Σάββατο 20 Αυγούστου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ Ι΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ[: Ματθ.17, 14-23] Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΣΕΛΗΝΙΑΖΟΜΕΝΟΥ ΝΕΟΥ

 

ΚΥΡΙΑΚΗ Ι΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ[: Ματθ.17, 14-23]

Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΣΕΛΗΝΙΑΖΟΜΕΝΟΥ ΝΕΟΥ

«Καὶ ἐλθόντων αὐτῶν πρὸς τὸν ὄχλον προσῆλθεν αὐτῷ ἄνθρωπος γονυπετῶν αὐτὸν καὶ λέγων· Κύριε, ἐλέησόν μου τὸν υἱόν, ὅτι σεληνιάζεται καὶ κακῶς πάσχει· πολλάκις γὰρ πίπτει εἰς τὸ πῦρ καὶ πολλάκις εἰς τὸ ὕδωρ. καὶ προσήνεγκα αὐτὸν τοῖς μαθηταῖς σου, καὶ οὐκ ἠδυνήθησαν αὐτὸν θεραπεῦσαι (:καὶ ὅταν κατέβηκαν ἀπὸ τὸ ὄρος τῆς Μεταμορφώσεως καὶ ἦλθαν πρὸς τὸ πλῆθος, πλησίασε Αὐτὸν ἕνας ἄνθρωπος, ποὺ γονάτισε ἐμπρὸς Του καὶ εἶπε: "Κύριε, σπλαχνίσου τὸ παιδί μου, διότι σεληνιάζεται, ταλαιπωρεῖται καὶ ὑποφέρει ἄσχημα, ἀλλὰ καὶ κινδυνεύει τὸν ἔσχατο κίνδυνο· διότι πολλὲς φορὲς πέφτει στὴ φωτιὰ καὶ πολλὲς φορὲς στὸ νερό, καὶ κινδυνεύει ἔτσι νὰ καεῖ ἢ νὰ πνιγεῖ. Καὶ ἔφερα αὐτὸν πρὸς τοὺς μαθητές Σου μὲ τὴν παράκληση νὰ τὸν θεραπεύσουν καὶ αὐτοὶ δὲν μπόρεσαν νὰ τοῦ χαρίσουν τὴν θεραπεία")» [Ματθ. 17,14-16].

Αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο ἡ Γραφὴ μᾶς τὸν παρουσιάζει πάρα πολὺ ἀσθενῆ ὡς πρὸς τὴν πίστη· καὶ τοῦτο εἶναι φανερὸ ἀπὸ πολλὰ σημεῖα, καὶ ἀπὸ αὐτὸ τὸ ὁποῖο εἶπε ὁ Χριστός: «εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι (:ἐὰν ἐσὺ μπορεῖς νὰ πιστέψεις, θὰ γίνει ὅ,τι καλὸ ἐπιθυμεῖς, ἐπειδὴ σὲ ἐκεῖνον ποὺ πιστεύει ὅλα εἶναι δυνατά)» [Μᾶρκ. 9,23] καὶ ἀπὸ αὐτὸ τὸ ὁποῖο εἶπε ὁ πατέρας αὐτὸς ποὺ προσῆλθε στὸν Κύριο: «βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ (:"Πιστεύω, Κύριε, ὅτι ἔχεις τὴ δύναμη νὰ μὲ βοηθήσεις. Βοήθησέ μὲ νὰ ἀπαλλαγῶ ἀπ᾿ τὴν ὀλιγοπιστία μου καὶ ἀναπλήρωσε ἐσὺ τὴν ἔλλειψη τῆς πίστεώς μου")» [Μᾶρκ. 9,24]· καὶ ἀπὸ τὸ νὰ διατάξει ὁ Χριστὸς τὸν δαίμονα νὰ μὴν εἰσέλθει πλέον σὲ αὐτόν· καὶ ἀπὸ τὸ νὰ πεῖ πάλι ὁ ἄνθρωπος στὸν Χριστό: «εἴ τί δύνασαι (:ἐὰν μπορεῖς νὰ κάνεις κάτι)» [Μᾶρκ. 9,22].

«Καὶ γιατί κατηγορεῖ τοὺς μαθητές», θὰ μποροῦσε νὰ ἀναρωτηθεῖ κανείς, «ἐὰν ἡ ἀπιστία ἡ δική του ὑπῆρξε ἡ αἰτία τοῦ νὰ μὴν ἐξέλθει ὁ δαίμονας ἀπὸ τὸ παιδί του;». Γιὰ νὰ δείξει ὅτι εἶναι δυνατὸν σὲ αὐτούς, ἐὰν ἔχουν πίστη, νὰ θεραπεύσουν πολλὲς φορές τοὺς ἀσθενεῖς, ἀκόμη καὶ ἂν αὐτοὶ ποὺ ἐπιζητοῦσαν τὴ θεραπεία γιὰ τοὺς δικούς τους δὲν εἶχαν οἱ ἴδιοι τὴν ἀπαραίτητη πίστη· διότι ὅπως ἀκριβῶς ἀρκοῦσε πολλὲς φορὲς ἡ πίστη αὐτοῦ ποὺ προσέρχονταν στὸ νὰ λάβει βοήθεια καὶ ἀπὸ μικρότερο ὡς πρὸς τὸ ἀξίωμα ἀκόμη, ἔτσι πολλὲς φορὲς ὑπῆρξε ἀρκετὴ ἡ δύναμη καὶ ἡ πίστη αὐτῶν ποὺ διενεργοῦσαν τίς θαυματουργικὲς θεραπεῖες, στὸ νὰ θαυματουργήσουν καὶ χωρὶς νὰ πιστεύουν οἱ προσευχόμενοι.

Οἱ θεῖες Γραφὲς πιστοποιοῦν καὶ τὰ δύο αὐτά· διότι καὶ ὅσοι βρίσκονταν κοντὰ στὸν Κορνήλιο [Πράξ. 10,1 κ.ε.] ἐξαιτίας τῆς πίστεώς τους προσείλκυσαν τὴ θεία χάρη· καὶ ἀκόμη καὶ στὴν περίπτωση τοῦ Ἐλισαίου, χωρὶς κανεὶς νὰ πιστέψει, ἀναστήθηκε ἕνας νεκρός· διότι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἔριξαν τὸ νεκρὸ σῶμα μέσα στὸν τάφο τοῦ προφήτη Ἐλισαίου, ὄχι ἐξαιτίας τῆς πίστεως, ἀλλὰ ἐξαιτίας τῆς δειλίας τους τὸ ἔριξαν ἁπλῶς καὶ ὡς ἔτυχε, ἐπειδὴ φοβήθηκαν τὸν βασανισμὸ γιὰ τὸν φόνο ποὺ εἶχε γίνει καὶ ἔφυγαν· καὶ αὐτὸς ποὺ ρίχτηκε ἐκεῖ μέσα στὸν τάφο τοῦ Ἐλισαίου εἶχε πεθάνει καὶ ἀπὸ μόνης τῆς δύναμης τοῦ ἁγίου σώματος τοῦ προφήτη ἀναστήθηκε ὁ νεκρός [βλ. Δ΄ Βασ. 13,20-21:«καὶ ἀπέθανεν ἑλισαιέ, καὶ ἔθαψαν αὐτόν. καὶ μονόζωνοι Μωὰβ ἦλθον ἐν τῇ γῇ ἐλθόντος τοῦ ἐνιαυτοῦ· καὶ ἐγένετο αὐτῶν θαπτόντων τὸν ἄνδρα, καὶ ἰδοὺ εἶδον τὸν μονόζωνον καὶ ἔῤῥιψαν τὸν ἄνδρα ἐν τῷ τάφῳ ἑλισαιέ, καὶ ἐπορεύθη καὶ ἥψατο τῶν ὀστέων Ἑλισαιὲ καὶ ἔζησε καὶ ἀνέστη ἐπὶ τοὺς πόδας αὐτοῦ (:ὁ Ἐλισαῖος πέθανε καὶ τὸν ἐνταφίασαν. Κατὰ τὸ ἑπόμενο ἔτος εἰσέβαλαν στὴν χώρα τῶν Ἰσραηλιτῶν ἐπιδρομεῖς Μωαβῖτες. Ἐνῶ λοιπὸν οἱ Ἰσραηλῖτες ἔθαπταν ἕνα νεκρό, φάνηκαν ἀπὸ μακριὰ ἐρχόμενοι οἱ ἐπιδρομεῖς Μωαβῖτες. Κατελήφθησαν ἀπὸ τρόμο οἱ Ἰσραηλῖτες καὶ ἔριξαν τὸν νεκρὸ ἄνδρα στὸν ἀνοικτὸ τάφο τοῦ Ἐλισαίου καὶ τράπηκαν σὲ φυγή. Ὁ νεκρὸς μόλις ἄγγιξε τὰ ὀστᾶ τοῦ Ἐλισαίου, ἀνέζησε καὶ ἀνορθώθηκε στὰ πόδια του)»]. Ἑπομένως εἶναι φανερὸ ὅτι στὴν περίπτωση αὐτὴν οἱ μαθητὲς φάνηκαν ἀσθενεῖς στὴν πίστη, ἀλλὰ ὄχι ὅλοι· διότι οἱ στῦλοι [δηλαδὴ ὁ Πέτρος, ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ Ἰωάννης. Ὁ πατέρας ἐκεῖνος ἔφερε τὸν ἀσθενῆ του υἱὸ στοὺς ἄλλους μαθητές, ὅταν οἱ τρεῖς μαθητὲς βρίσκονταν στὸ ὄρος τῆς Μεταμορφώσεως] δὲν παρευρίσκονταν ἐκεῖ.

Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ πρόσεχε καὶ τὴν ἀγνωμοσύνη τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ, πῶς δηλαδὴ συναντᾷ τὸν Ἰησοῦ ἐνώπιον τοῦ λαοῦ καὶ ὁμιλεῖ ἐναντίον τῶν μαθητῶν Του λέγοντας ὅτι «καὶ προσήνεγκα αὐτὸν τοῖς μαθηταῖς σου, καὶ οὐκ ἠδυνήθησαν αὐτὸν θεραπεῦσαι (:καὶ ἔφερα αὐτὸν πρὸς τοὺς μαθητές Σου μὲ τὴν παράκληση νὰ τὸν θεραπεύσουν καὶ αὐτοὶ δὲν μπόρεσαν νὰ τοῦ χαρίσουν τὴ θεραπεία)».

Ὡστόσο, ὁ Χριστός, ἀπαλλάσσοντας τοὺς μαθητὲς ἀπὸ τίς κατηγορίες ἐνώπιον τοῦ λαοῦ, ἐπιρρίπτει σὲ ἐκεῖνον τὴ μεγαλύτερη εὐθύνη: «ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη! ἕως πότε ἔσομαι μεθ᾿ ὑμῶν; (: ὦ γενεὰ ἄπιστη καὶ διεστραμμένη ἀπὸ τὴν κακία! Ἕως πότε θὰ εἶμαι μαζί σας; Ἕως πότε θὰ σᾶς ἀνέχομαι;)» [Ματθ. 17,17], μὴ ἀπευθυνόμενος μόνο στὸ πρόσωπο τοῦ πατέρα, γιὰ νὰ μὴ φέρει σὲ δύσκολη θέση τὸν ἄνθρωπο αὐτόν, ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλους τοὺς Ἰουδαίους· διότι φυσικὸ ἦταν νὰ σκανδαλιστοῦν πολλοὶ ἀπὸ τοὺς παρόντες καὶ νὰ σκεφτοῦν περὶ τῶν μαθητῶν πράγματα ποὺ δὲν ἅρμοζαν. Καὶ ὅταν  λέγει «ἕως πότε θὰ εἶμαι μαζί σας;», ἀποδεικνύει πάλι ὅτι εἶναι εὐπρόσδεκτος σὲ Αὐτὸν ὁ θάνατος καὶ κάτι τὸ ἐπιθυμητό, καὶ λίαν ἀγαπητὴ ἡ ἀναχώρηση ἀπὸ αὐτὴν τὴ ζωή· καὶ ὅτι ὄχι τὸ νὰ σταυρωθεῖ, ἀλλὰ τὸ νὰ εἶναι μαζί τους εἶναι βαρύ.

Ἀλλὰ ὅμως δὲν σταμάτησε μόνο στὶς κατηγορίες, ἀλλὰ τί λέγει; «Φέρετέ μοι αὐτὸν ὧδε (:φέρετέ μου αὐτὸν ἐδῶ)». Καὶ ὁ Ἴδιος ρωτᾷ τὸν πατέρα γιὰ πόσο χρόνο εἶναι ὁ υἱός του ἀσθενῇς, καὶ τοὺς μαθητὲς δικαιολογῶντας, καὶ ἐκεῖνον ὁδηγῶντας σὲ  καλὴ ἐλπίδα, καὶ στὸ νὰ πιστέψει, ὅτι θὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὸ κακό. Καὶ ἀφήνει τὸν νέο νὰ σπαράζει ἀκόμη, ὄχι πρὸς ἐπίδειξη (καθόσον καὶ τὸν ἐπιτίμησε ἐπειδὴ συγκεντρωνόταν πολὺ πλῆθος) ἀλλὰ γιὰ αὐτὸν τὸν πατέρα, ὥστε ὅταν δεῖ τὸ δαιμόνιο νὰ ταράσσεται ἐξαιτίας του ὅτι  προσκλήθηκε καὶ μόνο ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ, ἔτσι τοὐλάχιστον νὰ ὁδηγηθεῖ στὴν πίστη γιὰ τὸ ἐπικείμενο θαῦμα. Ἐπειδὴ λοιπὸν ἐκεῖνος εἶπε ὅτι «παιδιόθεν (:ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία)» [Μᾶρκ. 9,21] καὶ ὅτι «ἐὰν μπορεῖς, βοήθησέ με», ὁ Χριστὸς λέγει «σὲ ἐκεῖνον ποὺ πιστεύει ὅλα εἶναι δυνατά» [Μᾶρκ. 9,22-23], ἐπιρρίπτοντας πάλι τὴν κατηγορία σὲ αὐτόν.

Καὶ ὅταν μὲν ὁ λεπρὸς ἔλεγε «Κύριε, ἐὰν θέλῃς δύνασαί με καθαρίσαι (:Κύριε, πιστεύω ὅτι, ἐὰν θέλεις, μπορεῖς νὰ μὲ καθαρίσεις ἀπὸ τὴ λέπρα)» [Λουκ. 5,12], μαρτυρῶντας μὲ τὰ λόγια του αὐτὰ τὴ δύναμη τοῦ Κυρίου, ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσει τὸ  λεχθὲν καὶ νὰ τὸν ἐπαινέσει ἔλεγε: «Θέλω, καθαρίσθητι (:Θέλω νὰ καθαριστεῖς ἀπὸ τὴ λέπρα, καθαρίσου)» [Λουκ. 5,13]. Ὅταν ὅμως αὐτὸς ὁ πατέρας δὲν εἶπε τίποτε ἀντάξιο τῆς δυνάμεώς Του μὲ τὸ νὰ πεῖ «ἐὰν δύνασαι, βοήθησέ με», βλέπε πῶς τὸ διορθώνει, ἐπειδὴ δὲν εἰπώθηκε καλῶς. Τί λέγει λοιπόν; «Ἐὰν μπορεῖς νὰ πιστέψεις, ὅλα εἶναι δυνατὰ σὲ ὅποιον πιστεύει»· αὐτὸ σημαίνει: «Ἔχω τόσο μεγάλο πλοῦτο δυνάμεως καὶ ἐξουσίας, ὥστε μπορῶ νὰ καταστήσω ἱκανοὺς καὶ ἄλλους νὰ ἐπιτελοῦν αὐτὰ τὰ θαύματα. Ἑπομένως ἐὰν πιστεύεις ὅπως πρέπει», λέγει, «καὶ ὁ ἴδιος μπορεῖς νὰ θεραπεύσεις καὶ αὐτὸν καὶ ἄλλους πολλούς».

Καὶ ἀφοῦ εἶπε αὐτά, ἐλευθέρωσε τὸν δαιμονιζόμενο. Ἐσὺ πάλι μὴν σκέπτεσαι μόνο ἀπὸ αὐτὸ τὴν πρόνοια καὶ τὴν εὐεργεσία Του, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν χρόνο ἐκεῖνον κατὰ τὸν ὁποῖο ἐπέτρεψε τὴν ἐντὸς τοῦ ἀνθρώπου παραμονὴ τοῦ δαίμονος· διότι ἐὰν καὶ τότε δὲν ἐκδηλωνόταν στὸν νέο αὐτὸν σὲ τόσο μεγάλο βαθμὸ ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ, θὰ εἶχε πρὸ πολλοῦ ἀπολεσθεῖ. Καθόσον, ὅπως λέγει ὁ δυστυχὴς ἐκεῖνος πατέρας, «τὸ δαιμόνιο ρίχνει τὸν γιό του ἄλλοτε στὴ φωτιὰ καὶ ἄλλοτε στὸ νερό». Καὶ ἐκεῖνος ὁ δαίμονας ποὺ ἀποτολμοῦσε τέτοια πράγματα σὲ βάρος τοῦ νέου αὐτοῦ, ἀσφαλῶς καὶ θὰ τὸν ὁδηγοῦσε στὸ θάνατο, ἐὰν ὁ Θεὸς δὲν τοῦ συγκρατοῦσε τὴ μεγάλη μανία μὲ ἰσχυρὸ χαλινό· ὅπως ἀκριβῶς συνέβῃ αὐτὸ καὶ στὴν περίπτωση τῶν δύο ἐκείνων γυμνῶν (δαιμονιζομένων), οἱ ὁποῖοι ἔτρεχαν στὶς ἐρήμους, καὶ κατέκοπταν τὰ σώματά τους μὲ πέτρες [Ματθ. 8,28 κ.ε.].

Μὴ θορυβηθεῖς ἐπίσης, ἐὰν τὸν ἀποκαλεῖ «σεληνιαζόμενο», διότι ἡ ὀνομασία αὐτὴ ἀνήκει στὸν πατέρα τοῦ δαιμονιζόμενου. Πῶς ὅμως ὁ Εὐαγγελιστὴς λέγει ὅτι «καὶ ἀπῆλθεν ἡ ἀκοὴ αὐτοῦ εἰς ὅλην τὴν Συρίαν, καὶ προσήνεγκαν αὐτῷ πάντας τοὺς κακῶς ἔχοντας ποικίλαις νόσοις καὶ βασάνοις συνεχομένους, καὶ δαιμονιζομένους καὶ σεληνιαζομένους καὶ παραλυτικούς, καὶ ἐθεράπευσεν αὐτούς (:διαδόθηκε λοιπὸν ἡ φήμη Του σὲ ὅλη τὴ Συρία. Καὶ ἔφεραν μπροστά Του ὅλους ὅσους ὑπέφεραν ἀπὸ διάφορες ἀρρώστιες καὶ κατέχονταν ἀπὸ βασανιστικὲς ἀσθένειες, δαιμονισμένους καὶ σεληνιασμένους καὶ παραλύτους, καὶ τοὺς θεράπευε.)» [Ματθ. 4,24]. Τοὺς ὀνομάζει ἔτσι στηριζόμενος στὴν ἀντίληψη τῶν πολλῶν [κατὰ τὴ λαϊκὴ ἀντίληψη ἐπὶ τῆς ἀσθενείας αὐτῆς ἀσκοῦν ἐπίδραση οἱ φάσεις τῆς σελήνης. Κάποιες μορφὲς τῆς νόσου κατὰ τὴν Ἁγία Γραφὴ ὀφείλονται στὴν ἐπενέργεια τῶν ἀκαθάρτων πνευμάτων]· διότι ὁ διάβολος γιὰ νὰ διαβάλει τὸ φυσικὸ στοιχεῖο, κάνει τοὺς δαιμονιζόμενους νὰ καταλαμβάνονται ἀπὸ κρίσεις καὶ πάλι τοὺς ἐλευθερώνει κατὰ τίς περιστροφὲς τῆς σελήνης· ὄχι διότι ἐκείνη ἐπενεργεῖ, μὴ γένοιτο· ἀλλὰ ὁ διάβολος διαπράττει τὴν κακουργία αὐτήν, πρὸς διαβολὴ τοῦ φυσικοῦ στοιχείου. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐπικράτησε μεταξὺ τῶν ἀνόητων ἡ ἐσφαλμένη αὐτὴ ἀντίληψη, καὶ ἐξαπατώμενοι ἀποκαλοῦν «σεληνιαζομένους» τοὺς δαιμονιζόμενους.

«Τότε προσελθόντες οἱ μαθηταὶ τῷ Ἰησοῦ κατ᾿ ἰδίαν εἶπον· διατὶ ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό; (:τότε οἱ μαθητὲς πλησίασαν ἰδιαιτέρως τὸν Ἰησοῦ καὶ τοῦ εἶπαν: "Γιατί ἐμεῖς δὲν μπορέσαμε νὰ βγάλουμε τὸ δαιμόνιο αὐτό;" (Καὶ αὐτὸ τὸ εἶπαν, διότι σὲ ἄλλες περιστάσεις εἶχαν ἐκδιώξει δαιμόνια)»] [Ματθ. 17,19]. Σὲ ἐμένα φαίνονται ὅτι ἀγωνιοῦν καὶ φοβοῦνται μὴν τυχὸν ἔχασαν τὴ χάρη, τὴν ὁποία τοὺς εἶχε ἐμπιστευθεῖ ὁ Θεός· διότι ἔλαβαν ἐξουσία κατὰ δαιμόνων ἀκαθάρτων [Ματθ. 10,8: «ἀσθενοῦντας θεραπεύετε, λεπροὺς καθαρίζετε, νεκροὺς ἐγείρετε, δαιμόνια ἐκβάλλετε· δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε (:καὶ γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώνεται τὸ κήρυγμά σας, σᾶς δίνω ἐξουσία καὶ δύναμη νὰ θεραπεύετε ἀσθενεῖς, νὰ καθαρίζετε λεπρούς, νὰ ἀνασταίνετε νεκρούς, νὰ βγάζετε δαιμόνια. Τὴ χάρη αὐτὴ τῆς θαυματουργίας τὴ λάβατε δωρεάν, δωρεὰν δῶστε την καὶ ἐσεῖς, χωρὶς νὰ παίρνετε χρήματα)»]. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ρωτοῦν, ἀφοῦ Τὸν πλησίασαν ἰδιαιτέρως, χωρὶς νὰ ντρέπονται (διότι ἐφόσον συνέβῃ ὅ,τι συνέβῃ, καὶ ἐλέγχθηκαν, ἦταν περιττὸ νὰ ντρέπονται στὸ ἑξῆς νὰ ὁμολογήσουν μὲ τὰ λόγια τὴν ἀδυναμία τους), ἀλλὰ ἐπειδὴ ἐπρόκειτο νὰ Τὸν ρωτήσουν περὶ μυστικοῦ καὶ μεγάλου πράγματος.

Τί εἶπε λοιπὸν ὁ Χριστός; «Διὰ τὴν ἀπιστίαν ὑμῶν· ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν, ἐὰν ἔχητε πίστιν ὡς κόκκον σινάπεως, ἐρεῖτε τῷ ὄρει τούτῳ μετάβηθι ἐντεῦθεν ἐκεῖ, καὶ μεταβήσεται, καὶ οὐδὲν ἀδυνατήσει ὑμῖν (:ἐπειδὴ σᾶς λείπει ἡ πίστη· διότι ἀληθινά σᾶς λέω, ἐὰν ἔχετε πίστη θερμὴ καὶ δυνατὴ σὰν τὸ μικρὸ σπόρο τοῦ σιναπιοῦ, θὰ πεῖτε στὸ βουνὸ αὐτό, πήγαινε ἀπὸ ἐδῶ ἐκεῖ, καὶ θὰ μετακινηθεῖ. Καὶ τίποτε δὲν θὰ εἶναι ἀδύνατο σὲ σᾶς)» [Ματθ. 17,20].

Ἐὰν ὅμως ρωτᾷς «σὲ ποιά περίπτωση μετακίνησαν ὄρος;», θὰ σοῦ ἀπαντήσω ὅτι πραγματοποίησαν πολὺ μεγαλύτερα θαύματα, ἀνασταίνοντας μυρίους νεκρούς· διότι δὲν εἶναι ἴσο τὸ νὰ μετακινήσεις ὄρος καὶ νὰ διώξεις τὸν θάνατο ἀπὸ ἕνα νεκρὸ σῶμα. Ἀναφέρονται δὲ μετὰ τοὺς ἀποστόλους ὡς ἅγιοι μερικοὶ πολὺ μικρότεροι ὡς πρὸς τὸ ἀξίωμα ἀπὸ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι καὶ ὅταν παρέστῃ ἀνάγκη νὰ μετακινήσουν ὄρη, τὰ μετακίνησαν [Καὶ ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς σὲ κήρυγμά του γιὰ τὴ δύναμη τῆς πίστεως, μᾶς ἀναφέρει γιὰ τὸν Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Ἰωακεὶμ (1487-1563), ὅτι ἐπιτέλεσε παρόμοιο θαῦμα: «... Εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν ἦτον ἕνας Πατριάρχης, τὸ ὄνομά του Ἰωακείμ, ἁγιότατος ἄνθρωπος, σοφὸς καὶ ἐνάρετος. Ἀκούγοντας ὁ βασιλεὺς τὸν Πατριάρχην πὼς ἦτον ἅγιος ἄνθρωπος, τὸν ἀγάπα κατὰ πολλά. Λέγει ὁ Ἑβραῖος τοῦ βασιλέως: ''Κάτι πολλὴν ἀγάπην ἔχεις μὲ τὸν Πατριάρχην''. Τοῦ λέγει ὁ Βασιλεύς: ''ὁ Ἰωακείμ, ὁ Πατριάρχης, εἶναι καλός, δίκαιος ἄνθρωπος''. Τοῦ λέγει ὁ Ἑβραῖος, σὰν βεζύρης ὁποῦ ἦτον: ''Κρᾶξε, Βασιλεῦ, τὸν Πατριάρχην νὰ ἔλθῃ''. ..Λέγει ὁ Ἑβραῖος τοῦ Πατριάρχου:'' τί θέλομεν νὰ φιλονικῶμεν; Ἐγὼ ἀκούω, ὁποῦ λέγει ὁ Χριστὸς σας εἰς τὸ εὐαγγέλιον πὼς ὅποιος ἔχει πίστιν ὅσον μὲ ἕνα σπυρὶ σινάπι μετατοπᾶ ἕνα βουνὸ ἀπὸ τὸν τόπον του καὶ πηγαίνει σ᾿ ἄλλο μέρος''. Λέγει ὁ Πατριάρχης: ''Ἀληθινᾶ, ἔτσι τὸ λέγει τὸ εὐαγγέλιον''. Λέγει του ὁ Ἑβραῖος: ''λοιπόν, ἂν εἶσαι ἄξιος, πρόσταξε καὶ σὺ νὰ σηκωθῇ ἀπὸ τὸν τόπον του τὸ βουνὸ καὶ τότε νὰ πιστεύσω''. ....ἦτον ἕνα βουνὸ ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον ἕως τρεῖς ὧρες μακριά. Λέγει ὁ Ἑβραῖος: ''Βασιλέα, πρόσταξε τὸν Πατριάρχη νὰ σηκώσῃ ἐκεῖνο τὸ βουνὸ νὰ πιστεύσωμεν καὶ ἐμεῖς''. Τότε πιάνει ὁ Πατριάρχης καὶ θυμιάζει ἀπὸ μακριὰ ἐκεῖνο τὸ βουνὸ καὶ κάμνοντας τὸν Σταυρόν του τρεῖς φορές, λέγοντας καὶ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. ''Σὲ προστάζω ἐσὲ βουνὸ νὰ σηκωθῇς καὶ νὰ ἔρθῃς ἐδῶ''. Καί, ὦ τοῦ θαύματος! Εὐθὺς ἐσηκώθῃ ἐκεῖνο τὸ βουνὸ καὶ ἔγινε τρία, εἰς τύπον τῆς Ἁγίας Τριάδος, καὶ ἐκίνησε καὶ ἐρχόταν. Φωνάζει ὁ βασιλεὺς καὶ λέγει: ''γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ! Βοήθησέ μας καὶ ἐχαθήκαμε!''. Ἐρχόταν ἀπάνω τους τὸ βουνό. Καὶ κάνοντας πάλιν δέησιν ὁ Πατριάρχης ἐστάθῃ τὸ βουνὸ ἕως ἕξι μίλια μακριὰ ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον καὶ τὸ ὠνόμασαν Ντοὺρ ντάγ· θέλει νὰ εἰπῇ: « στάσου βουνὸ πάλιν». Ὁ Ἑβραῖος δὲν ἐπίστευσεν καὶ λέγει: ''Πάλιν λέγει τὸ Εὐαγγέλιον πὼς ὅποιος ἔχει πίστιν, ἀνίσως καὶ τύχη ἀνάγκη νὰ πιῆ θανάσιμον φαρμάκι, δὲν ἀποθαίνει. Λοιπὸν πρόσταξε τὸν Πατριάρχην νὰ τοῦ κάμω ἕνα φαρμάκι νὰ τὸ πίῃ''... Ὁ Ἑβραῖος παρεσκεύασε ἰδίαις χερσὶν ἕνα φαρμάκι, τὸ ὁποῖο μόνο νὰ τὸ ἤγγιζες στὰ χείλη θὰ ἀπέθνησκες. Ὁ Πατριάρχης ἤπιε ὅλο τὸ ποτήρι καὶ δὲν ἔπαθε τίποτε. Καὶ λέγει τώρα στὸν βασιλιᾶ: «Πές του νὰ ξεπλύνῃ τώρα τὸ ποτήρι καὶ νὰ πιῆ τὸ ξέπλυμα». Καὶ μόλις τὸ ἤπιε ὁ Ἑβραῖος πέθανε μπροστὰ σὲ ὅλους!»].

Ἑπομένως εἶναι φανερὸ ὅτι καὶ οἱ ἀπόστολοι θὰ τὰ μετακινοῦσαν ἐὰν παρίστατο ἀνάγκη. Καὶ ἐὰν τότε δὲν παρέστῃ τέτοια ἀνάγκη, μὴν κατηγορεῖς. Ἐξάλλου καὶ ὁ Χριστὸς δὲν εἶπε ὅτι «ὁπωσδήποτε θὰ μετακινήσετε ὄρη, ἀλλὰ θὰ μπορέσετε νὰ πράξετε καὶ αὐτό». Ἄν ὅμως δὲν μετακίνησαν ὄρη (τοῦτο συνέβῃ ὄχι διότι δὲν μπόρεσαν - πῶς ἦταν δυνατὸν ἀφοῦ κατόρθωσαν τὰ μεγαλύτερα) ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲν θέλησαν, γιὰ τὸ ὅτι δὲν παρέστῃ ἀνάγκη. Φυσικὸ ἐπίσης ἦταν καὶ νὰ ἔχει συμβεῖ αὐτό, καὶ  νὰ μὴν ἔχει γραφεῖ· καθόσον δὲν ἔγραψαν οἱ Εὐαγγελιστὲς ὅλα τὰ θαύματα ποὺ ἐπιτελέστηκαν ἀπὸ τοὺς μαθητὲς τοῦ Κυρίου. Ἀλλὰ βέβαια τότε ἦσαν ἀκόμη πολὺ ἀτελεῖς πνευματικά.

Τί λοιπόν; Δὲν εἶχαν τότε οὔτε αὐτὴν τὴν πίστη, δηλαδὴ σάν το σπόρο τοῦ σιναπιοῦ; Καὶ βέβαια δὲν τὴν εἶχαν· διότι δὲν ἦσαν πάντοτε οἱ ἴδιοι· γιὰ τοῦτο καὶ ὁ Πέτρος ἄλλοτε μὲν μακαρίζεται ἀπὸ τὸν Κύριο, ἄλλοτε ὅμως ἐπιτιμᾷται. Ἀλλὰ καὶ οἱ ὑπόλοιποι μαθητὲς κατηγοροῦνται ἀπὸ τὸν Κύριο γιὰ πνευματικὴ ἀτέλεια, ὅταν δὲν ἀντιλήφθηκαν τὸν λόγο Του σχετικὰ μὲ τὴ ζύμη [βλ. Ματθ. 16,6-12]. Συνέβῃ λοιπὸν καὶ τότε νὰ φανοῦν πνευματικὰ ἀδύνατοι· διότι ἦσαν πνευματικὰ πάρα πολὺ ἀτελεῖς πρὶν ἀπὸ τὴ σταύρωσή Του. Στὴν περίπτωση μάλιστα αὐτήν ''πίστη'' ἐννοεῖ ἐκείνη μὲ τὴν ὁποία μποροῦσαν νὰ κάνουν θαύματα καὶ ἀναφέρει τὸν κόκκο τοῦ σιναπιοῦ, γιὰ νὰ φανερώσει τὴν ἀπερίγραπτη δύναμη τῆς πίστεως· διότι μολονότι τὸ σινάπι φαίνεται ὡς πρὸς τὸ μέγεθος μικρό, ὅμως ἔχει τὴν πιὸ μεγάλη δύναμη ἀπὸ ὅλα. Γιὰ νὰ δείξει λοιπὸν ὅτι καὶ ἐλάχιστη ἀκόμη, ἀλλὰ γνήσια πίστη, μπορεῖ μεγάλα πράγματα νὰ ἐπιτύχει, ἀνέφερε τὸ σινάπι· καὶ δὲν ἀρκέστηκε μόνο σὲ αὐτό, ἀλλὰ πρόσθεσε καὶ ὄρη καὶ προχώρησε ἀκόμη περισσότερο· διότι, λέγει «τίποτε δὲν θὰ σᾶς εἶναι ἀδύνατο».

Ἐσὺ ὅμως θαύμασε ἀπὸ ὅλα αὐτὰ καὶ τὴ φιλοσοφία τους καὶ τὴ δύναμη τοῦ Πνεύματος. Τὴν μὲν φιλοσοφία τους, ἐπειδὴ δὲν ἔκρυψαν τὸ ἐλάττωμά τους, ἐνῶ τὴ δύναμη τοῦ Πνεύματος, διότι τόσο πολὺ ἀναβίβασε, σιγὰ σιγὰ, ἐκείνους ποὺ δὲν εἶχαν πίστη οὔτε σὰν τὸν κόκκο τοῦ σιναπιοῦ, ὥστε νὰ πηγάσουν ἀπὸ αὐτοὺς ποταμοὶ καὶ πηγὲς πίστεως.

«Τοῦτο δὲ τὸ γένος οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ (:αὐτὸ ὅμως τὸ εἶδος τῶν δαιμόνων δὲν βγαίνει ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἔχει καταληφθεῖ ἀπὸ αὐτό, παρὰ μόνο μὲ προσευχὴ ποὺ συνοδεύεται καὶ μὲ νηστεία, ὥστε ἡ προσευχὴ νὰ γίνεται μὲ διάνοια ὅσο δυνατὸν ἐλαφρότερη καὶ περισσότερο προσηλωμένη στὸν Θεό)» [Ματθ. 17,21].

Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ὁ Κύριος ἐννοοῦσε ὄχι μόνο τοὺς δαίμονες ποὺ κατέχουν τοὺς σεληνιαζομένους, ἀλλὰ ὅλο τὸ γένος τῶν δαιμόνων. Βλέπεις πὼς τώρα μὲ τὰ λόγια Του αὐτὰ τοὺς προετοιμάζει γιὰ νὰ ἀκούσουν τὰ σχετικὰ μὲ τὴ νηστεία; Μὴ μοῦ ἀναφέρεις βέβαια τίς σπάνιες ἐκεῖνες περιπτώσεις ποὺ ὁρισμένοι ἐξέβαλαν δαιμόνια καὶ χωρὶς νηστεία. Ἐὰν ὅμως θελήσει κάποιος νὰ τὸ προβάλει αὐτὸ καὶ γιὰ ἐκείνους ποὺ ἐπιτιμοῦν ἕνα καὶ ἐνδεχομένως καὶ δύο, ἀλλὰ ὅμως εἶναι ἀδύνατον, κάποιος ποὺ πάσχει καὶ κάνει τρυφηλὴ ζωή, νὰ ἀπαλλαγεῖ κάποτε ἀπὸ αὐτὴν τὴ μανία· διότι αὐτὸς ποὺ ὑποφέρει ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀσθένεια, αὐτὸς κατ᾿ ἐξοχὴν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα. «Ἀλλὰ ὅμως», θὰ πεῖ κάποιος, «ἐὰν ἔχουμε πίστη, τί χρειάζεται ἡ νηστεία;». Χρειάζεται ἐπειδὴ καὶ ἡ νηστεία μαζὶ μὲ τὴν πίστη προσφέρει πολὺ μεγάλη δύναμη. Καθόσον προσφέρει πολλὴ εὐσέβεια στὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν μεταβάλλει ἀπὸ ἄνθρωπο σὲ ἄγγελο καὶ τὸν κάνει νὰ ἀγωνίζεται ἐναντίον τῶν ἀσωμάτων δυνάμεων. Αὐτὸ ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ τὸ κάνει μόνη της, ἀλλὰ χρειάζεται καὶ προσευχὴ καὶ μάλιστα ἡ προσευχὴ κατέχει τὴν πρώτη θέση.

Πρόσεχε λοιπὸν πόσα εἶναι τὰ ἀγαθὰ ποὺ προέρχονται ἀπὸ αὐτὲς τίς δύο ἀρετές· διότι αὐτὸς ποὺ προσεύχεται καὶ νηστεύει ὅπως πρέπει, δὲν χρειάζεται πολλὰ πράγματα, καὶ αὐτὸς ποὺ δὲν χρειάζεται πολλὰ πράγματα, δὲν θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ γίνει φιλοχρήματος καὶ αὐτὸς ποὺ δὲν εἶναι φιλοχρήματος, εἶναι περισσότερο πρόθυμος γιὰ ἐλεημοσύνη. Αὐτὸς ποὺ νηστεύει εἶναι ἀπαλλαγμένος ἀπὸ βάρη, ἔχει πτερὰ καὶ προσεύχεται μὲ καθαρὴ καρδιά, σβήνει τίς πονηρὲς ἐπιθυμίες καὶ ἐξευμενίζει τὸν Θεὸ καὶ ταπεινώνει τὴν ὑπερηφανευόμενη ψυχή του.

Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν καὶ οἱ Ἀπόστολοι σχεδὸν πάντοτε νήστευαν. Αὐτὸς ποὺ προσεύχεται καὶ νηστεύει ἔχει διπλὲς φτεροῦγες, πιὸ ἐλαφρὲς καὶ ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς ἀνέμους· διότι δὲν χασμουριέται κατὰ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς, οὔτε τεντώνεται, οὔτε βυθίζεται σὲ ὕπνο -πρᾶγμα ποὺ τὸ παθαίνουν οἱ περισσότεροι- ἀλλὰ ἔχει μεγαλύτερη δύναμη ἀπὸ τὴ φωτιὰ καὶ εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ τὰ γήινα πράγματα. Καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶναι ὁ μεγαλύτερος ἐχθρὸς καὶ πολέμιος τῶν δαιμόνων· καθόσον τίποτε δὲν ὑπάρχει πιὸ δυνατὸ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ἐκεῖνο ποὺ ἡ προσευχή του εἶναι εἰλικρινής· διότι ἐὰν γυναῖκα κατόρθωσε νὰ κάμψει κάποιον ἄρχοντα ποὺ δὲν φοβόταν οὔτε τὸν Θεό, οὔτε καὶ τὸν ἄνθρωπο ντρεπόταν, πολὺ πιὸ εὔκολα θὰ προσελκύσει τὸν Θεὸ ἐκεῖνος ποὺ ἐπιμένει διαρκῶς στὴν προσευχή του πρὸς Αὐτὸν καὶ ἐξουσιάζει τὴν κοιλιά του καὶ ἀποφεύγει τὴν τρυφηλὴ ζωή.

Ἐὰν ὅμως τὸ σῶμα σου εἶναι ἀσθενές, ὥστε νὰ μὴν μπορεῖς νὰ νηστεύεις συνεχῶς, ἀλλὰ ὅμως δὲν εἶναι ἀσθενὲς καὶ γιὰ τὴν προσευχή, οὔτε ἀνίσχυρο γιὰ νὰ περιφρονήσει καὶ τὴν κοιλιά· διότι ἐὰν δὲν μπορεῖς νὰ νηστεύεις, ὅμως μπορεῖς νὰ μὴν κάνεις τρυφηλὴ ζωή. Δὲν εἶναι καὶ αὐτὸ μικρὸ πρᾶγμα, οὔτε ἀπέχει πολὺ ἀπὸ τὴ νηστεία, ἀλλὰ εἶναι ἱκανὸ καὶ αὐτὸ νὰ καταβάλει τὴν μανία τοῦ διαβόλου· καθόσον τίποτε δὲν εἶναι τόσο ἀγαπητὸ στὸν δαίμονα ἐκεῖνο, ὅσο ἡ τρυφηλὴ ζωὴ καὶ ἡ μέθη, διότι εἶναι ἡ πηγὴ καὶ ἡ μητέρα ὅλων τῶν κακῶν.

«Ἀναστρεφομένων δὲ αὐτῶν εἰς τὴν Γαλιλαίαν εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· μέλλει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοσθαι εἰς χεῖρας ἀνθρώπων καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἐγερθήσεται. καὶ ἐλυπήθησαν σφόδρα (:καὶ ἐνῶ αὐτοὶ περιόδευαν στὴ Γαλιλαία, τοὺς εἶπε ὁ Ἰησοῦς: "Ὁ Yιὸς τοῦ ἀνθρώπου πρόκειται νὰ παραδοθεῖ πολὺ σύντομα σὲ χέρια ἀνθρώπων, καὶ θὰ Tὸν θανατώσουν, καὶ τὴν τρίτη ἡμέρα ἀπὸ τὸν θάνατό Tου θὰ ἀναστηθεῖ". Καὶ οἱ μαθητὲς λυπήθηκαν πάρα πολύ)» [Ματθ. 17,22-23].

Γιὰ νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται λοιπὸν γιὰ ποιό λόγο μένουν συνεχῶς ἐκεῖ, Τοὺς ὁμιλεῖ καὶ πάλι γιὰ τὸ πάθος Του· αὐτὸ ἀκριβῶς ἀκούγοντας δὲν ἤθελαν νὰ δοῦν τὰ Ἱεροσόλυμα. Πρόσεχε λοιπὸν πὼς μολονότι καὶ ὁ Πέτρος ἐπιτιμήθηκε, καὶ συνομίλησαν μὲ Αὐτὸν ὁ Μωυσῆς καὶ ὁ Ἠλίας περὶ τοῦ πράγματος αὐτοῦ, καὶ ὀνόμασαν δόξα τὸν θάνατό Του, καὶ ἄφησε ὁ Πατήρ Του ἀπὸ τὸν οὐρανὸ νὰ ἀκουστεῖ ἡ φωνὴ Του [Λουκᾶ 9,30-36: «καὶ ἰδοὺ ἄνδρες δύο συνελάλουν αὐτῷ, οἵτινες ἦσαν Μωϋσῆς καὶ Ἠλίας, οἳ ὀφθέντες ἐν δόξῃ ἔλεγον τὴν ἔξοδον αὐτοῦ ἣν ἔμελλε πληροῦν ἐν ἱερουσαλήμ. ὁ δὲ Πέτρος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ ἦσαν βεβαρημένοι ὕπνῳ· διαγρηγορήσαντες δὲ εἶδον τὴν δόξαν αὐτοῦ καὶ τοὺς δύο ἄνδρας τοὺς συνεστῶτας αὐτῷ. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ διαχωρίζεσθαι αὐτοὺς ἀπ᾿ αὐτοῦ εἶπεν ὁ Πέτρος πρὸς τὸν Ἰησοῦν· ἐπιστάτα, καλὸν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι· καὶ ποιήσωμεν σκηνὰς τρεῖς, μίαν σοὶ καὶ μίαν Μωϋσεῖ καὶ μίαν Ἠλίᾳ, μὴ εἰδὼς ὃ λέγει. ταῦτα δὲ αὐτοῦ λέγοντος ἐγένετο νεφέλη καὶ ἐπεσκίασεν αὐτούς· ἐφοβήθησαν δὲ ἐν τῷ εἰσελθεῖν ἐκείνους εἰς τὴν νεφέλην·  καὶ φωνὴ ἐγένετο ἐκ τῆς νεφέλης λέγουσα· οὗτός ἐστιν ὁ οἱός μου ὁ ἀγαπητός· αὐτοῦ ἀκούετε.  καὶ ἐν τῷ γενέσθαι τὴν φωνὴν εὑρέθη ὁ Ἰησοῦς μόνος. καὶ αὐτοὶ ἐσίγησαν καὶ οὐδενὶ ἀπήγγειλαν ἐν ἐκείναις ταῖς ἡμέραις οὐδὲν ὧν ἑωράκασιν (:Καὶ ἰδοὺ δύο ἄνδρες συνομιλοῦσαν μαζί Του. Καὶ αὐτοὶ ἦσαν ὁ Μωυσῆς καὶ ὁ Ἠλίας, οἱ ὁποῖοι παρουσιάστηκαν μὲ δόξα καὶ ἔλεγαν γιὰ τὴν ἔξοδὸ Του, γιὰ τὴν ἀναχώρησή Του ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτό, τὴν ὁποία σύμφωνα μὲ τίς προφητεῖες ἔμελλε νὰ ἐκπληρώσει στὴν Ἱερουσαλήμ. Ὁ δὲ Πέτρος καὶ οἱ δύο ἄλλοι μαθητὲς εἶχαν καταληφτεῖ ἀπὸ βαρὺ ὕπνο. Ὅταν ὅμως ξύπνησαν, εἶδαν τὴν δόξα Του καὶ τοὺς δύο ἄνδρες, ποὺ στέκονταν μαζί Του. Καὶ συνέβῃ, ὅταν οἱ δύο ἄνδρες ἑτοιμάζονταν νὰ χωριστοῦν ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ, εἶπε ὁ Πέτρος πρὸς Αὐτόν· "Διδάσκαλε, εἶναι καλὰ νὰ μένουμε ἐδῶ· ἂς κάνουμε τρεῖς σκηνές, μία γιὰ Ἐσένα, μία γιὰ τὸν Μωυσῆ καὶ μία γιὰ τὸν Ἠλία". Καὶ τὰ ἔλεγε αὐτά, χωρὶς νὰ καταλαβαίνει καλά-καλά, τί εἶναι αὐτὸ ποὺ ἔλεγε. Ἐνῶ λοιπὸν ὁ Πέτρος ἔλεγε αὐτά, ἦλθε ἕνα σύννεφο καὶ τοὺς σκέπασε. Καὶ φοβήθηκαν ὁ Πέτρος καὶ οἱ δύο ἄλλοι μαθητές, ὅταν ὁ Ἰησοῦς καὶ οἱ δύο προφῆτες εἰσῆλθαν στὴν παράδοξη ἐκείνη νεφέλη, ἡ ὁποία ἦταν σημεῖο τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, ὅπως καὶ ἄλλοτε στὸ ὄρος Σινᾶ. Καὶ ἀκούστηκε φωνὴ ἀπὸ τὴν νεφέλη, ἡ ὁποία ἔλεγε· "Αὐτὸς εἶναι ὁ μονογενὴς Υἱός μου, ὁ κατ' ἐξοχὴν ἀγαπητός, ποὺ Τὸν ἔστειλα Σωτῆρα τοῦ κόσμου. Αὐτὸν νὰ ἀκοῦτε". Καὶ ἀφοῦ ἔγινε αὐτὴ ἡ φωνή, βρέθηκε ὁ Ἰησοῦς μόνος· καὶ οἱ τρεῖς μαθητὲς κράτησαν σιγὴ γιὰ τὸ γεγονὸς καὶ σὲ κανέναν ἐκεῖνες τίς μέρες δὲν ἀνακοίνωσαν τίποτε ἀπὸ ὅσα εἶδαν)»], καὶ τόσα θαύματα ἔγιναν, καὶ βρισκόταν πρὸ τῶν θυρῶν ἡ Ἀνάστασή Του (διότι δὲν εἶπε ὅτι θὰ μείνει ἐπὶ πολὺ χρόνο στὸν θάνατο, ἀλλὰ εἶπε ὅτι θὰ ἀναστηθεῖ τὴν τρίτη ἡμέρα), οὔτε καὶ ἔτσι μπόρεσαν νὰ ὑποφέρουν τὸ πρᾶγμα, ἀλλὰ λυπήθηκαν· καὶ ὄχι ἁπλῶς λυπήθηκαν, ἀλλὰ σὲ βαθμὸ ὑπερβολικό.

Καὶ συνέβῃ αὐτὸ ἐπειδὴ δὲν ἦσαν σὲ θέση ἀκόμη νὰ ἀντιληφθοῦν τὴ δύναμη τῶν ὅσων λέγονταν. Καὶ ἀκριβῶς αὐτὸ ὑπαινισσόμενοι ὁ Μᾶρκος καὶ ὁ Λουκᾶς ἔλεγαν· ὁ Μᾶρκος ὅτι: «οἱ δὲ ἠγνόουν τὸ ῥῆμα, καὶ ἐφοβοῦντο αὐτὸν ἐπερωτῆσαι (:αὐτοὶ ὅμως δὲν καταλάβαιναν τὸν λόγο αὐτὸ γιὰ τὴν ἀνάσταση καὶ ἀπέφευγαν νὰ Τοῦ ζητήσουν ἐξηγήσεις ἐπειδὴ φοβοῦνταν μήπως ἀκούσουν ἀπ᾿ Αὐτὸν κάτι ἄλλο πιὸ δυσάρεστο ἢ καὶ ἐπιτιμήσεις· διότι δὲν εἶχαν ἀκόμη καταλάβει αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο τοὺς εἶχε μιλήσει ἐπανειλημμένα)» [Μᾶρκ. 9,32], ἐνῶ ὁ Λουκᾶς ὅτι: «οἱ δὲ ἠγνόουν τὸ ῥῆμα τοῦτο, καὶ ἦν παρακεκαλυμμένον ἀπ᾿ αὐτῶν ἵνα μὴ αἴσθωνται αὐτό, καὶ ἐφοβοῦντο ἐρωτῆσαι αὐτὸν περὶ τοῦ ῥήματος τούτου (:Αὐτοὶ ὅμως δὲν κατάλαβαν ποιά σημασία εἶχαν αὐτὰ τὰ λόγια Του˙ τὸ νόημά τοὺς παρέμενε κρυμμένο ἀπ᾿ αὐτούς, γιὰ νὰ μὴν τὸ κατανοήσουν· διότι δὲν ἦταν ἀκόμη καιρὸς νὰ φωτίσει ὁ Θεός τὸν νοῦ τους γιὰ νὰ κατανοοῦν τίς Γραφές. Ἐὰν τὸ κατανοοῦσαν παράκαιρα, ἦταν ἑπόμενο νὰ κυριεύονται ἀπὸ διαρκῆ κατήφεια καὶ ἀποθάρρυνση. Καὶ ἀπὸ εὐλάβεια φοβοῦνταν νὰ Τὸν ρωτήσουν καὶ δὲν εἶχαν τὸ θάρρος νὰ Τοῦ ζητήσουν ἐξηγήσεις γιὰ τὰ λόγια Του αὐτά)» [Λουκ. 9,45].

Ἀλλὰ ὅμως ἐὰν δὲν ἐννόησαν τὴ σημασία τοῦ λόγου αὐτοῦ πῶς τότε λυπήθηκαν; Διότι δὲν τοὺς ἦταν ὅλα ἄγνωστα, ἀλλά τὸ ὅτι ἐπρόκειτο νὰ πεθάνει τὸ γνώριζαν, διότι τὸ ἄκουγαν συνέχεια αὐτό, τί τέλος πάντων ὅμως ἦταν αὐτὸς ὁ θάνατος καὶ ὅτι θὰ πάψει πολὺ γρήγορα ἡ ἰσχύς του καὶ ὅτι θὰ ἐπιφέρει ἀμέτρητα ἀγαθά, αὐτὸ δὲν τὸ γνώριζαν ἀκόμη μὲ ἀπόλυτη ἀκρίβεια· ἀκόμη δὲν γνώριζαν οὔτε καὶ αὐτὴ ἡ ἀνάστασή Του τί τέλος πάντων ἦταν, ἀλλὰ τὴν ἀγνοοῦσαν καὶ αὐτήν. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ λυποῦνταν· καθόσον ἦταν μεγάλη ἡ ἀφοσίωσή τους πρὸς τὸν Διδάσκαλό τους.

 

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

ἐπιμέλεια κειμένου: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

 

ΠΗΓΕΣ:

•   https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-matthaeum.pdf

•   Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου Ἅπαντα τὰ  ἔργα, Ὑπόμνημα στὸ Κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, ὁμιλίες ΝΖ΄καὶ ΝΗ΄, πατερικὲς ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς» (ΕΠΕ), ἐκδ. οἶκος «Τὸ Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1990, τόμος 11Α, σελίδες 17-31 καὶ 40-43.

•   Βιβλιοθήκη τῶν Ἑλλήνων, Ἅπαντα τῶν ἁγίων Πατέρων, Ἰωάννου Χρυσοστόμου ἔργα, τόμος 67, σελ. 108- 109 καὶ σελ. 115-116

•   http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient greek/tools/liddell-scott/index.html

•   Π. Τρεμπέλα, Καινὴ Διαθήκη μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων « Σωτήρ», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2014.

•   Καινὴ Διαθήκη, Κείμενον καὶ ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων « Ζωή», ἔκδοση τριακοστὴ τρίτη, Ἀθήνα 2009.

•   Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τοὺς ἑβδομήκοντα, Κείμενον καὶ σύντομος ἀπόδοσις τοῦ νοήματος ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων « Ζωή», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2005.

•   http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia Diathikh/Biblia/Palaia Diathikh.htm

•   http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh Diathikh/Biblia/Kainh Diathikh.htm
__________________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»