Άγιο της Εκκλησίας μας, τον Όσιο Θεόδωρο Ουσακώφ (βλέπε 14 Οκτωβρίου), τον οποίο η Λευκάδα και τα υπόλοιπα Επτάνησα γνώρισαν ως ναύαρχο του Ρωσικού στόλου και ισχυρό άνδρα της Ρωσοτουρκικής συμμαχίας που απελευθέρωσε τα νησιά από τους «Δημοκρατικούς Γάλλους» το 1799 μ.Χ., εγκαταβίωσε όμως στη μονή Σαναξαρίου της Ουκρανίας μετά την αποστρατεία του και είχε τέλη οσιακά.
Στην απέναντι πλευρά της εικόνας, δεξιά του θεατή, απεικονίζεται η μαρτυρική τριάδα της 11ης Νοεμβρίου - οι Άγιοι Μηνάς, Βίκτωρ και Βικέντιος - οι οποίοι εμαρτύρησαν μεν σε διαφορετιό τόπο και χρόνο, διέσωσαν όμως από κοινού τη Λευκάδα από την «φοβερά του σεισμού απειλή» στις 11 Νοεμβρίου 1704 μ.Χ., κατά τη μαρτυρία κατοίκων της πόλεως, αλλά και του τότε Ενετού Ανώτερου Προνοητή Λευκάδας. Πίσω από αυτούς, δύο γυναίκες μάρτυρες των πρώτων χριστιανικών αιώνων: η Αγία Βαρβάρα (βλέπε 4 Δεκεμβρίου), που απάλλαξε το νησί από την ασθένεια της «ευλογιάς» το 1922 μ.Χ. και η Αγία Κυριακή (βλέπε 7 Ιουλίου), της οποίας το εικόνισμα βρέθηκε με θαυμαστό τρόπο ανάμεσα στα βράχια της ακτής στη χερσόνησο Γένι, απέναντι από το σημερινό Νυδρί.
Διαπιστώνει κανείς πως η Λευκάδα δεν ευμοίρησε να διαθέτει κάποιον επώνυμο, πασίγνωστο Άγιο η να φιλοξενεί κάποιο άφθαρτο σκήνωμα, όπως τα υπόλοιπα Επτάνησα, δεν υστερεί όμως σε χάρη και ευλογία από τον Θεό και δε μένει ατείχιστη απέναντι στις προσβολές των ορατών και αοράτων εχθρών.
Η αγιότητα όμως δεν είναι υπόθεση των αγιολογικών δέλτων και των συναξαρίων μόνο. Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν «αγιοποιεί», δεν κατασκευάζει Αγίους, αλλά με την κεκανονισμένη διαδικασία της έκδοσης Πατριαρχικών Πράξεων, με τις ιερές ακολουθίες, με τα εικονίσματα κ.α. τρόπους διακηρύσσει απλώς αυτό που η συνείδηση του πληρώματός της, κλήρου και λαού, έχει προηγουμένως συνειδητοποιήσει - αφού είναι συνήθως η «αγιότης μαρτυρουμένη» με θαυμαστά σημεία - και αναγνωρίσει: ότι κάποια μέλη Της έγιναν «εὐάρεστα τῷ Θεῷ» για τον πνευματικό τους αγώνα η έστω για την ολόθυμη μετάνοιά τους την ύστατη στιγμή (όπως ο Ληστής πάνω στο Σταυρό) και αξιώθηκαν να κοινωνούν της Θεότητός Του στη Βασιλεία Του, «εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων».
Οι άνθρωποι, λοιπόν, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τα εκατομμύρια ονόματα «τῶν ἀπ' αἰῶνος Θεῷ εὐαρεστησάντων», που εξεμέτρησαν το ζην «ἐν ὁσιότητι καί δικαιοσύνῃ» είτε «ἐν ὄρεσι καί σπηλαίοις καί ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς» είτε δια του μαρτυρίου του αίματος ή της συνειδήσεως είτε ακόμη και με το σιωπηλό μαρτύριο της αφάνειας, δίπλα μας, ταπεινά και αθόρυβα, στην πόλη και στη γειτονιά μας, «τόν ὀνειδισμόν τοῦ Χριστοῦ φέροντες».
Για τον Χριστιανό ισχύει το «οὐχ ὁ τόπος, ἀλλ' ὁ τρόπος». Δεν χρειάζεται να καταφύγουν όλοι σε ασκητήρια η μονές για να σωθούν, μακριά από τον «κόσμο». Φτάνει να θυμηθούμε τον φτωχό, ταπεινό μπαλωματή που συνάντησε μέσα στην πολύβουη Αλεξάνδρεια ο μέγας ασκητής και «καθηγητής της ερήμου», Όσιος Αντώνιος και ένοιωσε να υστερούν οι ασκητικοί του κάματοι μπροστά στην ταπείνωση του άσημου «σκυτοτόμου». Επίσης, ας φέρουμε στο νου την άτεκνη γυναίκα του Κουμπή, στον παπαδιαμαντικό «Γάμο του Καραχμέτη», που υπέστη μύριες όσες κακοπάθειες και προσβολές απ’ το σύζυγό της για την ατυχία της, αλλά υπέμεινε καρτερικά την προσβολή του χωρισμού, τη συμβίωση με τη νέα σύζυγο κάτω απ’ την ίδια στέγη και την ανατροφή των παιδιών του, για να βρεθούν τα λείψανά της μετά την καθιερωμένη ανακομιδή, τρία χρόνια απ’ την κοίμησή της, στο χρώμα του κεχριμπαριού εις ένδειξιν οσιότητος και αγιασμού.
Αλλά και πόσες ευλαβείς και ταπεινές υπάρξεις δεν πέρασαν δίπλα μας, «αλαφροπατώντας», με πέρασμα σιγανό και ταπεινό απ’ τις γειτονιές, τις ενορίες μας η τα παλαίφατα μοναστήρια και τα ταπεινά μονύδρια του νησιού μας... Ο καθένας, λοιπόν, δίνει τον αγώνα του «ἐφ' ᾧ ἐτάχθη», με ξεκάθαρο τον στόχο του αγιασμού και αδιάκοπη λαχτάρα την μίμηση της ζωής του Χριστού, το βάδισμα στα ίχνη Του.
Αντιπροσωπεύοντας όλες αυτές τις αφανείς οσιακές μορφές, στο πάνω μέρος της εικόνας, και στα δεξιά και στ’ αριστερά, απεικονίσθηκαν οι κορυφές μερικών κεφαλών, εστεμμένων με φωτοστέφανα, χωρίς να φαίνονται τα πρόσωπα η να υπάρχει επιγραφή. Τα ονόματά τους «μόνος Θεός γινώσκει» και είναι γραμμένα ανεξίτηλα «ἐν βίβλῳ ζωῆς».
Στη βάση της εικόνας, με νατουραλιστικό σχεδόν τρόπο και με τη χρήση φωτογραφιών –προτύπων, αποτυπώθηκε η πόλη της Λευκάδας με τους σημαντικότερους ιερούς τόπους του λευκαδίτικου αγιολογίου: την Ιερά Μονή Φανερωμένης, όπου φυλάσσεται η πάντιμη εικόνα της Κυράς του νησιού, όπου συνέτριψαν οι Άγιοι Ηρωδίων και Σωσίων το ξόανο της «θεάς» Αρτέμιδος της Λευκαδίας, όπου εγκαταβίωσαν οι δύο εκ των πέντε Θεοφόρων Πατέρων, όπως είπαμε· το Ιερό Ησυχαστήριο των (υπολοίπων τριών) Αγίων Πατέρων· το σπηλαιώδες εξωκλήσι του Άη-Γιάννη του Αντζούση, στην ομώνυμη βορειοδυτική παραλία της πόλεως και, τέλος, καλλιτεχνική αδεία ενωμένο με το νησί της Λευκάδας, «τό ἐν Λευκάδι φρούριον τῆς Ἁγίας Μαύρας», με τον φερώνυμο της Αγίας ναό.
Επίσης, στη θάλασσα που απλώνεται στο κατώτερο μέρος της εικόνας, απεικονίζονται δύο πλεούμενα με πάνσεπτα «φορτία». Στο ένα, εξ αριστερών, επιβαίνει ο Απόστολος Παύλος με τους «ἐν Κυρίῳ συνεργούς» του, Αποστόλους Ακύλα και Ηρωδίωνα και τον Άγιο Σωσίωνα, πρώτο επίσκοπο Λευκάδος. Μοιάζει να είναι «ἡ ναῦς (το πλοίο) τῆς Ἐκκλησίας», που κατευθύνεται για να προσορμισθεί στα φιλόξενα, όπως αποδείχθηκε, ακρογιάλια των λευκαδίτικων ψυχών. Στο δεύτερο, στα δεξιά μας, απεικονίζεται μια σπουδαία και κομβικής, για την τοπική μας εκκλησιαστική ιστορία, σημασίας μορφή, η βυζαντινοσέρβα βασίλισσα Ελένη Παλαιολογίνα –Βράνκοβιτς, με το συνοδό της, ιστορικό της Αλώσεως, Γεώργιο Φραντζή και τη θυγατέρα της, Μηλίτσα, που πηγαίνει ως υποψήφια νύφη στο νησί. Η βασίλισσα Ελένη, που συνέβαλε στην οικοδόμηση μονών και ναών στη Λευκάδα, με τη στήριξη του γαμπρού της, ηγεμόνα του νησιού, Λεονάρδου Γ Τόκκου, κρατάει στα χέρια της την εικόνα της Αγίας Μαύρας, η οποία διέσωσε το πλεούμενο και τη βασιλική συνοδεία από καταποντισμό.
Ευελπιστούμε ότι η εικόνα αυτή, που προβάλλει με τέτοια αξιοζήλευτη ενάργεια τους μόνους αλάνθαστους οδοδείκτες μας προς την όντως Ζωή, τους Αγίους του τόπου μας, θα μας βοηθήσει να προσανατολιστούμε και πάλι προς το σωτήριο, αλλά –φευ!- τόσο λησμονημένο στις μέρες μας, όραμα της αγιότητας.
Σύναξη της Παναγίας Πρέκλας στην Σκιάθο
Ο Ναός της Παναγίας της Πρέκλας βρίσκεται εντός του Κάστρου ανάμεσα στο
Ναό του Χριστού και στο Τζαμί. Η ονομασία Πρέκλα προέρχεται πιθανώς από
τη λατινική λέξη preclarus (υπερένδοξος). Τον Ναό αυτό τον περιγράφει
θαυμάσια ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στο διήγημά του «Ρεμβασμός του
Δεκαπενταυγούστου», «Τὸ ἐκκλησίδιον ἦτον εὐπρεπέστατον, ὡραῖα
στολισμένον καὶ εἶχε καλὰς εἰκόνας, καὶ μάλιστα τὴν φερώνυμον, τὴν
γλυκεῖαν Παναγίαν τὴν Πρέκλαν, σκαλιστὸν χρυσωμένον τέμπλον, πολυέλαιον
καὶ μανουάλια ὀρειχάλκινα, κανδήλια ἀργυρᾶ.».
Από το εκκλησάκι αυτό τα μόνα που σώζονται είναι η εικόνα της Κοιμήσεως που φέρει χρονολογία (1653 μ.Χ.) και ένα τμήμα από το κοσμήτη με χρονολογία (1676 μ.Χ.), τα οποία φυλάσσονται στον Ιερό Ναό Τριών Ιεραρχών.
Ο ναός πανηγύριζε στη Κοίμηση της Θεοτόκου αλλά στις ημέρες μας καθιερώθηκε να πανηγυρίζει την Κυριακή μετά την 15η Αυγούστου. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας οι Παρακλήσεις του Δεκαπενταύγουστου τελούνταν σ’ αυτόν τον ναό και εδώ έρχονταν οι παλιοί σκιαθίτες για να βρούν αναψυχή και παραμυθία. Αλλά και οι σύγχρονοι σκιαθίτες εδώ έρχονται για να προσευχηθούν και να καταθέσουν τις ελπίδες τους, τον πόνο τους, τα αιτήματά τους και για να ανάψουν ένα κεράκι για όλες αυτές τις ψυχές που έζησαν μαρτυρικά πάνω σ’ αυτόν τον απόκρημνο βράχο του Κάστρου.
Από το εκκλησάκι αυτό τα μόνα που σώζονται είναι η εικόνα της Κοιμήσεως που φέρει χρονολογία (1653 μ.Χ.) και ένα τμήμα από το κοσμήτη με χρονολογία (1676 μ.Χ.), τα οποία φυλάσσονται στον Ιερό Ναό Τριών Ιεραρχών.
Ο ναός πανηγύριζε στη Κοίμηση της Θεοτόκου αλλά στις ημέρες μας καθιερώθηκε να πανηγυρίζει την Κυριακή μετά την 15η Αυγούστου. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας οι Παρακλήσεις του Δεκαπενταύγουστου τελούνταν σ’ αυτόν τον ναό και εδώ έρχονταν οι παλιοί σκιαθίτες για να βρούν αναψυχή και παραμυθία. Αλλά και οι σύγχρονοι σκιαθίτες εδώ έρχονται για να προσευχηθούν και να καταθέσουν τις ελπίδες τους, τον πόνο τους, τα αιτήματά τους και για να ανάψουν ένα κεράκι για όλες αυτές τις ψυχές που έζησαν μαρτυρικά πάνω σ’ αυτόν τον απόκρημνο βράχο του Κάστρου.
Άγιοι Απόστολος, Ζαχαρίας και Δημήτριος οι Νεομάρτυρες εξ Ά. Μουλίων
Στην επιστημονική σειρά «Κρητικά Χρονικά», τ. Η΄, 1954, σελ. 23, η Κ.
Τσατσαρωνάκη δημοσίευσε «Ἔκθεση ὠμοτήτων τοῦ 1866» στην οποία
αναφέρεται:
«Μούλια, Ἐκ τῶν 20 οἰκιῶν τάς 10 ἔκαυσαν, τήν Ἐκκλησίαν «Ἅγιοι Ἀπόστολοι» βεβηλώσαντες κατεύκασαν. Κατά τόν Αὔγουστον τοῦ 1867 συλλαβόντες τούς ὑποτεταγμένους Δημήτριον Μανουσάκην, Ἀπόστολον Χοιρομουριδάκην καί Ζαχάρην Κορνιλάκην δέσαντες τάς χεῖρας, ἐξωρύξαντες τούς ὀφθαλμούς, ἀπεκόψαντες τάς χεῖρας, τήν ῥίνα, τά ὦτα, τά χείλη άπεκεφάλισαν».
Μικρό 4/σέλιδο έντυπο με πληροφορίες της περιοχής για την θυσία των Αγίων κυκλοφόρησε ο π. Εμμ. Λεκάκης, Εφημέριος Ά. Μουλίων. Βιβλίο με αναλυτικές παρουσιάσεις συνέγραψε ο Πανοσιολ. Αρχιμ. Χρυσόστομος Παπαδάκης, Πρωτοσύγκελλος της Ι. Μητροπόλεώς μας, με τίτλο: «Τών Αγίων Τριών Κρητών Νεομαρτύρων των εκ Μουλίων Αποστόλου, Δημητρίου και Ζαχαρίου, βίος, ακολουθία, παρακλητικοί κανόνες, έκδοσις Ενορίας Ά. Μουλίων, 2004».
Οι χριστιανικές οικογένειες των Ά. Μουλίων αναγκάστηκαν να φύγουν μόλις εντάθηκε η επανάσταση του 1866 μ.Χ. Οι οικογένειες των Νεομαρτύρων, κατέφυγαν στο φαράγγι πάνω από το Ζαρό στον Αγ. Νικόλαο. Όταν έφθαναν στο Μουλιανό Πόρο, έπεσαν σέ περίπολο την οποία αποτελούσαν Αξεντιανοί οθωμανοί, οι οποίοι φημίζονταν για τα βάρβαρά τους ένστικτα. Οι έφιπποι της περιπόλου τους έφθασαν στην περιοχή Άγιος Βασίλειος. Οι τρείς Άγιοι δεν κρατούσαν όπλα, ούτε δημιούργησαν συμπλοκή και συνελήφθησαν αμέσως ο Δημήτριος και ο Απόστολος. Αρνήθηκαν να αλλαξοπιστήσουν και τους υπέβαλλαν σε φρικτά βασανιστήρια. Τους χτύπησαν αλύπητα, τους έκοψαν τα χέρια, τη μύτη και τα αυτιά, τους έβγαλαν τα μάτια και τέλος τους θανάτωσαν διά σφαγής. Τον Ζαχαρία τον άφησαν τελευταίο για να δει τα βασανιστήρια των άλλων και να λυγίσει. Συνέβη όμως το αντίθετο, γι’ αυτό αφού του πέρασαν γύρω από την μέση ένα σχοινί, το έδεσαν στη σέλα ενός αλόγου και τον έσερναν με ταχύτητα πάνω στα βράχια και τα κλαδιά. Κρατήθηκε από τον κορμό μιας αγριαχλαδιάς και τότε του έκοψαν με σπαθί και τα δυο χέρια. Εκεί τον αποτελείωσαν χτυπώντας τον στο κεφάλι επτά φορές. Αυτές οι επτά σπαθιές φαίνονται στο κρανίο του.
Δίπλα από τον τόπο πού μαρτύρησαν οι δυο πρώτοι, βρισκόταν ένα ρυάκι. Στην κοίτη του που ήταν το χώμα μαλακό έσκαψαν ευλαβείς Χριστιανοί πρόχειρα και έθαψαν και τούς τρείς. Κάθε βράδυ παρουσιάζονταν τρία φώτα πάνω από τον τόπο της ταφής. Άλλαξε ο ρους του ρυακιού και τούτο για να μην παρασύρουν τα νερά το απαλό χώμα των τάφων και παρασύρουν τα ιερά σκηνώματα. Με ενύπνιο σε συγχωριανό τους, ζήτησαν οι Άγιοι να γίνει η εκταφή τους και να μεταφερθούν τα ιερά λείψανα στο Ναό των Αγ. Αποστόλων. Έγινε η εκταφή και τοποθετήθηκαν τα λείψανα σ ένα σεντούκι. Μεταφέρθηκαν στο Ναό του χωριού και τοποθετήθηκαν στην αριστερή κόγχη προ του ιερού Βήματος. Με τον καιρό, άρχισε να παρουσιάζεται πάνω από το σεντούκι ένα παράδοξο θέαμα, εμφανίστηκε ιστός αράχνης που μέρα με τη μέρα πύκνωνε και πάνω σ᾽ αυτόν σχηματίστηκαν τα πρόσωπα των Αγίων.
Μετά το μαρτύριο, οι οθωμανοί δεν είχαν ησυχάσει, γι’ αυτό και προξένησαν δεινά στις οικογένειες των Αγίων, όπως η απαγωγή μιας από τις τρείς θυγατέρες του μάρτυρα Ζαχαρία, που την έλεγαν Παπαδιά, την οποία πούλησαν σκλάβα στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί παντρεύτηκε κάποιο χριστιανό και έκανε οικογένεια. Αυτή είδε σέ ενύπνιο τον πατέρα της, ο οποίος της είπε να σκάψει ο Ιωσήφ Χασουράκης, τότε παιδί, (διππάπους του σημερινού Εφημερίου Ά. Μουλίων, π. Ιωάν. Χασουράκη) μέσα στην Εκκλησία και στον τόπο όπου είχαν τοποθετηθεί αρχικά τα άγια λείψανα, διότι θα εύρισκαν αγίασμα με το οποίο θα γίνονταν πολλές θεραπείες. Η Παπαδιά ήλθε από την Κωνσταντινούπολη και διηγήθηκε το ενύπνιό της. Πράγματι, σε βάθος δυο μέτρων, βρέθηκε το αγίασμα και πολλοί ασθενείς έρχονταν από πολλά μέρη της Κρήτης και γιατρεύονταν. Ο χώρος αυτός του αγιάσματος σήμερα είναι προστατευμένος.
Το 1946 μ.Χ., ο π. Μιχ. Τσαφαντάκης εφημέριος της Ενορίας, έβαλε τον ανιψιό του Κων. Π. Αποστολάκη να αντικαταστήσει φθαρμένο σοβά στα χαμηλά μέρη του Ιερού Βήματος. Χτυπώντας κατάλαβε από υπόκωφο θόρυβο που άκουσε, ότι μέσα στον τοίχο υπήρχε κενό. Φώναξε το θείο του Ιερέα και αφού αφαίρεσαν το λεπτό κτίσμα, βρήκαν το εντοιχισμένο ντουλαπάκι και μέσα σ᾽ αυτό το σεντούκι με τα άγια λείψανα. Καθώς το άνοιξαν, ο Ναός πλημμύρισε από έντονη θεία ευωδία η δε οροφή του Ναού, γέμισε μυροβόλες σταγόνες αγιάσματος. Το σεντούκι είχε υποστεί φθορά και θεώρησαν καλύτερο να τοποθετήσουν τα λείψανα, μέσα σέ μεταλλικό δίσκο και στη συνέχεια να τα βάλλουν στο ίδιο κούφωμα.
Στις 23 Αυγούστου 1981 μ.Χ., λειτούργησε στα Μούλια ο μακαριστός Μητροπολίτης Γορτύνης και Αρκαδίας Κύριλλος, έγινε το άνοιγμα της μικρής αυτής κρύπτης και η μετακομιδή των λειψάνων στον κυρίως Ναό.
Στις 21 Αυγούστου 2011 μ.Χ., ο Σεβ. Μητροπολίτης Γορτύνης και Αρκαδίας Μακάριος, τέλεσε με τεμάχια των ιερών λειψάνων των Αγίων Τριών Νεομαρτύρων τα ιερά εγκαίνια του προς τιμήν τους ανεγερθέντος Ιερού Ναού στα Ά. Μούλια, με δαπάνες των εκ των συγγενών των Αγίων, Κωνσταντίνου Αποστολάκη και Εμμ. Αναγνωστάκη.
«Μούλια, Ἐκ τῶν 20 οἰκιῶν τάς 10 ἔκαυσαν, τήν Ἐκκλησίαν «Ἅγιοι Ἀπόστολοι» βεβηλώσαντες κατεύκασαν. Κατά τόν Αὔγουστον τοῦ 1867 συλλαβόντες τούς ὑποτεταγμένους Δημήτριον Μανουσάκην, Ἀπόστολον Χοιρομουριδάκην καί Ζαχάρην Κορνιλάκην δέσαντες τάς χεῖρας, ἐξωρύξαντες τούς ὀφθαλμούς, ἀπεκόψαντες τάς χεῖρας, τήν ῥίνα, τά ὦτα, τά χείλη άπεκεφάλισαν».
Μικρό 4/σέλιδο έντυπο με πληροφορίες της περιοχής για την θυσία των Αγίων κυκλοφόρησε ο π. Εμμ. Λεκάκης, Εφημέριος Ά. Μουλίων. Βιβλίο με αναλυτικές παρουσιάσεις συνέγραψε ο Πανοσιολ. Αρχιμ. Χρυσόστομος Παπαδάκης, Πρωτοσύγκελλος της Ι. Μητροπόλεώς μας, με τίτλο: «Τών Αγίων Τριών Κρητών Νεομαρτύρων των εκ Μουλίων Αποστόλου, Δημητρίου και Ζαχαρίου, βίος, ακολουθία, παρακλητικοί κανόνες, έκδοσις Ενορίας Ά. Μουλίων, 2004».
Οι χριστιανικές οικογένειες των Ά. Μουλίων αναγκάστηκαν να φύγουν μόλις εντάθηκε η επανάσταση του 1866 μ.Χ. Οι οικογένειες των Νεομαρτύρων, κατέφυγαν στο φαράγγι πάνω από το Ζαρό στον Αγ. Νικόλαο. Όταν έφθαναν στο Μουλιανό Πόρο, έπεσαν σέ περίπολο την οποία αποτελούσαν Αξεντιανοί οθωμανοί, οι οποίοι φημίζονταν για τα βάρβαρά τους ένστικτα. Οι έφιπποι της περιπόλου τους έφθασαν στην περιοχή Άγιος Βασίλειος. Οι τρείς Άγιοι δεν κρατούσαν όπλα, ούτε δημιούργησαν συμπλοκή και συνελήφθησαν αμέσως ο Δημήτριος και ο Απόστολος. Αρνήθηκαν να αλλαξοπιστήσουν και τους υπέβαλλαν σε φρικτά βασανιστήρια. Τους χτύπησαν αλύπητα, τους έκοψαν τα χέρια, τη μύτη και τα αυτιά, τους έβγαλαν τα μάτια και τέλος τους θανάτωσαν διά σφαγής. Τον Ζαχαρία τον άφησαν τελευταίο για να δει τα βασανιστήρια των άλλων και να λυγίσει. Συνέβη όμως το αντίθετο, γι’ αυτό αφού του πέρασαν γύρω από την μέση ένα σχοινί, το έδεσαν στη σέλα ενός αλόγου και τον έσερναν με ταχύτητα πάνω στα βράχια και τα κλαδιά. Κρατήθηκε από τον κορμό μιας αγριαχλαδιάς και τότε του έκοψαν με σπαθί και τα δυο χέρια. Εκεί τον αποτελείωσαν χτυπώντας τον στο κεφάλι επτά φορές. Αυτές οι επτά σπαθιές φαίνονται στο κρανίο του.
Δίπλα από τον τόπο πού μαρτύρησαν οι δυο πρώτοι, βρισκόταν ένα ρυάκι. Στην κοίτη του που ήταν το χώμα μαλακό έσκαψαν ευλαβείς Χριστιανοί πρόχειρα και έθαψαν και τούς τρείς. Κάθε βράδυ παρουσιάζονταν τρία φώτα πάνω από τον τόπο της ταφής. Άλλαξε ο ρους του ρυακιού και τούτο για να μην παρασύρουν τα νερά το απαλό χώμα των τάφων και παρασύρουν τα ιερά σκηνώματα. Με ενύπνιο σε συγχωριανό τους, ζήτησαν οι Άγιοι να γίνει η εκταφή τους και να μεταφερθούν τα ιερά λείψανα στο Ναό των Αγ. Αποστόλων. Έγινε η εκταφή και τοποθετήθηκαν τα λείψανα σ ένα σεντούκι. Μεταφέρθηκαν στο Ναό του χωριού και τοποθετήθηκαν στην αριστερή κόγχη προ του ιερού Βήματος. Με τον καιρό, άρχισε να παρουσιάζεται πάνω από το σεντούκι ένα παράδοξο θέαμα, εμφανίστηκε ιστός αράχνης που μέρα με τη μέρα πύκνωνε και πάνω σ᾽ αυτόν σχηματίστηκαν τα πρόσωπα των Αγίων.
Μετά το μαρτύριο, οι οθωμανοί δεν είχαν ησυχάσει, γι’ αυτό και προξένησαν δεινά στις οικογένειες των Αγίων, όπως η απαγωγή μιας από τις τρείς θυγατέρες του μάρτυρα Ζαχαρία, που την έλεγαν Παπαδιά, την οποία πούλησαν σκλάβα στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί παντρεύτηκε κάποιο χριστιανό και έκανε οικογένεια. Αυτή είδε σέ ενύπνιο τον πατέρα της, ο οποίος της είπε να σκάψει ο Ιωσήφ Χασουράκης, τότε παιδί, (διππάπους του σημερινού Εφημερίου Ά. Μουλίων, π. Ιωάν. Χασουράκη) μέσα στην Εκκλησία και στον τόπο όπου είχαν τοποθετηθεί αρχικά τα άγια λείψανα, διότι θα εύρισκαν αγίασμα με το οποίο θα γίνονταν πολλές θεραπείες. Η Παπαδιά ήλθε από την Κωνσταντινούπολη και διηγήθηκε το ενύπνιό της. Πράγματι, σε βάθος δυο μέτρων, βρέθηκε το αγίασμα και πολλοί ασθενείς έρχονταν από πολλά μέρη της Κρήτης και γιατρεύονταν. Ο χώρος αυτός του αγιάσματος σήμερα είναι προστατευμένος.
Το 1946 μ.Χ., ο π. Μιχ. Τσαφαντάκης εφημέριος της Ενορίας, έβαλε τον ανιψιό του Κων. Π. Αποστολάκη να αντικαταστήσει φθαρμένο σοβά στα χαμηλά μέρη του Ιερού Βήματος. Χτυπώντας κατάλαβε από υπόκωφο θόρυβο που άκουσε, ότι μέσα στον τοίχο υπήρχε κενό. Φώναξε το θείο του Ιερέα και αφού αφαίρεσαν το λεπτό κτίσμα, βρήκαν το εντοιχισμένο ντουλαπάκι και μέσα σ᾽ αυτό το σεντούκι με τα άγια λείψανα. Καθώς το άνοιξαν, ο Ναός πλημμύρισε από έντονη θεία ευωδία η δε οροφή του Ναού, γέμισε μυροβόλες σταγόνες αγιάσματος. Το σεντούκι είχε υποστεί φθορά και θεώρησαν καλύτερο να τοποθετήσουν τα λείψανα, μέσα σέ μεταλλικό δίσκο και στη συνέχεια να τα βάλλουν στο ίδιο κούφωμα.
Στις 23 Αυγούστου 1981 μ.Χ., λειτούργησε στα Μούλια ο μακαριστός Μητροπολίτης Γορτύνης και Αρκαδίας Κύριλλος, έγινε το άνοιγμα της μικρής αυτής κρύπτης και η μετακομιδή των λειψάνων στον κυρίως Ναό.
Στις 21 Αυγούστου 2011 μ.Χ., ο Σεβ. Μητροπολίτης Γορτύνης και Αρκαδίας Μακάριος, τέλεσε με τεμάχια των ιερών λειψάνων των Αγίων Τριών Νεομαρτύρων τα ιερά εγκαίνια του προς τιμήν τους ανεγερθέντος Ιερού Ναού στα Ά. Μούλια, με δαπάνες των εκ των συγγενών των Αγίων, Κωνσταντίνου Αποστολάκη και Εμμ. Αναγνωστάκη.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τούς βλαστούς τῶν Μουλίων, καί τῆς Κρήτης ἀδάμαντας, σύν τῷ θαυμαστῷ Ἀπoστόλῳ, Ζαχαρίαν, Δημήτριον, τιμήσωμεν ἐν ὕμνοις εὐσεβῶς, ὡς νέους Ἀθλοφόρους τοῦ Χριστοῦ˙ ἀναβλύζουσι γάρ χάριτος δωρεᾶς, τοῖς εὐσεβῶς κραυγάζουσι˙ δόξα τῷ θαυμαστώσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ μεγαλύναντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι δι᾽ ὑμῶν, ἔλεος ἄνωθεν.
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τούς βλαστούς τῶν Μουλίων, καί τῆς Κρήτης ἀδάμαντας, σύν τῷ θαυμαστῷ Ἀπoστόλῳ, Ζαχαρίαν, Δημήτριον, τιμήσωμεν ἐν ὕμνοις εὐσεβῶς, ὡς νέους Ἀθλοφόρους τοῦ Χριστοῦ˙ ἀναβλύζουσι γάρ χάριτος δωρεᾶς, τοῖς εὐσεβῶς κραυγάζουσι˙ δόξα τῷ θαυμαστώσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ μεγαλύναντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι δι᾽ ὑμῶν, ἔλεος ἄνωθεν.
«Πᾶνος»