Ὁ Προφήτης Σαμουὴλ
Μύσας τελευτῇ καὶ Σαμουὴλ ὁ βλέπων,
Τὸ ζῶν ἀεὶ φῶς καὶ τελευτήσας βλέπει.
Βῆ δ' ὁρόων μέλλοντα Σαμουὴλ εἰκάδι ἔνθεν.
Τὸ ζῶν ἀεὶ φῶς καὶ τελευτήσας βλέπει.
Βῆ δ' ὁρόων μέλλοντα Σαμουὴλ εἰκάδι ἔνθεν.
Γεννήθηκε στὴν Ἀρμαθαὶμ Σιφὰ στὸ ὄρος Ἐφραίμ, ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Λευΐ. Ἦταν γιὸς τοῦ Ἐλκανᾶ καὶ τῆς Ἄννας, ἡ ὁποία ἦταν στεῖρα καὶ διὰ τῆς προσευχῆς ὁ Θεὸς τῆς χάρισε παιδί, τὸν Σαμουήλ, ποὺ τὸν ἀφιέρωσε στὸ Θεὸ γιὰ νὰ ἐκφράσει τὴν εὐγνωμοσύνη της.
Ὁ Σαμουὴλ ὅταν μεγάλωσε, ὑπηρέτησε τὸν Κύριο καὶ ἔγινε μέγας προφήτης καὶ κριτὴς τοῦ λαοῦ δικαιότατος. Αὐτὸς ἔχρισε βασιλεῖς , τὸ Σαοὺλ καὶ τὸ Δαυΐδ, προφήτευσε 40 χρόνια καὶ πέθανε σὲ βαθιὰ γεράματα.
Ἃς ἀναφέρουμε, ὅμως, μερικοὺς οἰκοδομητικοὺς λόγους του, ποὺ ξεφώνησε στὸ λαὸ τοῦ Ἰσραήλ, ἀλλὰ ἰσχύουν καὶ γιὰ τοὺς λαοὺς κάθε ἐποχῆς. Λέει λοιπόν:
«Ἐὰν φοβηθεῖτε τὸν Κύριον καὶ δουλεύσητε αὐτῷ καὶ ἀκούσητε τῆς φωνῆς αὐτοῦ καὶ μὴ ἐρίσητε τῷ στόματι Κυρίου καὶ ἦτε καὶ ὑμεῖς καὶ ὁ βασιλεὺς ὁ βασιλεύων ἐφ’ ὑμῶν ὀπίσω Κυρίου πορευόμενοι ἐὰν δὲ μὴ ἀκούσητε τῆς φωνῆς Κυρίου... ἔσται χεὶρ Κυρίου ἐφ’ ὑμᾶς καὶ ἐπὶ τὸν βασιλέα ὑμῶν».
Δηλαδή, ἂν φοβᾶστε καὶ ὑπολογίζετε τὸν Κύριο, καὶ Τὸν λατρεύετε καὶ ὑπακούετε στὰ προστάγματά Του, καὶ δὲν ἀντιδράσετε πρὸς αὐτὰ πού σας παραγγέλλει ὁ Κύριος, καὶ ἀκολουθεῖτε σταθερὰ καὶ σεῖς καὶ ὁ κυβερνήτης πού σας κυβερνᾷ τὸ δρόμο πού σας ὑποδεικνύει ὁ Κύριος, σᾶς λέγω ὅλα θὰ πηγαίνουν καλά. Θὰ ἔχετε τὴν εὐλογία τοῦ Κυρίου. Ἂν ὅμως δὲν ὑπακούσετε στὰ προστάγματα τοῦ Κυρίου, τότε θὰ πέσει ἐπάνω σὲ σᾶς καὶ τὸν κυβερνήτη σας, βαρὺ τὸ χέρι τοῦ Κυρίου καὶ θὰ τιμωρηθεῖτε.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἐκ στείρας ἐβλάστησας, δικαιοσύνης καρπός, προφαίνων τὴν μέλλουσαν, εὐεργεσίαν ἡμῖν, Σαμουὴλ θεσπέσιε· ὅθεν ἱερατεύσας, παιδιόθεν Κυρίῳ, ἔχρισας ὡς Προφήτης, Βασιλεῖς θείῳ μύρῳ. Καὶ νῦν τῶν σὲ εὐφημούντων, μάκαρ μνημόνευε.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὥσπερ υἱὸς θεαίτητος, δῶρον Θεῷ προσήνεξαι, προφητικῆς ἐκ παιδὸς ἀξιούμενος, ἐκφαντορίας κτείττονος· διὰ τοῦτο Κυρίῳ, τὰ ἐν Νόμῳ προσενέγκας καρπώματα, Σαμουὴλ ἐδοξάσθης, ὡς μύστης τῆς θείας χάριστος.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ἱερώτατε Σαμουήλ, ὁ Θεῷ ἐκ βρέφους, φερωνύμως προσκληρωθείς· χαίροις ὀ τὰ πόρρω, ὡς ἐνεστῶτα βλέπων, προφητικῶν χαρίτων, χαῖρε κειμήλιον.
Οἱ Ἅγιοι Ἠλιόδωρος καὶ Δοσὰς (ἢ Δοσαὶ ἢ Σοδᾶς) οἱ Μάρτυρες
Hλιόδωρος και Δοσάς, οι γεννάδαι,
Ήθλησαν άμφω ανδρικώς Xριστού χάριν.
Hλιόδωρος και Δοσάς, οι γεννάδαι,
Ήθλησαν άμφω ανδρικώς Xριστού χάριν.
Ἔζησαν ἐπὶ βασιλείας Σαβωρίου, ποὺ ἦταν βασιλιὰς τῶν Περσῶν. Αὐτὸς λοιπόν, μὲ τὰ στρατεύματά του, κατέλαβε μία πόλη τῶν Ρωμαίων καὶ ἄρχισε νὰ γκρεμίζει τοὺς ναοὺς τῶν χριστιανῶν καὶ νὰ καίει τὶς ἅγιες εἰκόνες. Τότε ὁ Ἠλιόδωρος, ποὺ τότε ἦταν 95 χρονῶν, μαζὶ μὲ τὸν Δοσά, παρουσιάστηκαν στὸν ἀσεβῆ βασιλιὰ καὶ τοῦ ἔκαναν δριμύτατες παρατηρήσεις, ὁμολογώντας συγχρόνως τὸν Χριστὸ Θεὸ ἀληθινό.
Τότε ὁ Σαβὼρ τοὺς βασάνισε σκληρὰ καὶ ἀνελέητα. Ἀφοῦ ἔκοψε τὶς μύτες τους, τελικά τους θανάτωσε καίγοντας τὰ κεφάλια τους.
Τότε ὁ Σαβὼρ τοὺς βασάνισε σκληρὰ καὶ ἀνελέητα. Ἀφοῦ ἔκοψε τὶς μύτες τους, τελικά τους θανάτωσε καίγοντας τὰ κεφάλια τους.
Ὁ Ἅγιος Θεοχάρης ὁ Μάρτυρας ὁ Νεαπολίτης
Τὸ ἔτος 1740, ἐπὶ Σουλτάνου Ἀχμὲτ καὶ Ἰμπραὴμ Πασᾶ γενικοῦ διοικητῆ τῆς Μ. Ἀσίας, ἐκδόθηκε διάταγμα συγκέντρωσης τῶν ἀγοριῶν τῶν χριστιανῶν σὲ στρατόπεδα συγκέντρωσης. Μέσα σὲ αὐτὰ βρέθηκε καὶ ὁ ὀρφανὸς Θεοχάρης.
Κάποια μέρα ὅμως, ὁ δικαστὴς τῆς Νεάπολης (Νέβσεχηρ) Καππαδοκίας, εἶδε τὸν Θεοχάρη μέσα στὸ στρατόπεδο, τοῦ ἄρεσε καὶ τὸν πῆρε στὸ σπίτι του νὰ περιποιεῖται τὰ ζῷα του. Ἡ εὐσέβεια καὶ ἡ ὀμορφιὰ τοῦ Θεοχάρη, ἔκαναν τὸν δικαστὴ νὰ τοῦ προτείνει νὰ γίνει γαμπρός του, ἀφοῦ ὅμως γίνει πρῶτα μωαμεθανός. Ὁ Θεοχάρης μὲ θάρρος ἀπάντησε. «Ἀφέντη μου, ἐγὼ γεννήθηκα χριστιανός, καὶ δὲν μπορῶ νὰ ἀρνηθῶ τὴν πίστη τοῦ Σωτῆρα μου καὶ τῶν πατέρων μου».
Ὁ Ὀθωμανὸς δικαστὴς, θεώρησε τὴν ἀπάντηση προσβλητικὴ καὶ τὸν ἀπείλησε μὲ βασανιστήρια. Τότε ὁ Θεοχάρης ἔτρεξε στὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καὶ μετάλαβε τῶν ἀχράντων Μυστηρίων. Ὅταν τοῦ ἔκανε καὶ πάλι πρόταση γάμου μὲ τὴν κόρη του ὁ δικαστής, ὁ Θεοχάρης σταθερὰ ἀρνήθηκε.
Τότε μετὰ ἀπὸ σκληρὰ βασανιστήρια, τὸν ὁδήγησαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη τῆς Νεάπολης, ὅπου τὸν λιθοβόλησαν καὶ κατόπιν τὸν ἀπαγχόνισαν, μεσημέρι στὶς 20 Αὐγούστου 1740.
Τὸ 1923 τὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Θεοχάρη ᾖλθαν στὴν Θεσσαλονίκη καὶ τοποθετήθηκαν στὸν Ναὸ τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης, ὅπου καὶ σήμερα βρίσκονται.
Κάποια μέρα ὅμως, ὁ δικαστὴς τῆς Νεάπολης (Νέβσεχηρ) Καππαδοκίας, εἶδε τὸν Θεοχάρη μέσα στὸ στρατόπεδο, τοῦ ἄρεσε καὶ τὸν πῆρε στὸ σπίτι του νὰ περιποιεῖται τὰ ζῷα του. Ἡ εὐσέβεια καὶ ἡ ὀμορφιὰ τοῦ Θεοχάρη, ἔκαναν τὸν δικαστὴ νὰ τοῦ προτείνει νὰ γίνει γαμπρός του, ἀφοῦ ὅμως γίνει πρῶτα μωαμεθανός. Ὁ Θεοχάρης μὲ θάρρος ἀπάντησε. «Ἀφέντη μου, ἐγὼ γεννήθηκα χριστιανός, καὶ δὲν μπορῶ νὰ ἀρνηθῶ τὴν πίστη τοῦ Σωτῆρα μου καὶ τῶν πατέρων μου».
Ὁ Ὀθωμανὸς δικαστὴς, θεώρησε τὴν ἀπάντηση προσβλητικὴ καὶ τὸν ἀπείλησε μὲ βασανιστήρια. Τότε ὁ Θεοχάρης ἔτρεξε στὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καὶ μετάλαβε τῶν ἀχράντων Μυστηρίων. Ὅταν τοῦ ἔκανε καὶ πάλι πρόταση γάμου μὲ τὴν κόρη του ὁ δικαστής, ὁ Θεοχάρης σταθερὰ ἀρνήθηκε.
Τότε μετὰ ἀπὸ σκληρὰ βασανιστήρια, τὸν ὁδήγησαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη τῆς Νεάπολης, ὅπου τὸν λιθοβόλησαν καὶ κατόπιν τὸν ἀπαγχόνισαν, μεσημέρι στὶς 20 Αὐγούστου 1740.
Τὸ 1923 τὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Θεοχάρη ᾖλθαν στὴν Θεσσαλονίκη καὶ τοποθετήθηκαν στὸν Ναὸ τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης, ὅπου καὶ σήμερα βρίσκονται.
Οἱ Ἅγιοι Ρηγίνος καὶ Ὀρέστης οἱ ἐν Κύπρῳ
Εἶναι κοινὴ διαπίστωση πὼς ἡ ἐποχή μας εἶναι ἐποχὴ θρησκευτικῆς ἀποστασίας καὶ ἠθικῆς καταπτώσεως.
Ἕνα πνεῦμα ἀχόρταστης ὑλοφροσύνης καὶ εὐδαιμονισμοῦ φυσᾷ παντοῦ. Κι ἕνας ἄνεμος ἀναίσχυντης σαρκολατρίας ἀπειλεῖ μὲ τὴν πνοή του νὰ παρασύρει κάθε πνευματικὴ ἄξια καὶ νὰ μὴν ἀφήσει τίποτα ὄρθιο. Μπροστὰ στὴν πλημμυρὰ αὐτὴ τοῦ κακοῦ τὸ καθῆκον τῶν χριστιανῶν νὰ δίδουν κάθε μέρα «τὴν μαρτυρίαν Ἰησοῦ Χριστοῦ» προβάλλει συνεχῶς πιὸ ἔντονο καὶ ἐπιτακτικό.
Σήμερα, περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη φορά, οἱ πιστοὶ καλοῦνται νὰ διακηρύττουν τόσο μὲ τὰ λόγια, ὅσο καὶ μὲ τὰ ἔργα καὶ τὴν ὅλη τους ζωὴ τὴν πίστη καὶ τὴν προσήλωσή τους στὸν Ἀναστημένο Ἰησοῦ.
Ἡ σύσταση τοῦ Ἀποστόλου «ἕτοιμοι ἀεὶ πρὸς ἀπολογίαν παντὶ τῷ αἰτούντι ὑμᾶς λόγον περὶ τῆς ἐν ὑμὶν ἐλπίδος» (Α’ Πετρ. γ’ 15) ἀποκτᾷ στὶς ἡμέρες μας ἰδιαίτερη σημασία. Αὐτὸν τὸν καιρὸ ποὺ ἡ Ἐκκλησία ἀντιμετωπίζει μία περίοδο ἀκήρυκτου, μὰ καὶ ὀργανωμένου διωγμοῦ «ὁ πιστός, λέει ἕνας σύγχρονος στοχαστῆς, εἶναι ἕνας ἀθλητὴς τῆς πίστεως. Πίστεως ποὺ πρέπει νὰ εἶναι κάθε στιγμὴ ἕτοιμος νὰ τὴν ὁμολογήσει, νὰ τὴν βεβαιώσει, ποὺ μπορεῖ κάθε στιγμὴ νὰ τοῦ δώσει τὴν εὐκαιρία νὰ σταυρωθεῖ γι’ αὐτήν, νὰ γίνει ἄξιος μιμητὴς τοῦ Χριστοῦ».
Τὰ λόγια τοῦτα ἔζησαν σὰν πραγματικότητα μυριάδες χριστιανοὶ σὲ διάφορους καιρούς. Ἕνδεκα ἑκατομμύρια μονάχα στὰ τριακόσια πρῶτα χρόνια χριστιανικῆς ζωῆς ὑπέγραψαν μὲ τὸ αἷμα τοὺς τὴ διακήρυξη τῆς πίστεώς τους. Ἀπὸ τότε ὡς σήμερα ἀναρίθμητες ἄλλες φάλαγγες πιστῶν Ὁσίων καὶ Θεοφόρων Πατέρων, Ποιμένων, Διδασκάλων καὶ Ὁμολογητῶν ἔδωκαν «τὴν μαρτυρία Ἰησοῦ Χριστοῦ» μὲ τὸν βίο καὶ τὴ θυσία τους.
Ἀνάμεσα σὲ ὅλους αὐτοὺς ξεχωριστὴ θέση στὶς καρδιὲς πολλῶν κατοίκων τῆς Ἑλληνικῆς Κύπρου κατέχουν καὶ οἱ δυὸ μεγαλομάρτυρες Ἅγιοι Ρηγίνος καὶ Ὀρέστης.
Ἡ ζωή τους, ζωὴ βαθιᾶς πίστεως στὸν Χριστό, ἀλλὰ καὶ χριστιανικῆς παρρησίας καὶ θάρρους καὶ ὁμολογίας, ἀποτελεῖ ἕνα ὑπέροχο παράδειγμα «μαρτυρίας Ἰησοῦ».
Κι ἡ μαρτυρία αὐτὴ πολλὰ μπορεῖ νὰ προσφέρει καὶ στὸν σύγχρονο χριστιανό, ποὺ θέλει ὄχι μόνο νὰ λέγεται, μὰ καὶ νὰ εἶναι πραγματικὰ ὀρθόδοξος.
Γιὰ νὰ πάρουμε ἀπ' τὴν ἀρχὴ τὴ ζωὴ τους πρέπει νὰ πᾶμε στὴ Χαλκηδόνα, τὴν ὄμορφη πόλη, ποὺ βρίσκεται στὴν ἄκρη τῆς Ἀσιατικῆς ἀκτῆς τοῦ Βοσπόρου καὶ κοντὰ στὴν Προποντίδα.
Ἐκεῖ γεννήθηκαν καὶ μεγάλωσαν οἱ Μάρτυρες.
Στὸν Χριστὸ ὁδηγήθηκαν ἀπὸ τὴν παιδική τους ἡλικία. Καὶ τὸν ἀγάπησαν. Καὶ τοῦ ἔδωκαν τὴν καρδιά τους.
Νέοι κατετάγησαν κι οἱ δυὸ στὸν στρατό, στὸ τάγμα τῶν τηρώνων δηλαδὴ τῶν νεοσύλλεκτων, καὶ πολὺ νωρὶς διακρίθηκαν.
Σὲ αὐτὸ πολὺ συνέβαλε τὸ παράστημα κι ἡ ἐξυπνάδα τους μὲ τὴ φυσικὴ εὐγένεια καὶ τὴν ἀρετή τους. Ὅμως ἐκεῖνο ποὺ πιὸ πολύ τους διέκρινε ἦταν ἡ χριστιανική τους ἰδιότητα. Μὲ τὴ σκέψη ἁγνὴ καὶ καθάρια, τὴ θέληση δυνατή, τὴν πίστη στὴν ψυχὴ ὡς σύνθημα ζωῆς, περιφρονοῦσαν τὰ πάντα κι ἀγωνιζόντουσαν σκληρά, γιὰ νὰ πετύχουν τὸ ἕνα καὶ μόνο: Νὰ ζήσουν καὶ βασιλεύσουν μὲ τὸν Χριστό.
Στὴν ἀρχὴ φροντίζουν νὰ μείνουν ἄγνωστοι σὰν χριστιανοὶ στὸ περιβάλλον τους. Τὰ λόγια κι ἐδῶ τοῦ Κυρίου «ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω ὑμᾶς ὡς πρόβατα ἐν μέσῳ λύκων γίνεσθε οὒν φρόνιμοι ὡς οἱ ὄφεις καὶ ἀκέραιοι ὡς αἱ περιστεραί» (Ματθ. ι’ 16) κατευθύνουν τὶς σκέψεις τους καὶ καθορίζουν τὸν τρόπο τῆς ζωῆς τους.
Ὁ Ρηγίνος ποὺ πρωτύτερα ἔφερε τὸ ὄνομα Βονομίλης, φρόντισε ἀπὸ πολὺ νωρὶς νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ ὅλα ἐκεῖνα τὰ λεγόμενα ἀγαθά, ποὺ τὶς περισσότερες φορὲς σκλαβώνουν καὶ σῶμα καὶ ψυχὴ καὶ κάνουν τὸν ἄνθρωπο ἕνα ταπεινὸ ἀχθοφόρο τῆς ὕλης καὶ τῆς εὐδαιμονιστικῆς ζωῆς. Τὴν περιουσία ποὺ τοῦ ἄφηκαν οἱ εὐκατάστατοι γονεῖς του τὴν διαθέτει σιγά – σιγὰ ὄχι γιὰ νὰ χαρεῖ ὁ ἴδιος τὰ νιάτα του, ὅπως συνηθίζουμε νὰ λέμε σήμερα γιὰ ὅσους σκορπᾶνε τὴν πατρικὴ περιουσία μέσα στὰ ποικιλώνυμα ἄντρα τῆς ἁμαρτίας. Ἀλλὰ γιὰ νὰ βοηθήσει, νὰ ξεκουράσει, νὰ παρηγορήσει, νὰ θρέψει πτωχοὺς καὶ ὀρφανὰ καὶ νὰ ἁπαλύνει τὸν πόνο τῆς φτώχειας καὶ τῆς ἀνέχειας. Ὁ ἴδιος ζεῖ μὲ κάθε λιτότητα καὶ στέρηση.
Γιὰ νὰ καθυποτάξει τὴ σάρκα καὶ νὰ δυναμώσει τὴν θέλησή του, ὥστε νὰ ἀντιμετωπίζει μὲ θάρρος καὶ παρρησία τοὺς πολυποίκιλους πειρασμοὺς τῆς νεανικῆς ἡλικίας ὑποβάλλει τὸν ἑαυτὸ του συχνὰ σὲ αὐστηρὲς νηστεῖες καὶ ἄλλες σκληρὲς ἀσκήσεις. Μὲ τὸν τρόπο τοῦτο κατορθώνει νὰ χαλιναγωγεῖ τοὺς πόθους του καὶ νὰ συγκρατεῖ ζηλότυπα τὶς ὁρμές του.
Ἕνα μόνο δὲν φροντίζει νὰ περιορίσει.
Τὴν ἀγάπη του γιὰ τὸν Χριστό. Αὐτὸς εἶναι ἡ δύναμή του. Αὐτὸς κι ἡ καύχησή του. Κι ἡ διδασκαλία του, τὸ πάθος του, μὰ καὶ τὸ ὅπλο του. Τὸ ὅπλο μὲ τὸ ὁποῖο ἀγωνίζεται νὰ ἀντισταθεῖ στὶς δόλιες καὶ πονηρὲς μεθόδους καὶ παγίδες τοῦ διαβόλου καὶ νὰ κρημνίσει τῆς ἁμαρτίας τὰ κάστρα. Γνωρίζει καλὰ ὁ πιστός τοῦ Κυρίου μαθητὴς πὼς ὁ ἀγῶνας ποὺ ἔχουμε ἀναλάβει οἱ χριστιανοὶ «οὐκ ἔστι πρὸς αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας ἐν τοὶς ἐπουρανίοις» (Ἐφεσ. στ’ 12). Ναί! ἡ πάλη δηλαδὴ τοῦ κάθε χριστιανοῦ δὲν εἶναι πάλη ἐνάντια σὲ ἀνθρώπους μὲ αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πάλη ἐνάντια πρὸς τὶς πονηρὲς ἀρχὲς καὶ ἐξουσίες. Εἶναι πάλη ἐνάντια στὰ πλήθη τῶν πονηρῶν πνευμάτων ἐνάντια στοὺς καταχθόνιους κοσμοκράτορες, ποὺ κυριαρχοῦν ἐπάνω σὲ ἀνθρώπους ποὺ βρίσκονται στὸ βαθὺ σκοτάδι τοῦ ἁμαρτωλοῦ τούτου αἰῶνα.
Ἡ πάλη μας διεξάγεται ἐνάντια στὰ πνευματικὰ αὐτὰ πονηρὰ ὄντα καὶ γίνεται γιὰ χάρη τῆς κληρονομιᾶς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν». Γι’ αὐτὴ τὴν βασιλεία ἀγωνίζεται καὶ ὁ Ρηγίνος καὶ εἶναι ἕτοιμος τὰ πάντα νὰ θυσιάσει γιὰ τὴν ἀπόκτησή της.
Ὅσο ὅμως καὶ ἂν ὁ ἀθλητής μας φροντίζει νὰ ζεῖ τὴ χριστιανικὴ ζωὴ μυστικὰ καὶ ἀθόρυβα, δὲν τὸ κατορθώνει. Τὸ φῶς τοῦ ἥλιου δὲν μπορεῖ ν’ ἀποκρύβει. Καὶ ἡ πόλη ποὺ εἶναι κτισμένη στὴν κορυφὴ κάποιου βουνοῦ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ σκεπαστεῖ καὶ νὰ πάψει νὰ φαίνεται. Ἔτσι καὶ ἡ ἀρετή. Δὲν μπορεῖ νὰ ἀποκρύβει ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ κόσμου, ὅσο καὶ ἂν προσέξει κάποιος. Διακρίνεται στὸ πρόσωπο, στὰ λόγια, στὸ ντύσιμο, στὸ περπάτημα.
Αὐτὸ ἔγινε καὶ μὲ τὸν στρατιώτη τοῦ Χριστοῦ, τὸν γενναῖο Ρηγίνο. Κάποιοι ποὺ τὸν φθονοῦσαν, τὸν παρακολούθησαν καὶ τὸν κατήγγειλαν στὸν ἡγεμόνα, ποὺ λεγόταν Περσεντῖνος ὁ στρατηλάτης. Καὶ αὐτὸς διέταξε ἀμέσως νὰ φέρουν μπροστά του τὸ παλικάρι. Ἡ ἐμφάνιση τοῦ νέου καὶ ἡ κορμοστασιά του, ἔκαμαν ἰδιαίτερη ἐντύπωση στὸν ἡγεμόνα.
- Ποιὸς εἶναι αὐτός; ρώτησε τοὺς παρεστῶτες μὲ κάποια προσπάθεια νὰ ἀποκρύψει τὸν θαυμασμό του.
- Ὁ Βονομίλης, ποὺ ἑρμηνεύεται Ρηγίνος, ἀπήντησαν ἐκεῖνοι. Βονομίλης ὁ ἀποστάτης. Γιατί ἔπαψε νὰ σέβεται τοὺς θεούς μας.
- Κάτι μοῦ λένε οἱ συστρατιῶτες σου, εἶπε ἀπευθυνόμενος στὸν νέο. Σὲ κατηγοροῦν ὅτι ἔπαψες πιὰ νὰ λατρεύεις τοὺς μεγάλους θεούς μας καὶ νὰ προσφέρεις σὲ αὐτοὺς θυσίες. Δυσκολεύομαι νὰ πιστέψω μία τέτοια κατηγορία.
Ἕνα παλικάρι σὰν καὶ σένα δὲν μπορεῖ νὰ πέσει σὲ ἕνα τέτοιο λάθος. Ἔλα, λοιπόν, Ρηγίνε. Ἔλα νὰ θυσιάσεις στοὺς θεούς μας. Νὰ δείξεις σὲ αὐτοὺς τὸν σεβασμό σου καὶ νὰ διαψεύσεις τοὺς κατηγόρους σου.
Στὴν πρόσκληση τοῦ ἡγεμόνα ὁ πιστὸς νέος ἔσπευσε νὰ δώσει τὴν ἀπάντησή του:
- Ἄρχοντά μου! Πιστεύω μὲ ὅλη μου τὴν ψυχὴ στὸν Θεό μου. Καὶ προσφέρω σὲ Αὐτὸν καθημερινὰ «θυσίαν αἰνέσεως». Εἶναι ὁ Θεός μας ποὺ «ἐδημιούργησε τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν, τὴν θάλασσαν καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοίς». Ὁ Θεὸς τὸν ὁποῖο πιστεύω δὲν μοιάζει μὲ τοὺς δικούς σας. Δὲν κατοικεῖ μέσα σὲ ναούς, ποὺ κατασκευάστηκαν ἀπὸ ἀνθρώπινα χέρια. Οὔτε καὶ ὑπηρετεῖται ἀπὸ ἀνθρώπους ἢ ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὰ δῶρα τους. Αὐτὸς εἶναι ποὺ δίδει σὲ ὅλους τὴν ζωή, τὴν ἀναπνοὴ καὶ ὅ,τι χρειάζεται γιὰ νὰ ζήσουν. Ὁ Θεὸς αὐτὸς εἶναι ἕνας, δημιουργὸς καὶ προνοητὴς τοῦ κόσμου. Δὲν μοιάζει μὲ ἀγάλματα ἀπὸ χρυσάφι ἢ ἀσῆμι ἢ πέτρα. Ὁ Δημιουργὸς Θεὸς εἶναι πιὸ πάνω ἀπὸ τὰ ἔργα του.
Πιὸ πάνω ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα ἔργα, τὰ ἀγάλματα.
Στὰ λόγια αὐτὰ τοῦ παλικαριοῦ ὁ στρατηλάτης Περσεντῖνος, ποὺ μὲ δυσκολία συγκρατοῦσε τὸν θυμό του, προσπάθησε ξανὰ νὰ μεταπείσει τὸν νέο μὲ κολακεῖες καὶ ὑποσχέσεις, ἀλλὰ καὶ ἀπειλές.
Ὁ φλογερὸς ὅμως στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ καὶ τούτη τὴ φορὰ ἔμεινε σταθερὸς κι ἀκλόνητος στὴν πίστη του καὶ τὶς ἀρχές του. Καὶ πρόσθεσε στὸ τέλος καὶ τοῦτα τὰ λόγια:
- Ἄκου, ἄρχοντά μου, ἀκόμη μιὰ φορὰ αὐτὸ ποὺ θὰ σοῦ πῶ. Σὲ ὑπηρετήσαμε καὶ σὲ ὑπηρετοῦμε στὸν κόσμο τοῦτο μὲ κάθε εἰλικρίνεια καὶ τιμιότητα καὶ αὐτοθυσία. Καὶ τὸ ξέρεις. Τὸ νὰ ἀρνηθοῦμε ὅμως τὸν ἀληθινὸ Θεό μας καὶ νὰ προσκυνήσουμε τὶς πέτρες καὶ τὰ ξύλα ποὺ ὀνομάζετε σεῖς θεούς, δὲν θὰ τὸ κάνουμε ποτέ! Δὲν θὰ σὲ ἀκούσουμε, ὅσο καὶ νὰ μᾶς παιδέψεις, καὶ ὅσο καὶ νὰ μᾶς βασανίσεις!
Οἱ τελευταῖες λέξεις τοῦ Μάρτυρα καλύφτηκαν ἀπὸ τὶς ἄγριες φωνὲς τοῦ ἡγεμόνα, ποὺ ἔδινε τὴν ἐντολὴ ν’ ἀρχίσουν τὰ βασανιστήρια, γιὰ νὰ ὑποχρεωθεῖ ὁ Ἅγιος νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη του, τὴν χριστιανική. Καὶ μία κι ὁ Ὁμολογητὴς ἦταν στρατιωτικὸς ἡ πρώτη ἐντολὴ ἦταν νὰ τοῦ ἀφαιρεθεῖ ἡ στρατιωτικὴ στολὴ καὶ νὰ τὸν ρίξουν χαμαὶ στὴ γῆ καὶ ν’ ἀρχίσουν νὰ τὸν κτυποῦν.
Ἐννέα στρατιῶτες ἅρπαξαν τὰ μαστίγια τους καὶ μὲ μανία ἀσυγκράτητη ἄρχισαν νὰ μαστιγώνουν τὸν Μάρτυρα μέχρι ποὺ κουράστηκαν. Ἡ γῆ κοκκίνισε ἀπὸ τὸ αἷμα, ἐνῷ ὁ Ἅγιος δόξαζε τὸν Θεό, ποὺ τὸν ἀξίωσε νὰ ὑποφέρει γιὰ χάρη του.
Τὴν πρώτη προσταγὴ ἀκολούθησε δεύτερη πιὸ σκληρὴ καὶ πιὸ ὀδυνηρή. Οἱ δήμιοι ἔφεραν ἐκεῖ μπροστὰ μιὰ τάβλα σιδερένια, κάτω ἀπὸ τὴν ὁποία ἄναψαν ξύλα πολλὰ μέχρι ποὺ τὸ σίδερο κοκκίνισε. Πάνω στὰ πυρωμένα ἐκεῖνα σίδερα οἱ δήμιοι ἅπλωσαν τὸν Μάρτυρα γυμνό. Τὰ μάτια ὅλων μὲ ἀγωνία κοιτοῦσαν τὸ ματωμένο κορμὶ ποὺ γυμνὸ ρίχτηκε στὰ καυτὰ σίδερα. Τὴν ἀγωνία ἀκολούθησε σὲ λίγο ἡ ἔκπληξη. Καὶ τούτη, ὁ θαυμασμός. Τὸ περιστατικὸ μὲ τοὺς τρεῖς Παῖδες στὴν «κάμινον τοῦ πυρὸς τὴν καιομένην» ἐπαναλήφθηκε ξανά. Ἡ πυρωμένη τάβλα μόλις δέχθηκε πάνω της τοῦ Μάρτυρα τὸ κορμὶ κρύωσε. Ἡ φλόγα της σκορπίστηκε. Κι ὁ Ἅγιος ἔμεινε ὅλως διόλου ἀνεπηρέαστος κι ἄτρωτος. Τὰ πλήθη ποὺ παρακολουθοῦσαν μὲ συγκρατημένη τὴν ἀναπνοὴ τὰ γενόμενα, ξέσπασαν σὲ σιγανὲς καὶ δειλὲς ἐπευφημίες. Κατάπληκτος κι ὁ ἄρχοντας, γιὰ νὰ ἀποφύγει ἄλλον ἐξευτελισμό, διέταξε νὰ ρίξουν τὸν θαρραλέο κι ἄτρομο Ὁμολογητὴ στὴν φυλακή, γιὰ νὰ συνέλθει.
Ἕνα ὑγρὸ καὶ παγερὸ δωμάτιο τῆς σκοτεινῆς φυλακῆς δέχτηκε τὸν Μάρτυρα.
Ἐκεῖ τὸν ἄφησαν νὰ περάσει τὴ νύκτα. Ὁ Ἅγιος ἀφοῦ προσευχήθηκε θερμὰ κι εὐχαρίστησε τὸν Θεὸ γιὰ τὴν σωτηρία του, ἀποκοιμήθηκε.
Ξάφνου στὸν ὕπνο του εἶδε κάποια στιγμὴ τὸ κελὶ τῆς φυλακῆς νὰ φωτίζεται μ’ ἕνα ἱλαρὸ φῶς κι ἕναν ἄγγελο λευκοντυμένο νὰ ἔρχεται καὶ νὰ στέκεται στὸ προσκέφαλό του: «Μὴ φοβᾶσαι τὰ δεινά, γνήσιε δοῦλε τοῦ Χριστοῦ, τοῦ εἶπε. Μὴ τὰ φοβᾶσαι. Ὁ Χριστὸς εἶναι κοντά σου. Βλέπει τὰ δάκρυά σου καὶ τὰ σπογγίζει. Μὲ τὴ χάρη Του θὰ νικήσεις τὸν ἀντίπαλο καὶ θὰ τὸν ἐξευτελίσεις». Ὁ Ἅγιος ξύπνησε. Συνεπαρμένος ἀπὸ τὰ ἀγγελικὰ τὰ λόγια σηκώθηκε.
Καὶ μὲ φωνὴ τρεμουλιαστὴ ἀπ’ τὴν συγκίνηση ψιθύρισε. «Ἐβόησα ἐν θλίψει μου πρὸς Κύριον τὸν Θεό μου, καὶ εἰσήκουσέ μου». (Ἰων. β’ 3). Ναί! τὸν εἰσήκουσε. Γιατί πάντα ὁ Πανάγαθος Θεὸς ἀκούει καὶ ἀπαντᾷ στὶς προσευχὲς τῶν παιδιῶν Του, ποὺ γίνονται μ’ εὐλάβεια καὶ προσοχὴ καὶ πίστη.
Τὸ πρωί, σὰν οἱ φύλακες ἄνοιξαν τὸ κελὶ τῆς φυλακῆς βρῆκαν τὸν Ἅγιο νὰ προσεύχεται. Χωρὶς ἀργοπορία τὸν πῆραν καὶ τὸν ὁδήγησαν μπροστὰ στὸν ἄρχοντα, ποὺ περίμενε καθισμένος σὲ πολυτελὴ θρόνο. Γύρω του ἀξιωματικοὶ καὶ στρατιῶτες καὶ πλῆθος κόσμου περίμεναν νὰ δοῦν τὴν συνέχεια.
Στὴν ἀρχὴ ὁ Περσεντῖνος φόρεσε τὴν μάσκα τῆς καλοσύνης καὶ τῆς ψευτοευγένειας καὶ δέχθηκε τὸν Μάρτυρα μὲ μία ὑποκριτικὴ λύπη γιὰ ὅσα τάχατες συνέβησαν τὴν προτεραία:
- Ἔλα Ρηγῖνε, τοῦ εἶπε, σὰν πλησίασε. Ἔλα, σὲ παρακαλῶ νὰ θυσιάσεις, τούτη τὴ στιγμὴ στοὺς θεούς, γιὰ νὰ τοὺς ἐξευμενίσεις. Ἄλλαξε γνώμη γρήγορα καὶ μὴ μὲ ἀναγκάσεις νὰ κάμω κάτι ποὺ δὲν θέλω σὲ σένα τὸν διαλεχτὸ καὶ γενναῖο μου στρατιώτη.
Κι ὁ Ἅγιος, ποὺ κατάλαβε ἀμέσως τὴν παγίδα ποὺ ὁ σατανὰς ζητοῦσε νὰ τοῦ στήσει μὲ τὴν πρόταση ποὺ τοῦ ἔκαμνε ὁ ἄρχοντας, ἀπήντησε:
- Τὰ λόγια σου δὲν μὲ ξεγελοῦν. Οἱ ἀπειλές σου δὲν μὲ φοβίζουν. Τὰ βασανιστήρια καὶ ὁ θάνατος δὲν μὲ τρομάζουν. Τὰ περιφρονῶ ὅλα. Τὸν Χριστό μου δὲν τὸν ἀρνοῦμαι ποτέ! Κᾶμε ὅ,τι θέλεις!
Ἡ ἀπάντηση τοῦ Μάρτυρα δημιούργησε θύελλα στὴν ψυχὴ τοῦ Περσεντίνου. Κατάλαβε πὼς ἄδικα χάνει τὰ λόγια του καὶ ἄλλαξε γνώμη. «Νὰ ἀρχίσουν νέα μαρτύρια», εἶπε. «Νὰ ριχτεῖ στὴ θάλασσα ὁ ὑβριστὴς τῶν θεῶν μας».
Οἱ δήμιοι ἅρπαξαν τὸν ὁμολογητή, τὸν ἔβαλαν μέσα σ' ἕνα σάκο ποὺ τὸν ἔκλεισαν καὶ τὸν βούλωσαν μὲ μολύβι καὶ τὸν παρέδωσαν σὲ ναῦτες νὰ τὸν ρίξουν στὴ θάλασσα. Οἱ ναῦτες ἔσπευσαν νὰ ἐκτελέσουν τὴν ἐντολή.
Μπῆκαν σὲ ἕνα καράβι, προχώρησαν ἀρκετὰ μίλια ἀπὸ τὴ στεριά, πέταξαν τὸν σάκο μὲ τὸ παλικάρι στὰ βαθιὰ νερὰ κι ἀμέριμνοι γύρισαν πίσω.
Δὲν πρόφτασαν ὅμως νὰ ἀσφαλίσουν τὸ καράβι στὸ λιμάνι καὶ τί βλέπουν; Τὸν Ἅγιο νὰ βγαίνει ἀπὸ τὰ νερά, σχεδὸν μαζί τους, ἐνῷ τὰ πλήθη ξεσποῦσαν μὲ θάρρος σὲ ἐπευφημίες καὶ χριστιανικὴ ὁμολογία.
Τί εἶχε συμβεῖ;
Μόλις οἱ ναῦτες ἔρριψαν τὸν σάκο μὲ τὸν μάρτυρα στὴ θάλασσα, ὁ σάκος ξεσκίστηκε κι ὁ μάρτυρας βρέθηκε δίπλα σὲ δυὸ δελφίνια ποὺ τὸν πῆραν ἀπάνω τους καὶ τὸν ἔβγαλαν στὴν ἀκρογιαλιά. Τὸ θαῦμα τοῦ κήτους μὲ τὸν Ἰωνὰ ἐπαναλήφθηκε. Ἀλήθεια! Μέγας ὁ Θεὸς τῶν χριστιανῶν. «Μέγας ὁ Θεὸς τῶν χριστιανῶν», φώναξαν καὶ τὰ πλήθη ποὺ στεκόντουσαν στὴν ἀκρογιαλιὰ καὶ παρακολουθοῦσαν. Πίστεψαν στὸν Χριστό, τὸν ὁμολόγησαν καὶ ἔγιναν χριστιανοί.
Ὁ ἀνίερος ἄρχοντας μανιασμένος μὲ ὅσα ἔβλεπε νὰ γίνονται μπροστὰ του, διέταξε νὰ κλείσουν τὸν Ἅγιο στὴ φυλακή. Μαζί του ἔκλεισαν καὶ τὸν Ὀρέστη, τὸν συστρατιώτη του, γιατί καὶ αὐτὸς ἄρχισε νὰ κηρύττει πιὰ μὲ παρρησία τὸν Χριστό. Ἐπίσης καὶ ὅλους τους ἄλλους ποὺ ὁμολόγησαν πίστη στὸν ἀληθινὸ Θεό. Εὐλογημένα τὰ σκοτεινὰ κελιὰ τῆς φυλακῆς ποὺ δέχθηκαν τοὺς μάρτυρες καὶ ὁμολογητές. Σκοτεινὰ τὰ κελιά. Φῶς οἱ ἔνοικοι. Φῶς ἡ πίστη τους.
Φῶς ἡ ζωή τους. Φῶς οἱ ψυχές τους. Φῶς! ἄπλετο φῶς ξεχυνόταν μέσα τους καὶ γύρω τοὺς ἀπό ἐκεῖνο ποὺ μὲ παρρησία διακήρυξε: «Ἐγὼ εἴμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου. Ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ’ ἔξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς» (Ἰωάν. η’ 12).
Μέσα στὴν φυλακὴ οἱ μάρτυρες περνοῦν τὴ νύχτα μὲ προσευχὲς καὶ ὕμνους δοξολογίας στὸν Λυτρωτή. Ἡ αὐγὴ τοὺς βρῆκε νὰ προσεύχονται, ὅταν ξαφνικὰ ἕνας ἄγγελος τοὺς ἔλυσε τὰ δεσμὰ κι ἄνοιξε τὶς πόρτες τῆς φυλακῆς.
«Ἀκολουθῆστέ με», τοὺς εἶπε γλυκά. Κι οἱ Ἅγιοι τὸν ἀκολούθησαν μέχρι τὴν ἀκρογιαλιά. Ἀπὸ ἐκεῖ ὁ καθένας τράβηξε ὅπου τὸν φώτισε ὁ Κύριος.
Οἱ Ἅγιοι Ρηγίνος καὶ Ὀρέστης μὲ μερικοὺς ἄλλους μπῆκαν σὲ ἕνα καράβι ποὺ ταξίδευε στὴν Κύπρο. Ἐδῶ σὰν ἔφτασαν, βγῆκαν καὶ σκορπίστηκαν σὲ διάφορα μέρη ὅπου ἀσκήτευσαν. Οἱ Ἅγιοι Ρηγίνος καὶ Ὀρέστης προχώρησαν πρὸς τὰ μέρη τῆς Νεαπόλεως (Λεμεσοῦ) κι ᾖλθαν καὶ κατοίκησαν στὴ γνωστὴ τότε κώμη Φασούλα. Ἐκεῖ ἔξω ἀπὸ τὴν κώμη ἔστησαν τὸ ἀσκητήριό τους, ποὺ σὲ λίγο καιρὸ ἔγινε κέντρο ἱεραποστολῆς. Κάποια μέρα, μᾶς λέει ὁ συναξαριστής, τοὺς πῆραν οἱ εἰδωλολάτρες καὶ ἀφοῦ τοὺς ὑπέβαλαν σὲ τρομερὰ βασανιστήρια ὕστερα τοὺς ἀποκεφάλισαν. Ἔτσι οἱ μάρτυρες πλήρωσαν μὲ τὸ αἷμά τους τὴν ἀγάπη τους στὸν Χριστὸ καὶ τὴν ὁμολογία τους. Τὴ νύχτα μερικοὶ εὐλαβεῖς χριστιανοὶ μαθητές τους, πῆραν τὰ ἅγια λείψανα καὶ τὰ ἔθαψαν μὲ τιμὲς σὲ ἕναν τάφο ψάλλοντες: «Μακαρία ἡ γῆ ἡ πιανθεῖσα τοὶς αἵμασιν ὑμῶν καὶ ἅγιαι αἱ σκηναὶ αἱ δεξάμεναι τὰ σώματα ὑμῶν».
Πέρασαν χρόνια! Ἡ εὐλογημένη γῆ τῆς Νήσου τῶν Ἁγίων κράτησε μυστικὸ τὸν τόπο ποὺ τὰ ἅγια σκηνώματα τῶν Μαρτύρων εἶχαν ἀποτεθεῖ. Κάποια μέρα οἱ Ἅγιοι φανερώθηκαν σ’ ἕναν εὐλαβὴ ἱερέα μὲ ὅραμα, καὶ αὐτός ἀφοῦ πῆγε καὶ ἔσκαψε στὸν τόπο ποὺ τοῦ ὑποδείχθηκε, βρῆκε τὴν ἱερὴ λάρνακα μὲ τὰ μαρτυρικὰ λείψανα καὶ τὰ ὀνόματα τῶν Ἁγίων γραμμένα μὲ πολλὴ τέχνη ἀπὸ πάνω. Πλήθη πιστῶν προσέτρεξαν στὸ ἄκουσμα, νὰ προσκυνήσουν τὸν θησαυρὸ καὶ νὰ λάβουν τὴ θεοδώρητο χάρη τους. Σὲ λίγο ἕνας ὑπέροχος ναός (δυστυχῶς ὁ ναὸς ἐκεῖνος εἶναι σήμερα μισογκρεμισμένος) στήθηκε ἐκεῖ, ζωντανὸ δεῖγμα τῆς εὐσέβειας τῶν κατοίκων τῆς πολυπόθητης νήσου. Ἀλλὰ καὶ εὐλαβὲς προσκύνημα τῶν χιλιάδων πιστῶν ποὺ προστρέχουν γιὰ νὰ προσκυνήσουν τὴ μυροθήκη τῶν λειψάνων τους.
Τὰ θαύματά τους συνεχίζονται καὶ σήμερα τόσο στὴ Φασούλα ὅπου βρίσκεται ὁ τάφος τους, ὅσο καὶ στὴν Τρεμιθοῦσα τῆς Πάφου καὶ στὸ χωριὸ Ἀπλίκι τῆς Λευκωσίας ὅπου ὁ ναὸς εἶναι ἀφιερωμένος στὴ μνήμη τους.
Μὲ πίστη ἃς πᾶμε κι ἐμεῖς νοερὰ ὡς ἐκεῖ, κι ἀφοῦ γονατίσουμε μπροστὰ στὴ λάρνακα ποὺ κράτησε στοργικὰ τὰ ἱερὰ λείψανα, ἃς ψάλλουμε μὲ τὸν ὑμνῳδὸ εὐλαβικά:
Τὴν δυάδα τιμήσωμεν, τῶν μαρτύρων ἐν ἄσμασι,
τῆς Τριάδος ἔχουσαν τὴν λαμπρότητα,
τοὺς θεμελίους τῆς Πίστεως, τὰ ἄνθη τὰ πνέοντα,
τὴν ὀσμὴν τὴν ἀληθῆ, τῆς Θεοῦ ἐπιγνώσεως,
τὸν Ρηγίνον τε, καὶ σὺν τούτω τὸν μέγαν τε Ὀρέστην,
ὡς πρεσβεύοντας ἀπαύστως, ὑπὲρ ἡμῶν τὸν φιλάνθρωπον.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’.
Μαρτύρων σύλλογος νῦν εὐφραίνεται – ἀγγέλων ἄσμασι μεγαλύνομεν, τὴν μνήμην ὑμῶν ἅγιοι – ἅπαντες μελωδοῦντες καὶ πιστῶς ἐκβοῶντες, χαίροντες τῆς Τριάδος· Δυὰς μαρτύρων καὶ κλέος – Ρηγίνε καὶ Ὀρέστα, ὑπὲρ ἡμῶν ἀεὶ πρεσβεύετε.
Ἕνα πνεῦμα ἀχόρταστης ὑλοφροσύνης καὶ εὐδαιμονισμοῦ φυσᾷ παντοῦ. Κι ἕνας ἄνεμος ἀναίσχυντης σαρκολατρίας ἀπειλεῖ μὲ τὴν πνοή του νὰ παρασύρει κάθε πνευματικὴ ἄξια καὶ νὰ μὴν ἀφήσει τίποτα ὄρθιο. Μπροστὰ στὴν πλημμυρὰ αὐτὴ τοῦ κακοῦ τὸ καθῆκον τῶν χριστιανῶν νὰ δίδουν κάθε μέρα «τὴν μαρτυρίαν Ἰησοῦ Χριστοῦ» προβάλλει συνεχῶς πιὸ ἔντονο καὶ ἐπιτακτικό.
Σήμερα, περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη φορά, οἱ πιστοὶ καλοῦνται νὰ διακηρύττουν τόσο μὲ τὰ λόγια, ὅσο καὶ μὲ τὰ ἔργα καὶ τὴν ὅλη τους ζωὴ τὴν πίστη καὶ τὴν προσήλωσή τους στὸν Ἀναστημένο Ἰησοῦ.
Ἡ σύσταση τοῦ Ἀποστόλου «ἕτοιμοι ἀεὶ πρὸς ἀπολογίαν παντὶ τῷ αἰτούντι ὑμᾶς λόγον περὶ τῆς ἐν ὑμὶν ἐλπίδος» (Α’ Πετρ. γ’ 15) ἀποκτᾷ στὶς ἡμέρες μας ἰδιαίτερη σημασία. Αὐτὸν τὸν καιρὸ ποὺ ἡ Ἐκκλησία ἀντιμετωπίζει μία περίοδο ἀκήρυκτου, μὰ καὶ ὀργανωμένου διωγμοῦ «ὁ πιστός, λέει ἕνας σύγχρονος στοχαστῆς, εἶναι ἕνας ἀθλητὴς τῆς πίστεως. Πίστεως ποὺ πρέπει νὰ εἶναι κάθε στιγμὴ ἕτοιμος νὰ τὴν ὁμολογήσει, νὰ τὴν βεβαιώσει, ποὺ μπορεῖ κάθε στιγμὴ νὰ τοῦ δώσει τὴν εὐκαιρία νὰ σταυρωθεῖ γι’ αὐτήν, νὰ γίνει ἄξιος μιμητὴς τοῦ Χριστοῦ».
Τὰ λόγια τοῦτα ἔζησαν σὰν πραγματικότητα μυριάδες χριστιανοὶ σὲ διάφορους καιρούς. Ἕνδεκα ἑκατομμύρια μονάχα στὰ τριακόσια πρῶτα χρόνια χριστιανικῆς ζωῆς ὑπέγραψαν μὲ τὸ αἷμα τοὺς τὴ διακήρυξη τῆς πίστεώς τους. Ἀπὸ τότε ὡς σήμερα ἀναρίθμητες ἄλλες φάλαγγες πιστῶν Ὁσίων καὶ Θεοφόρων Πατέρων, Ποιμένων, Διδασκάλων καὶ Ὁμολογητῶν ἔδωκαν «τὴν μαρτυρία Ἰησοῦ Χριστοῦ» μὲ τὸν βίο καὶ τὴ θυσία τους.
Ἀνάμεσα σὲ ὅλους αὐτοὺς ξεχωριστὴ θέση στὶς καρδιὲς πολλῶν κατοίκων τῆς Ἑλληνικῆς Κύπρου κατέχουν καὶ οἱ δυὸ μεγαλομάρτυρες Ἅγιοι Ρηγίνος καὶ Ὀρέστης.
Ἡ ζωή τους, ζωὴ βαθιᾶς πίστεως στὸν Χριστό, ἀλλὰ καὶ χριστιανικῆς παρρησίας καὶ θάρρους καὶ ὁμολογίας, ἀποτελεῖ ἕνα ὑπέροχο παράδειγμα «μαρτυρίας Ἰησοῦ».
Κι ἡ μαρτυρία αὐτὴ πολλὰ μπορεῖ νὰ προσφέρει καὶ στὸν σύγχρονο χριστιανό, ποὺ θέλει ὄχι μόνο νὰ λέγεται, μὰ καὶ νὰ εἶναι πραγματικὰ ὀρθόδοξος.
Γιὰ νὰ πάρουμε ἀπ' τὴν ἀρχὴ τὴ ζωὴ τους πρέπει νὰ πᾶμε στὴ Χαλκηδόνα, τὴν ὄμορφη πόλη, ποὺ βρίσκεται στὴν ἄκρη τῆς Ἀσιατικῆς ἀκτῆς τοῦ Βοσπόρου καὶ κοντὰ στὴν Προποντίδα.
Ἐκεῖ γεννήθηκαν καὶ μεγάλωσαν οἱ Μάρτυρες.
Στὸν Χριστὸ ὁδηγήθηκαν ἀπὸ τὴν παιδική τους ἡλικία. Καὶ τὸν ἀγάπησαν. Καὶ τοῦ ἔδωκαν τὴν καρδιά τους.
Νέοι κατετάγησαν κι οἱ δυὸ στὸν στρατό, στὸ τάγμα τῶν τηρώνων δηλαδὴ τῶν νεοσύλλεκτων, καὶ πολὺ νωρὶς διακρίθηκαν.
Σὲ αὐτὸ πολὺ συνέβαλε τὸ παράστημα κι ἡ ἐξυπνάδα τους μὲ τὴ φυσικὴ εὐγένεια καὶ τὴν ἀρετή τους. Ὅμως ἐκεῖνο ποὺ πιὸ πολύ τους διέκρινε ἦταν ἡ χριστιανική τους ἰδιότητα. Μὲ τὴ σκέψη ἁγνὴ καὶ καθάρια, τὴ θέληση δυνατή, τὴν πίστη στὴν ψυχὴ ὡς σύνθημα ζωῆς, περιφρονοῦσαν τὰ πάντα κι ἀγωνιζόντουσαν σκληρά, γιὰ νὰ πετύχουν τὸ ἕνα καὶ μόνο: Νὰ ζήσουν καὶ βασιλεύσουν μὲ τὸν Χριστό.
Στὴν ἀρχὴ φροντίζουν νὰ μείνουν ἄγνωστοι σὰν χριστιανοὶ στὸ περιβάλλον τους. Τὰ λόγια κι ἐδῶ τοῦ Κυρίου «ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω ὑμᾶς ὡς πρόβατα ἐν μέσῳ λύκων γίνεσθε οὒν φρόνιμοι ὡς οἱ ὄφεις καὶ ἀκέραιοι ὡς αἱ περιστεραί» (Ματθ. ι’ 16) κατευθύνουν τὶς σκέψεις τους καὶ καθορίζουν τὸν τρόπο τῆς ζωῆς τους.
Ὁ Ρηγίνος ποὺ πρωτύτερα ἔφερε τὸ ὄνομα Βονομίλης, φρόντισε ἀπὸ πολὺ νωρὶς νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ ὅλα ἐκεῖνα τὰ λεγόμενα ἀγαθά, ποὺ τὶς περισσότερες φορὲς σκλαβώνουν καὶ σῶμα καὶ ψυχὴ καὶ κάνουν τὸν ἄνθρωπο ἕνα ταπεινὸ ἀχθοφόρο τῆς ὕλης καὶ τῆς εὐδαιμονιστικῆς ζωῆς. Τὴν περιουσία ποὺ τοῦ ἄφηκαν οἱ εὐκατάστατοι γονεῖς του τὴν διαθέτει σιγά – σιγὰ ὄχι γιὰ νὰ χαρεῖ ὁ ἴδιος τὰ νιάτα του, ὅπως συνηθίζουμε νὰ λέμε σήμερα γιὰ ὅσους σκορπᾶνε τὴν πατρικὴ περιουσία μέσα στὰ ποικιλώνυμα ἄντρα τῆς ἁμαρτίας. Ἀλλὰ γιὰ νὰ βοηθήσει, νὰ ξεκουράσει, νὰ παρηγορήσει, νὰ θρέψει πτωχοὺς καὶ ὀρφανὰ καὶ νὰ ἁπαλύνει τὸν πόνο τῆς φτώχειας καὶ τῆς ἀνέχειας. Ὁ ἴδιος ζεῖ μὲ κάθε λιτότητα καὶ στέρηση.
Γιὰ νὰ καθυποτάξει τὴ σάρκα καὶ νὰ δυναμώσει τὴν θέλησή του, ὥστε νὰ ἀντιμετωπίζει μὲ θάρρος καὶ παρρησία τοὺς πολυποίκιλους πειρασμοὺς τῆς νεανικῆς ἡλικίας ὑποβάλλει τὸν ἑαυτὸ του συχνὰ σὲ αὐστηρὲς νηστεῖες καὶ ἄλλες σκληρὲς ἀσκήσεις. Μὲ τὸν τρόπο τοῦτο κατορθώνει νὰ χαλιναγωγεῖ τοὺς πόθους του καὶ νὰ συγκρατεῖ ζηλότυπα τὶς ὁρμές του.
Ἕνα μόνο δὲν φροντίζει νὰ περιορίσει.
Τὴν ἀγάπη του γιὰ τὸν Χριστό. Αὐτὸς εἶναι ἡ δύναμή του. Αὐτὸς κι ἡ καύχησή του. Κι ἡ διδασκαλία του, τὸ πάθος του, μὰ καὶ τὸ ὅπλο του. Τὸ ὅπλο μὲ τὸ ὁποῖο ἀγωνίζεται νὰ ἀντισταθεῖ στὶς δόλιες καὶ πονηρὲς μεθόδους καὶ παγίδες τοῦ διαβόλου καὶ νὰ κρημνίσει τῆς ἁμαρτίας τὰ κάστρα. Γνωρίζει καλὰ ὁ πιστός τοῦ Κυρίου μαθητὴς πὼς ὁ ἀγῶνας ποὺ ἔχουμε ἀναλάβει οἱ χριστιανοὶ «οὐκ ἔστι πρὸς αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας ἐν τοὶς ἐπουρανίοις» (Ἐφεσ. στ’ 12). Ναί! ἡ πάλη δηλαδὴ τοῦ κάθε χριστιανοῦ δὲν εἶναι πάλη ἐνάντια σὲ ἀνθρώπους μὲ αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πάλη ἐνάντια πρὸς τὶς πονηρὲς ἀρχὲς καὶ ἐξουσίες. Εἶναι πάλη ἐνάντια στὰ πλήθη τῶν πονηρῶν πνευμάτων ἐνάντια στοὺς καταχθόνιους κοσμοκράτορες, ποὺ κυριαρχοῦν ἐπάνω σὲ ἀνθρώπους ποὺ βρίσκονται στὸ βαθὺ σκοτάδι τοῦ ἁμαρτωλοῦ τούτου αἰῶνα.
Ἡ πάλη μας διεξάγεται ἐνάντια στὰ πνευματικὰ αὐτὰ πονηρὰ ὄντα καὶ γίνεται γιὰ χάρη τῆς κληρονομιᾶς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν». Γι’ αὐτὴ τὴν βασιλεία ἀγωνίζεται καὶ ὁ Ρηγίνος καὶ εἶναι ἕτοιμος τὰ πάντα νὰ θυσιάσει γιὰ τὴν ἀπόκτησή της.
Ὅσο ὅμως καὶ ἂν ὁ ἀθλητής μας φροντίζει νὰ ζεῖ τὴ χριστιανικὴ ζωὴ μυστικὰ καὶ ἀθόρυβα, δὲν τὸ κατορθώνει. Τὸ φῶς τοῦ ἥλιου δὲν μπορεῖ ν’ ἀποκρύβει. Καὶ ἡ πόλη ποὺ εἶναι κτισμένη στὴν κορυφὴ κάποιου βουνοῦ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ σκεπαστεῖ καὶ νὰ πάψει νὰ φαίνεται. Ἔτσι καὶ ἡ ἀρετή. Δὲν μπορεῖ νὰ ἀποκρύβει ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ κόσμου, ὅσο καὶ ἂν προσέξει κάποιος. Διακρίνεται στὸ πρόσωπο, στὰ λόγια, στὸ ντύσιμο, στὸ περπάτημα.
Αὐτὸ ἔγινε καὶ μὲ τὸν στρατιώτη τοῦ Χριστοῦ, τὸν γενναῖο Ρηγίνο. Κάποιοι ποὺ τὸν φθονοῦσαν, τὸν παρακολούθησαν καὶ τὸν κατήγγειλαν στὸν ἡγεμόνα, ποὺ λεγόταν Περσεντῖνος ὁ στρατηλάτης. Καὶ αὐτὸς διέταξε ἀμέσως νὰ φέρουν μπροστά του τὸ παλικάρι. Ἡ ἐμφάνιση τοῦ νέου καὶ ἡ κορμοστασιά του, ἔκαμαν ἰδιαίτερη ἐντύπωση στὸν ἡγεμόνα.
- Ποιὸς εἶναι αὐτός; ρώτησε τοὺς παρεστῶτες μὲ κάποια προσπάθεια νὰ ἀποκρύψει τὸν θαυμασμό του.
- Ὁ Βονομίλης, ποὺ ἑρμηνεύεται Ρηγίνος, ἀπήντησαν ἐκεῖνοι. Βονομίλης ὁ ἀποστάτης. Γιατί ἔπαψε νὰ σέβεται τοὺς θεούς μας.
- Κάτι μοῦ λένε οἱ συστρατιῶτες σου, εἶπε ἀπευθυνόμενος στὸν νέο. Σὲ κατηγοροῦν ὅτι ἔπαψες πιὰ νὰ λατρεύεις τοὺς μεγάλους θεούς μας καὶ νὰ προσφέρεις σὲ αὐτοὺς θυσίες. Δυσκολεύομαι νὰ πιστέψω μία τέτοια κατηγορία.
Ἕνα παλικάρι σὰν καὶ σένα δὲν μπορεῖ νὰ πέσει σὲ ἕνα τέτοιο λάθος. Ἔλα, λοιπόν, Ρηγίνε. Ἔλα νὰ θυσιάσεις στοὺς θεούς μας. Νὰ δείξεις σὲ αὐτοὺς τὸν σεβασμό σου καὶ νὰ διαψεύσεις τοὺς κατηγόρους σου.
Στὴν πρόσκληση τοῦ ἡγεμόνα ὁ πιστὸς νέος ἔσπευσε νὰ δώσει τὴν ἀπάντησή του:
- Ἄρχοντά μου! Πιστεύω μὲ ὅλη μου τὴν ψυχὴ στὸν Θεό μου. Καὶ προσφέρω σὲ Αὐτὸν καθημερινὰ «θυσίαν αἰνέσεως». Εἶναι ὁ Θεός μας ποὺ «ἐδημιούργησε τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν, τὴν θάλασσαν καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοίς». Ὁ Θεὸς τὸν ὁποῖο πιστεύω δὲν μοιάζει μὲ τοὺς δικούς σας. Δὲν κατοικεῖ μέσα σὲ ναούς, ποὺ κατασκευάστηκαν ἀπὸ ἀνθρώπινα χέρια. Οὔτε καὶ ὑπηρετεῖται ἀπὸ ἀνθρώπους ἢ ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὰ δῶρα τους. Αὐτὸς εἶναι ποὺ δίδει σὲ ὅλους τὴν ζωή, τὴν ἀναπνοὴ καὶ ὅ,τι χρειάζεται γιὰ νὰ ζήσουν. Ὁ Θεὸς αὐτὸς εἶναι ἕνας, δημιουργὸς καὶ προνοητὴς τοῦ κόσμου. Δὲν μοιάζει μὲ ἀγάλματα ἀπὸ χρυσάφι ἢ ἀσῆμι ἢ πέτρα. Ὁ Δημιουργὸς Θεὸς εἶναι πιὸ πάνω ἀπὸ τὰ ἔργα του.
Πιὸ πάνω ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα ἔργα, τὰ ἀγάλματα.
Στὰ λόγια αὐτὰ τοῦ παλικαριοῦ ὁ στρατηλάτης Περσεντῖνος, ποὺ μὲ δυσκολία συγκρατοῦσε τὸν θυμό του, προσπάθησε ξανὰ νὰ μεταπείσει τὸν νέο μὲ κολακεῖες καὶ ὑποσχέσεις, ἀλλὰ καὶ ἀπειλές.
Ὁ φλογερὸς ὅμως στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ καὶ τούτη τὴ φορὰ ἔμεινε σταθερὸς κι ἀκλόνητος στὴν πίστη του καὶ τὶς ἀρχές του. Καὶ πρόσθεσε στὸ τέλος καὶ τοῦτα τὰ λόγια:
- Ἄκου, ἄρχοντά μου, ἀκόμη μιὰ φορὰ αὐτὸ ποὺ θὰ σοῦ πῶ. Σὲ ὑπηρετήσαμε καὶ σὲ ὑπηρετοῦμε στὸν κόσμο τοῦτο μὲ κάθε εἰλικρίνεια καὶ τιμιότητα καὶ αὐτοθυσία. Καὶ τὸ ξέρεις. Τὸ νὰ ἀρνηθοῦμε ὅμως τὸν ἀληθινὸ Θεό μας καὶ νὰ προσκυνήσουμε τὶς πέτρες καὶ τὰ ξύλα ποὺ ὀνομάζετε σεῖς θεούς, δὲν θὰ τὸ κάνουμε ποτέ! Δὲν θὰ σὲ ἀκούσουμε, ὅσο καὶ νὰ μᾶς παιδέψεις, καὶ ὅσο καὶ νὰ μᾶς βασανίσεις!
Οἱ τελευταῖες λέξεις τοῦ Μάρτυρα καλύφτηκαν ἀπὸ τὶς ἄγριες φωνὲς τοῦ ἡγεμόνα, ποὺ ἔδινε τὴν ἐντολὴ ν’ ἀρχίσουν τὰ βασανιστήρια, γιὰ νὰ ὑποχρεωθεῖ ὁ Ἅγιος νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη του, τὴν χριστιανική. Καὶ μία κι ὁ Ὁμολογητὴς ἦταν στρατιωτικὸς ἡ πρώτη ἐντολὴ ἦταν νὰ τοῦ ἀφαιρεθεῖ ἡ στρατιωτικὴ στολὴ καὶ νὰ τὸν ρίξουν χαμαὶ στὴ γῆ καὶ ν’ ἀρχίσουν νὰ τὸν κτυποῦν.
Ἐννέα στρατιῶτες ἅρπαξαν τὰ μαστίγια τους καὶ μὲ μανία ἀσυγκράτητη ἄρχισαν νὰ μαστιγώνουν τὸν Μάρτυρα μέχρι ποὺ κουράστηκαν. Ἡ γῆ κοκκίνισε ἀπὸ τὸ αἷμα, ἐνῷ ὁ Ἅγιος δόξαζε τὸν Θεό, ποὺ τὸν ἀξίωσε νὰ ὑποφέρει γιὰ χάρη του.
Τὴν πρώτη προσταγὴ ἀκολούθησε δεύτερη πιὸ σκληρὴ καὶ πιὸ ὀδυνηρή. Οἱ δήμιοι ἔφεραν ἐκεῖ μπροστὰ μιὰ τάβλα σιδερένια, κάτω ἀπὸ τὴν ὁποία ἄναψαν ξύλα πολλὰ μέχρι ποὺ τὸ σίδερο κοκκίνισε. Πάνω στὰ πυρωμένα ἐκεῖνα σίδερα οἱ δήμιοι ἅπλωσαν τὸν Μάρτυρα γυμνό. Τὰ μάτια ὅλων μὲ ἀγωνία κοιτοῦσαν τὸ ματωμένο κορμὶ ποὺ γυμνὸ ρίχτηκε στὰ καυτὰ σίδερα. Τὴν ἀγωνία ἀκολούθησε σὲ λίγο ἡ ἔκπληξη. Καὶ τούτη, ὁ θαυμασμός. Τὸ περιστατικὸ μὲ τοὺς τρεῖς Παῖδες στὴν «κάμινον τοῦ πυρὸς τὴν καιομένην» ἐπαναλήφθηκε ξανά. Ἡ πυρωμένη τάβλα μόλις δέχθηκε πάνω της τοῦ Μάρτυρα τὸ κορμὶ κρύωσε. Ἡ φλόγα της σκορπίστηκε. Κι ὁ Ἅγιος ἔμεινε ὅλως διόλου ἀνεπηρέαστος κι ἄτρωτος. Τὰ πλήθη ποὺ παρακολουθοῦσαν μὲ συγκρατημένη τὴν ἀναπνοὴ τὰ γενόμενα, ξέσπασαν σὲ σιγανὲς καὶ δειλὲς ἐπευφημίες. Κατάπληκτος κι ὁ ἄρχοντας, γιὰ νὰ ἀποφύγει ἄλλον ἐξευτελισμό, διέταξε νὰ ρίξουν τὸν θαρραλέο κι ἄτρομο Ὁμολογητὴ στὴν φυλακή, γιὰ νὰ συνέλθει.
Ἕνα ὑγρὸ καὶ παγερὸ δωμάτιο τῆς σκοτεινῆς φυλακῆς δέχτηκε τὸν Μάρτυρα.
Ἐκεῖ τὸν ἄφησαν νὰ περάσει τὴ νύκτα. Ὁ Ἅγιος ἀφοῦ προσευχήθηκε θερμὰ κι εὐχαρίστησε τὸν Θεὸ γιὰ τὴν σωτηρία του, ἀποκοιμήθηκε.
Ξάφνου στὸν ὕπνο του εἶδε κάποια στιγμὴ τὸ κελὶ τῆς φυλακῆς νὰ φωτίζεται μ’ ἕνα ἱλαρὸ φῶς κι ἕναν ἄγγελο λευκοντυμένο νὰ ἔρχεται καὶ νὰ στέκεται στὸ προσκέφαλό του: «Μὴ φοβᾶσαι τὰ δεινά, γνήσιε δοῦλε τοῦ Χριστοῦ, τοῦ εἶπε. Μὴ τὰ φοβᾶσαι. Ὁ Χριστὸς εἶναι κοντά σου. Βλέπει τὰ δάκρυά σου καὶ τὰ σπογγίζει. Μὲ τὴ χάρη Του θὰ νικήσεις τὸν ἀντίπαλο καὶ θὰ τὸν ἐξευτελίσεις». Ὁ Ἅγιος ξύπνησε. Συνεπαρμένος ἀπὸ τὰ ἀγγελικὰ τὰ λόγια σηκώθηκε.
Καὶ μὲ φωνὴ τρεμουλιαστὴ ἀπ’ τὴν συγκίνηση ψιθύρισε. «Ἐβόησα ἐν θλίψει μου πρὸς Κύριον τὸν Θεό μου, καὶ εἰσήκουσέ μου». (Ἰων. β’ 3). Ναί! τὸν εἰσήκουσε. Γιατί πάντα ὁ Πανάγαθος Θεὸς ἀκούει καὶ ἀπαντᾷ στὶς προσευχὲς τῶν παιδιῶν Του, ποὺ γίνονται μ’ εὐλάβεια καὶ προσοχὴ καὶ πίστη.
Τὸ πρωί, σὰν οἱ φύλακες ἄνοιξαν τὸ κελὶ τῆς φυλακῆς βρῆκαν τὸν Ἅγιο νὰ προσεύχεται. Χωρὶς ἀργοπορία τὸν πῆραν καὶ τὸν ὁδήγησαν μπροστὰ στὸν ἄρχοντα, ποὺ περίμενε καθισμένος σὲ πολυτελὴ θρόνο. Γύρω του ἀξιωματικοὶ καὶ στρατιῶτες καὶ πλῆθος κόσμου περίμεναν νὰ δοῦν τὴν συνέχεια.
Στὴν ἀρχὴ ὁ Περσεντῖνος φόρεσε τὴν μάσκα τῆς καλοσύνης καὶ τῆς ψευτοευγένειας καὶ δέχθηκε τὸν Μάρτυρα μὲ μία ὑποκριτικὴ λύπη γιὰ ὅσα τάχατες συνέβησαν τὴν προτεραία:
- Ἔλα Ρηγῖνε, τοῦ εἶπε, σὰν πλησίασε. Ἔλα, σὲ παρακαλῶ νὰ θυσιάσεις, τούτη τὴ στιγμὴ στοὺς θεούς, γιὰ νὰ τοὺς ἐξευμενίσεις. Ἄλλαξε γνώμη γρήγορα καὶ μὴ μὲ ἀναγκάσεις νὰ κάμω κάτι ποὺ δὲν θέλω σὲ σένα τὸν διαλεχτὸ καὶ γενναῖο μου στρατιώτη.
Κι ὁ Ἅγιος, ποὺ κατάλαβε ἀμέσως τὴν παγίδα ποὺ ὁ σατανὰς ζητοῦσε νὰ τοῦ στήσει μὲ τὴν πρόταση ποὺ τοῦ ἔκαμνε ὁ ἄρχοντας, ἀπήντησε:
- Τὰ λόγια σου δὲν μὲ ξεγελοῦν. Οἱ ἀπειλές σου δὲν μὲ φοβίζουν. Τὰ βασανιστήρια καὶ ὁ θάνατος δὲν μὲ τρομάζουν. Τὰ περιφρονῶ ὅλα. Τὸν Χριστό μου δὲν τὸν ἀρνοῦμαι ποτέ! Κᾶμε ὅ,τι θέλεις!
Ἡ ἀπάντηση τοῦ Μάρτυρα δημιούργησε θύελλα στὴν ψυχὴ τοῦ Περσεντίνου. Κατάλαβε πὼς ἄδικα χάνει τὰ λόγια του καὶ ἄλλαξε γνώμη. «Νὰ ἀρχίσουν νέα μαρτύρια», εἶπε. «Νὰ ριχτεῖ στὴ θάλασσα ὁ ὑβριστὴς τῶν θεῶν μας».
Οἱ δήμιοι ἅρπαξαν τὸν ὁμολογητή, τὸν ἔβαλαν μέσα σ' ἕνα σάκο ποὺ τὸν ἔκλεισαν καὶ τὸν βούλωσαν μὲ μολύβι καὶ τὸν παρέδωσαν σὲ ναῦτες νὰ τὸν ρίξουν στὴ θάλασσα. Οἱ ναῦτες ἔσπευσαν νὰ ἐκτελέσουν τὴν ἐντολή.
Μπῆκαν σὲ ἕνα καράβι, προχώρησαν ἀρκετὰ μίλια ἀπὸ τὴ στεριά, πέταξαν τὸν σάκο μὲ τὸ παλικάρι στὰ βαθιὰ νερὰ κι ἀμέριμνοι γύρισαν πίσω.
Δὲν πρόφτασαν ὅμως νὰ ἀσφαλίσουν τὸ καράβι στὸ λιμάνι καὶ τί βλέπουν; Τὸν Ἅγιο νὰ βγαίνει ἀπὸ τὰ νερά, σχεδὸν μαζί τους, ἐνῷ τὰ πλήθη ξεσποῦσαν μὲ θάρρος σὲ ἐπευφημίες καὶ χριστιανικὴ ὁμολογία.
Τί εἶχε συμβεῖ;
Μόλις οἱ ναῦτες ἔρριψαν τὸν σάκο μὲ τὸν μάρτυρα στὴ θάλασσα, ὁ σάκος ξεσκίστηκε κι ὁ μάρτυρας βρέθηκε δίπλα σὲ δυὸ δελφίνια ποὺ τὸν πῆραν ἀπάνω τους καὶ τὸν ἔβγαλαν στὴν ἀκρογιαλιά. Τὸ θαῦμα τοῦ κήτους μὲ τὸν Ἰωνὰ ἐπαναλήφθηκε. Ἀλήθεια! Μέγας ὁ Θεὸς τῶν χριστιανῶν. «Μέγας ὁ Θεὸς τῶν χριστιανῶν», φώναξαν καὶ τὰ πλήθη ποὺ στεκόντουσαν στὴν ἀκρογιαλιὰ καὶ παρακολουθοῦσαν. Πίστεψαν στὸν Χριστό, τὸν ὁμολόγησαν καὶ ἔγιναν χριστιανοί.
Ὁ ἀνίερος ἄρχοντας μανιασμένος μὲ ὅσα ἔβλεπε νὰ γίνονται μπροστὰ του, διέταξε νὰ κλείσουν τὸν Ἅγιο στὴ φυλακή. Μαζί του ἔκλεισαν καὶ τὸν Ὀρέστη, τὸν συστρατιώτη του, γιατί καὶ αὐτὸς ἄρχισε νὰ κηρύττει πιὰ μὲ παρρησία τὸν Χριστό. Ἐπίσης καὶ ὅλους τους ἄλλους ποὺ ὁμολόγησαν πίστη στὸν ἀληθινὸ Θεό. Εὐλογημένα τὰ σκοτεινὰ κελιὰ τῆς φυλακῆς ποὺ δέχθηκαν τοὺς μάρτυρες καὶ ὁμολογητές. Σκοτεινὰ τὰ κελιά. Φῶς οἱ ἔνοικοι. Φῶς ἡ πίστη τους.
Φῶς ἡ ζωή τους. Φῶς οἱ ψυχές τους. Φῶς! ἄπλετο φῶς ξεχυνόταν μέσα τους καὶ γύρω τοὺς ἀπό ἐκεῖνο ποὺ μὲ παρρησία διακήρυξε: «Ἐγὼ εἴμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου. Ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ’ ἔξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς» (Ἰωάν. η’ 12).
Μέσα στὴν φυλακὴ οἱ μάρτυρες περνοῦν τὴ νύχτα μὲ προσευχὲς καὶ ὕμνους δοξολογίας στὸν Λυτρωτή. Ἡ αὐγὴ τοὺς βρῆκε νὰ προσεύχονται, ὅταν ξαφνικὰ ἕνας ἄγγελος τοὺς ἔλυσε τὰ δεσμὰ κι ἄνοιξε τὶς πόρτες τῆς φυλακῆς.
«Ἀκολουθῆστέ με», τοὺς εἶπε γλυκά. Κι οἱ Ἅγιοι τὸν ἀκολούθησαν μέχρι τὴν ἀκρογιαλιά. Ἀπὸ ἐκεῖ ὁ καθένας τράβηξε ὅπου τὸν φώτισε ὁ Κύριος.
Οἱ Ἅγιοι Ρηγίνος καὶ Ὀρέστης μὲ μερικοὺς ἄλλους μπῆκαν σὲ ἕνα καράβι ποὺ ταξίδευε στὴν Κύπρο. Ἐδῶ σὰν ἔφτασαν, βγῆκαν καὶ σκορπίστηκαν σὲ διάφορα μέρη ὅπου ἀσκήτευσαν. Οἱ Ἅγιοι Ρηγίνος καὶ Ὀρέστης προχώρησαν πρὸς τὰ μέρη τῆς Νεαπόλεως (Λεμεσοῦ) κι ᾖλθαν καὶ κατοίκησαν στὴ γνωστὴ τότε κώμη Φασούλα. Ἐκεῖ ἔξω ἀπὸ τὴν κώμη ἔστησαν τὸ ἀσκητήριό τους, ποὺ σὲ λίγο καιρὸ ἔγινε κέντρο ἱεραποστολῆς. Κάποια μέρα, μᾶς λέει ὁ συναξαριστής, τοὺς πῆραν οἱ εἰδωλολάτρες καὶ ἀφοῦ τοὺς ὑπέβαλαν σὲ τρομερὰ βασανιστήρια ὕστερα τοὺς ἀποκεφάλισαν. Ἔτσι οἱ μάρτυρες πλήρωσαν μὲ τὸ αἷμά τους τὴν ἀγάπη τους στὸν Χριστὸ καὶ τὴν ὁμολογία τους. Τὴ νύχτα μερικοὶ εὐλαβεῖς χριστιανοὶ μαθητές τους, πῆραν τὰ ἅγια λείψανα καὶ τὰ ἔθαψαν μὲ τιμὲς σὲ ἕναν τάφο ψάλλοντες: «Μακαρία ἡ γῆ ἡ πιανθεῖσα τοὶς αἵμασιν ὑμῶν καὶ ἅγιαι αἱ σκηναὶ αἱ δεξάμεναι τὰ σώματα ὑμῶν».
Πέρασαν χρόνια! Ἡ εὐλογημένη γῆ τῆς Νήσου τῶν Ἁγίων κράτησε μυστικὸ τὸν τόπο ποὺ τὰ ἅγια σκηνώματα τῶν Μαρτύρων εἶχαν ἀποτεθεῖ. Κάποια μέρα οἱ Ἅγιοι φανερώθηκαν σ’ ἕναν εὐλαβὴ ἱερέα μὲ ὅραμα, καὶ αὐτός ἀφοῦ πῆγε καὶ ἔσκαψε στὸν τόπο ποὺ τοῦ ὑποδείχθηκε, βρῆκε τὴν ἱερὴ λάρνακα μὲ τὰ μαρτυρικὰ λείψανα καὶ τὰ ὀνόματα τῶν Ἁγίων γραμμένα μὲ πολλὴ τέχνη ἀπὸ πάνω. Πλήθη πιστῶν προσέτρεξαν στὸ ἄκουσμα, νὰ προσκυνήσουν τὸν θησαυρὸ καὶ νὰ λάβουν τὴ θεοδώρητο χάρη τους. Σὲ λίγο ἕνας ὑπέροχος ναός (δυστυχῶς ὁ ναὸς ἐκεῖνος εἶναι σήμερα μισογκρεμισμένος) στήθηκε ἐκεῖ, ζωντανὸ δεῖγμα τῆς εὐσέβειας τῶν κατοίκων τῆς πολυπόθητης νήσου. Ἀλλὰ καὶ εὐλαβὲς προσκύνημα τῶν χιλιάδων πιστῶν ποὺ προστρέχουν γιὰ νὰ προσκυνήσουν τὴ μυροθήκη τῶν λειψάνων τους.
Τὰ θαύματά τους συνεχίζονται καὶ σήμερα τόσο στὴ Φασούλα ὅπου βρίσκεται ὁ τάφος τους, ὅσο καὶ στὴν Τρεμιθοῦσα τῆς Πάφου καὶ στὸ χωριὸ Ἀπλίκι τῆς Λευκωσίας ὅπου ὁ ναὸς εἶναι ἀφιερωμένος στὴ μνήμη τους.
Μὲ πίστη ἃς πᾶμε κι ἐμεῖς νοερὰ ὡς ἐκεῖ, κι ἀφοῦ γονατίσουμε μπροστὰ στὴ λάρνακα ποὺ κράτησε στοργικὰ τὰ ἱερὰ λείψανα, ἃς ψάλλουμε μὲ τὸν ὑμνῳδὸ εὐλαβικά:
Τὴν δυάδα τιμήσωμεν, τῶν μαρτύρων ἐν ἄσμασι,
τῆς Τριάδος ἔχουσαν τὴν λαμπρότητα,
τοὺς θεμελίους τῆς Πίστεως, τὰ ἄνθη τὰ πνέοντα,
τὴν ὀσμὴν τὴν ἀληθῆ, τῆς Θεοῦ ἐπιγνώσεως,
τὸν Ρηγίνον τε, καὶ σὺν τούτω τὸν μέγαν τε Ὀρέστην,
ὡς πρεσβεύοντας ἀπαύστως, ὑπὲρ ἡμῶν τὸν φιλάνθρωπον.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’.
Μαρτύρων σύλλογος νῦν εὐφραίνεται – ἀγγέλων ἄσμασι μεγαλύνομεν, τὴν μνήμην ὑμῶν ἅγιοι – ἅπαντες μελωδοῦντες καὶ πιστῶς ἐκβοῶντες, χαίροντες τῆς Τριάδος· Δυὰς μαρτύρων καὶ κλέος – Ρηγίνε καὶ Ὀρέστα, ὑπὲρ ἡμῶν ἀεὶ πρεσβεύετε.
Οἱ Ἅγιοι 37 (κατ' ἄλλους 40) Μάρτυρες ποὺ μαρτύρησαν στὴ Βιζύη τῆς Θρᾴκης
Τρεῖς ἐνδέουσι πρὸς τὸ τοὺς κεκαυμένους.
Χάριν Τριὰς σοῦ, τετράκις τελεῖν δέκα.
Τρεῖς ἐνδέουσι πρὸς τὸ τοὺς κεκαυμένους.
Χάριν Τριὰς σοῦ, τετράκις τελεῖν δέκα.
Ἀπ' αὐτοὺς τοὺς Ἁγίους, ἄλλοι μὲν ἦταν ἀπὸ τὸ Βυζάντιο, ἄλλοι δὲ ἀπὸ τὴν Φιλιππούπολη. Συνελήφθησαν στὴ Βιζύη τῆς Θρᾴκης ἀπὸ τὸν ἔπαρχο Ἀπελλιανό, καὶ ἐπειδὴ ὁμολόγησαν μὲ θᾶρρος τὴν ἀληθινὴ πίστη τους στὸν Χριστό, στὴν ἀρχὴ τοὺς ἔκοψαν τὰ πόδια καὶ τὰ χέρια καὶ ἔπειτα τοὺς ἔκαψαν ζωντανοὺς μέσα σὲ ἀναμμένο καμίνι.
Ὁ δὲ Παρισινὸς Κώδικας 1587, ἀναφέρει καὶ κατάλογο ὀνομάτων τοὺς ὡς ἑξῆς: Σευῆρος, Ὠρίωνας, Ἀντιλῖνος, Μολίας, Εὐδαίμονας, Σιλουανός, Σαβῖνος, Εὐστάθιος, Στράτωνας καὶ Βόσβας ἀπὸ τὸ Βυζάντιο, ἀπὸ δὲ τὴ Φιλιππούπολη Τιμόθεος, Παλμᾶτος, Μεστός, Νίκωνας, Δίφιλος, Δομετιανός, Μάξιμος, Νεόφυτος, Βίκτωρας, Ρῖνος, Σατορνῖνος, Ἐπαφρόδιτος, Κερκᾶς, Γάϊος, Ζωτικός, Κρονίονας, Ἀνθάνας, Εὖρος, Ζωΐλος, Τύραννος, Ἀγαθός, Πανσθένης, Ἀχιλλέας, Πανθήριος, Χρύσανθος, Ἀθηνόδωρος, Παντολέοντας, Θεοσεβής, Γενέθλιος καὶ Μέμνονας.
Στὸ δὲ Πατμιακὸ Κώδικα 266, ἀναφέρονται τὴν 24η Αὐγούστου καὶ στὸ σύνολό τους 33 καὶ μὲ κάποιες διαφορὲς στὰ ὀνόματά τους, σὲ σχέση μὲ τὸν Παρισινὸ Κώδικα. «Τὴ αὕτη ἥμερα ἄθλησις τῶν ἁγίων μαρτύρων Σεβήρου καὶ Μέμνονος τῶν ἐν Θρᾴκῃ μαρτυρησάντων, ὧν τὰ ὀνόματα εἰσὶ ταῦτα: Ρίων, Ἀνειτυλλιανός, Σαβῖνος, Εὐστάθιος, Στρατίων, Βόσβας, οὗτοι εἴσι Βυζάντιοι. Τιμόθεος δὲ καὶ Παλμάτιος, Μεστός, Νικῶν, Δίφιλος, Δομέτιος, Μάξιμος, Νεόφυτος, Βίκτωρ, Βῖνος, Σατορνῖνος, Ἐπαφροδίτης, Κέρκος, Γάϊος, Ζωίλος, Τύραννος, Ἀγαθός, Παρθένος, Ἀχιλλεύς, Πανθήριος, Χρύσανθος, Ἀθηνόδωρος, Παντολέων, Θεόσεβρος, Γενέθλιος, Ὧρος, οὗτοι Θράκες ὑπῆρχον ἐπὶ Διοκλητιανοὺ καὶ Μαξιμιανοὺ τῶν βασιλέων».
Ὁ δὲ Παρισινὸς Κώδικας 1587, ἀναφέρει καὶ κατάλογο ὀνομάτων τοὺς ὡς ἑξῆς: Σευῆρος, Ὠρίωνας, Ἀντιλῖνος, Μολίας, Εὐδαίμονας, Σιλουανός, Σαβῖνος, Εὐστάθιος, Στράτωνας καὶ Βόσβας ἀπὸ τὸ Βυζάντιο, ἀπὸ δὲ τὴ Φιλιππούπολη Τιμόθεος, Παλμᾶτος, Μεστός, Νίκωνας, Δίφιλος, Δομετιανός, Μάξιμος, Νεόφυτος, Βίκτωρας, Ρῖνος, Σατορνῖνος, Ἐπαφρόδιτος, Κερκᾶς, Γάϊος, Ζωτικός, Κρονίονας, Ἀνθάνας, Εὖρος, Ζωΐλος, Τύραννος, Ἀγαθός, Πανσθένης, Ἀχιλλέας, Πανθήριος, Χρύσανθος, Ἀθηνόδωρος, Παντολέοντας, Θεοσεβής, Γενέθλιος καὶ Μέμνονας.
Στὸ δὲ Πατμιακὸ Κώδικα 266, ἀναφέρονται τὴν 24η Αὐγούστου καὶ στὸ σύνολό τους 33 καὶ μὲ κάποιες διαφορὲς στὰ ὀνόματά τους, σὲ σχέση μὲ τὸν Παρισινὸ Κώδικα. «Τὴ αὕτη ἥμερα ἄθλησις τῶν ἁγίων μαρτύρων Σεβήρου καὶ Μέμνονος τῶν ἐν Θρᾴκῃ μαρτυρησάντων, ὧν τὰ ὀνόματα εἰσὶ ταῦτα: Ρίων, Ἀνειτυλλιανός, Σαβῖνος, Εὐστάθιος, Στρατίων, Βόσβας, οὗτοι εἴσι Βυζάντιοι. Τιμόθεος δὲ καὶ Παλμάτιος, Μεστός, Νικῶν, Δίφιλος, Δομέτιος, Μάξιμος, Νεόφυτος, Βίκτωρ, Βῖνος, Σατορνῖνος, Ἐπαφροδίτης, Κέρκος, Γάϊος, Ζωίλος, Τύραννος, Ἀγαθός, Παρθένος, Ἀχιλλεύς, Πανθήριος, Χρύσανθος, Ἀθηνόδωρος, Παντολέων, Θεόσεβρος, Γενέθλιος, Ὧρος, οὗτοι Θράκες ὑπῆρχον ἐπὶ Διοκλητιανοὺ καὶ Μαξιμιανοὺ τῶν βασιλέων».
Οἱ Ἅγιοι Σέβηρος καὶ Μέμνων ὁ Κεντυρίων
Ὁ Σεβῆρος ἦταν ἀπὸ τὴν Σίδη τῆς Παμφυλίας, γιὸς τοῦ Θρακιώτη Πετρωνίου καὶ τῆς Μυγδονίας. Αὐτὸς λοιπόν, ὅταν ᾖλθε στὴ Φιλιππούπολη καὶ εἶδε τοὺς 37 Ἁγίους Μάρτυρες, ποὺ τιμᾶμε καὶ αὐτοὺς σήμερα, νὰ ἀγωνίζονται γενναία γιὰ τὸν Χριστό, μὲ θάρρος ὁμολόγησε καὶ αὐτὸς τὸν ἕνα καὶ ἀληθινὸ Θεό. Ἀμέσως τότε ξέσχισαν τὶς σάρκες του μὲ σιδερένια πυρακτωμένα νύχια, κατόπιν τὸν πριόνισαν, ἔπειτα τοῦ φόρεσαν σιδερένια πυρακτωμένη ζώνῃ καὶ στὸ τέλος τὸν ἀποκεφάλισαν. Παρόμοια βασανιστήρια ὑπέστη καὶ ὁ Μέμνων, ποὺ καὶ αὐτὸς μὲ τόλμη ὁμολόγησε τὸν Χριστό. Τελικὰ αὐτόν, τὸν ἔκαψαν ζωντανὸ μέσα σὲ ἀναμμένο καμίνι.
Ὁ Ἅγιος Λούκιος ὁ βουλευτὴς
Βουλὰς ὅλας παρῆλθες τὰς Ἀχιτόφελ,
Βουλῇ μιᾷ Λούκιος ἀθλήσας ξίφει.
Βουλῇ μιᾷ Λούκιος ἀθλήσας ξίφει.
Πολλὲς δυνάμεις ἀνακάλυψε ὁ ἄνθρωπος στὴν ἐποχή μας. Δυνάμεις μεγάλες καὶ καταπληκτικὲς μὲ τὶς ὁποῖες πέτυχε καὶ καταπληκτικὰ ἀποτελέσματα.
Κι ὅμως πάνω ἀπὸ αὐτὲς τὶς δυνάμεις στέκει καὶ θὰ στέκει πάντα μία ἄλλη δύναμη. Δύναμη ὄχι ὑλικὴ καὶ πεπερασμένη, ἀλλὰ πνευματικὴ καὶ θεία. Εἶναι ἡ δύναμη τῆς πίστεως.
Ἡ δύναμη αὐτὴ δὲν κατασκευάζει κανόνια καὶ νάρκες καὶ βόμβες ἀτομικὲς ποὺ κρημνίζουν καὶ καίουν καὶ καταστρέφουν τὰ πάντα.
Ἡ δύναμη αὐτὴ ἀνορθώνει ψυχές. Θεραπεύει ψυχικὰ τραύματα.
Ἀνακαινίζει τὸν ἄνθρωπο. Δημιουργεῖ θαύματα μεγάλα καὶ ἐξαίρετα. Τὰ ἠθικά, τὰ πνευματικά, τὰ ψυχικὰ θαύματα.
Πολλὰ τέτοια ὑπέροχα παραδείγματα δυνάμεως τῆς πίστεως βρίσκουμε στὴ ζωὴ ὅλων τῶν ἁγίων καὶ μαρτύρων καὶ ἡρῴων της Ἐκκλησίας καὶ τῆς πατρίδος μας.
Ἕνα τέτοιο παράδειγμα ζωντανὸ κι ἐξαίρετο ἀποτελεῖ καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Λουκίου ποὺ τὴ μνήμη του γιορτάζουμε σήμερα.
Μιὰ γρήγορη ματιὰ στὴ ζωὴ του ἔχει πολλὰ νὰ μᾶς δώσει.
Ἃς τὴν προσέξουμε.
Ἔζησε στὰ χρόνια τὰ παλιὰ καὶ δύσκολα, τῶν διωγμῶν τὰ χρόνια. Πατρίδα εἶχε τὴν Κυρήνη τῆς Λιβύης ἀπὸ τὴν ὁποία, ὅπως ξέρουμε, καταγόταν κι ὁ Σίμωνας ὁ Κυρηναῖος. Αὐτὸς ποὺ ἀγγαρεύθηκε νὰ μεταφέρει τὸν σταυρὸ τοῦ Κυρίου στὸν Γολγοθά. Πρέπει νὰ ἦταν γιὸς πλουσίας καὶ ἀριστοκρατικῆς οἰκογενείας, ἡ ὁποία φρόντισε νὰ τοῦ δώσει μία μεγάλη μόρφωση. Αὐτὸ τὸ συμπεραίνουμε ἀπὸ τὴν ξεχωριστὴ θέση ποὺ κατεῖχε στὴν κοινωνία τῆς Κυρήνης.
Ἦταν βουλευτὴς καὶ σὰν ἔργο του εἶχε τὴν ἀπασχόλησή του μὲ τὶς δημόσιες ὑποθέσεις. Προτοῦ ἀκόμα γνωρίσει τὴ χριστιανικὴ θρησκεία διακρινόταν γιὰ τὴν εὐγένεια, τὴν καλωσύνη καὶ τὴ φιλανθρωπία του.
Στὸν χριστιανισμὸ προσῆλθε μετὰ ἀπὸ τὸ τρομερὸ μαρτύριο τοῦ ἐπισκόπου της Κυρήνης τοῦ ἱερομάρτυρος Θεοδώρου, ποὺ τὴ μνήμη του γιορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας στὶς 4 Ἰουλίου. Τὸν ἀγῶνα του παρηκολούθησε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὡς τὸ τέλος. Τὸν μάρτυρα κατήγγειλε ὁ ἴδιος ὁ γιὸς του ποὺ ἔφερε τὸ ὄνομα Λέων, στὸν τότε ἡγεμόνα τῆς πόλεως, τὸν Διγνιανό. Κι αὐτός, πιστὸ ὄργανο τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ (299 μ.Χ.) ἔσπευσε νὰ ἐκδηλώσει πάνω στὸν καλοκάγαθο ἐπίσκοπο ὅλη τὴ σκληρότητά του, μὰ καὶ τὸ μῖσος του στὴ νέα θρησκεία.
Στὴν ἀρχὴ ὁ ἐπίσκοπος κλήθηκε νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Στὴν ἄρνησή του νὰ πειθαρχήσει ἄρχισαν τὰ βασανιστήρια. Πρῶτα – πρῶτα σκληρὸ μαστίγωμα μὲ λουριὰ ποὺ εἶχαν στὴν ἄκρη κομμάτια ἀπὸ μολύβι. Ὕστερα ξέσχισμα τοῦ κορμιοῦ μὲ μυτερὰ μαχαίρια καὶ τρίψιμο τῶν πληγῶν μὲ τρίχινα πανιὰ βουτηγμένα σὲ ξύδι καὶ ἁλάτι. Ἀκολούθησε τὸ κόψιμο τῆς γλώσσας τοῦ Ἁγίου μὲ ξυράφι καὶ τὸ πέταγμά της στὴ γῆ.
Κι ὅμως πάνω ἀπὸ αὐτὲς τὶς δυνάμεις στέκει καὶ θὰ στέκει πάντα μία ἄλλη δύναμη. Δύναμη ὄχι ὑλικὴ καὶ πεπερασμένη, ἀλλὰ πνευματικὴ καὶ θεία. Εἶναι ἡ δύναμη τῆς πίστεως.
Ἡ δύναμη αὐτὴ δὲν κατασκευάζει κανόνια καὶ νάρκες καὶ βόμβες ἀτομικὲς ποὺ κρημνίζουν καὶ καίουν καὶ καταστρέφουν τὰ πάντα.
Ἡ δύναμη αὐτὴ ἀνορθώνει ψυχές. Θεραπεύει ψυχικὰ τραύματα.
Ἀνακαινίζει τὸν ἄνθρωπο. Δημιουργεῖ θαύματα μεγάλα καὶ ἐξαίρετα. Τὰ ἠθικά, τὰ πνευματικά, τὰ ψυχικὰ θαύματα.
Πολλὰ τέτοια ὑπέροχα παραδείγματα δυνάμεως τῆς πίστεως βρίσκουμε στὴ ζωὴ ὅλων τῶν ἁγίων καὶ μαρτύρων καὶ ἡρῴων της Ἐκκλησίας καὶ τῆς πατρίδος μας.
Ἕνα τέτοιο παράδειγμα ζωντανὸ κι ἐξαίρετο ἀποτελεῖ καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Λουκίου ποὺ τὴ μνήμη του γιορτάζουμε σήμερα.
Μιὰ γρήγορη ματιὰ στὴ ζωὴ του ἔχει πολλὰ νὰ μᾶς δώσει.
Ἃς τὴν προσέξουμε.
Ἔζησε στὰ χρόνια τὰ παλιὰ καὶ δύσκολα, τῶν διωγμῶν τὰ χρόνια. Πατρίδα εἶχε τὴν Κυρήνη τῆς Λιβύης ἀπὸ τὴν ὁποία, ὅπως ξέρουμε, καταγόταν κι ὁ Σίμωνας ὁ Κυρηναῖος. Αὐτὸς ποὺ ἀγγαρεύθηκε νὰ μεταφέρει τὸν σταυρὸ τοῦ Κυρίου στὸν Γολγοθά. Πρέπει νὰ ἦταν γιὸς πλουσίας καὶ ἀριστοκρατικῆς οἰκογενείας, ἡ ὁποία φρόντισε νὰ τοῦ δώσει μία μεγάλη μόρφωση. Αὐτὸ τὸ συμπεραίνουμε ἀπὸ τὴν ξεχωριστὴ θέση ποὺ κατεῖχε στὴν κοινωνία τῆς Κυρήνης.
Ἦταν βουλευτὴς καὶ σὰν ἔργο του εἶχε τὴν ἀπασχόλησή του μὲ τὶς δημόσιες ὑποθέσεις. Προτοῦ ἀκόμα γνωρίσει τὴ χριστιανικὴ θρησκεία διακρινόταν γιὰ τὴν εὐγένεια, τὴν καλωσύνη καὶ τὴ φιλανθρωπία του.
Στὸν χριστιανισμὸ προσῆλθε μετὰ ἀπὸ τὸ τρομερὸ μαρτύριο τοῦ ἐπισκόπου της Κυρήνης τοῦ ἱερομάρτυρος Θεοδώρου, ποὺ τὴ μνήμη του γιορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας στὶς 4 Ἰουλίου. Τὸν ἀγῶνα του παρηκολούθησε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὡς τὸ τέλος. Τὸν μάρτυρα κατήγγειλε ὁ ἴδιος ὁ γιὸς του ποὺ ἔφερε τὸ ὄνομα Λέων, στὸν τότε ἡγεμόνα τῆς πόλεως, τὸν Διγνιανό. Κι αὐτός, πιστὸ ὄργανο τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ (299 μ.Χ.) ἔσπευσε νὰ ἐκδηλώσει πάνω στὸν καλοκάγαθο ἐπίσκοπο ὅλη τὴ σκληρότητά του, μὰ καὶ τὸ μῖσος του στὴ νέα θρησκεία.
Στὴν ἀρχὴ ὁ ἐπίσκοπος κλήθηκε νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Στὴν ἄρνησή του νὰ πειθαρχήσει ἄρχισαν τὰ βασανιστήρια. Πρῶτα – πρῶτα σκληρὸ μαστίγωμα μὲ λουριὰ ποὺ εἶχαν στὴν ἄκρη κομμάτια ἀπὸ μολύβι. Ὕστερα ξέσχισμα τοῦ κορμιοῦ μὲ μυτερὰ μαχαίρια καὶ τρίψιμο τῶν πληγῶν μὲ τρίχινα πανιὰ βουτηγμένα σὲ ξύδι καὶ ἁλάτι. Ἀκολούθησε τὸ κόψιμο τῆς γλώσσας τοῦ Ἁγίου μὲ ξυράφι καὶ τὸ πέταγμά της στὴ γῆ.
Μερικὲς πιστὲς γυναῖκες, ποὺ ἀκολουθοῦσαν τὸν Μάρτυρα ἔσκυψαν πῆραν τὴ γλῶσσα καὶ τοῦ τὴν ἔδωσαν. Κι ὁ Ἅγιος ἀφοῦ πῆρε τὸ κομμένο αὐτὸ μέλος μὲ τὸ ὅποιο δοξολογοῦσε κάθε μέρα τὸν Κύριο καὶ παρηγοροῦσε κι ἐνίσχυε τὰ πνευματικὰ του παιδιά, τὴν ἔβαλε στὸ στῆθος καὶ προχώρησε στὴ φυλακή. Ἐκεῖ ποὺ βάδιζε δοξολογώντας τὸν Πανάγαθο Θεὸ γιὰ τὴν τιμὴ ποὺ τοῦ ἔκαμε νὰ ὑποφέρει γιὰ τὴν πίστη του, ἕνα περιστέρι τὸν πλησίασε κι ἄρχισε νὰ πετὰ γύρω του. Τὴν ἴδια ὥρα κι ἕνα παγῶνι ᾖρθε καὶ κάθησε στὸ παράθυρο τῆς φυλακῆς μέσα στὴν ὁποία ἔκλεισαν τὸν μάρτυρα.
Τὸ περιστατικὸ αὐτὸ συγκίνησε τὴν εὐγενικιὰ ψυχὴ τοῦ Λούκιου, ποὺ μὲ συγκρατημένη ἀναπνοὴ παρακολουθοῦσε τὸν Ὁμολογητή. Τοῦτα τὰ παράδοξα σκέφτηκε ὁ εἰδωλολάτρης βουλευτής, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι τυχαία. Μιὰ φλογερὴ ἐπιθυμία ἄναψε μέσα του νὰ γνωρίσει κι αὐτὸς τὴ θρησκεία τοῦ ἡρωικοῦ ἐπισκόπου. Χωρὶς νὰ χάσει καιρὸ ζήτησε νὰ τὸν ἐπισκεφθεῖ στὸ κελὶ ποὺ ἦταν κλεισμένος. Τὸν βρῆκε γονατιστὸ νὰ προσεύχεται. Ἡ θεία χάρις εἶχε θεραπεύσει τὶς πληγές. Τὸ γεγονὸς τὸν συνετάραξε. Ὕστερα ἀπὸ πολλὴ ὥρα, ἀφοῦ ἀσπάσθηκε μὲ βαθὺ σεβασμὸ τὸ χέρι τοῦ μάρτυρα ἐπισκόπου, πίστεψε μὲ ὅλη τὴν καρδιά του στὸν Χριστὸ κι ἔσπευσε νὰ δεχθεῖ τὸ βάπτισμα.
Τὰ λόγια του Κυρίου, «οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν Πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοὶς οὐρανοίς» (Ματθ. ε’ 16) βρῆκαν στὸ πρόσωπο τοῦ πιστοῦ κι ἀλύγιστου Ἐπισκόπου πλήρη τὴν ἐφαρμογή τους. Ὁ ἡρωϊσμός του, ἡ ὑπομονή του, ἡ ἀνεξικακία του, ἡ ὅλη συμπεριφορὰ του, ἔκαμαν τὸ θαῦμα τους. Ἡ ἀπροκατάληπτη καρδιὰ τοῦ εὐγενικοῦ εἰδωλολάτρη βουλευτῆ συγκλονίσθηκε καὶ πίστεψε.
Πόσα δὲν πρέπει νὰ πεῖ στὴν ψυχή μας καὶ τοῦτο τὸ γεγονός. Παραδείγματα θέλουμε νὰ ἰδοῦμε οἱ ἄνθρωποι κάθε φορὰ γιὰ νὰ πιστέψουμε. Καὶ πρότυπα γιὰ νὰ τὰ μιμηθοῦμε. Πουθενὰ ἀλλοῦ ὅμως δὲν μποροῦμε νὰ βροῦμε τόσα παραδείγματα ἀνθρωπιάς, πίστεως καὶ ψυχικοῦ μεγαλείου, ὅσα στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἐδῶ θὰ βροῦμε καὶ τὰ ἀληθινὰ πρότυπα ἀρετῆς ποὺ χρειαζόμαστε, ἰδιαίτερα στὴν ἐποχή μας. Ναί! Τὴν ἐποχή μας τὴν παραπαίουσα καὶ ἀγωνιζόμενη νὰ κάμει τὴ ζωὴ τῶν ἀλόγων ζῴων, ζωὴ δική της. Στ' ἀλήθεια! Τὰ λόγια τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ «ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὧν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοὶς κτήνεσι τοὶς ἀνοήτοις καὶ ὠμοιώθη αὐτοίς» νομίζει κανεὶς πὼς εἰπώθηκαν καὶ γιὰ τὴν ἐποχή μας. Γι' αὐτὸ κι ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος ζεῖ μέσα στὸ ἄγχος καὶ δὲν γνωρίζει ὄχι «τί τέξεται ἢ ἐπιοῦσα», ἀλλὰ τί θὰ γίνει τὴν ἄλλη στιγμή.
Κι ὅμως ὑπάρχει τὸ φάρμακο τῆς θεραπείας μὰ καὶ τῆς σωτηρίας. Μᾶς τὸ δείχνει ὁ βουλευτής μας ὁ Λούκιος. Σὰν εἶδε, μὲ πόσο θάρρος ὁ γηραιὸς ἐπίσκοπος ἀντιμετώπισε τὰ ἀνήκουστα μαρτύρια στὰ ὁποῖα ὁ φίλος του ἡγεμόνας Διγνιανὸς ὑπέβαλε τὸν Μάρτυρα, κι ὅμως αὐτὸς μιμούμενος τὸν Πρωτομάρτυρα τοῦ Γολγοθᾶ, ἀντὶ νὰ βλαστημᾷ καὶ νὰ ὑβρίζει τοὺς βασανιστὲς προσευχόταν γι’ αὐτούς, δὲν δίστασε νὰ πιστέψει καὶ νὰ βαπτισθεῖ. Ἡ δόξα κι οἱ ἀνέσεις καὶ τὰ μεγαλεῖα ποὺ τοῦ ἐξασφάλιζε ἡ θέση του, δὲν τὸν ἐμπόδισαν.
Τὰ λόγια του Κυρίου, «οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν Πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοὶς οὐρανοίς» (Ματθ. ε’ 16) βρῆκαν στὸ πρόσωπο τοῦ πιστοῦ κι ἀλύγιστου Ἐπισκόπου πλήρη τὴν ἐφαρμογή τους. Ὁ ἡρωϊσμός του, ἡ ὑπομονή του, ἡ ἀνεξικακία του, ἡ ὅλη συμπεριφορὰ του, ἔκαμαν τὸ θαῦμα τους. Ἡ ἀπροκατάληπτη καρδιὰ τοῦ εὐγενικοῦ εἰδωλολάτρη βουλευτῆ συγκλονίσθηκε καὶ πίστεψε.
Πόσα δὲν πρέπει νὰ πεῖ στὴν ψυχή μας καὶ τοῦτο τὸ γεγονός. Παραδείγματα θέλουμε νὰ ἰδοῦμε οἱ ἄνθρωποι κάθε φορὰ γιὰ νὰ πιστέψουμε. Καὶ πρότυπα γιὰ νὰ τὰ μιμηθοῦμε. Πουθενὰ ἀλλοῦ ὅμως δὲν μποροῦμε νὰ βροῦμε τόσα παραδείγματα ἀνθρωπιάς, πίστεως καὶ ψυχικοῦ μεγαλείου, ὅσα στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἐδῶ θὰ βροῦμε καὶ τὰ ἀληθινὰ πρότυπα ἀρετῆς ποὺ χρειαζόμαστε, ἰδιαίτερα στὴν ἐποχή μας. Ναί! Τὴν ἐποχή μας τὴν παραπαίουσα καὶ ἀγωνιζόμενη νὰ κάμει τὴ ζωὴ τῶν ἀλόγων ζῴων, ζωὴ δική της. Στ' ἀλήθεια! Τὰ λόγια τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ «ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὧν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοὶς κτήνεσι τοὶς ἀνοήτοις καὶ ὠμοιώθη αὐτοίς» νομίζει κανεὶς πὼς εἰπώθηκαν καὶ γιὰ τὴν ἐποχή μας. Γι' αὐτὸ κι ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος ζεῖ μέσα στὸ ἄγχος καὶ δὲν γνωρίζει ὄχι «τί τέξεται ἢ ἐπιοῦσα», ἀλλὰ τί θὰ γίνει τὴν ἄλλη στιγμή.
Κι ὅμως ὑπάρχει τὸ φάρμακο τῆς θεραπείας μὰ καὶ τῆς σωτηρίας. Μᾶς τὸ δείχνει ὁ βουλευτής μας ὁ Λούκιος. Σὰν εἶδε, μὲ πόσο θάρρος ὁ γηραιὸς ἐπίσκοπος ἀντιμετώπισε τὰ ἀνήκουστα μαρτύρια στὰ ὁποῖα ὁ φίλος του ἡγεμόνας Διγνιανὸς ὑπέβαλε τὸν Μάρτυρα, κι ὅμως αὐτὸς μιμούμενος τὸν Πρωτομάρτυρα τοῦ Γολγοθᾶ, ἀντὶ νὰ βλαστημᾷ καὶ νὰ ὑβρίζει τοὺς βασανιστὲς προσευχόταν γι’ αὐτούς, δὲν δίστασε νὰ πιστέψει καὶ νὰ βαπτισθεῖ. Ἡ δόξα κι οἱ ἀνέσεις καὶ τὰ μεγαλεῖα ποὺ τοῦ ἐξασφάλιζε ἡ θέση του, δὲν τὸν ἐμπόδισαν.
Πίστεψε. Πίστεψε βαθιά. Χωρὶς νὰ χάσει καιρὸ σπεύδει μάλιστα μὲ ἔργα νὰ ἐκδηλώσει τὴν ἀγάπη του στὸν γλυκύτατο Ἰησοῦ. Ἡ τεράστια περιουσία του δὲν τὸν ἐμποδίζει νὰ τὴν ἐκποιήσει καὶ τὰ χρήματα νὰ τὰ διαθέσει στοὺς ἀδελφούς τοῦ Χριστοῦ, τοὺς πάσχοντες, τὰ ὀρφανὰ καὶ τὶς χῆρες. Ἡ δραστηριότητά του, κι ὁ ἔνθεος ζῆλος του γιὰ τὸν Χριστό, κινεῖ τὴν περιέργεια τοῦ φίλου του ἡγεμόνα Διγνιανοῦ, ποὺ τὸν καλεῖ στὸ μέγαρό του γιὰ νὰ μάθει τί τοῦ συμβαίνει. Ἐκεῖ ὁ νεοσύλλεκτος στοῦ Χριστοῦ τὴν πίστη, μὲ ζῆλο θεϊκὸ κι ἀγάπη φλογερὴ γίνεται ὁ χειραγωγὸς τοῦ ἡγεμόνα στὴ νέα θρησκεία:
- Διγνιανέ, μιὰ τέτοια ἀρετὴ κι ἕνας τέτοιος ἡρωισμὸς σὰν τοῦ γέροντα ἐπισκόπου προϋποθέτει μία ἀνώτερη πηγὴ ἐμπνεύσεως, λέγει στὸν φίλο του ὁ Λούκιος. Στὴ φυλακὴ ποὺ πῆγα, βρῆκα τὸν ἐπίσκοπο γονατιστὸ νὰ προσεύχεται καὶ νὰ ζητᾷ ἀπὸ τὸν Χριστό του καὶ Θεό μας, νὰ μᾶς συγχωρήσει γιὰ τὰ βασανιστήρια στὰ ὁποῖα τὸν ὑπέβαλες. Φίλε μου, εἶναι σκληρὸ γιὰ μᾶς νὰ κλείουμε τὰ μάτια μπροστὰ στὴν ἀλήθεια. Ὁ Θεὸς τῶν χριστιανῶν εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός. Καὶ ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ γιὸς τοῦ Θεοῦ Πατέρα, ποὺ γιὰ τὴ δική μας τὴ σωτηρία ἔγινε ἄνθρωπος κι ᾖλθε στὸν κόσμο κι ἔπαθε γιὰ μᾶς, γιὰ νὰ μᾶς ἀπαλλάξει ἀπὸ τὴν πηγὴ ὅλων τῶν κακῶν, τὴν ἁμαρτία.
Τὰ λόγια του Λούκιου κι ἡ ἐπιχειρηματολογία τοῦ ἔχυσαν νέο φῶς στὴν ψυχὴ τοῦ ἡγεμόνα. Ἡ διδασκαλία συνεχίστηκε μέχρι ποὺ μιὰ βραδυὰ ὁ ἄρχοντας, συντετριμμένος γιὰ ὅσα εἶχε διατάξει νὰ κάμουν στοὺς χριστιανούς, πετάχτηκε ἀπὸ τὸ κάθισμά του καὶ πέφτοντας στὰ γόνατα μὲ σπασμένη φωνὴ εἶπε στὸν Λούκιο.
- Φίλε μου, πιστεύω κι ἐγὼ στὸν Χριστό. Ναί! Πιστεύω μὲ ὅλη μου τὴν καρδιά.
Τὴν ἴδια βραδιὰ ἕνας ἱερέας κλήθηκε στὸ ἀρχοντικό. Ἡ κατήχηση τοῦ ἄρχοντα συμπληρώθηκε καὶ ἀκολούθησε τὸ βάπτισμα. Ὕστερα ἀπὸ λίγες μέρες οἱ δυὸ φίλοι Διγνιανὸς καὶ Λούκιος ἐγκαταλείπουν τὴν Κυρήνη καὶ μ’ ἕνα πλοιάριο φεύγουν κι ἔρχονται στὴν Κύπρο. Ἔρχονται, πρῶτα γιὰ νὰ φύγουν ἀπὸ ἕνα γνωστὸ περιβάλλον ἀπὸ τὸ ὁποῖο κινδύνευαν κάθε στιγμὴ καὶ ὥρα. Κι ὕστερα γιατί θέλουν τὸ φῶς ποὺ ἀπέκτησαν νὰ τὸ προσφέρουν καὶ σὲ ἄλλους. Αὐτὸ γίνεται πάντα στὶς ἀληθινὰ εὐγενικὲς καρδιές.
- Διγνιανέ, μιὰ τέτοια ἀρετὴ κι ἕνας τέτοιος ἡρωισμὸς σὰν τοῦ γέροντα ἐπισκόπου προϋποθέτει μία ἀνώτερη πηγὴ ἐμπνεύσεως, λέγει στὸν φίλο του ὁ Λούκιος. Στὴ φυλακὴ ποὺ πῆγα, βρῆκα τὸν ἐπίσκοπο γονατιστὸ νὰ προσεύχεται καὶ νὰ ζητᾷ ἀπὸ τὸν Χριστό του καὶ Θεό μας, νὰ μᾶς συγχωρήσει γιὰ τὰ βασανιστήρια στὰ ὁποῖα τὸν ὑπέβαλες. Φίλε μου, εἶναι σκληρὸ γιὰ μᾶς νὰ κλείουμε τὰ μάτια μπροστὰ στὴν ἀλήθεια. Ὁ Θεὸς τῶν χριστιανῶν εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός. Καὶ ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ γιὸς τοῦ Θεοῦ Πατέρα, ποὺ γιὰ τὴ δική μας τὴ σωτηρία ἔγινε ἄνθρωπος κι ᾖλθε στὸν κόσμο κι ἔπαθε γιὰ μᾶς, γιὰ νὰ μᾶς ἀπαλλάξει ἀπὸ τὴν πηγὴ ὅλων τῶν κακῶν, τὴν ἁμαρτία.
Τὰ λόγια του Λούκιου κι ἡ ἐπιχειρηματολογία τοῦ ἔχυσαν νέο φῶς στὴν ψυχὴ τοῦ ἡγεμόνα. Ἡ διδασκαλία συνεχίστηκε μέχρι ποὺ μιὰ βραδυὰ ὁ ἄρχοντας, συντετριμμένος γιὰ ὅσα εἶχε διατάξει νὰ κάμουν στοὺς χριστιανούς, πετάχτηκε ἀπὸ τὸ κάθισμά του καὶ πέφτοντας στὰ γόνατα μὲ σπασμένη φωνὴ εἶπε στὸν Λούκιο.
- Φίλε μου, πιστεύω κι ἐγὼ στὸν Χριστό. Ναί! Πιστεύω μὲ ὅλη μου τὴν καρδιά.
Τὴν ἴδια βραδιὰ ἕνας ἱερέας κλήθηκε στὸ ἀρχοντικό. Ἡ κατήχηση τοῦ ἄρχοντα συμπληρώθηκε καὶ ἀκολούθησε τὸ βάπτισμα. Ὕστερα ἀπὸ λίγες μέρες οἱ δυὸ φίλοι Διγνιανὸς καὶ Λούκιος ἐγκαταλείπουν τὴν Κυρήνη καὶ μ’ ἕνα πλοιάριο φεύγουν κι ἔρχονται στὴν Κύπρο. Ἔρχονται, πρῶτα γιὰ νὰ φύγουν ἀπὸ ἕνα γνωστὸ περιβάλλον ἀπὸ τὸ ὁποῖο κινδύνευαν κάθε στιγμὴ καὶ ὥρα. Κι ὕστερα γιατί θέλουν τὸ φῶς ποὺ ἀπέκτησαν νὰ τὸ προσφέρουν καὶ σὲ ἄλλους. Αὐτὸ γίνεται πάντα στὶς ἀληθινὰ εὐγενικὲς καρδιές.
Γράψαμε κι ἀλλοῦ, πὼς ἕνας ποὺ γεύτηκε τὸ μέλι δὲν θέλει ποτὲ νὰ κρατήσει τὴ γεύση του μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό του. Θέλει νὰ κάμει κι ἄλλους πολλοὺς μέτοχούς της χαρᾶς του. Αὐτὸ γίνηκε καὶ μὲ τοὺς δύο νεοσύλλεκτους ὀπαδοὺς τοῦ Χριστοῦ. Θέλουν τὴ χαρὰ καὶ τὴν εὐτυχία ποὺ δοκιμάζουν οἱ ἴδιοι μὲ τὸν θησαυρὸ ποὺ βρῆκαν, τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, νὰ τὴν προσφέρουν καὶ σὲ ἄλλους. Μιὰ τέτοια προσπάθεια φυσικὰ δὲν γίνεται εὔκολα κι ἀκίνδυνα. Τὰ λόγια ὅμως τοῦ Κυρίου «μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδεὶς ἔχει, ἶνα τὶς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ θῆ ὑπὲρ τῶν φίλων αὐτοῦ» (Ἰωάν. ιε’ 13), συνέχουν τὴν καρδιά τους. Δηλαδὴ τὸ νὰ θυσιάσει κανεὶς τὴ ζωή του γιὰ χάρη τῶν φίλων του, αὐτὴ εἶναι ἡ πιὸ μεγάλη ἀγάπη. Ἔτσι ἔνοιωθαν οἱ πρῶτοι χριστιανοὶ τὴν ἀγάπη.
Ἔτσι τὴν ἔζησαν οἱ Ἅγιοι κι οἱ Μάρτυρες. Ἔτσι τὴν αἰσθάνονται, πρέπει νὰ τὴν αἰσθάνονται κι ὅλοι οἱ γνήσιοι χριστιανοί. Γιατί ἔτσι τὴν θέλει ὁ Κύριος μας. Γιὰ τὸν χριστιανό, τὸν κάθε ἀληθινὸ χριστιανὸ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν συνάνθρωπό μας εἶναι καθῆκον. Εἶναι νόμος. «Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης της καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης της ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης της ἰσχῦος σου καὶ ἐξ ὅλης της διανοίας σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν» (Λουκ. ι’ 27) τονίζει αὐτὸς ὁ Κύριος. Ὁ κάθε ἄνθρωπος, εἴτε φίλος, εἴτε ἐχθρὸς εἶναι πλησίον μας. Καὶ σ’ αὐτὸν ὀφείλουμε τὴν ἀγάπη μας.
Τὴν ἀγάπη τους σπεύδουν νὰ δείξουν κι οἱ φίλοι Διγνιανὸς καὶ Λούκιος στοὺς κατοίκους τοῦ νησιοῦ μόλις ἔφτασαν σ’ αὐτό. Μὲ ἐνθουσιασμό, ἀλλὰ καὶ σύνεση κινοῦνται οἱ χθεσινοὶ διῶκτες καὶ τώρα φλογεροὶ ἐργάτες τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ.
Μὰ οἱ μέρες εἶναι δύσκολες. Τὸ κῦμα τοῦ διωγμοῦ τῶν χριστιανῶν τοῦ σκληροῦ καὶ ἀπάνθρωπου αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ ἔφτασε καὶ στὴν Κύπρο. Οἱ ὀπαδοὶ τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ δὲν ἔχουν ποὺ νὰ σταθοῦν. Καθημερινὰ πλῆθος οἱ χριστιανοὶ συλλαμβάνονται καὶ ὁδηγοῦνται στὶς φυλακὲς καὶ τὰ βασανιστήρια. Κάποια μέρα σὲ μία σαρωτικὴ ἐξόρμηση τῶν διωκτῶν συνελήφθηκε καὶ ὁ Λούκιος. Δέσμιος ὁδηγεῖται μπροστὰ στὸν ἔπαρχο τῆς πόλης καὶ τοῦ ζητεῖται νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Ὁ φλογερὸς ἱεραπόστολος φυσικὰ ἀρνεῖται. Τὴν ὥρα ἐκείνη ἡ σκέψη τοῦ μάρτυρα φέρει μπροστὰ του τὴν ἡρωικὴ μορφὴ τοῦ Ἁγίου ἐπισκόπου της Κυρήνης, τοῦ ἱερομάρτυρα Θεοδώρου, τοῦ ὁποίου τὸ παράδειγμα προσπαθεῖ νὰ μιμηθεῖ. Τὰ λόγια του θείου Ἀποστόλου Παύλου «μιμηταί μου γίνεσθε καθὼς καγῶ Χριστοῦ», (Α’ Κορ. ια’ 1) νομίζει πὼς τὰ ἀκούει νὰ τὸν καλοῦν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ ἱερομάρτυρος. Ἀπὸ τὶς σκέψεις του αὐτὲς τὸν διακόπτει ξαφνικὰ ἡ φωνὴ τοῦ ἔπαρχου:
- Ἐμπρός! Μὴ καθυστερεῖς. Ἔλα ἀφηρημένε. Ἔλα νὰ θυσιάσεις στοὺς μεγάλους θεούς μας.
Στὴν κραυγὴ τοῦ ἔπαρχου, ὁ Λούκιος συνῆλθε. Εἶδε γύρω του τοὺς δήμιους νὰ τὸν περιμένουν. Καὶ στὸ βάθος μερικὲς μορφὲς νὰ τὸν κοιτάζουν μὲ συμπάθεια. Ἀνάμεσά τους διέκρινε καὶ τὸν φίλο καὶ συνεργάτη τοῦ Διγνιανό, ποὺ τὸν κοίταζε καὶ αὐτὸς μὲ λαχτάρα καὶ ἀγωνία ν’ ἀκούσει τὴν ἀπάντησή του, καὶ μὲ παρρησία καὶ θάρρος ἀπαντᾷ:
- Οἱ πέτρες καὶ τὰ ξόανα δὲν χρειάζονται θυσίες. «Στόμα ἔχουσι καὶ οὐ λαλήσουσιν, ὀφθαλμοὺς ἔχουσι καὶ οὐκ ὄψονται, ὦτα ἔχουσι καὶ οὐκ ἐνωτισθήσονται, οὐδὲ γὰρ ἔστι πνεῦμα ἐν τῷ στόματι αὐτῶν ὅμοιοι αὐτοὶς γένοιντο οἱ ποιοῦντες αὐτὰ καὶ πάντες οἱ πεποιθότες ἐπ’ αὐτοίς» (ψαλμ. ρλε’ 17 – 18). Δηλαδὴ οἱ θεοί σας ποὺ εἶναι πέτρες καὶ ξύλα ποὺ κατειργάσθηκαν χέρια ἀνθρώπινα, καὶ προσέδωκαν σὲ αὐτὰ τὴ μορφὴ τοῦ εἰδώλου ἔχουν στόμα ἀλλὰ δὲν θὰ μιλήσουν ποτέ. Ἔχουν καὶ μάτια, ἀλλὰ δὲν θὰ ἴδουν ποτέ. Ἔχουν καὶ αὐτιά, ἀλλὰ ποτὲς δὲν θὰ ἀκούσουν, γιατί οὔτε πνοὴ ὑπάρχει στὸ στόμα τους. Ὅμοιοι μὲ αὐτοὺς τοὺς ἄψυχους καὶ ἀναίσθητους θεούς, εἴθε νὰ γίνουν κι ὅλοι ὅσοι κατασκευάζουν τὰ εἴδωλα αὐτά, κι ὅσοι πιστεύουν σ' αὐτά.
Τὴν ἴδια στιγμὴ ἀφοῦ κοίταξε μπροστὰ του τὸν βωμὸ στὸν ὁποῖο τὸν διέταξαν νὰ προσφέρει θυμίαμα λατρείας στὸν ἀνύπαρκτο θεό, σήκωσε τὸ πόδι καὶ κλώτσησε τὸν βωμὸ καὶ τὸ ἄγαλμα ποὺ ἦταν μπροστά του. Βωμὸς καὶ ἄγαλμα γκρεμίστηκαν. Μὰ τὴν ἴδια ὥρα βροντερὴ ἀντήχησε καὶ πάλι τοῦ ἔπαρχου ἡ φωνή:
- Σκοτῶστε τὸν βέβηλο.
Ἕνας δήμιος ποὺ στεκόταν δίπλα σήκωσε τὸ τσεκοῦρι ποὺ κρατοῦσε στὸ χέρι καὶ κτύπησε τὸν ὁμολογητὴ στὸ κεφάλι. Τὸ σῶμα κυλίστηκε κάτω λουσμένο στὰ αἵματα. Ἕνας ἄλλος ἀπέκοψε μὲ μαχαῖρι τὸ κεφάλι καὶ τὸ πέταξε. Ἕνα ἐπιφώνημα χαρὰς ἀκούστηκε ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες. Κι ἕνας στεναγμὸς ἀνακούφισης ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς ποὺ βρισκόντουσαν ἐκεῖ καὶ παρακολουθοῦσαν τὴν ὅλη σκηνή. Στεναγμὸς ἀνακούφισης, ἀλλὰ καὶ θαυμασμοῦ γιὰ τὴν παρρησία καὶ τὸ θάρρος τοῦ Μάρτυρα.
Ὅταν τὸ πλῆθος διαλύθηκε, ὁ Διγνιανὸς μὲ μερικοὺς ἄλλους χριστιανοὺς πῆγαν, ἔδωκαν μερικὰ χρήματα στοὺς φρουροὺς καὶ πῆραν τὸ ἅγιο λείψανο· καὶ ἀφοῦ τὸ καθάρισαν ἀπὸ τὰ αἵματα καὶ τὸ ἔπλυναν μὲ τὰ δάκρυα τῆς στοργῆς καὶ τῆς ἀγάπης τους, τὸ κήδεψαν κοντὰ σὲ ἄλλα λείψανα μαρτύρων.
Ἔτσι ἔκλεισε ἡ ζωὴ τοῦ βουλευτῆ τῆς Κυρήνης, τοῦ Λούκιου στὸ ἀγαπημένο μας νησί. Μὲ τὴ θυσία του, ἅγιασε κι αὐτὸς τὰ χώματα τῆς Νήσου τῶν Ἁγίων, τῆς Κύπρου μας. Στὸν οὐρανὸ ἡ ἅγια ψυχή του μαζὶ μὲ τὶς ψυχὲς τῶν ἄλλων Ἁγίων καὶ Μαρτύρων τῆς Πίστεώς μας, ἀναπέμπουν δοξολογίες στὸν Ὕψιστο καὶ δέονται νυχθημερὸν στὸν Μεγάλο Πατέρα γιὰ μᾶς. Δέονται, ἀλλὰ καὶ προβάλλοντας τὴ ζωή τους γιὰ παράδειγμα, μᾶς καλοῦν νὰ τοὺς μιμηθοῦμε.
Ἄλλωστε «μνήμη μάρτυρος, μίμησις μάρτυρος». Ἡ πιὸ μεγάλη τιμὴ γιὰ ἕνα μάρτυρα εἶναι νὰ μιμηθοῦμε οἱ πιστοὶ τὴν ζωή του. Σὲ αὐτὴ τὴν μίμηση μᾶς προσκαλοῦν οἱ Ἅγιοί μας κι ἰδιαίτερα ὁ μάρτυρας Λούκιος.
Μάρτυρες ζητᾷ κι ἡ ἐποχή μας, γιατί δὲν ἔχει. Σήμερα ἔχουμε ἐπιστήμονες καὶ τεχνῖτες. Ἔχουμε ἠθοποιοὺς καὶ καλλιτέχνες. Ἔχουμε ποδοσφαιριστὲς καὶ ἀθλητές. Ἔχουμε «χριστιανούς» μὰ δὲν ἔχουμε φλογεροὺς ὁμολογητές.
Λείπουν οἱ χριστιανοὶ τῶν ἔργων. Ὑπάρχουν μόνον οἱ χριστιανοὶ τῶν τύπων. Γι’ αὐτὸ κι οἱ ἐχθροί μας πατᾶνε στὰ στήθη καὶ μᾶς κοροϊδεύουν. Καιρὸς ὅλοι νὰ συνέλθομε. Ἄρχοντες καὶ λαὸς νὰ ξυπνήσουμε ἀπὸ τὸν λήθαργο στὸν ὁποῖο μας ἔρριψε ἕνας ἄκρατος εὐδαιμονισμός. Ὁ τόπος αὐτός, τὸ τονίζουμε ἀκόμη μιὰ φορά, εἶναι τόπος ἁγίων καὶ μαρτύρων. Κάθε κοιλάδα καὶ λόφος εἶναι ποτισμένοι μὲ τὸ αἷμα κάποιου ἢ κάποιων μαρτύρων. Ἀλλὰ καὶ ἡ γῆ τοῦ νησιοῦ μας εἶναι σπαρμένη μὲ κόκαλα ἁγίων μορφῶν, ποὺ ἐδῶ ἔζησαν καὶ μαρτύρησαν καὶ ἅγιασαν τοῦτο τὸν τόπο. Ὅλοι αὐτοί μας καλοῦνε σὲ ψυχικὸ συναγερμό. Οἱ ἅγιες μορφές τους ποὺ εἶναι ζωγραφισμένες στὶς εἰκόνες, μᾶς καλοῦν νὰ μιμηθοῦμε τὴν πίστη τους, τὴν ἀρετή τους, καὶ νὰ γίνουμε κι ἐμεῖς σύγχρονες ἔμψυχες εἰκόνες.
Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μας, ὁ ἁγιασμὸς ἡμῶν. «Ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγὼ ἅγιος εἴμι» μας φωνάζει καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Μὲ τοῦτο τὸν τρόπο μονάχα θὰ μπορέσουμε νὰ ἐλευθερωθοῦμε, ἀλλὰ καὶ νὰ ἐπιβιώσουμε καὶ νὰ ἰδοῦμε τὴν Κύπρο μας εὐτυχισμένη, δοξασμένη, εὐλογημένη.
Ἔτσι τὴν ἔζησαν οἱ Ἅγιοι κι οἱ Μάρτυρες. Ἔτσι τὴν αἰσθάνονται, πρέπει νὰ τὴν αἰσθάνονται κι ὅλοι οἱ γνήσιοι χριστιανοί. Γιατί ἔτσι τὴν θέλει ὁ Κύριος μας. Γιὰ τὸν χριστιανό, τὸν κάθε ἀληθινὸ χριστιανὸ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν συνάνθρωπό μας εἶναι καθῆκον. Εἶναι νόμος. «Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης της καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης της ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης της ἰσχῦος σου καὶ ἐξ ὅλης της διανοίας σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν» (Λουκ. ι’ 27) τονίζει αὐτὸς ὁ Κύριος. Ὁ κάθε ἄνθρωπος, εἴτε φίλος, εἴτε ἐχθρὸς εἶναι πλησίον μας. Καὶ σ’ αὐτὸν ὀφείλουμε τὴν ἀγάπη μας.
Τὴν ἀγάπη τους σπεύδουν νὰ δείξουν κι οἱ φίλοι Διγνιανὸς καὶ Λούκιος στοὺς κατοίκους τοῦ νησιοῦ μόλις ἔφτασαν σ’ αὐτό. Μὲ ἐνθουσιασμό, ἀλλὰ καὶ σύνεση κινοῦνται οἱ χθεσινοὶ διῶκτες καὶ τώρα φλογεροὶ ἐργάτες τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ.
Μὰ οἱ μέρες εἶναι δύσκολες. Τὸ κῦμα τοῦ διωγμοῦ τῶν χριστιανῶν τοῦ σκληροῦ καὶ ἀπάνθρωπου αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ ἔφτασε καὶ στὴν Κύπρο. Οἱ ὀπαδοὶ τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ δὲν ἔχουν ποὺ νὰ σταθοῦν. Καθημερινὰ πλῆθος οἱ χριστιανοὶ συλλαμβάνονται καὶ ὁδηγοῦνται στὶς φυλακὲς καὶ τὰ βασανιστήρια. Κάποια μέρα σὲ μία σαρωτικὴ ἐξόρμηση τῶν διωκτῶν συνελήφθηκε καὶ ὁ Λούκιος. Δέσμιος ὁδηγεῖται μπροστὰ στὸν ἔπαρχο τῆς πόλης καὶ τοῦ ζητεῖται νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Ὁ φλογερὸς ἱεραπόστολος φυσικὰ ἀρνεῖται. Τὴν ὥρα ἐκείνη ἡ σκέψη τοῦ μάρτυρα φέρει μπροστὰ του τὴν ἡρωικὴ μορφὴ τοῦ Ἁγίου ἐπισκόπου της Κυρήνης, τοῦ ἱερομάρτυρα Θεοδώρου, τοῦ ὁποίου τὸ παράδειγμα προσπαθεῖ νὰ μιμηθεῖ. Τὰ λόγια του θείου Ἀποστόλου Παύλου «μιμηταί μου γίνεσθε καθὼς καγῶ Χριστοῦ», (Α’ Κορ. ια’ 1) νομίζει πὼς τὰ ἀκούει νὰ τὸν καλοῦν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ ἱερομάρτυρος. Ἀπὸ τὶς σκέψεις του αὐτὲς τὸν διακόπτει ξαφνικὰ ἡ φωνὴ τοῦ ἔπαρχου:
- Ἐμπρός! Μὴ καθυστερεῖς. Ἔλα ἀφηρημένε. Ἔλα νὰ θυσιάσεις στοὺς μεγάλους θεούς μας.
Στὴν κραυγὴ τοῦ ἔπαρχου, ὁ Λούκιος συνῆλθε. Εἶδε γύρω του τοὺς δήμιους νὰ τὸν περιμένουν. Καὶ στὸ βάθος μερικὲς μορφὲς νὰ τὸν κοιτάζουν μὲ συμπάθεια. Ἀνάμεσά τους διέκρινε καὶ τὸν φίλο καὶ συνεργάτη τοῦ Διγνιανό, ποὺ τὸν κοίταζε καὶ αὐτὸς μὲ λαχτάρα καὶ ἀγωνία ν’ ἀκούσει τὴν ἀπάντησή του, καὶ μὲ παρρησία καὶ θάρρος ἀπαντᾷ:
- Οἱ πέτρες καὶ τὰ ξόανα δὲν χρειάζονται θυσίες. «Στόμα ἔχουσι καὶ οὐ λαλήσουσιν, ὀφθαλμοὺς ἔχουσι καὶ οὐκ ὄψονται, ὦτα ἔχουσι καὶ οὐκ ἐνωτισθήσονται, οὐδὲ γὰρ ἔστι πνεῦμα ἐν τῷ στόματι αὐτῶν ὅμοιοι αὐτοὶς γένοιντο οἱ ποιοῦντες αὐτὰ καὶ πάντες οἱ πεποιθότες ἐπ’ αὐτοίς» (ψαλμ. ρλε’ 17 – 18). Δηλαδὴ οἱ θεοί σας ποὺ εἶναι πέτρες καὶ ξύλα ποὺ κατειργάσθηκαν χέρια ἀνθρώπινα, καὶ προσέδωκαν σὲ αὐτὰ τὴ μορφὴ τοῦ εἰδώλου ἔχουν στόμα ἀλλὰ δὲν θὰ μιλήσουν ποτέ. Ἔχουν καὶ μάτια, ἀλλὰ δὲν θὰ ἴδουν ποτέ. Ἔχουν καὶ αὐτιά, ἀλλὰ ποτὲς δὲν θὰ ἀκούσουν, γιατί οὔτε πνοὴ ὑπάρχει στὸ στόμα τους. Ὅμοιοι μὲ αὐτοὺς τοὺς ἄψυχους καὶ ἀναίσθητους θεούς, εἴθε νὰ γίνουν κι ὅλοι ὅσοι κατασκευάζουν τὰ εἴδωλα αὐτά, κι ὅσοι πιστεύουν σ' αὐτά.
Τὴν ἴδια στιγμὴ ἀφοῦ κοίταξε μπροστὰ του τὸν βωμὸ στὸν ὁποῖο τὸν διέταξαν νὰ προσφέρει θυμίαμα λατρείας στὸν ἀνύπαρκτο θεό, σήκωσε τὸ πόδι καὶ κλώτσησε τὸν βωμὸ καὶ τὸ ἄγαλμα ποὺ ἦταν μπροστά του. Βωμὸς καὶ ἄγαλμα γκρεμίστηκαν. Μὰ τὴν ἴδια ὥρα βροντερὴ ἀντήχησε καὶ πάλι τοῦ ἔπαρχου ἡ φωνή:
- Σκοτῶστε τὸν βέβηλο.
Ἕνας δήμιος ποὺ στεκόταν δίπλα σήκωσε τὸ τσεκοῦρι ποὺ κρατοῦσε στὸ χέρι καὶ κτύπησε τὸν ὁμολογητὴ στὸ κεφάλι. Τὸ σῶμα κυλίστηκε κάτω λουσμένο στὰ αἵματα. Ἕνας ἄλλος ἀπέκοψε μὲ μαχαῖρι τὸ κεφάλι καὶ τὸ πέταξε. Ἕνα ἐπιφώνημα χαρὰς ἀκούστηκε ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες. Κι ἕνας στεναγμὸς ἀνακούφισης ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς ποὺ βρισκόντουσαν ἐκεῖ καὶ παρακολουθοῦσαν τὴν ὅλη σκηνή. Στεναγμὸς ἀνακούφισης, ἀλλὰ καὶ θαυμασμοῦ γιὰ τὴν παρρησία καὶ τὸ θάρρος τοῦ Μάρτυρα.
Ὅταν τὸ πλῆθος διαλύθηκε, ὁ Διγνιανὸς μὲ μερικοὺς ἄλλους χριστιανοὺς πῆγαν, ἔδωκαν μερικὰ χρήματα στοὺς φρουροὺς καὶ πῆραν τὸ ἅγιο λείψανο· καὶ ἀφοῦ τὸ καθάρισαν ἀπὸ τὰ αἵματα καὶ τὸ ἔπλυναν μὲ τὰ δάκρυα τῆς στοργῆς καὶ τῆς ἀγάπης τους, τὸ κήδεψαν κοντὰ σὲ ἄλλα λείψανα μαρτύρων.
Ἔτσι ἔκλεισε ἡ ζωὴ τοῦ βουλευτῆ τῆς Κυρήνης, τοῦ Λούκιου στὸ ἀγαπημένο μας νησί. Μὲ τὴ θυσία του, ἅγιασε κι αὐτὸς τὰ χώματα τῆς Νήσου τῶν Ἁγίων, τῆς Κύπρου μας. Στὸν οὐρανὸ ἡ ἅγια ψυχή του μαζὶ μὲ τὶς ψυχὲς τῶν ἄλλων Ἁγίων καὶ Μαρτύρων τῆς Πίστεώς μας, ἀναπέμπουν δοξολογίες στὸν Ὕψιστο καὶ δέονται νυχθημερὸν στὸν Μεγάλο Πατέρα γιὰ μᾶς. Δέονται, ἀλλὰ καὶ προβάλλοντας τὴ ζωή τους γιὰ παράδειγμα, μᾶς καλοῦν νὰ τοὺς μιμηθοῦμε.
Ἄλλωστε «μνήμη μάρτυρος, μίμησις μάρτυρος». Ἡ πιὸ μεγάλη τιμὴ γιὰ ἕνα μάρτυρα εἶναι νὰ μιμηθοῦμε οἱ πιστοὶ τὴν ζωή του. Σὲ αὐτὴ τὴν μίμηση μᾶς προσκαλοῦν οἱ Ἅγιοί μας κι ἰδιαίτερα ὁ μάρτυρας Λούκιος.
Μάρτυρες ζητᾷ κι ἡ ἐποχή μας, γιατί δὲν ἔχει. Σήμερα ἔχουμε ἐπιστήμονες καὶ τεχνῖτες. Ἔχουμε ἠθοποιοὺς καὶ καλλιτέχνες. Ἔχουμε ποδοσφαιριστὲς καὶ ἀθλητές. Ἔχουμε «χριστιανούς» μὰ δὲν ἔχουμε φλογεροὺς ὁμολογητές.
Λείπουν οἱ χριστιανοὶ τῶν ἔργων. Ὑπάρχουν μόνον οἱ χριστιανοὶ τῶν τύπων. Γι’ αὐτὸ κι οἱ ἐχθροί μας πατᾶνε στὰ στήθη καὶ μᾶς κοροϊδεύουν. Καιρὸς ὅλοι νὰ συνέλθομε. Ἄρχοντες καὶ λαὸς νὰ ξυπνήσουμε ἀπὸ τὸν λήθαργο στὸν ὁποῖο μας ἔρριψε ἕνας ἄκρατος εὐδαιμονισμός. Ὁ τόπος αὐτός, τὸ τονίζουμε ἀκόμη μιὰ φορά, εἶναι τόπος ἁγίων καὶ μαρτύρων. Κάθε κοιλάδα καὶ λόφος εἶναι ποτισμένοι μὲ τὸ αἷμα κάποιου ἢ κάποιων μαρτύρων. Ἀλλὰ καὶ ἡ γῆ τοῦ νησιοῦ μας εἶναι σπαρμένη μὲ κόκαλα ἁγίων μορφῶν, ποὺ ἐδῶ ἔζησαν καὶ μαρτύρησαν καὶ ἅγιασαν τοῦτο τὸν τόπο. Ὅλοι αὐτοί μας καλοῦνε σὲ ψυχικὸ συναγερμό. Οἱ ἅγιες μορφές τους ποὺ εἶναι ζωγραφισμένες στὶς εἰκόνες, μᾶς καλοῦν νὰ μιμηθοῦμε τὴν πίστη τους, τὴν ἀρετή τους, καὶ νὰ γίνουμε κι ἐμεῖς σύγχρονες ἔμψυχες εἰκόνες.
Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μας, ὁ ἁγιασμὸς ἡμῶν. «Ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγὼ ἅγιος εἴμι» μας φωνάζει καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Μὲ τοῦτο τὸν τρόπο μονάχα θὰ μπορέσουμε νὰ ἐλευθερωθοῦμε, ἀλλὰ καὶ νὰ ἐπιβιώσουμε καὶ νὰ ἰδοῦμε τὴν Κύπρο μας εὐτυχισμένη, δοξασμένη, εὐλογημένη.
Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, διὰ τῶν πρεσβειῶν τοῦ Ἁγίου σου μάρτυρος Λουκίου, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.
Ἡ Ἁγία Φωτεινὴ «ἔξω τῆς θύρας τῶν Βλαχερνῶν»
Ήδη βλέπεις φως άδυτον του Kυρίου,
Θανούσα Mάρτυς αγάπης αυτού χάριν.
Μᾶλλον πρόκειται περὶ ἐγκαινίων ναοῦ τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς στὴν τοποθεσία αὐτή. Δὲν ἔχουμε περισσότερες πληροφορίες.
Ήδη βλέπεις φως άδυτον του Kυρίου,
Θανούσα Mάρτυς αγάπης αυτού χάριν.
Μᾶλλον πρόκειται περὶ ἐγκαινίων ναοῦ τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς στὴν τοποθεσία αὐτή. Δὲν ἔχουμε περισσότερες πληροφορίες.
Ὁ Ἅγιος Ἰερόθεος ὁ Α’ Ἐπίσκοπος Οὐγγαρίας
Ο Άγιος Ιερόθεος υπήρξε ο πρώτος Ορθόδοξος επίσκοπος της Ουγγαρίας ο οποίος στάλθηκε από την Κωνσταντινούπολη στις αρχές του 11ου μ.Χ. αιώνα.
Η διακήρυξης της αγιότητάς του έγινε το καλοκαίρι του 2000 μ.Χ. από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Η διακήρυξης της αγιότητάς του έγινε το καλοκαίρι του 2000 μ.Χ. από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’.
Ἀποστόλων τόν ζῆλον, ἐν ψυχῇ σου δεξάμενος, ἐν τῇ Οὑγγαρίᾳ ἐπέστης, τῆς ερἰήνης ὡς ἄγγελος, και ηὔγασας πρός γνῶσιν θεϊκήν, αὐτήν τῶν διδαχῶν σου ἀστραπαῖς, Ἱερόθεε θεόφρον· διό πιστῶς σοι κραυγάζομεν· δόξα τῷ σέ ἐκλέξαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σοί συνεργήσαντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι διά σοῦ, πᾶσι τά κρείττονα.
Ἦχος α’.
Ἀποστόλων τόν ζῆλον, ἐν ψυχῇ σου δεξάμενος, ἐν τῇ Οὑγγαρίᾳ ἐπέστης, τῆς ερἰήνης ὡς ἄγγελος, και ηὔγασας πρός γνῶσιν θεϊκήν, αὐτήν τῶν διδαχῶν σου ἀστραπαῖς, Ἱερόθεε θεόφρον· διό πιστῶς σοι κραυγάζομεν· δόξα τῷ σέ ἐκλέξαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σοί συνεργήσαντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι διά σοῦ, πᾶσι τά κρείττονα.
Ὁ Ἅγιος Στέφανος ὁ Α’ Βασιλεὺς Οὐγγαρίας
Ο Άγιος Στέφανος έζησε στις αρχές του 11ου μ.Χ. αιώνα και είναι ο ιδρυτής του κράτους της Ουγγαρίας.
Η διακήρυξης της αγιότητάς του έγινε το καλοκαίρι του 2000 μ.Χ. από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Η διακήρυξης της αγιότητάς του έγινε το καλοκαίρι του 2000 μ.Χ. από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’.
Βασιλείας τό σκῆπτρον, τῷ Θεῷ ἀναθέμενος, πρᾷος βασιλεύς ἐγνωρίσθης, εὐσεβής καί φιλάγαθος· αὐτῷ δέ Οὑγγαρίας τόν λαόν, τῷ ὅπλῳ ὑποτάξας τοῦ Σταυροῦ, θριαμβεύεις νῦν ἐνδόξος ἐν οὐρανοῖς, ὦ Στέφανε σύν Ἀγγέλοις. Δόξα τῷ σέ ἐκλέξαντι Χριστῷ, δόξα τῷ ἐνισχύσαντι, δόξα τῷ χρίσαντί σε μυστικῶς, ἐλαίῳ τῆς χρίσεως.
Ἦχος α’.
Βασιλείας τό σκῆπτρον, τῷ Θεῷ ἀναθέμενος, πρᾷος βασιλεύς ἐγνωρίσθης, εὐσεβής καί φιλάγαθος· αὐτῷ δέ Οὑγγαρίας τόν λαόν, τῷ ὅπλῳ ὑποτάξας τοῦ Σταυροῦ, θριαμβεύεις νῦν ἐνδόξος ἐν οὐρανοῖς, ὦ Στέφανε σύν Ἀγγέλοις. Δόξα τῷ σέ ἐκλέξαντι Χριστῷ, δόξα τῷ ἐνισχύσαντι, δόξα τῷ χρίσαντί σε μυστικῶς, ἐλαίῳ τῆς χρίσεως.
Άγιος Oswin
Ο Άγιος Oswin ήταν βασιλιάς της περιοχής Deira στην βόρεια Αγγλία και μαρτύρησε στο Gilling του Yorkshire της Αγγλίας, στις 20 Αυγούστου, 651 μ.Χ.
Το 633 μ.Χ., όταν ο πατέρας του Αγίου Oswin, βασιλιάς Osric, σκοτώθηκε από τον ειδωλολάτρη Ουαλό βασιλιά Cadwallon, κατέφυγε στο Wessex και εκεί βαφτίστηκε και εκπαιδεύτηκε από τον Άγιο Aidan (βλέπε 31 Αυγούστου). Ο Άγιος Bede (βλέπε 27 Μαΐου) μας πληροφορεί ότι ο Άγιος Oswin ήταν όμορφος στην εμφάνιση, ευχάριστος στην ομιλία, με ευγενικούς τρόπους και γενναιόδωρος και σύντομα κέρδισε την αγάπη του κόσμου.
Ο Άγιος Oswin βασίλεψε με επιτυχία για περίπου εννέα χρόνια μέχρι που ο βασιλιάς Oswy του κήρυξε τον πόλεμο. Ο Άγιος Oswin αντί να προκαλέσει μια αιματηρή μάχη αμφιβόλου κατάληξης, αφού ο στρατός του ήταν πολύ μικρότερος, αποφάσισε να διαφύγει και κρύφτηκε στην οικία του καλύτερου του φίλου, κόμη Hunwald στο Gilling. Ο κόμης Hunwald όμως τον πρόδωσε και έτσι ο Άγιος Oswin δολοφονήθηκε.
Ο Άγιος Oswin κηδεύτηκε στο Tynemouth όπου λατρευόταν σαν μάρτυρας.
Ο βασιλιάς Oswy, όταν συνειδητοποίησε το έγκλημα του, για να εξιλεωθεί έκτισε ένα μοναστήρι στο Gilling, αλλά τα λείψανα του Αγίου Oswin παρέμειναν στο Tynemouth. Όταν άρχισαν οι βαρβαρικές επιδρομές των Viking, ο τάφος του Αγίου Oswin ξεχάστηκε έως ότου βρέθηκε ξανά το 1065 μ.Χ.
Το 633 μ.Χ., όταν ο πατέρας του Αγίου Oswin, βασιλιάς Osric, σκοτώθηκε από τον ειδωλολάτρη Ουαλό βασιλιά Cadwallon, κατέφυγε στο Wessex και εκεί βαφτίστηκε και εκπαιδεύτηκε από τον Άγιο Aidan (βλέπε 31 Αυγούστου). Ο Άγιος Bede (βλέπε 27 Μαΐου) μας πληροφορεί ότι ο Άγιος Oswin ήταν όμορφος στην εμφάνιση, ευχάριστος στην ομιλία, με ευγενικούς τρόπους και γενναιόδωρος και σύντομα κέρδισε την αγάπη του κόσμου.
Ο Άγιος Oswin βασίλεψε με επιτυχία για περίπου εννέα χρόνια μέχρι που ο βασιλιάς Oswy του κήρυξε τον πόλεμο. Ο Άγιος Oswin αντί να προκαλέσει μια αιματηρή μάχη αμφιβόλου κατάληξης, αφού ο στρατός του ήταν πολύ μικρότερος, αποφάσισε να διαφύγει και κρύφτηκε στην οικία του καλύτερου του φίλου, κόμη Hunwald στο Gilling. Ο κόμης Hunwald όμως τον πρόδωσε και έτσι ο Άγιος Oswin δολοφονήθηκε.
Ο Άγιος Oswin κηδεύτηκε στο Tynemouth όπου λατρευόταν σαν μάρτυρας.
Ο βασιλιάς Oswy, όταν συνειδητοποίησε το έγκλημα του, για να εξιλεωθεί έκτισε ένα μοναστήρι στο Gilling, αλλά τα λείψανα του Αγίου Oswin παρέμειναν στο Tynemouth. Όταν άρχισαν οι βαρβαρικές επιδρομές των Viking, ο τάφος του Αγίου Oswin ξεχάστηκε έως ότου βρέθηκε ξανά το 1065 μ.Χ.
http://www.synaxarion.gr/gr/m/8/d/20/sxsaintlist.aspx
«Πᾶνος»