Σάββατο 20 Αυγούστου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ Ι΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ [:Α΄ Κορ. 4,9-16] ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

 

ΚΥΡΙΑΚΗ Ι΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ[:Α΄ Κορ. 4,9-16]

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

Εἶδες πῶς φανερώνει συγχρόνως καὶ τὴ σοβαρότητα καὶ τὴν πατρικὴ φροντίδα του καὶ τὸν φιλόσοφο νοῦ του; Εἶδες πῶς ἀφαιρεῖ τὴν ἀλαζονεία; «Δοκῶ γὰρ ὅτι ὁ Θεὸς ἡμᾶς τοὺς ἀποστόλους ἐσχάτους ἀπέδειξεν, ὡς ἐπιθανατίους, ὅτι θέατρον ἐγενήθημεν τῷ κόσμῳ, καὶ ἀγγέλοις καὶ ἀνθρώποις (:κάθε ἄλλο ὅμως παρὰ βασιλεία ἀπολαμβάνουμε ἐμεῖς οἱ ἀπόστολοι· διότι νομίζω ὅτι ὁ Θεὸς ἐμᾶς τοὺς ἀπόστολους μᾶς παρουσίασε δημόσια καὶ στὰ μάτια ὅλων ὡς τελευταίους, ὡς καταδίκους ποὺ πρόκειται νὰ θανατωθοῦν· διότι γίναμε θέαμα σὲ ὅλο τὸν κόσμο, καὶ στοὺς ἀγγέλους καὶ στοὺς ἀνθρώπους. Καὶ ἀπὸ τὴ μιὰ μᾶς θαυμάζουν οἱ ἐνάρετοι ἄνθρωποι ἐνῶ, ἀπὸ τὴν ἄλλη, μᾶς περιφρονοῦν καὶ μᾶς χλευάζουν οἱ ἄλλοι)» [Α΄ Κορ. 4,9], δείχνει πάλι πολλὴ ἔμφαση καὶ βαρύτητα μὲ τὸ νὰ πεῖ «ἡμᾶς». Καὶ δὲν ἀρκέστηκε μόνο σὲ αὐτό, ἀλλὰ προσθέτει καὶ τὸ ἀξίωμα, ἐλέγχοντας ἔντονα τοὺς Κορίνθιους πρὸς τοὺς ὁποίους ἀπευθυνόταν ἡ ἐπιστολή: «ἡμᾶς τοὺς ἀποστόλους (:ἐμᾶς τοὺς ἀποστόλους)», δηλαδὴ ἐμᾶς οἱ ὁποῖοι ὑπομένουμε μύρια κακά, ποὺ σπείρουμε τὸ κήρυγμα τῆς εὐσεβείας, ποὺ σᾶς ὁδηγοῦμε σὲ αὐτὴν τὴν φιλοσοφία [:ὡς φιλοσοφία γιὰ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς συγγραφεῖς νοεῖται γενικὰ ἡ χριστιανικὴ θεολογία καὶ ἡ κατὰ Χριστὸ ἄσκηση καὶ ζωή], σὲ αὐτὴν τὴ φιλοσοφημένη χριστιανικὴ ζωὴ ποὺ θὰ σᾶς χαρίσει τὰ αἰώνια οὐράνια ἀγαθά· αὐτούς, τοὺς Ἀποστόλους δηλαδή, τοὺς παρουσίασε δημοσίως ὡς τελευταίους στὴ σειρὰ ἀνθρώπους, ὡς μελλοθάνατους, δηλαδὴ ὡς καταδίκους.

Ἐπειδὴ δηλαδὴ παραπάνω ὁ Παῦλος τοὺς εἶχε πεῖ ἐλέγχοντάς τους γιὰ τὴν ἀλαζονεία καθὼς καὶ γιὰ τὴ λανθασμένη συμπεριφορά τους, τὴ φράσῃ: «ἵνα καὶ ἡμεῖς ὑμῖν συμβασιλεύσωμεν (:γιὰ νὰ εἴμαστε καὶ ἐμεῖς βασιλεῖς μαζί σας)» [βλ. Α΄ Κορ. 4,8: «ἤδη κεκορεσμένοι ἐστέ, ἤδη ἐπλουτήσατε, χωρὶς ἡμῶν ἐβασιλεύσατε· καὶ ὄφελὸν γε ἐβασιλεύσατε, ἵνα καὶ ἡμεῖς ὑμῖν συμβασιλεύσωμεν (:καὶ ἐσεῖς οἱ Κορίνθιοι ἔχετε αὐτὴν τὴν ἰδέα, ὅτι εἶστε μεγάλοι καὶ ἐπίσημοι. Τώρα πλέον εἶστε χορτασμένοι ἀπὸ ὅλα! Τώρα πλέον ἔχετε πλουτίσει ἀπὸ τίς πνευματικὲς δωρεές! Χωρὶς νὰ ἔχετε μαζί σας ἐμᾶς, τοὺς διδασκάλους σας, ἔχετε πλέον μόνοι σας κατακτήσει τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν! Καὶ μακάρι νὰ βασιλεύατε, γιὰ νὰ βασιλεύσουμε καὶ ἐμεῖς μαζί σας...)»]  καὶ μείωσε μὲ τὸν λόγο αὐτὸ τὴν αὐστηρότητα τοῦ ἐλέγχου, γιὰ νὰ μὴν τοὺς κάνει νὰ χαλαρώσουν, ἐπανέρχεται πάλι σὲ αὐτὸ μὲ περισσότερη πικρία καὶ λέει: «διότι νομίζω ὅτι ὁ Θεὸς ἐμᾶς τοὺς ἀποστόλους μᾶς ἔδειξε τελευταίους ὡς μελλοθάνατους». Δηλαδὴ «ἀπὸ ὅ,τι βλέπω», λέγει, «καὶ ἀπὸ ὅ,τι ἐσεῖς λέγετε, οἱ πλέον περιφρονημένοι καὶ καταδικασμένοι εἴμαστε ἐμεῖς, οἱ ὁποῖοι πάντοτε εἴμαστε ἐκτεθειμένοι στὶς ταλαιπωρίες, ἐνῶ ἐσεῖς φαντάζεστε ἤδη κατακτημένη τὴ βασιλεία καὶ  τίς τιμὲς καὶ τὰ ἔπαθλα».

Καὶ ἐπειδὴ ἤθελε μὲ τὸν λόγο του νὰ δείξει ὅτι ἡ κατάσταση εἶναι παράλογη καὶ ὑπερβολικὰ ἀπίθανη δὲν εἶπε ἁπλῶς ὅτι ἐμεῖς εἴμαστε οἱ τελευταῖοι, ἀλλὰ ὅτι «ὁ Θεός μας ἔκανε τελευταίους». ὅτι «ἐμεῖς εἴμαστε οἱ ἔσχατοι» ἀλλὰ ὅτι «ὁ Θεὸς μᾶς ἔκανε ἐσχάτους». Καὶ δὲν ἀρκέστηκε στὸ νὰ πεῖ «ἐσχάτους», ἀλλὰ πρόσθεσε καὶ «μελλοθανάτους», γιὰ νὰ δεῖ καὶ ὁ πλέον ἀνόητος τὸ ἀπίθανο τῶν ὅσων εἰπώθηκαν καὶ ὅτι τὰ λεγόμενα προέρχονταν ἀπὸ ἄνθρωπο πολὺ στενοχωρημένο, ὁ ὁποῖος προσπαθοῦσε μὲ κάθε τρόπο νὰ τοὺς κάνει νὰ ντραποῦν.

Καὶ κοίταξε τὴ σύνεση τοῦ Παύλου. Μὲ τοὺς ἴδιους λόγους, ποὺ ὅταν τὸ ἀπαιτεῖ ἡ περίσταση, ὑψώνει τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν παρουσιάζει σπουδαῖο καὶ μέγα, μὲ τοὺς λόγους αὐτοὺς τώρα ἐλέγχει ἐκείνους ὀνομάζοντας τὸν ἑαυτό του ''κατάδικο''. Ἔτσι εἶναι δυνατὸν νὰ κάνει τὰ πάντα, ὅταν τὸ καλεῖ ἡ περίσταση. Ἐδῶ βεβαίως ''ἐπιθανατίους'' ὀνομάζει τοὺς καταδίκους, ποὺ εἶναι ἄξιοι μυρίων θανάτων.

«ὅτι θέατρον ἐγενήθημεν τῷ κόσμῳ, καὶ ἀγγέλοις καὶ ἀνθρώποις (:διότι γίναμε θέαμα σὲ ὅλο τὸν κόσμο, καὶ στοὺς ἀγγέλους καὶ στοὺς ἀνθρώπους)». Τί σημαίνει «γίναμε θέατρα στὸν κόσμο»; «Δὲν ὑποφέρουμε», λέγει, «αὐτὰ σὲ μία γωνιὰ οὔτε σὲ ἕνα μικρὸ μέρος τῆς οἰκουμένης, ἀλλὰ παντοῦ καὶ ἐπὶ πάντων». Τί σημαίνει ὅμως καὶ τὸ «καὶ στοὺς ἀγγέλους»; Εἶναι δυνατὸν νὰ εἴμαστε θέαμα γιὰ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ὄχι γιὰ τοὺς ἀγγέλους, ὅταν ὅσα συμβαίνουν εἶναι εὐτελῆ· οἱ δικοί μας ὅμως ἀγῶνες εἶναι τέτοιοι, ὥστε ἀξίζουν νὰ τοὺς βλέπουν καὶ οἱ ἄγγελοι. Κοίταξε πῶς, ἐνῶ ἐξευτελίζει τὸν ἑαυτό του, πάλι τὸν παρουσιάζει μέγα· ἐνῶ ἐπίσης ἐκεῖνοι ὑπερηφανεύονται, πῶς τοὺς παρουσιάζει εὐτελεῖς. Ἐπειδὴ δηλαδὴ ἐθεωρεῖτο ὅτι ἦταν εὐτελέστερο τὸ νὰ εἶναι μωροὶ ἀπὸ τὸ νὰ φαίνονται φρόνιμοι καὶ τὸ νὰ εἶναι ἀδύνατοι ἀπὸ τὸ νὰ γίνονται ἰσχυροὶ καὶ τὸ νὰ εἶναι περιφρονημένοι ἀπὸ τὸ νὰ εἶναι ἔνδοξοι καὶ φημισμένοι, καὶ ἐπειδὴ πρόκειται νὰ ἀποδώσει τὰ μὲν δεύτερα σὲ ἐκείνους τὰ δὲ πρῶτα τὰ δέχτηκε γιὰ τὸν ἑαυτό του, δείχνει ὅτι αὐτὰ εἶναι ἀνώτερα ἀπὸ ἐκεῖνα, ἐφόσον χάρη σὲ αὐτὰ πέτυχε νὰ τοὺς βλέπουν ὄχι μόνο ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἀλλὰ καὶ τὸ σύνολο τῶν ἀγγέλων· «διότι ἡ δική μας πάλη δὲν εἶναι μόνο πρὸς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ πρὸς τίς ἀσώματες δυνάμεις. Γιὰ τοῦτο γίνεται καὶ μέγα θέαμα».

«Ἡμεῖς μωροὶ διὰ Χριστόν, ὑμεῖς δὲ φρόνιμοι ἐν Χριστῷ· ἡμεῖς ἀσθενεῖς, ὑμεῖς δὲ ἰσχυροί· ὑμεῖς ἔνδοξοι, ἡμεῖς δὲ ἄτιμοι (:ἐμεῖς οἱ ἀπόστολοι θεωρούμαστε ἀπὸ τοὺς ἀπίστους μωροὶ καὶ ἀνόητοι γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ· ἐσεῖς ὅμως εἶστε συνετοὶ ἐν Χριστῷ. Ἐμεῖς εἴμαστε ἀσθενεῖς καὶ καταδιωκόμαστε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους· ἐσεῖς ὅμως εἶστε ἰσχυροί, διότι δὲν σᾶς βρῆκε κάποιος πειρασμός. Ἐσεῖς εἶστε ἔνδοξοι, ἐμεῖς ὅμως εἴμαστε ἄτιμοι καὶ περιφρονημένοι)» [Α' Κορ.4,10]. Πάλι καὶ τοῦτο τὸ εἶπε, γιὰ νὰ προκαλέσει ντροπή, δείχνοντας ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ συνέρχονται στὸν ἴδιο τόπο ἄνθρωποι ποὺ ἀπέχουν τόσο πολὺ μεταξύ τους. «Πῶς δηλαδὴ εἶναι δυνατόν», λέγει, «σὲ θέματα ποὺ ἀφοροῦν στὸν Χριστό, ἐσεῖς μὲν νὰ εἶστε φρόνιμοι, ἐνῶ ἐμεῖς ἄφρονες καὶ μωροί;». Ἐπειδὴ δηλαδὴ τοὺς Ἀποστόλους μὲν τοὺς ἔδερναν καὶ τοὺς καταφρονοῦσαν οἱ ἄπιστοι ἄνθρωποι καὶ τοὺς ἀτίμαζαν καὶ τοὺς θεωροῦσαν τιποτένιους, ἐνῶ ἐκεῖνοι οἱ Κορίνθιοι ἀπολάμβαναν τιμῆς καὶ μερικοὶ μάλιστα θεωροῦνταν σοφοὶ καὶ συνετοὶ ἀπὸ πολλούς, γιὰ τοῦτο τὰ λέγει αὐτά· ὅτι δηλαδὴ πῶς εἶναι δυνατὸν ἐκεῖνοι ποὺ κηρύττουν αὐτὰ νὰ θεωροῦνται ὅτι εἶναι τὰ ἀντίθετα;

«Ἡμεῖς ἀσθενεῖς, ὑμεῖς δὲ ἰσχυροί (:ἐμεῖς εἴμαστε ἀσθενεῖς καὶ καταδιωκόμαστε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους· ἐσεῖς ὅμως εἶστε ἰσχυροὶ διότι δὲν σᾶς βρῆκε κάποιος πειρασμός)». Δηλαδὴ «ἐμεῖς ἐκδιωκόμαστε, καταδιωκόμαστε, ἐσεῖς ὅμως δὲν φοβᾶστε τίποτε καὶ σᾶς περιποιοῦνται». Ἀλλὰ τοῦτο δὲν τὸ ἀνέχεται ἡ φύση τοῦ κηρύγματος. «Ὑμεῖς ἔνδοξοι, ἡμεῖς δὲ ἄτιμοι (:ἐσεῖς εἶστε ἔνδοξοι ἐμεῖς ὅμως εἴμαστε ἄτιμοι καὶ περιφρονημένοι)». Ἐδῶ ἀπευθύνεται πρὸς ὅσους ἔχουν εὐγενῆ καταγωγὴ καὶ ὑπερηφανεύονται γιὰ τὰ κοσμικά.

«ἄχρι τῆς ἄρτι ὥρας καὶ πεινῶμεν καὶ διψῶμεν καὶ γυμνητεύομεν καὶ κολαφιζόμεθα καὶ ἀστατοῦμεν καὶ κοπιῶμεν ἐργαζόμενοι ταῖς ἰδίαις χερσί (:μέχρι τὴν ὥρα αὐτὴ ποὺ σᾶς γράφω, καὶ πεινᾶμε καὶ ὑποφέρουμε ἀπὸ δίψα στὶς περιοδεῖες μας, καὶ δὲν ἔχουμε ἀρκετὰ ροῦχα, ὅταν στὴ μέση τῶν ταξιδιῶν μας, μᾶς πιάνει ξαφνικὰ ὁ χειμῶνας· καὶ δεχόμαστε χτυπήματα καὶ κακομεταχειρίσεις, καὶ δὲν παραμένουμε μόνιμα πουθενά, ἀλλὰ διαρκῶς φεύγουμε ἐδῶ καὶ ἐκεῖ) «καὶ κοπιῶμεν ἐργαζόμενοι ταῖς ἰδίαις χερσί (:καὶ κοπιάζουμε δουλεύοντας μὲ τὰ ἴδια μας τὰ χέρια)» [Α΄ Κορ. 4,11-12], δηλαδὴ δὲν διηγοῦμαι παλαιά, ἀλλὰ πράγματα γιὰ τὰ ὁποῖα ἔχω μάρτυρα τὴν παροῦσα πραγματικότητα· διότι «δὲν ὁμιλοῦμε καθόλου γιὰ τὰ ἀνθρώπινα οὔτε γιὰ τὴν δόξα τοῦ κόσμου, ἀλλὰ ἀποβλέπουμε μόνο στὸν Θεό, καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι ἀνάγκη νὰ κάνουμε καὶ ἐμεῖς παντοῦ· καθόσον δὲν βλέπουν τοῦτο μόνο οἱ ἄγγελοι, ἀλλὰ καὶ πρὶν ἀπὸ ἐκείνους ὁ Ἀγωνοθέτης».

«Ἡμεῖς μωροὶ διὰ Χριστόν, ὑμεῖς δὲ φρόνιμοι ἐν Χριστῷ· ἡμεῖς ἀσθενεῖς, ὑμεῖς δὲ ἰσχυροί· ὑμεῖς ἔνδοξοι, ἡμεῖς δὲ ἄτιμοι (:ἐμεῖς οἱ ἀπόστολοι θεωρούμαστε ἀπὸ τοὺς ἀπίστους ἠλίθιοι καὶ ἀνόητοι γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ἐσεῖς ὅμως εἶστε συνετοὶ ἐν Χριστῷ. Ἐμεῖς εἴμαστε ἀσθενεῖς καὶ καταδιωκόμαστε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους· ἐσεῖς ὅμως εἶστε ἰσχυροὶ διότι δὲν σᾶς βρῆκε κάποιος πειρασμός. Ἐσεῖς εἶστε ἔνδοξοι ἐμεῖς ὅμως εἴμαστε ἄτιμοι καὶ περιφρονημένοι)» [Α΄ Κορ. 4,10].

Ἀφοῦ γέμισε τὸν λόγο του μὲ πολλὴ βαρύτητα -πρᾶγμα τὸ ὁποῖο πλήττει περισσότερο ἀπὸ κάθε κατηγορία- καὶ ἀφοῦ εἶπε ὅτι «γίνατε βασιλεῖς χωρὶς ἐμᾶς» καὶ ὅτι «ὁ Θεός μᾶς ἔδειξε στὰ μάτια ὅλων τελευταίους ὡς μελλοθανάτους», στὴ συνέχεια δείχνει πὼς εἶναι ὅπως οἱ καταδικασμένοι σὲ θάνατο λέγοντας: «Ἡμεῖς ἀσθενεῖς, ὑμεῖς δὲ ἰσχυροί· ὑμεῖς ἔνδοξοι, ἡμεῖς δὲ ἄτιμοι. ἄχρι τῆς ἄρτι ὥρας καὶ πεινῶμεν καὶ διψῶμεν καὶ γυμνητεύομεν καὶ κολαφιζόμεθα καὶ ἀστατοῦμεν καὶ κοπιῶμεν ἐργαζόμενοι ταῖς ἰδίαις χερσί (:ἐμεῖς εἴμαστε ἀσθενεῖς καὶ ἀδύνατοι. Ἐσεῖς ὅμως εἶστε ἰσχυροὶ καὶ ἀκατανίκητοι! Ἐσεῖς εἶστε ἔνδοξοι, ἐμεῖς ὅμως περιφρονημένοι καὶ ἐξουθενωμένοι. Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ λάβαμε τὸ ἀποστολικὸ ἀξίωμα καὶ μέχρις αὐτῆς τῆς ὥρας, ζοῦμε ἀνάμεσα στὸ πλῆθος ἀπὸ ταλαιπωρίες καὶ περιπέτειες. Καὶ πεινοῦμε καὶ διψοῦμε· καὶ δὲν ἔχουμε ροῦχα γιὰ νὰ προφυλαχθοῦμε ἀπὸ τίς κακοκαιρίες καὶ δεχόμαστε ραπίσματα καὶ γρονθοκοπήματα, καὶ συνεχῶς μετακινούμαστε ἀπὸ τόπου σὲ τόπο, χωρὶς νὰ ἔχουμε πουθενὰ σταθερὴ παραμονή. Καὶ κοπιάζουμε ἐργαζόμενοι μὲ τὰ ἴδια μας τὰ χέρια)» [Α΄ Κορ. 4,10-11], τὰ ὁποῖα ἦσαν, ὡς γνωστόν, ἀποδείξεις γνησίων διδασκάλων καὶ ἀποστόλων.

Ἀλλὰ ἐκεῖνοι οἱ Κορίνθιοι Χριστιανοὶ ὅμως ποὺ δὲν εἶχαν ἀποβάλει ἀκόμα ἐντελῶς τὰ κοσμικὰ φρονήματα, ὑπερηφανεύονταν γιὰ τὰ ἀντίθετα, γιὰ σοφία, γιὰ δόξα, γιὰ πλοῦτο, γιὰ τιμές. Ἐπειδὴ λοιπὸν ἤθελε νὰ ἀφαιρέσει τὴν ἀλαζονεία τους καὶ νὰ τοὺς δείξει ὅτι γι᾿ αὐτὸ ὄχι μόνο δὲν πρέπει νὰ καυχῶνται, ἀλλὰ καὶ νὰ ντρέπονται, κατὰ πρῶτον μὲν τοὺς διακωμωδεῖ λέγοντας: «Γίνατε βασιλεῖς χωρὶς ἐμᾶς». «Δηλαδή, ἐγὼ μὲν ὑποστηρίζω», λέγει, «ὅτι ὁ παρὼν καιρὸς δὲν εἶναι γιὰ τιμὴ καὶ δόξα, τῶν ὁποίων ἐσεῖς ἀπολαμβάνετε, ἀλλὰ καὶ διώξεις καὶ ὕβρεις, τίς ὁποῖες ἐμεῖς πάσχουμε. Ἐὰν ὅμως δὲν εἶναι ἔτσι τὰ πράγματα, ἀλλὰ αὐτὸς εἶναι ὁ καιρὸς τῶν ἀμοιβῶν, ὅπως βλέπω -καὶ τοῦτο τὸ λέγει εἰρωνευόμενος- ἐσεῖς μὲν εἶστε οἱ μαθητὲς κι ὅμως εἶστε ἤδη βασιλεῖς, ἐμεῖς ὅμως οἱ διδάσκαλοι καὶ ἀπόστολοι, ποὺ προπάντων ἔπρεπε νὰ λάβουμε τὸν μισθό, ὄχι μόνο ἔχουμε γίνει οἱ ἔσχατοι ἀπὸ ἐσᾶς, ἀλλὰ ζοῦμε καὶ ὡς μελλοθάνατοι, δηλαδὴ ὡς κατάδικοι συνεχῶς μὲ ἀτιμώσεις καὶ κινδύνους καὶ πείνα καὶ ὑβριζόμενοι ὡς μωροὶ καὶ ἐκδιωκόμενοι καὶ ὑπομένοντες τὰ πάνδεινα...»....

Καὶ αὐτὰ τὰ ἔλεγε, γιὰ νὰ κάνει καὶ αὐτοὺς νὰ κατανικήσουν μὲ αὐτὰ τὰ πάθη τους,  ὅτι ὀφείλουν νὰ ποθοῦν μὲ ζῆλο τὰ παθήματα τῶν ἀποστόλων στὸν κόσμο αὐτόν, δηλαδὴ τοὺς κινδύνους καὶ τίς ὕβρεις, ὄχι τίς τιμὲς καὶ τίς δόξες, διότι τὸ χριστιανικὸ κήρυγμα αὐτὰ ἀπαιτεῖ καὶ ὄχι ἐκεῖνα. Ἀλλὰ δὲν τὰ λέγει ἔτσι ἀπευθείας, ὥστε νὰ μὴ φανεῖ σὲ αὐτοὺς φορτικός, ἀλλὰ κάνει τὴν ἐπίπληξη αὐτὴν ἔτσι, ὅπως ἔπρεπε στὴν περίπτωση. Ἐὰν δηλαδὴ ἀπροκάλυπτα ὁμιλοῦσε, θὰ ἔλεγε ὡς ἑξῆς: «Πλανᾶστε καὶ ἀπατᾶστε καὶ ἔχετε πολὺ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὴν ἀποστολικὴ νομοθεσία· διότι ὁ ἀπόστολος καὶ διάκονος τοῦ Χριστοῦ πρέπει νὰ φαίνεται ὅτι εἶναι ἀνόητος στὰ μάτια τοῦ κόσμου ποὺ δὲν ἔχει ἐγκαταλείψει τὰ σαρκικὰ φρονήματα καὶ νὰ ζεῖ σὲ θλίψη καὶ περιφρόνηση, κατάσταση στὴν ὁποία βρισκόμαστε ἐμεῖς· σὲ ἐσᾶς ὅμως συμβαίνουν τὰ ἀντίθετα». Ἀλλὰ ἔτσι τὰ λεγόμενα θὰ φαίνονταν σὲ αὐτοὺς ὅτι εἶναι ἐγκώμια τῶν ἀποστόλων καὶ ἐκείνους θὰ τοὺς ἔκαναν θρασύτερους, διότι δῆθεν θὰ συκοφαντοῦνταν γιὰ ραθυμία καὶ ματαιοδοξία καὶ τρυφηλότητα. Γι᾿ αὐτὸ δὲν ἀκολουθεῖ μὲν αὐτὸν τὸν τρόπο σὲ ὅσα εἶπε, ἀλλὰ ἄλλο ἐντονότερο μέν, ἀλλὰ λιγότερο ἐνοχλητικό.

Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ὁμιλεῖ μὲ κάποια εἰρωνεία λέγοντας: «Ἐσεῖς ὅμως θεωρεῖστε ἰσχυροὶ καὶ ἔνδοξοι». Ἐνῶ, ἐὰν δὲν χρησιμοποιοῦσε εἰρωνεία, θὰ μποροῦσε νὰ τοὺς πεῖ τὰ ἑξῆς: «Δὲν εἶναι δυνατὸν ἄλλος μὲν νὰ θεωρεῖται ἀνόητος, ἄλλος δὲ φρόνιμος, ἄλλος μὲν ἰσχυρός, ἄλλος δὲ ἀσθενής, τὴ στιγμὴ ποὺ τὸ κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ ἀπαιτεῖ ἄλλα. «Δηλαδή, ἐὰν ἐπιτρεπόταν ἄλλοι μὲν νὰ εἶναι τοῦτο, ἄλλοι δὲ ἐκεῖνο, ἴσως θὰ εἶχαν κάποια δικαίωση τὰ λεγόμενα ἀπὸ ἐσᾶς· τώρα ὅμως δὲν ἐπιτρέπεται νὰ φαίνεται κανεὶς ὅτι εἶναι φρόνιμος, ἔνδοξος καὶ ὅτι ἔχει ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ κινδύνους. Εἰδάλλως, εἶναι ἑπόμενο ὅτι ὁ Θεὸς ἔχει προτιμήσει ἐσᾶς ἀπὸ ἐμᾶς, ἐσᾶς τοὺς μαθητὲς ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς διδασκάλους ποὺ μύρια ὑποφέρουμε. Καὶ ἂν κανεὶς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ αὐτό, ἀπομένει ἐσεῖς νὰ ἀκολουθεῖτε ἐπίμονα τὴ δική μας ζωή».

«Καὶ ἂς μὴ φανταστεῖ κανείς», λέγει, «ὅτι ἀναφέρομαι μόνο σὲ πράγματα τοῦ παρελθόντος»· «ἄχρι τῆς ἄρτι ὥρας καὶ πεινῶμεν καὶ διψῶμεν καὶ γυμνητεύομεν καὶ κολαφιζόμεθα καὶ ἀστατοῦμεν (:μέχρι τὴν ὥρα αὐτὴ ποὺ σᾶς γράφω, καὶ πεινᾶμε καὶ ὑποφέρουμε ἀπὸ δίψα στὶς περιοδεῖες μας, καὶ δὲν ἔχουμε ἀρκετὰ ροῦχα, ὅταν στὴ μέση τῶν ταξιδιῶν μας, μᾶς πιάνει ξαφνικὰ ὁ χειμῶνας· καὶ δεχόμαστε χτυπήματα καὶ κακομεταχειρίσεις, καὶ δὲν παραμένουμε μόνιμα πουθενά, ἀλλὰ διαρκῶς φεύγουμε ἐδῶ καὶ ἐκεῖ)» [Α΄ Κορ. 4,11]. Βλέπεις ὅτι τέτοιος πρέπει νὰ εἶναι ὅλος ὁ βίος τῶν Χριστιανῶν, καὶ ὄχι μία ἢ δύο μόνο ἡμέρες; Διότι οὔτε ἂν εἶναι κάποιος ἀθλητὴς στεφανώνεται, ἂν κερδίσει μία μονάχα νίκη καὶ κατόπιν ἡττηθεῖ. «Καὶ πεινᾶμε», κατ᾿ ἀντίθεση πρὸς ὅσους ζοῦν τρυφηλὴ ζωή· «καὶ μᾶς κακομεταχειρίζονται» κατ᾿ ἀντίθεση πρὸς τοὺς ἀλαζόνες· «καὶ περιπλανιόμαστε», διότι ἐκδιωκόμαστε, λέγει· «καὶ ἔχουμε ἐλλείψεις σὲ ρουχισμό», κατ᾿ ἀντίθεση πρὸς ὅσους εἶναι πλούσιοι· «καὶ κοπιάζουμε» κατ᾿ ἀντίθεση πλέον πρὸς τοὺς ψευδαποστόλους, ποὺ δὲν ἀνέχονται οὔτε νὰ ἐργάζονται οὔτε νὰ κινδυνεύουν, ἀλλὰ οἱ ἴδιοι νὰ καρποῦνται.

«Ὅμως ἐμεῖς», λέγει, «δὲν εἴμαστε τέτοιοι, ἀλλὰ μαζὶ μὲ τοὺς ἐξωτερικοὺς κινδύνους ποὺ ἔχουμε νὰ ἀντιμετωπίσουμε, καὶ οἱ ἴδιοι μὲ τὴ συνεχῆ ἐργασία θέτουμε σὲ συνεχῆ δραστηριοποίηση τοὺς ἑαυτούς μας. Καὶ τὸ σπουδαιότερο εἶναι ὅτι κανεὶς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἰσχυριστεῖ ὅτι δυσανασχετοῦμε γι᾿ αὐτά, διότι ἀνταμείβουμε μὲ τὰ ἀντίθετα ἐκείνους ποὺ μᾶς κάνουν αὐτά». Μέγα δηλαδὴ εἶναι τοῦτο, ὄχι ἡ κακοπάθεια -διότι αὐτὴ εἶναι κοινὴ μοῖρα ὅλων- ἀλλὰ τὸ νὰ μὴν ἀναστατωνόμαστε οὔτε νὰ δυσανασχετοῦμε, ὅταν πάσχουμε. Ἐμεῖς ὅμως ὄχι μόνο δὲν δυσανασχετοῦμε, ἀλλὰ καὶ εὐφραινόμαστε, καὶ ἀπόδειξη τούτου εἶναι τὸ ὅτι ἐκείνους ποὺ μᾶς βλάπτουν τοὺς ἀμείβουμε μὲ εὐεργεσίες.

Καὶ ὅτι τοῦτο ἀκριβῶς ἔκαναν οἱ Ἀπόστολοι, ἄκουσε τὰ ἑπόμενα: «Λοιδορούμενοι εὐλογοῦμεν, διωκόμενοι ἀνεχόμεθα, βλασφημούμενοι παρακαλοῦμεν· ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου ἐγενήθημεν, πάντων περίψημα ἕως ἄρτι (:καὶ κοπιάζουμε δουλεύοντας μὲ τὰ ἴδια μας τὰ χέρια. Τὴν ὥρα ποὺ μᾶς βρίζουν ἐκεῖνοι ποὺ ἀπιστοῦν στὸ εὐαγγέλιο καὶ μᾶς περιγελοῦν, ἐμεῖς εὐχόμαστε τὸ καλό τους. Ἐνῶ μᾶς καταδιώκουν, δείχνουμε  ἀνοχὴ στοὺς διῶκτες μας, ἐνῶ μᾶς δυσφημοῦν καὶ μᾶς συκοφαντοῦν, ἀπαντᾶμε μὲ λόγια γλυκὰ καὶ παρηγορητικά. Σὰν καθάρματα καὶ σκουπίδια τοῦ κόσμου γίναμε, ἀποβράσματα ἀκάθαρτα τῆς κοινωνίας στὰ μάτια ὅλων μέχρι τὴ στιγμὴ αὐτή)» [Α΄ Κορ. 4,12-13], δηλαδὴ μωροὶ γιὰ τὸν Χριστό· διότι ἐκεῖνος ποὺ βλάπτεται καὶ ὅμως οὔτε ἐκδικεῖται οὔτε θλίβεται, φαίνεται στοὺς ἀπίστους ὅτι εἶναι ἀνόητος καὶ περιφρονημένος καὶ ἀδύνατος. Καὶ γιὰ νὰ μὴν κάνει τὸν λόγο τοῦ ἐνοχλητικότερο μὲ τὸ νὰ περιορίσει τὰ πάθη μονάχα στὴ δική τους πόλη, τί λέγει; «Γίναμε σὰν σκουπίδια καὶ ἀποβράσματα ὄχι τῆς πόλεώς σας, ἀλλὰ τοῦ κόσμου ὅλου»· καὶ πάλι· «Γίναμε ὡς ἀκαθαρσία ὅλων»· ὄχι μόνο δική σας, ἀλλὰ ὅλων.

Ὅπως ἀκριβῶς λοιπόν, ὅταν ὁμιλεῖ περὶ τῆς προνοίας τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ ἀφήσει τὴ γῆ, τὸν οὐρανό, ὅλη τὴν κτίση, φέρει τὸν Σταυρὸ ὡς ἀπόδειξη, ἔτσι καὶ ὅταν θελήσει νὰ ἐπισύρει τὴν προσοχὴ στὸν ἑαυτό του, ἀποσιωπᾷ τὰ θαυματουργικὰ σημεῖα ποὺ ἔκανε μέ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ ἀναφέρει τὰ ὅσα ἔπαθε πρὸς χάριν αὐτῶν. Ἔτσι καὶ ἐμεῖς, ὅταν ἀδικούμαστε ἀπὸ κάποιους καὶ καταφρονούμαστε, συνηθίζουμε νὰ ἀναφέρουμε ὅσα πάθαμε πρὸς χάριν τους. «Γίναμε ὡς ἀκαθαρσία ὅλων ἕως τώρα». Ἔδωσε δυνατὸ χτύπημα στὸ τέλος. «Ὅλων δέ», λέγει, «ὄχι τῶν διωκόντων, ἀλλὰ αὐτῶν, ἐξαιτίας τῶν ὁποίων πάσχουμε αὐτά· δηλαδὴ χρωστῶ πολλὴ εὐγνωμοσύνη σὲ αὐτούς». Τὰ λεγόμενα δείχνουν ἄνθρωπο ποὺ βαρυθυμεῖ, ὅμως δὲ θλίβεται ὁ ἴδιος, ἀλλὰ ποὺ θέλει ἐκείνους νὰ πλήξει. Αὐτὸς δηλαδὴ ἔχει μυρίους λόγους νὰ τοὺς κατηγορήσει, καὶ ὅμως τοὺς ἀσπάζεται. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ καὶ ὁ Χριστὸς παραγγέλλει νὰ ὑπομένουμε τίς ὕβρεις μὲ πραότητα, γιὰ νὰ ζοῦμε καὶ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι μὲ φιλοσοφία [στοὺς ἐκκλησιαστικοὺς συγγραφεῖς ὁ ὅρος ''φιλοσοφία'' σημαίνει γενικῶς τὴ χριστιανικὴ θεολογία καὶ τὴν κατὰ Χριστὸν ἄσκηση καὶ ζωή] καὶ γιὰ νὰ κάνουμε ἐκείνους νὰ ντρέπονται περισσότερο· διότι τοῦτο τὸ ἐπιτυγχάνει κανεὶς ὄχι τόσο μὲ ὕβρεις, ὅσο μὲ τὴ σιωπή.

Ἔπειτα, ἐπειδὴ εἶδε ὅτι ἡ πληγὴ ἦταν ἀφόρητη, ταχέως τὴ θεράπευσε μὲ τὸ νὰ πεῖ: «Οὐκ ἐντρέπων ὑμᾶς γράφω ταῦτα, ἀλλ᾿ ὡς τέκνα μου ἀγαπητὰ νουθετῶ (:δὲν θέλω μὲ αὐτὰ ποὺ σᾶς γράφω νὰ σᾶς ντροπιάσω, ἀλλὰ σὰν παιδιά μου ἀγαπητά σᾶς συμβουλεύω)» [Α΄ Κορ. 4,14]. «Δηλαδή, δὲν τὰ λέγω αὐτά», λέγει, «γιὰ νὰ σᾶς ντροπιάσω». Αὐτὸ ποὺ ἔκανε μὲ τὰ λόγια ἰσχυρίζεται ὅτι δὲν τὸ ἔχει κάνει, μᾶλλον δὲ λέγει ὅτι τὸ ἔχει κάνει μέν, ἀλλὰ ὅμως ὄχι μὲ κακὴ διάθεση καὶ ἐμπάθεια· διότι εἶναι ἄριστη ἡ θεραπεία αὐτή, δηλαδή, ἀφοῦ εἶπε κανεὶς ὅ,τι θέλει, νὰ προσθέσει τὴν δικαιολόγηση τῆς σκέψεώς του· διότι, τὸ νὰ μὴν ὁμιλήσει δὲν ἦταν δυνατό, ἐπειδὴ θὰ παρέμεναν ἀδιόρθωτοι, τὸ νὰ ὁμιλήσει ὅμως καὶ νὰ ἀφήσει πάλι ἀνίατη τὴν πληγὴ θὰ ἦταν φοβερό· γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ἀπολογεῖται μὲ σοβαρότητα. Καὶ αὐτὸ ὄχι μόνο δὲ ματαιώνει τὴν τομή, ἀλλὰ τὴν κάνει νὰ πάει βαθύτερα στὴν πληγή, καθὼς μετριάζει ὅλο τὸν πόνο· διότι ἐκεῖνος ποὺ ἄκουσε ὅτι τὰ λέγει αὐτὰ ὄχι ἀπὸ διάθεση χλευασμοῦ ἀλλὰ ἀπὸ ἀγάπη, δέχεται περισσότερο τὴν διόρθωση.

Καὶ ἐδῶ ἐπίσης ὑπάρχει πολλὴ σοβαρότητα καὶ ντροπή. Δηλαδὴ δὲν εἶπε ὡς διδάσκαλος οὔτε ὡς ἀπόστολος, οὔτε ὡς μαθητὲς ποὺ τοὺς εἶχε -πρᾶγμα τὸ ὁποῖο τὸ ἄξιζε- ἀλλὰ «σᾶς συμβουλεύω ὡς τέκνα μου ἀγαπητά»· καὶ δὲν τοὺς ὀνόμασε ἁπλῶς τέκνα, ἀλλὰ ποθητὰ τέκνα. «Συγχωρῆστε με», τοὺς λέγει, «καὶ ἂν ἔχω πεῖ κάτι βαρύ, τὸ εἶπα ἀπὸ ἀγάπη». Καὶ δὲν εἶπε «σᾶς ἐπικρίνω», ἀλλὰ «σᾶς συμβουλεύω». Καὶ ποιός δὲ θὰ δεχόταν νὰ ἀκούσει ἕναν πατέρα ποὺ στενοχωριέται καὶ συμβουλεύει τὰ πρέποντα; Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν δὲν εἶπε τοῦτο προηγουμένως, ἀλλὰ ἀφοῦ τοὺς ἐπέπληξε. «Τί λοιπόν;», θὰ ἔλεγε κάποιος, «δὲν ἐνδιαφέρονται γιά μας οἱ ἄλλοι διδάσκαλοι;». Δὲν ἐννοῶ τοῦτο, ἀλλὰ δὲν ἐνδιαφέρονται τόσο πολύ. Ἀλλὰ τοῦτο μὲν δὲν τὸ εἶπε ἀμέσως, τὸ ὑποδήλωσε ὅμως μὲ τὴν ἰδιότητα καὶ τὸ ὄνομα μὲ τὸ νὰ χρησιμοποιήσει τίς λέξεις «παιδαγωγὸν» καὶ «πατέρα».

Καθόσον, λέγει: «ἐὰν γὰρ μυρίους παιδαγωγοὺς ἔχητε ἐν Χριστῷ, ἀλλ᾿ οὐ πολλοὺς πατέρας (:Ναί. Σᾶς συμβουλεύω μὲ πατρικὴ λαχτάρα καὶ στοργή· διότι ἐὰν ἔχετε πάρα πολλοὺς παιδαγωγοὺς καὶ διδασκάλους ἐν Χριστῷ, δὲν ἔχετε ὅμως πολλοὺς πατέρες)» [Α΄ Κορ. 4,15]. Ἐδῶ δὲν ὑποδηλώνει τὸ ἀξίωμα, ἀλλὰ τὸ ὑπερβολικὸ μέγεθος τῆς ἀγάπης. Καὶ μὲ τὸ νὰ προσθέσει τὸ «ἐν Χριστῷ», δὲν ἔθιξε ἐκείνους, ἀλλὰ καὶ ἐνθάρρυνε αὐτοὺς μὲ τὸ νὰ ὀνομάσει ὄχι κόλακες, ἀλλὰ παιδαγωγοὺς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἐργάζονταν μὲ προθυμία καὶ ἀναλάμβαναν τοὺς κόπους· συγχρόνως ὑποδήλωσε καὶ τὴ δική του φροντίδα. Καὶ δὲν εἶπε: «ἀλλὰ ὅμως δὲν ἔχετε πολλοὺς διδασκάλους», ἀλλὰ εἶπε «δὲν ἔχετε πολλοὺς πατέρες». Ἔτσι δὲν ἤθελε νὰ ἀναφέρει τὸ ἀξίωμά του οὔτε νὰ ὑπενθυμίσει ὅτι ἀπὸ αὐτὸν εἶχαν ὠφεληθεῖ περισσότερο, ἀλλά, ἀφοῦ συγχώρησε ἐκείνους γιά τὸ ὅτι πολὺ εἶχε κοπιάσει πρὸς χάριν τους -διότι τέτοιος πρέπει νὰ εἶναι ὁ παιδαγωγός- κρατεῖ γιὰ τὸν ἑαυτό του τὴν ὑπερβολικὴ ἀγάπη· διότι τέτοιος πρέπει νὰ εἶναι ὁ πατέρας.

Καὶ δὲν λέγει ὅτι «κανεὶς δὲν σᾶς ἀγαπᾷ τόσο πολύ», πρᾶγμα τὸ ὁποῖο θὰ ἦταν ἀνεύθυνο, ἀλλὰ ἀναφέρει κάποιο συγκεκριμένο γεγονός. Ποιό λοιπὸν εἶναι αὐτό; «Ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ διὰ τοῦ εὐαγγελίου ἐγὼ ὑμᾶς ἐγέννησα (:ἕνα καὶ μόνο πνευματικὸ πατέρα ἔχετε, ἐμένα· διότι ἐγὼ μὲ τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου σᾶς γέννησα πνευματικά, μέ την χάρη ποὺ μοῦ ἔδωσε ἡ κοινωνία καὶ ἡ σχέση μου μὲ τὸν Χριστό )» [Α΄Κορ. 4,15].

«ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ»· «δὲν τὸ θεωρῶ ἔργο δικό μου». Πάλι πλήττει ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἀποδίδουν σὲ αὐτὸν τὴν ἐπιτυχία τῆς διδασκαλίας. «Εἰ ἄλλοις οὐκ εἰμὶ ἀπόστολος, ἀλλὰ γε ὑμῖν εἰμι· ἡ γὰρ σφραγὶς τῆς ἐμῆς ἀποστολῆς ὑμεῖς ἐστε ἐν Κυρίῳ (:ἐὰν γιὰ ἄλλους δὲν εἶμαι ἀπόστολος τοὐλάχιστον ὅμως γιὰ ἐσᾶς εἶμαι ἀπόστολος· διότι ἡ σφραγῖδα μὲ τὴν ὁποία πιστοποιεῖται ἐπίσημα τὸ ἀποστολικό μου ἀξίωμα, μέ τὴν χάρη τοῦ Κυρίου, τοὺς ὁποίους ὁδήγησα στὸν Χριστό)» [Α΄ Κορ. 9,2].

Καὶ πάλι λέγει «ἐγώ σᾶς φύτευσα» καὶ «ἐγώ σᾶς γέννησα». Δὲν εἶπε: «κήρυξα τὸ Εὐαγγέλιο σέ σᾶς», ἀλλὰ «ἐγώ σᾶς γέννησα», χρησιμοποιῶντας ὅρους τῆς φύσεως. Δηλαδή, γιὰ ἕνα πρᾶγμα φρόντιζε συνεχῶς, νὰ δείξει τὴν ἀγάπη, τὴν ὁποία ἔτρεφε γιὰ αὐτούς. Δηλαδή, ἐκεῖνοι μέν, ἀφοῦ σᾶς παρέλαβαν ἀπὸ ἐμένα, συνέχισαν τὴν καθοδήγησή σας· δηλαδὴ εἶπε «ὡς τέκνα», γιὰ νὰ μὴν τονίσει ὅτι τὸ εἶπε, γιὰ νὰ τοὺς κολακεύσει, ἀναφέρει καὶ τὴν αἰτία: «παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς, μιμηταί μου γίνεσθε, καθὼς κἀγώ (:ἀφοῦ λοιπὸν εἶμαι πατέρας σας, σᾶς παρακαλῶ νὰ γίνεστε μιμητὲς μου)» [Α΄ Κορ. 4,16] ·[πρβλ. καὶ Α΄ Κορ. 11,1: «Μιμηταί μου γίνεσθε, καθὼς κἀγὼ Χριστοῦ (:νὰ γίνεται μιμητές μου, ὅπως καὶ ἐγὼ ἔγινα μιμητὴς τοῦ Χριστοῦ)»]. Πῶ πῶ, πόση εἶναι ἡ παρρησία τοῦ διδασκάλου· πόσο σαφὴς εἶναι ἡ εἰκόνα ἐφόσον καὶ ἄλλους παρακαλεῖ γι᾿ αὐτό! καὶ δὲν τὸ κάνει αὐτὸ ἀπὸ ὑπερηφάνεια ἀλλὰ δείχνει ὅτι εἶναι εὔκολη ἡ ἀρετή.

«Μὴ μοῦ πεῖς λοιπὸν ὅτι δὲν μπορῶ νὰ σὲ μιμηθῶ, διότι ἐσὺ εἶσαι ὁ δάσκαλος καὶ μέγας. Ἡ ἀπόσταση μεταξύ μας δὲν εἶναι τόσο μεγάλη ὅσο μεταξὺ Χριστοῦ καὶ ἐμένα· καὶ ὅμως ἐγὼ μιμήθηκα Ἐκεῖνον». Ὅταν μὲν γράφει πρὸς τοὺς Ἐφεσίους, δὲν θέτει τὸν ἑαυτό του στὸ μέσο, ἀλλὰ κατευθεῖαν ὅλους αὐτοὺς τοὺς ὁδηγεῖ ἐκεῖ λέγοντας: «Γίνεσθε οὖν μιμηταὶ τοῦ Θεοῦ ὡς τέκνα ἀγαπητά (:ἀφοῦ λοιπὸν ὁ Θεὸς σᾶς συγχώρεσε, νὰ γίνεστε καὶ ἐσεῖς μιμητὲς τοῦ Θεοῦ ὡς παιδιά Του ἀγαπητά)» [Ἐφ. 5,1]· ἐδῶ ὅμως, ἐπειδὴ ἀπευθυνόταν πρὸς ἀδύνατους στὴν πίστη, παρενέβαλε τὸν ἑαυτό του. Ἀλλὰ πάντως δείχνει ὅτι καὶ ἔτσι εἶναι δυνατὸ νὰ μιμηθοῦν τὸν Χριστό, διότι ἐκεῖνος ποὺ μιμήθηκε τὴν ἀκριβῆ σφραγῖδα, μιμήθηκε τὸ πρωτότυπο.

Ἄς δοῦμε λοιπὸν πῶς μιμήθηκε τὸν Χριστὸ ὁ ἀπόστολος Παῦλος· διότι ἡ μίμηση αὐτὴ δὲν χρειάζεται χρόνους καὶ τέχνη, ἀλλὰ μόνο διάθεση. Ἐὰν δηλαδὴ εἰσέλθουμε σὲ ἐργαστήριο ζωγράφου, δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ μιμηθοῦμε τὴν εἰκόνα, ἀκόμη καὶ ἂν τὴν δοῦμε μύριες φορές· τοῦτον ὅμως μποροῦμε νὰ τὸν μιμηθοῦμε καὶ μόνο ἐξ ἀκροάσεως. Θέλετε λοιπὸν νὰ φέρουμε τὸν πίνακα στὸ μέσο καὶ σχεδιάσουμε ἐπάνω σας τὴν πολιτεία τοῦ Παύλου; Ἄς τεθεῖ λοιπὸν ἐμπρὸς ὁ πίνακας ποὺ εἶναι πολὺ λαμπρότερος ἀπὸ τίς βασιλικὲς εἰκόνες. Αὐτὸ λοιπὸν ποὺ βρίσκεται ἐμπρὸς μας δὲν εἶναι σανίδες κολλημένες οὔτε ὕφασμα τοποθετημένο ἐπάνω σὲ αὐτές, ἀλλὰ τοῦτο ἐδῶ ἐμπρὸς μας εἶναι ἔργο Θεοῦ, διότι εἶναι ψυχὴ καὶ σῶμα. Ἡ ψυχὴ εἶναι ἔργο τοῦ Θεοῦ, ὄχι ἀνθρώπων, ὅπως ἐπίσης καὶ τὸ σῶμα. Χειροκροτήσατε στὸ σημεῖο αὐτό; Ὅμως δὲν εἶναι ἐδῶ καιρὸς γιὰ χειροκροτήματα, ἀλλὰ χρειάζεται νὰ χειροκροτήσετε καὶ νὰ ποθήσετε μὲ ζῆλο τὰ ἑξῆς: Κατὰ πρῶτον, ἡ ὕλη εἶναι κατώτερη, ἐφόσον εἶναι κοινὴ σὲ ὅλους. Μία ψυχὴ δηλαδὴ δὲν διαφέρει καθόλου ἀπὸ ἄλλη ψυχή, ἐπειδὴ εἶναι καὶ αὐτὴ ψυχή, ἀλλὰ ἡ διάθεση δείχνει τὴν διαφορά. Ὅπως ἀκριβῶς δηλαδὴ ἕνα σῶμα δὲν διαφέρει ἀπὸ ἄλλο σῶμα -διότι καὶ αὐτὸ εἶναι σῶμα- ἀλλὰ εἶναι ὅμοιο τὸ σῶμα καὶ τοῦ Παύλου καὶ τῶν πολλῶν ἀνθρώπων, καὶ μάλιστα οἱ κίνδυνοι κάνουν αὐτὸ λαμπρότερο ἀπὸ ἐκεῖνο, ἔτσι συμβαίνει καὶ μὲ τὴν ψυχή.

Ἄς τεθεῖ λοιπὸν ἐνώπιόν μας ὁ πίνακας, ἡ ψυχὴ τοῦ Παύλου. Αὐτὸς ὁ πίνακας προηγουμένως ἦταν μαυρισμένος, γεμᾶτος μὲ ἀράχνες, διότι δὲν ὑπάρχει τίποτε χειρότερο ἀπὸ τὴ βλασφημία. Ὅταν ὅμως ἦλθε Ἐκεῖνος ποὺ μεταμορφώνει τὰ πάντα καὶ εἶδε ὅτι ὁ Παῦλος διαμορφώθηκε ἔτσι ὄχι ἀπὸ ραθυμία καὶ μωρία, ἀλλὰ ἀπὸ ἀπειρία καὶ ἀπὸ ἔλλειψη ἀνθέων τῆς εὐσεβείας -διότι εἶχε μὲν ζῆλο, ἀλλὰ τὰ ἄνθη δὲν εἶχαν χρώματα, ἐφόσον ὁ ζῆλος του δὲν ἦταν κατ᾿ ἐπίγνωση- τοῦ δίνει τὸ ἄνθος τῆς ἀληθείας, δηλαδὴ τὴ χάρη, καὶ ἀμέσως ἔκανε βασιλικὴ τὴν εἰκόνα.

Ἀφοῦ δηλαδὴ ἔλαβε τὰ χρώματα καὶ ἀφοῦ ἔμαθε ὅσα ἀγνοοῦσε, δὲν ἔχασε χρόνο, ἀλλὰ ἀμέσως ἀποδείχτηκε τεχνίτης ἄριστος. Καὶ κατὰ πρῶτον μὲ τὸ νὰ κηρύττει τὸν Χριστὸ δείχνει ὅτι ἡ κεφαλή του εἶναι βασιλική· ἔπειτα ὅτι καὶ τὸ ὑπόλοιπο σῶμα ἀνήκει στὴν πολιτεία τὴν ἀκριβῆ. Λοιπόν, οἱ μὲν ζωγράφοι, ἀφοῦ κλειστοῦν καλῶς μέσα στὴν οἰκία τους μὲ πολλὴ ἡσυχία καὶ ἀκρίβεια ἐργάζονται ὅλο τὸ ἔργο χωρὶς νὰ ἀνοίγουν σὲ κανένα τίς θύρες· αὐτὸς ὅμως, ἀφοῦ τοποθέτησε τὸν πίνακα στὸ μέσο τῆς οἰκουμένης καὶ ἐνῶ ὅλοι ἐναντιώνονταν, θορυβοῦσαν, προκαλοῦσαν ταραχή, ζωγράφιζε ἔτσι αὐτὴν τὴ βασιλικὴ εἰκόνα χωρὶς κανένα ἐμπόδιο. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ καὶ ἔλεγε: «Γίναμε θέαμα στὸν κόσμο», στὸ μέσο τῆς γῆς καὶ τῆς θάλασσας καὶ τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὅλης της οἰκουμένης καὶ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ αἰσθητοῦ καὶ τοῦ νοητοῦ, καθὼς ζωγράφιζε τὴν εἰκόνα.

Θέλετε νὰ δεῖτε καὶ τὰ ὑπόλοιπα μέρη αὐτῆς κάτω ἀπὸ τὴν κεφαλή; Ἢ θέλετε νὰ ἀρχίσουμε ἀπὸ κάτω πρὸς τὰ ἐπάνω; Κοιτάξετε λοιπὸν μὲ θαυμασμὸ ἕνα χρυσὸ ἀνδριάντα, μᾶλλον δὲ πολυτιμότερο καὶ ἀπὸ αὐτόν, ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ εἶχε στηθεῖ στὸν οὐρανό, καὶ ὅμως δὲν εἶναι ντυμένος μὲ μόλυβδο, οὔτε τοποθετημένος σὲ ἕναν τόπο, ἀλλὰ τρέχει ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ μέχρι τοῦ Ἰλλυρικοῦ καὶ στὴν Ἱσπανία, πηγαίνει καὶ σὲ ὅλα τὰ μέρη τῆς οἰκουμένης ἔρχεται σὰν νὰ ἔχει φτερά. Τί θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρξει ὡραιότερο ἀπὸ αὐτὰ τὰ πόδια, τὰ ὁποῖα βάδισαν σὲ ὅλη τὴ γῆ, ποὺ βρίσκεται κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιο; Αὐτὴν τὴν ὡραιότητα διακηρύσσει ἀπὸ τὴν παλαιὰ ἐποχὴ καὶ ὁ προφήτης λέγοντας:  «ὡς ὥρα ἐπὶ τῶν ὀρέων, ὡς πόδες εὐαγγελιζομένου ἀκοὴν εἰρήνης (:ὅπως τὸ ἔαρ ἐπάνω στὰ ὄρη, ὅπως τὰ πόδια ἐκείνου ὁ ὁποῖος σπεύδει νὰ ἀναγγείλει τὸ χαρμόσυνο μήνυμα τῆς εἰρήνης)» [Ἠσ. 52,7]. Εἶδες γιατί εἶναι καλὰ τὰ πόδια;

Θέλεις νὰ δεῖς καὶ τὸ στῆθος; Ἔλα ἐδῶ νὰ σοῦ δείξω καὶ τοῦτο καὶ θὰ δεῖς ὅτι εἶναι πολὺ λαμπρότερο ἀπὸ τοὺς ὡραίους αὐτοὺς πόδες καὶ ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ στῆθος τοῦ παλαιοῦ νομοθέτου. Ὁ Μωυσῆς μὲν βάσταζε λίθινες πλάκες, αὐτὸς ὅμως εἶχε μέσα του τὸν ἴδιο τὸν Χριστό, εἶχε τὴν ἴδια τὴν εἰκόνα τοῦ βασιλέως καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ἦταν σεβαστότερος καὶ ἀπὸ τό ''Ἱλαστήριον'' [:τὸ κάλυμμα τῆς Κιβωτοῦ στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων· βλ. Ἔξ. 25,16: «καὶ ἐμβαλεῖς εἰς τὴν κιβωτὸν τὰ μαρτύρια, ἃ ἂν δῷ σοι καὶ ποιήσεις ἱλαστήριον ἐπίθεμα χρυσίου καθαροῦ, δύο πήχεων καὶ ἡμίσους τὸ μῆκος καὶ πήχεως καὶ ἡμίσους τὸ πλάτος (:μέσα δὲ στὴν κιβωτὸ θὰ θέσεις ἀντικείμενα, ποὺ μαρτυροῦν τὴν Παρουσία μου καὶ τὰ ὁποῖα Ἐγὼ θὰ σοῦ δώσω καὶ θὰ κατασκευάσεις τὸ σκέπασμα τῆς κιβωτοῦ, τὸ ἱλαστήριο, ἀπὸ καθαρὸ χρυσό. Θὰ ἔχει μῆκος μὲν δύο καὶ ἥμισυ πήχεις, πλάτος δὲ ἕνα καὶ ἥμισυ πῆχυ)»... καὶ Λευιτ. 16,2: «καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Μωυσῆν· λάλησον πρὸς Ἀαρὼν τὸν ἀδελφόν σου, καὶ μὴ εἰσπορευέσθω πᾶσαν ὥραν εἰς τὸ ἅγιον ἐσώτερον τοῦ καταπετάσματος εἰς πρόσωπον τοῦ ἱλαστηρίου, ὅ ἐστιν ἐπὶ τῆς κιβωτοῦ τοῦ μαρτυρίου, καὶ οὐκ ἀποθανεῖται· ἐν γὰρ νεφέλῃ ὀφθήσομαι ἐπὶ τοῦ ἱλαστηρίου (:καὶ εἶπε ὁ Κύριος πρὸς τὸν Μωυσῆ· "πὲς στὸν ἀδελφό σου τὸν Ἀαρὼν νὰ μὴν εἰσέρχεται κατὰ ὁποιανδήποτε ὥρα καὶ ἡμέρα στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων, στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ καταπετάσματος, ἐνώπιον τοῦ ἱλαστηρίου, τὸ ὁποῖο βρίσκεται ἐπάνω στὴν Κιβωτὸ τοῦ Μαρτυρίου, γιὰ νὰ μὴ τιμωρηθεῖ μὲ θάνατο. Διότι ἐγὼ θὰ παρουσιάζομαι ἐπὶ τοῦ ἱλαστηρίου διὰ νεφέλης)»] καὶ ἀπὸ τὰ Χερουβίμ· διότι ἀπὸ ἐκεῖ δὲν προερχόταν τέτοια φωνὴ ὅπως ἀπὸ ἐδῶ, ἀλλὰ ἡ μὲν φωνὴ ἐκείνων ὁμιλοῦσε κυρίως περὶ αἰσθητῶν πραγμάτων, ἡ γλῶσσα ὅμως τοῦ Παύλου ὁμιλοῦσε γιὰ τὰ οὐράνια πράγματα· καὶ ἡ μὲν φωνὴ ποὺ προερχόταν ἀπὸ τὸ Ἱλαστήριο δίδασκε τοὺς Ἰουδαίους μόνο, ἡ φωνὴ ὅμως τοῦ Παύλου κήρυττε σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη· ἐκείνη μὲν ἡ φωνὴ ὁμιλοῦσε μὲ ἄψυχα μέσα, αὐτὴ ἐδῶ ὅμως ἡ φωνὴ ὁμιλοῦσε μὲ ἐνάρετη ψυχή.

Τοῦτο τὸ ἱλαστήριο ἦταν λαμπρότερο καὶ ἀπὸ τὸν οὐρανό, ὄχι διότι ἄστραπτε ἀπὸ τὴν ποικιλία τῶν ἄστρων οὔτε ἀπὸ τίς ἡλιακὲς ἀκτῖνες, ἀλλὰ διότι εἶχε τὸν ἴδιο τὸν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης ποὺ ἐξέπεμπε ἀπὸ ἐκεῖ τίς ἀκτῖνες. Καὶ τοῦτον μὲν τὸν οὐρανό, ἐὰν ποτὲ τὸν καλύψει ἕνα σύννεφο, τὸν κάνει σκυθρωπότερο, ἐκεῖνο ὅμως τὸ στῆθος καμία τέτοια κακοκαιρία ποτὲ δὲν κατέλαβε· μᾶλλον ὅμως πολλὲς φορὲς πολλοὶ χειμῶνες τὸ ἔπληξαν τὸ φῶς ὅμως δὲν τὸ ἐπισκότισαν, ἀλλὰ μέσα στὸν πειρασμὸ καὶ τοὺς κινδύνους τοῦτο τὸ φῶς ἔλαμπε ἀκτινοβόλο. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν καὶ ἐνῶ ὁ ἴδιος ἦταν δεμένος μὲ ἁλυσίδες φώναζε: «ἐν ᾧ κακοπαθῶ μέχρι δεσμῶν ὡς κακοῦργος· ἀλλ᾿ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται (:γιὰ τὸ ὁποῖο Εὐαγγέλιο κακοπαθῶ μέχρι τὰ δεσμὰ σὰν κακοῦργος, ἀλλὰ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ δὲν ἔχει δεθεῖ)» [Β΄ Τιμ. 2,9]. Ἔτσι πάντοτε μὲ ἐκείνη τὴ γλῶσσα ἐξέπεμπε τίς ἀκτῖνες καὶ οὔτε φόβος οὔτε κίνδυνος ἔκανε σκυθρωπὸ τὸ στῆθος ἐκεῖνο. Ἴσως φαίνεται ὅτι τὸ στῆθος εἶναι ἀνώτερο ἀπὸ τοὺς πόδες, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνοι ὡς πόδες εἶναι καλοὶ καὶ τοῦτο ὡς στῆθος εἶναι καλό.

Θέλεις νὰ δεῖς καὶ κοιλία ὡραία; Ἄκουσε τί λέγει περὶ αὐτῆς: «διόπερ εἰ βρῶμα σκανδαλίζει τὸν ἀδελφόν μου, οὐ μὴ φάγω κρέα εἰς τὸν αἰῶνα, ἵνα μὴ τὸν ἀδελφόν μου σκανδαλίσω (:γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν ἐὰν αὐτὸ ποὺ τρώω γίνεται αἰτία σκανδάλου καὶ ἁμαρτίας γιὰ τὸν ἀδελφό μου, δὲν θὰ φάω ποτὲ ὁποιοδήποτε εἶδος κρέατος, γιὰ νὰ μὴν σκανδαλίσω τὸν ἀδερφό μου. Καὶ ἔρχομαι τώρα νὰ σᾶς δείξω ὅτι γιὰ τοὺς ἀδύναμους ἀδελφοὺς ἔκανα καὶ ἐξακολουθῶ νὰ κάνω θυσίες τῶν δικαιωμάτων μου)» [Α΄ Κορ. 8,13].

Ἐπίσης σὲ ἄλλη ἐπιστολὴ λέγει ἀντιστοίχως: «Καλὸν τὸ μὴ φαγεῖν κρέα μηδὲ πιεῖν οἶνον μηδὲ ἐν ᾧ ὁ ἀδελφός σου προσκόπτει ἢ σκανδαλίζεται ἢ ἀσθενεῖ (:γι᾿ αὐτό, παρὰ τὴν ἐλευθερία ποὺ ἔχουμε, καλὸ καὶ προτιμότερο εἶναι νὰ μὴ φᾷς κρέατα καὶ νὰ μὴν πιεῖς οἶνο καὶ νὰ μὴν κάνεις καμία πράξῃ, ἐξαιτίας τῆς ὁποίας σκοντάφτει ἢ σκανδαλίζεται ἢ καταβάλλεται ὁ ἀδελφὸς σου)» [Ρωμ. 14,21]· καί: «τὰ βρώματα τῇ κοιλίᾳ καὶ ἡ κοιλία τοῖς βρώμασιν· ὁ δὲ Θεὸς καὶ ταύτην καὶ ταῦτα καταργήσει. τὸ δὲ σῶμα οὐ τῇ πορνείᾳ, ἀλλὰ τῷ Κυρίῳ, καὶ ὁ Κύριος τῷ σώματι (:τὰ φαγητὰ ἔχουν γίνει γιὰ τὴν κοιλιὰ καὶ ἡ κοιλιὰ γιὰ τὰ φαγητά. Ὁ Θεὸς ὅμως θὰ καταργήσει στὴν ἄλλη ζωὴ καὶ αὐτὰ καὶ ἐκεῖνα. Μπορεῖτε λοιπὸν νὰ τρῶτε ὅτι θέλετε ἀρκεῖ μόνο νὰ μὴν γίνεστε δοῦλοι τοῦ φαγητοῦ καὶ τῆς κοιλιᾶς. Δὲν ἰσχύει ὅμως τὸ ἴδιο καὶ μὲ τὴν γενετήσια ἐπιθυμία· διότι τὸ σῶμα δὲν ἔχει γίνει γιὰ τὴν πορνεία ἀλλὰ γιὰ τὸν Κύριο, γιὰ νὰ Τοῦ ἀνήκει ὡς μέλος Του. Καὶ ὁ Κύριος εἶναι γιὰ τὸ σῶμα γιὰ νὰ ἀνήκει σὲ Αὐτόν)» [Α΄ Κορ. 6,13].

Τί θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρξει ὡραιότερο ἀπὸ αὐτὴν τὴν κοιλία, ἡ ὁποία εἶχε ἀσκηθεῖ νὰ παραμένει ἤρεμη, ἔχει διδαχθεῖ ὅλη τὴ σωφροσύνη καὶ ἡ ὁποία γνώριζε καὶ νὰ πεινᾷ καὶ νὰ λιμοκτονεῖ καὶ νὰ διψᾷ; Ὅπως ἀκριβῶς δηλαδὴ βαδίζει ἕνας πειθαρχημένος ἵππος, ἂν τοῦ θέσουν χρυσὰ ἡνία, ἔτσι καὶ αὐτὴ ἡ κοιλία λειτουργοῦσε εὔρυθμα, ἀφοῦ νίκησε τὴν ἀνάγκη ποὺ ὑπαγορεύει ἡ φύσῃ, διότι ὁ Χριστὸς βάδιζε μέσα σὲ αὐτήν. Καὶ ἐφόσον αὐτὴ εἶχε τόση σωφροσύνη, ἦταν ὁλοφάνερο ὅτι κατανικῶνταν καὶ ὅλα τὰ ἄλλα μειονεκτήματα.

Θέλεις νὰ δεῖς καὶ τὰ χέρια ὅπως εἶναι τώρα; Ἢ θέλεις καταρχὴν νὰ θαυμάσεις τὰ κακὰ ἔργα αὐτῶν τῶν χεριῶν κατὰ τὸ παρελθόν; Αὐτὸς εἰσερχόμενος στὶς οἰκίες κατὰ τὸ παρελθὸν ἔσυρε ἄντρες καὶ γυναῖκες, διότι εἶχε χέρια, ὄχι ἀνθρώπου, ἀλλὰ κάποιου ἄγριου θηρίου. Ὅταν ὅμως ἔλαβε τὰ χρώματα τῆς ἀλήθειας καὶ τὴν πνευματικὴ ἐμπειρία, τὰ χέρια αὐτὰ πλέον δὲν ἦσαν ἀνθρώπου, ἀλλὰ πνευματικὰ χέρια ποὺ καθημερινὰ ἦσαν δεμένα μὲ ἁλυσίδες· καὶ δὲν ἔπληξαν μὲν κανένα, ἐπλήγησαν ὅμως μύριες φορές. Ἀκόμη καὶ ἔχιδνα σεβάστηκε κάποτε αὐτὰ τὰ χέρια, διότι δὲν ἦσαν πλέον χέρια ἑνὸς ἁπλοῦ ἀνθρώπου· γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν οὔτε τὰ ἄγγιξε.

Θέλεις νὰ δεῖς καὶ τὰ νῶτα ποὺ ὁμοιάζουν μὲ τὰ ὑπόλοιπα μέλη; Ἄκουσε τί λέγει καὶ περὶ αὐτῶν: «ὑπὸ Ἰουδαίων πεντάκις τεσσαράκοντα παρὰ μίαν ἔλαβον, τρὶς ἐῤῥαβδίσθην, ἅπαξ ἐλιθάσθην, τρὶς ἐναυάγησα, νυχθήμερον ἐν τῷ βυθῷ πεποίηκα (:ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους πέντε φορὲς μαστιγώθηκα μὲ σαράντα παρὰ μία μαστιγώσεις κάθε φορά. Τρεῖς φορὲς χτυπήθηκα μὲ ράβδους· μιὰ φορὰ λιθοβολήθηκα· τρεῖς φορὲς ναυάγησα· ἐπὶ ἕνα ἡμερονύκτιο ἔμεινα ναυαγὸς στὴ θάλασσα)» [Β΄ Κορ. 11,24-25].

Ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴν πέσουμε καὶ ἐμεῖς σὲ βυθὸ ἄπειρο καὶ πάθουμε πολλά, ἐνῶ ἐξετάζουμε ἕνα πρὸς ἕνα τὰ μέλη του, ἐμπρός, ἀφοῦ ἀφήσουμε τὸ σῶμα, ἂς δοῦμε ἄλλο κάλλος, τὸ κάλλος τῶν ἐνδυμάτων του, τὸ ὁποῖο ἀκόμη καὶ οἱ δαίμονες τὸ σεβάστηκαν· γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν καὶ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι ἔφευγαν μακριά, καὶ νοσήματα θεραπεύονταν. Καὶ ὅπου τυχὸν ἐμφανιζόταν ὁ Παῦλος, τὰ πάντα ὑποχωροῦσαν καὶ τρέπονταν σὲ φυγὴ σὰν νὰ διερχόταν πλησίον τους ὁ ἄριστος τῆς οἰκουμένης. Καὶ ὅπως ἀκριβῶς ἐκεῖνοι ποὺ δέχτηκαν πολλὲς πληγὲς σὲ πόλεμο αἰσθάνονται φρίκη, ὅταν δοῦν καὶ τὸ ὅπλο μόνο ἐκείνου ποὺ τοὺς πλήγωσε, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ οἱ δαίμονες· ἂν ἔβλεπαν καὶ μόνο τὴ ζώνη του ἀπομακρύνονταν.

Ποῦ εἶναι τώρα οἱ πλούσιοι, ποὺ ὑπερηφανεύονταν γιὰ τὰ χρήματά τους; Ποῦ εἶναι ὅσοι ἀπαριθμοῦσαν τὰ ἀξιώματα καὶ τὰ πολυτελῆ τους ἐνδύματα; Ἄν συγκρίνουν τοὺς ἑαυτούς τους μὲ αὐτά, θὰ δοῦν ὅτι ὅλα τὰ δικά τους εἶναι πηλὸς καὶ βοῦρκος. Καὶ γιατί ἀναφέρω τὰ ἐνδύματα καὶ τὰ χρυσὰ κοσμήματα, διότι ἂν κάποιος μοῦ ἔδινε τὴν ἐξουσία ὅλης τῆς οἰκουμένης, θὰ θεωροῦσα τὸ νύχι καὶ μόνο τοῦ Παύλου ἰσχυρότερο ἐκείνης τῆς βασιλικῆς ἐξουσίας, τὴν πενία του ἰσχυρότερη κάθε τρυφῆς, τὴν ἀδοξία του ἰσχυρότερη κάθε δόξης, τὴν γύμνωσή του ἰσχυρότερη κάθε πλούτου, τὸ ράπισμα τῆς ἱερῆς ἐκείνης κεφαλῆς ἰσχυρότερο κάθε ἀφοβίας, τοὺς λίθους τοὺς ὁποίους δέχτηκε ἰσχυρότερους κάθε διαδήματος.

Αὐτὸν τὸν στέφανο τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ἀγαπητοί μου, ἂς ποθήσουμε καὶ ἂν δὲν συμβαίνει τώρα διωγμός, ἂς προετοιμάσουμε ἐν τῷ μεταξύ τους ἑαυτούς μας· διότι αὐτὸς δὲν ἀναδείχτηκε λαμπρὸς ἄντρας μόνο ἀπὸ τοὺς διωγμούς, καθόσον μάλιστα ἔλεγε: «ἀλλ᾿ ὑποπιάζω μου τὸ σῶμα καὶ δουλαγωγῶ, μήπως ἄλλοις κηρύξας αὐτὸς ἀδόκιμος γένωμαι (:ἀλλὰ ταλαιπωρῶ τὸ σῶμα μου καὶ τὸ μεταχειρίζομαι ὡς δοῦλο, γιὰ νὰ μὴν  ἀποδοκιμαστῶ καὶ ἀποδειχτῶ ἀνάξιος τοῦ βραβείου ἐγὼ ὁ ἴδιος ποὺ κήρυξα σὲ ἄλλους καὶ μὲ τὴ δική μου προτροπὴ καὶ διδασκαλία αὐτοὶ πῆραν τὸ βραβεῖο)» [Α΄ Κορ. 9,27]· πρβλ. Ρωμ. 8,13-14: «εἰ γὰρ κατὰ σάρκα ζῆτε, μέλλετε ἀποθνήσκειν· εἰ δὲ Πνεύματι τὰς πράξεις τοῦ σώματος θανατοῦτε, ζήσεσθε. ὅσοι γὰρ Πνεύματι Θεοῦ ἄγονται, οὗτοι εἰσιν υἱοὶ Θεοῦ (:διότι, ἐὰν ζεῖτε κατὰ τίς ἐπιθυμίες τῆς σάρκας, μέλλετε νὰ ἀποθάνετε τὸν αἰώνιο θάνατο. Ἐὰν ὅμως, μὲ τίς πνευματικὲς δυνάμεις ποὺ χαρίζει τὸ ἅγιο Πνεῦμα, ἀποστρέφεστε καὶ νεκρώνετε τίς κακὲς πράξεις τοῦ σώματος, θὰ ζήσετε αἰωνίως πλησίον τοῦ Θεοῦ· διότι, ὅσοι ὁδηγοῦνται καὶ κατευθύνονται ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, αὐτοὶ εἶναι οἱ πραγματικοὶ υἱοὶ τοῦ Θεοῦ)»· τοῦτο μάλιστα εἶναι δυνατὸν νὰ κατορθωθεῖ καὶ χωρὶς διωγμό.

Προέτρεπε ἐπίσης νὰ μὴ φροντίζουμε γιὰ τὴ σάρκα ἔτσι ὥστε νὰ τίς αὐξάνουμε τίς ἐπιθυμίες. Καὶ πάλι ἔλεγε: «ἔχοντες δὲ διατροφὰς καὶ σκεπάσματα, τούτοις ἀρκεσθησόμεθα (:ἂν ἔχουμε λοιπὸν διατροφὲς καὶ σκεπάσματα, σὲ αὐτὰ ἂς ἀρκεστοῦμε)» [Α΄ Τιμ. 6,8]. Γι᾿ αὐτὰ δηλαδὴ δὲν ἀπαιτοῦνται διωγμοί. Καὶ τοὺς ἀπόρους ἐπίσης προσπαθοῦσε νὰ τοὺς σωφρονίσει λέγοντας: «οἱ δὲ βουλόμενοι πλουτεῖν ἐμπίπτουσιν εἰς πειρασμὸν (:ἐκεῖνοι ὅμως ποὺ θέλουν νὰ πλουτίζουν πέφτουν σὲ πειρασμό)» [Α΄ Τιμ. 6,9]. Ἐὰν λοιπὸν καὶ ἐμεῖς ἀσκήσουμε ἔτσι τοὺς ἑαυτούς μας, ἀφοῦ εἰσέλθουμε στὸν ἀγῶνα, θὰ στεφανωθοῦμε καὶ ἐνῶ δὲν εἶναι περίοδος διωγμοῦ, θὰ λάβουμε πολλὰ βραβεῖα γιὰ τοὺς ἑαυτούς μας· ἐὰν ὅμως λιπαίνουμε τὸ σῶμα καὶ ζοῦμε βίο χοίρων, ἀκόμη καὶ σὲ περίοδο εἰρήνης θὰ ἁμαρτήσουμε σὲ πολλὰ καὶ θὰ καταισχυνθοῦμε.

Δὲν βλέπεις ἐναντίον ποίων εἶναι ἡ πάλη μας; Ἐναντίον τῶν ἀσωμάτων δυνάμεων. Πῶς λοιπὸν θὰ νικήσουμε αὐτές, ἐνῶ εἴμαστε σάρκες; Διότι ἐφόσον πρέπει νὰ τρώγει μὲ σωφροσύνη κάποιος, ἐὰν παλεύει μὲ ἀνθρώπους, πολὺ περισσότερο, ὅταν παλεύει μὲ δαίμονες. Ὅταν ὅμως ἐκτὸς τῆς πολυσαρκίας εἴμαστε προσδεμένοι καὶ στὸν πλοῦτο, πῶς θὰ νικήσουμε τοὺς ἀντιπάλους; Διότι ὁ πλοῦτος εἶναι δεσμά, δεσμὰ βαρέα γιὰ ὅσους δὲ γνωρίζουν νὰ τὸν χρησιμοποιοῦν καλῶς, τύραννος ὠμὸς καὶ ἀπάνθρωπος, τοῦ ὁποίου ὅλα τὰ προστάγματα καταλήγουν στὴν καταστροφὴ τῶν δούλων του.

Ἀλλὰ ἐὰν θέλουμε, θὰ ρίξουμε ἀπὸ τὸν θρόνο του τὸν πικρὸ αὐτὸν τύραννο καὶ θὰ τὸν κάνουμε νὰ ὑπακούει σὲ ἐμᾶς καὶ ὄχι νὰ μᾶς διατάσσει. Πῶς λοιπὸν θὰ γίνει  αὐτό; Ὅταν μοιράζουμε τὸν πλοῦτο σὲ ὅλους. Διότι ἐφόσον εἶναι μόνος σὲ μεμονωμένους ἀνθρώπους, μηχανεύεται ὅλα τὰ κακά, ὅπως ἕνας λῃστής, ποὺ βρίσκεται σὲ ἐρημικὸ τόπο· ὅταν ὅμως τὸν φέρουμε στὸ μέσο τῶν ἀνθρώπων, δὲ θὰ μᾶς νικᾷ πλέον, διότι ὅλοι ἀπὸ παντοῦ θὰ τὸν κρατοῦν δέσμιο.

Καὶ τὰ λέγω αὐτά, ὄχι ἐπειδὴ εἶναι ἁμαρτία τὰ χρήματα· ἁμαρτία εἶναι τὸ νὰ μὴ διανέμει κανεὶς αὐτὰ στοὺς πτωχοὺς καὶ τὸ νὰ μὴν κάνει καλὴ χρήση αὐτῶν. Ὁ Θεὸς δηλαδὴ δὲν ἔκανε τίποτε κακό, ἀλλὰ ὅλα τὰ ἔκανε πολὺ καλά· ἑπομένως καὶ τὰ χρήματα εἶναι καλά, ἀλλὰ ἐὰν δὲν κυβερνοῦν τοὺς κατόχους τους, ἐὰν ἐξαφανίζουν τὴν πενία τῶν πλησίον. Δὲν εἶναι δηλαδὴ φῶς καλὸ ἐκεῖνο ποὺ δὲν ἐξαφανίζει τὸ σκοτάδι, ἀλλὰ καὶ τὸ ἐπιτείνει, καὶ οὔτε θὰ μποροῦσα νὰ ὀνομάσω «πλοῦτο» αὐτὸν ποὺ δὲν ἐξαφανίζει τὴν πενία, ἀλλὰ αὐτὸν ποὺ τὴν αὐξάνει· διότι ὁ ἀληθῶς πλούσιος δὲν ζητεῖ νὰ λαμβάνει ἀπὸ ἄλλους, ἀλλὰ νὰ βοηθεῖ ἄλλους· ἐκεῖνος πάλι ποὺ ἐπιζητεῖ νὰ λαμβάνει ἀπὸ ἄλλους, δὲν εἶναι πλέον πλούσιος, ἀλλὰ ὁ ἴδιος εἶναι ὁ πτωχός.

Ὥστε δὲν εἶναι κακὸ τὰ χρήματα, ἀλλὰ ἡ πενιχρὴ διάνοια, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ τὸν πλοῦτο σὲ πενία. Αὐτοῦ τοῦ εἴδους οἱ ἄνθρωποι, ποὺ εἶναι μέσα στὰ μεταξωτὰ καὶ λαμπρὰ ἐνδύματα, εἶναι ἀθλιότεροι καὶ ἀπὸ τοὺς ἐπαῖτες τῶν στενωπῶν, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἕνα σάκο καὶ σώματα ἀκρωτηριασμένα καὶ περιβεβλημένα ράκη· αὐτοὶ ποὺ περιπατοῦν μὲ μεγαλοπρέπεια στὴν ἀγορὰ εἶναι δυστυχέστεροι ἀπὸ τοὺς ἐπαῖτες ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι βαδίζουν στὶς συνοικίες, εἰσέρχονται στὶς αὐλὲς τῶν οἰκιῶν, φωνάζουν ἀπὸ κάτω καὶ ἐπαιτοῦν· διότι αὐτοὶ μὲν ἀνυμνοῦν τὸν Θεὸ καὶ λέγουν λόγια εὐσπλαχνίας καὶ φιλοσοφίας πολλῆς, γιὰ τοῦτο καὶ τοὺς εὐσπλαχνιζόμαστε καὶ τοὺς δίνουμε ἐλεημοσύνη καὶ οὐδέποτε τοὺς κατηγοροῦμε. Ἐκεῖνοι ὅμως ποὺ πλουτίζουν κακῶς ἐκστομίζουν λόγους ὠμότητας καὶ ἀπανθρωπιᾶς, ἁρπαγῆς καὶ σατανικῆς ἐπιθυμίας, καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν εἶναι ἀπὸ ὅλους μισητοὶ καὶ καταγέλαστοι.

Πρόσεξε ἐπίσης τὸ ἑξῆς: Τί θεωροῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ὅτι εἶναι αἰσχρό, τὸ νὰ ζητεῖ κανεὶς νὰ λάβει ἀπὸ τοὺς πλουσίους ἢ ἀπὸ τοὺς ἀπόρους; Νομίζω ὅτι στὰ πάντα εἶναι φανερὸ ὅτι εἶναι αἰσχρὸ νὰ ζητεῖ κανένας νὰ λάβει κάτι ἀπὸ τοὺς ἀπόρους συνανθρώπους του. Τοῦτο λοιπὸν κάνουν οἱ πλούσιοι, διότι δὲν θὰ τολμοῦσαν νὰ προσέλθουν στοὺς πλουσιότερους, ἐνῶ οἱ ἐπαῖτες ζητοῦν ἐλεημοσύνη ἀπὸ τοὺς εὔπορους· διότι ὁ ἐπαίτης δὲν θὰ ζητήσει ἀπὸ τὸν ἐπαίτη, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν εὔπορο, ἐνῶ ὁ πλούσιος κατασπαράσσει τὸν πτωχό.

Πές μου ἐπίσης, τί εἶναι ἀξιοπρεπέστερο, τὸ νὰ λάβει κανεὶς κάτι ἀπὸ ἀνθρώπους μὲ τὴ θέλησή τους, ποὺ χρεωστοῦν εὐγνωμοσύνη ἢ τὸ νὰ ἀναγκάζει καὶ νὰ ἐνοχλεῖ ἀνθρώπους ποὺ δὲν θέλουν νὰ τοῦ δώσουν; Ἀλλὰ καὶ τοῦτο τὸ κάνουν οἱ πλούσιοι.  Οἱ μὲν πτωχοὶ δηλαδὴ λαμβάνουν ἀπὸ ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι θέλουν νὰ προσφέρουν καὶ οἱ ὁποῖοι χρεωστοῦν εὐγνωμοσύνη, ἐνῶ οἱ πλούσιοι λαμβάνουν ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ δὲν θέλουν καὶ εἶναι πρόθυμοι νὰ δώσουν, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο εἶναι ἀπόδειξη μεγαλύτερης πενίας. Ἐφόσον δηλαδὴ οὔτε σὲ πρόγευμα θὰ ἤθελε κανεὶς νὰ πάει, ἐὰν αὐτὸς ποὺ τὸν καλοῦσε δὲν αἰσθανόταν οἰκειότητα πρὸς τὸν καλούμενο, πῶς εἶναι καλὸ νὰ λάβει κανεὶς χρήματα ἐκβιαστικά; Γι᾿ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο δὲν ἀποστρεφόμαστε τοὺς σκύλους καὶ δὲν ἀποφεύγουμε ἐκείνους ποὺ γαυγίζουν, διότι μὲ τὴν πολλὴ ἐπιμονή τους νὰ μένουν πλησίον μας μᾶς ἐκβιάζουν;

Αὐτὸ τὸ κάνουν καὶ οἱ πλούσιοι. Ἀλλὰ εἶναι ἀξιοπρεπέστερο, ἡ προσφορὰ νὰ συνυπάρχει μὲ φόβο. Τοῦτο ὅμως ποὺ συμβαίνει εἶναι τὸ αἰσχρότερο ὅλων, διότι αὐτὸς ποὺ κάνει τὰ πάντα, γιὰ νὰ λάβει κάτι, δὲν θὰ εἶναι ὁ γελοιωδέστερος  ὅλων; Καὶ πράγματι, πολλὲς φορὲς ἀπὸ φόβο πρὸς τοὺς σκύλους ἐγκαταλείψαμε ὅ,τι ἔχουμε μαζί μας. Πές μου ἐπίσης τί εἶναι αἰσχρότερο, νὰ ζητεῖ νὰ λάβει κάποιος περιβεβλημένος ράκη ἢ φορῶντας μεταξωτὰ ἐνδύματα; Ὅταν δηλαδὴ κάποιος πλούσιος περιποιεῖται πτωχοὺς γέροντες, γιὰ νὰ λάβει τὴν περιουσία τους, ἐνῶ ἐκεῖνοι ἔχουν δικά τους παιδιά, εἶναι ἄξιος καμίας συγγνώμης; Καὶ ἂν θέλετε, ἂς ἐξετάσουμε καὶ τὰ ἴδια τὰ λόγια, τί λέγουν οἱ πλούσιοι, ὅταν ἐπαιτοῦν, καὶ τί λέγουν οἱ πτωχοί.

Τί λέγει λοιπὸν ὁ πτωχός; Λέγει ὅτι ἐκεῖνος ποὺ δίδει ἐλεημοσύνη ποτὲ δὲν θὰ στερηθεῖ ὅ,τι δίδει ἀπὸ αὐτὰ ποὺ τοῦ χάρισε ὁ Θεός, ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι φιλάνθρωπος καὶ ὅτι θὰ τοῦ ἀνταποδώσει περισσότερα· καὶ ὅλα αὐτὰ εἶναι λόγια φιλοσοφίας καὶ παραινέσεως καὶ συμβουλῆς, διότι σὲ βοηθεῖ νὰ δεῖς πρὸς τὸν Κύριο καὶ σοῦ ἀφαιρεῖ τὸν φόβο τῆς μελλούσης πενίας· ἑπομένως εἶναι δυνατὸν κανεὶς νὰ δεῖ πολλὴ διδασκαλία στὰ λόγια τῶν ἐπαιτῶν.

Τί εἴδους ὅμως εἶναι τὰ λόγια τῶν πλουσίων; Εἶναι λόγια χοίρων καὶ σκύλων καὶ λύκων καὶ τῶν ἄλλων θηρίων. Δηλαδή, ἄλλοι μὲν ἀπὸ αὐτοὺς συνεχῶς συζητοῦν περὶ τραπεζῶν καὶ τροφῶν καὶ καρυκευμάτων καὶ οἴνου πάσης προελεύσεως καὶ περὶ μύρων καὶ ἱματίων καὶ τῆς ἄλλης ἀσωτίας, ἄλλοι δὲ συζητοῦν περὶ τόκων καὶ δανεισμῶν καὶ ἐπινοοῦν τὴν ὕπαρξη βιβλίων λογαριασμῶν καὶ ἀναφέρουν ἀφόρητο ὄγκο χρεῶν, τὰ ὁποῖα κληρονόμησαν ἀπὸ τοὺς πατέρες ἢ παπποῦδες τους, καὶ ἔτσι ἀφαιροῦν ἀπὸ ἄλλον μὲν τὴν οἰκία του, ἀπὸ ἄλλον τὸν ἀγρό του, ἀπὸ ἄλλον τὸν δοῦλο του καὶ ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του.

Τί νὰ ἀναφέρει κανεὶς τίς διαθῆκες, οἱ ὁποῖες ἔχουν γραφεῖ μὲ μαῦρο αἷμα; Ἀφοῦ δηλαδὴ παρουσιάσουν ὅτι διατρέχουν ἀφόρητο κίνδυνο ἢ ἀφοῦ καταγοητεύσουν μὲ μερικὲς μικρὲς ὑποσχέσεις, ὅσους δοῦν νὰ ἔχουν μικρὴ περιουσία, συνήθως τοὺς πείθουν νὰ ἀδιαφορήσουν μὲν γιὰ ὅλους τοὺς συγγενεῖς τους, ποὺ πολλὲς φορὲς ὑποφέρουν ἀπὸ πενία, καὶ ἀντὶ ἐκείνων νὰ κληροδοτήσουν σὲ αὐτοὺς τὴν περιουσία τους. Αὐτὰ λοιπὸν ποίων θηρίων μανία καὶ ἀγριότητα δὲν κρύπτουν;

Γιὰ τοῦτο, σᾶς παρακαλῶ, ἂς ἀποφύγουμε κάθε πλοῦτο αὐτοῦ τοῦ εἴδους, ποὺ εἶναι αἰσχρὸς καὶ γεμᾶτος ἀπὸ φόνους καὶ ἂς ἀποκτήσουμε τὸν πνευματικὸ πλοῦτο καὶ ἂς ἐπιζητήσουμε τοὺς θησαυροὺς τῶν οὐρανῶν· διότι ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν αὐτούς, ἐκεῖνοι εἶναι οἱ πλούσιοι, ἐκεῖνοι εἶναι οἱ εὔποροι ποὺ ἀπολαμβάνουν ὅλων τῶν ἀγαθῶν καὶ τῆς ἐπιγείου καὶ τῆς αἰωνίου ζωῆς. Ἐκεῖνος δηλαδὴ ποὺ θέλει νὰ εἶναι πτωχὸς κατὰ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ βρίσκει ἀνοικτὲς τίς οἰκίες ὅλων· διότι σὲ ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος δὲν ἔχει τίποτε χάριν τοῦ Θεοῦ, ὁ καθένας εἶναι δυνατὸν νὰ προσφέρει τὰ ὑπάρχοντά του· γιὰ ἐκεῖνον ὅμως ὁ ὁποῖος θέλει νὰ ἔχει μὲ ἀδικία ἔστω καὶ ὀλίγα, συνήθως κλείνονται οἱ θύρες ὅλων.

Γιὰ νὰ ἀποκτήσουμε λοιπὸν καὶ τὰ ἐπίγεια καὶ τὰ οὐράνια ἀγαθά, ἂς προτιμήσουμε τὸν σταθερὸ πλοῦτο, τὴν ἀθάνατη εὐπορία· μακάρι ὅλοι ἐμεῖς νὰ τὴν ἀποκτήσουμε μέ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, μαζὶ μὲ τὸν ὁποῖο στὸν Πατέρα καὶ στὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀνήκει ἡ δόξα τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

ἐπιμέλεια κειμένου: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

 

ΠΗΓΕΣ:

•   https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-i-ad-corinthios.pdf

•   Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου Ἅπαντα τὰ  ἔργα, Ὑπόμνημα στὴν Α΄ Πρὸς Κορινθίους ἐπιστολήν, ὁμιλίες ΙΒ΄ καὶ ΙΓ΄ [ἐπιλεγμένα ἀποσπάσματα], πατερικὲς ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς» (ΕΠΕ), ἐκδ. οἶκος «Τὸ Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 2015, τόμος 18, σελίδες 327-329  καὶ 354-379 ἀντίστοιχα.

•   Π. Τρεμπέλα, Ἡ Καινὴ Διαθήκη μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2014.

•   Ἡ Καινὴ Διαθήκη, Κείμενον καὶ ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τριακοστὴ τρίτη, Ἀθήνα 2009.

•   Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τοὺς ἑβδομήκοντα, Κείμενον καὶ σύντομος ἀπόδοσις τοῦ νοήματος ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2005.

•   Π. Τρεμπέλα, Τὸ Ψαλτήριον μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τρίτη, Ἀθήνα 2016

•   http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia Diathikh/Biblia/Palaia Diathikh.htm

•   http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh Diathikh/Biblia/Kainh Diathikh.htm

•   liddell & Scott, Λεξικὸ τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Γλώσσας (Ἐπιτομὴ τοῦ Μεγάλου Λεξικοῦ, ἐκδ. Πελεκάνος 2007),

•   http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient greek/tools/liddell-scott/index.html

___________________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»