Σάββατο 20 Αυγούστου 2022

Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΓΚΗ ΑΠΟΦΥΓΗΣ ΤΗΣ ΤΡΥΦΗΛΗΣ ΖΩΗΣ

 

Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΓΚΗ ΑΠΟΦΥΓΗΣ ΤΗΣ ΤΡΥΦΗΛΗΣ ΖΩΗΣ

Ἐὰν τὸ σῶμα σου εἶναι ἀσθενές, ὥστε νὰ μὴν μπορεῖς νὰ νηστεύεις συνεχῶς, ἀλλὰ ὅμως δὲν εἶναι ἀσθενὲς καὶ γιὰ τὴν προσευχή, οὔτε ἀνίσχυρο γιὰ νὰ περιφρονήσει καὶ τὴν κοιλιά· διότι ἐὰν δὲν μπορεῖς νὰ νηστεύεις, ὅμως μπορεῖς νὰ μὴν κάνεις τρυφηλὴ ζωή. Δὲν εἶναι καὶ αὐτὸ μικρὸ πρᾶγμα, οὔτε ἀπέχει πολὺ ἀπὸ τὴ νηστεία, ἀλλὰ εἶναι ἱκανὸ καὶ αὐτὸ νὰ καταβάλει τὴν μανία τοῦ διαβόλου· καθόσον τίποτε δὲν εἶναι τόσο ἀγαπητὸ στὸν δαίμονα ἐκεῖνο, ὅσο ἡ τρυφηλὴ ζωὴ καὶ ἡ μέθη, διότι εἶναι ἡ πηγὴ καὶ ἡ μητέρα ὅλων τῶν κακῶν.

Μὲ αὐτὴν λοιπὸν κάποτε ὁδήγησε τοὺς Ἰσραηλῖτες στὴν εἰδωλολατρία καὶ μὲ αὐτὴν παρέσυρε τοὺς Σοδομῖτες σὲ παράνομους ἔρωτες. Διότι λέγει: «Πλὴν τοῦτο τὸ ἀνόμημα Σοδόμων τῆς ἀδελφῆς σου, ὑπερηφανία· ἐν πλησμονῇ ἄρτων καὶ ἐν εὐθηνίᾳ οἴνου ἐσπατάλων αὐτὴ καὶ αἱ θυγατέρες αὐτῆς. τοῦτο ὑπῆρχεν αὐτῇ καὶ ταῖς θυγατράσιν αὐτῆς, καὶ χεῖρα πτωχοῦ καὶ πένητος οὐκ ἀντελαμβάνοντο (:ἀλλὰ ἡ παρανομία τῶν Σοδόμων, τῆς ἀδελφῆς σου αὐτῆς πόλεως, ἦταν ἡ ὑπερηφάνεια. Μέσα στὴν ἀφθονία τῶν ἄρτων καὶ τοῦ οἴνου καὶ τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν ζοῦσε αὐτὴ καὶ οἱ κωμοπόλεις της μία ἄσωτη καὶ σπάταλη ζωή. Ἐπιπλέον ὑπῆρχε σὲ αὐτὴν καὶ στὶς κωμοπόλεις της καὶ σκληρότητα, διότι δὲν ἔδιδαν σὲ ἁπλωμένο χέρι τοῦ πτωχοῦ καὶ τοῦ πένητος καμία βοήθεια)» [Ἰεζ. 16,49]. Μὲ αὐτὴν ὁδήγησε σὲ ἀπώλεια πλῆθος ἄλλων ἀνθρώπων καὶ τοὺς παρέδωσε στὴ γέενα.

Διότι ποιό κακὸ εἶναι αὐτὸ ποὺ δὲν τὸ προξενεῖ ἡ τρυφηλὴ ζωή; Κάνει τοὺς ἀνθρώπους χοίρους καὶ μάλιστα χειρότερους καὶ ἀπὸ χοίρους· διότι ὁ μὲν χοῖρος κυλίεται μέσα στὸν βοῦρκο καὶ τρέφεται μὲ τὴν κοπριά, ἐνῶ αὐτὸς ποὺ ἀγαπᾷ τίς ἀπολαύσεις καὶ τὴν τρυφηλὴ ζωὴ κάθεται καὶ τρώγει σὲ τραπέζι ποὺ εἶναι πιὸ βρωμερὸ καὶ ἀπὸ ἐκεῖνο τοῦ χοίρου, ἐπινοῶντας ἀνήθικες συνουσίες καὶ παράνομους ἔρωτες. Ὁ ἄνθρωπος αὐτοῦ τοῦ εἴδους δὲν διαφέρει σὲ τίποτε ἀπὸ τὸν δαιμονιζόμενο, διότι κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο διαπράττει ἀναισχυντίες καὶ ἐνεργεῖ ὡς παράφρονας. Καὶ τὸν μὲν δαιμονιζόμενο, ἀκόμη καὶ τὸν ἐλεοῦμε, ἐνῶ αὐτὸν ποὺ εἶναι ἄνθρωπος τῶν ἀπολαύσεων τὸν ἀποφεύγουμε καὶ τὸν ἀποστρεφόμαστε. Γιατί τέλος πάντων ὅλα αὐτά; Διότι μὲ τὴ θέλησή του φέρεται ὡς παράφρονας καὶ τὸ στόμα του, τὰ μάτια του καὶ τὴ μύτη του κι ὅλα γενικῶς, τὰ μεταβάλλει σὲ ὀχετὸ καὶ αὐλάκια ἀκαθαρσιῶν. Καὶ ἂν θελήσεις νὰ δεῖς καὶ τὸν ἐσωτερικό του κόσμο, θὰ δεῖς καὶ τὴν ψυχή του νὰ εἶναι σὰν μέσα σὲ κάποια κακοκαιρία καὶ παγωνιὰ παγωμένη καὶ ναρκωμένη καὶ νὰ μὴν μπορεῖ σὲ τίποτε νὰ ὠφελήσει τὸ σκάφος της λόγῳ τῆς ὑπερβολικῆς κακοκαιρίας ποὺ τὴν περιβάλλει.

Ντρέπομαι νὰ ἀναφέρω τὰ κακὰ ποὺ παθαίνουν ἄντρες καὶ γυναῖκες ἀπὸ τὴν τρυφηλὴ ζωή, τὰ ἀφήνω ὅμως στὴν συνείδησή τους ποὺ τὰ γνωρίζει λεπτομερέστερα· διότι τί ὑπάρχει αἰσχρότερο ἀπὸ γυναῖκα ποὺ μεθᾷ ἢ ποὺ παραφέρεται γενικῶς; Καὶ ὅσο ἀσθενέστερο εἶναι τὸ σκεῦος, τόσο πιὸ μεγάλο εἶναι τὸ ναυάγιο, εἴτε αὐτὴ εἶναι ἐλεύθερη, εἴτε εἶναι δούλη· διότι ἡ μὲν ἐλεύθερη διαπράττει ἀσχημοσύνες μπροστὰ στὰ μάτια τῶν δούλων, ἐνῶ ἡ δούλη πάλι ὅμοια μεταξὺ τῶν δούλων καὶ γίνονται αἰτία νὰ βλασφημοῦνται τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τοὺς ἀνόητους.

Ἀκούω πάλι πολλοὺς ποὺ λέγουν, ὅταν συμβαίνουν αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὰ πάθη, «μακάρι νὰ μὴν ὑπῆρχε ὁ οἶνος». Πόσο μεγάλη ἀλήθεια ἀνοησία, πόσο μεγάλη παραφροσύνη... Ἄλλοι ἁμαρτάνουν καὶ ἐσὺ κατηγορεῖς τίς δωρεὲς τοῦ Θεοῦ; Πόση ἀλήθεια τρέλλα αὐτὸ δὲν ἀποδεικνύει; Μήπως λοιπὸν ὁ οἶνος, ἄνθρωπέ μου, προξένησε αὐτὸ τὸ κακό; Ὄχι ὁ οἶνος, ἀλλὰ ἡ ἀκολασία αὐτῶν ποὺ ἀπολαμβάνουν αὐτὸν κακῶς. Ἑπομένως πὲς νὰ μὴν ὑπάρχει μέθη, νὰ μὴν ὑπάρχει τρυφηλὴ ζωή· ἐὰν ὅμως ἐπρόκειτο νὰ πεῖς νὰ μὴν ὑπάρχει οἶνος, θὰ φτάσεις σιγὰ σιγὰ νὰ πεῖς νὰ μὴν ὑπάρχει σίδηρος, γιὰ νὰ μὴν ὑπάρχουν φονιᾶδες, νὰ μὴν ὑπάρχει νύκτα, γιὰ νὰ μὴν ὑπάρχουν κλέφτες, νὰ μὴν ὑπάρχει φῶς, γιὰ νὰ μὴν ὑπάρχουν συκοφάντες, νὰ μὴν ὑπάρχει γυναῖκα, γιὰ νὰ μὴ συμβαίνουν μοιχεῖες καὶ γενικὰ θὰ τὰ καταργήσεις ὅλα.

Ἀλλὰ νὰ μὴν σκέπτεσαι ἔτσι, διότι αὐτὴ εἶναι σατανικὴ σκέψη, οὔτε νὰ κατηγορεῖς τὸν οἶνο, ἀλλὰ τὴ μέθη, καὶ ἀφοῦ πλησιάσεις αὐτὸν ποὺ μεθᾷ, τότε ποὺ εἶναι νηφάλιος, περίγραψέ του ὅλη τὴν ἀσχημοσύνη του καὶ πές του ὅτι ὁ οἶνος δόθηκε γιὰ νὰ εὐφραινόμαστε καὶ ὄχι γιὰ νὰ διαπράττουμε ἀσχημοσύνες, γιὰ νὰ γελοῦμε καὶ ὄχι γιὰ νὰ γινόμαστε γελοῖοι, γιὰ νὰ μᾶς χαρίζει ὑγεία καὶ ὄχι γιὰ νὰ ἀσθενοῦμε, γιὰ νὰ θεραπεύσουμε τὴν ἀσθένεια τοῦ σώματός μας, καὶ ὄχι γιὰ νὰ μᾶς ἐξασθενίσει τὴν ψυχή. Ὁ Θεὸς σὲ τίμησε μὲ αὐτὸ τὸ δῶρο· γιατί ἐσὺ ὑβρίζεις τὸν ἑαυτόν σου μὲ τὸ νὰ μὴν τὸν χρησιμοποιεῖς μὲ μέτρο; Ἄκουσε τί λέγει ὁ Παῦλος: «Μηκέτι ὑδροπότει, ἀλλ᾿ οἴνῳ ὀλίγῳ χρῶ διὰ τὸν στόμάχόν σου καὶ τὰς πυκνάς σου ἀσθενείας (: νὰ μὴν πίνεις πλέον μόνο νερὸ ὅταν τρῶς τὸ φαγητό σου, ἀλλὰ νὰ χρησιμοποιεῖς καὶ λίγο κρασὶ γιὰ τὸ στομάχι σου καὶ τίς συχνὲς ἀσθένειές σου)» [Α΄ Τιμ. 5,23]. Ἐὰν λοιπὸν ἐκεῖνος ὁ ἅγιος ἄνθρωπος, ὁ Τιμόθεος πρὸς τὸν ὁποῖο ἀπευθυνόταν μὲ τὴν ἐπιστολή του ὁ ἀπόστολος Παῦλος, δὲν ἔπινε οἶνο μέχρις ὅτου του τὸ ἐπέτρεψε ὁ διδάσκαλος, μολονότι ἐπέφερε ἀπὸ ἀσθένεια καὶ ἀπὸ πολλὲς ἄλλες τὴν μίαν κατόπιν τῆς ἄλλης ἀρρώστιες, ποιὰς συγχωρήσεως θὰ μπορούσαμε νὰ τύχουμε ἐμεῖς ποὺ μεθοῦμε, ἐνῶ εἴμαστε ὑγιεῖς;

Σὲ ἐκεῖνον μὲν ἔλεγε: «Νὰ χρησιμοποιεῖς λίγο οἶνο γιὰ τὸ στομάχι σου» ἐνῶ στὸν καθένα ἀπὸ ἐσᾶς ποὺ μεθᾶτε θὰ πεῖ: «Νὰ χρησιμοποιεῖς λίγο οἶνο, ὥστε νὰ ἀποφεύγεις τίς πορνεῖες, τίς συχνὲς αἰσχρολογίες καὶ τίς ἄλλες πονηρὲς ἐπιθυμίες τίς ὁποῖες γεννᾷ συνήθως ἡ μέθη. Ἐὰν ὅμως δὲν θέλετε νὰ τὸν ἀποφεύγετε γιὰ ὅλα αὐτά, τοὐλάχιστον ἀποφεύγετέ τον γιὰ τίς λῦπες καὶ τίς ἀηδίες ποὺ πηγάζουν ἀπὸ αὐτόν· διότι ὁ οἶνος δόθηκε γιὰ νὰ μᾶς εὐφραίνει· διότι λέγει ὁ Ψαλμωδός: «οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου (:ὁ οἶνος εὐφραίνει τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου)» [Ψαλμ. 103,15]· ἐσεῖς ὅμως καταστρέφετε καὶ αὐτὴν τὴν ἰδιότητά του»· διότι ποιά εὐφροσύνη μᾶς προξενεῖ, ὅταν εἴμαστε ἐκτὸς ἑαυτοῦ καὶ ὑποφέρουμε ἀπὸ ἀπείρους πόνους καὶ ὅλα τὰ βλέπουμε νὰ γυρίζουν ἄνω-κάτω καὶ κατεχόμαστε ἀπὸ ζάλη, καὶ χρειαζόμαστε, ὅπως ἀκριβῶς ἐκεῖνοι ποὺ ὑποφέρουν ἀπὸ πυρετό, ἐκείνους ποὺ καταβρέχουν μὲ ἔλαιο τίς κεφαλές τους;

Τὰ λόγια μου αὐτὰ δὲν εἰπώθηκαν γιὰ ὅλους, ἢ καλύτερα γιὰ ὅλους εἰπώθηκαν. Ὄχι ἐπειδὴ ὅλοι μεθοῦν· μὴ γένοιτο· ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲν φροντίζουν γιὰ αὐτοὺς ποὺ μεθοῦν ἐκεῖνοι ποὺ δὲν μεθοῦν. Γιὰ τοῦτο καὶ ἀπευθύνομαι περισσότερο πρὸς ἐσᾶς ποὺ εἶστε ὑγιεῖς· διότι καὶ ὁ ἰατρός, ἀφοῦ ἀφήσει τοὺς ἀσθενεῖς, συνομιλεῖ μὲ ἐκείνους ποὺ κάθονται κοντὰ στοὺς ἀσθενεῖς. Πρὸς ἐσᾶς λοιπὸν ἀπευθύνω τὸν λόγο καὶ σᾶς παρακαλῶ οὔτε νὰ ἀφήσετε ποτὲ τὸν ἑαυτό σας νὰ κυριευτεῖ ἀπὸ αὐτὸ τὸ πάθος, καὶ νὰ φροντίζετε ἐκείνους ποὺ κυριεύτηκαν ἀπὸ αὐτό, ὥστε νὰ μὴ φαίνονται χειρότεροι καὶ ἀπὸ τὰ ζῶα· διότι ἐκεῖνα μὲν δὲν ζητοῦν τίποτε περισσότερο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ εἶναι ἀναγκαῖο, ἐνῶ αὐτοὶ ἔχουν γίνει ἀλογότεροι καὶ ἀπὸ ἐκεῖνα, καθόσον ὑπερβαίνουν τὰ ὅρια τοῦ μέτρου.

Πόσο καλύτερος λοιπὸν εἶναι ἀπὸ αὐτοὺς ὁ ὄνος; Πόσο ἐπίσης εἶναι καλύτερος ὁ σκύλος; Καθόσον τὸ καθένα ἀπὸ τὰ ζῶα αὐτά, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ὅλα γενικῶς τὰ ἄλλα, εἴτε εἶναι ἀνάγκη νὰ φάγει εἴτε εἶναι ἀνάγκη νὰ πιεῖ, γνωρίζει ὡς ὅριο τὴν αὐτάρκεια καὶ δὲν προχωρεῖ πέρα ἀπὸ τὸ ἀναγκαῖο· καὶ ἂν ἀκόμη ἄπειροι τὸ ἐξαναγκάζουν, δὲ θὰ θελήσει νὰ ξεπεράσει τὸ μέτρο. Ἄρα λοιπὸν ἐσεῖς εἶστε χειρότεροι καὶ ἀπὸ τὰ ἄλογα ζῶα, ὄχι μόνο σύμφωνα μὲ τὴ λογικὴ τῶν ὑγιῶς σκεπτόμενων ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ σύμφωνα μὲ τὴ δική σας ἀκόμη λογική. Τὸ ὅτι βέβαια θεωρεῖτε τοὺς ἑαυτούς σας ἄξιους περισσότερης περιφρονήσεως ἀπὸ τοὺς σκύλους καὶ τοὺς ὄνους, γίνεται φανερὸ ἀπὸ ὅλα αὐτά· διότι τὰ μὲν ἄλογα ζῶα δὲν τὰ ἐξαναγκάζεις νὰ φᾶνε πέρα ἀπὸ τὴν κανονικὴ τροφή· καὶ ἂν σὲ ρωτήσει κάποιος, «γιὰ ποιόν λόγο;», θὰ τοῦ ἀπαντήσεις γιὰ νὰ μὴν τοὺς προξενήσεις ζημία· γιὰ τὸν ἑαυτό σου ὅμως δὲν λαμβάνεις οὔτε αὐτὴν τὴν πρόνοια. Ἔτσι θεωρεῖς τὸν ἑαυτό σου πιὸ εὐτελῆ ἀπὸ ἐκεῖνα καὶ τὸν ἀφήνεις ἀβοήθητο ὥστε νὰ ὑποφέρει διαρκῶς.

Ἀλλὰ δὲν ὑπομένεις τὴ βλάβη ἀπὸ τὴ μέθη μόνο κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς μέθης, ἀλλὰ καὶ μετὰ ὅταν περάσει ἡ ἡμέρα ἐκείνη. Καὶ ὅπως ἀκριβῶς καὶ ἂν ἀκόμη περάσει ὁ πυρετός, παραμένει ἡ βλάβη ἀπὸ τὸν πυρετό, ἔτσι καὶ ὅταν ἀκόμη περάσει ἡ μέθη, ἡ ζάλη ἀπὸ τὴ μέθη ἐξακολουθεῖ νὰ ἐπιδρᾷ καὶ στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα. Καὶ τὸ μὲν ἄθλιο σῶμα βρίσκεται κάτω σὲ κατάσταση παραλυσίας, ὅπως ἀκριβῶς τὸ σκάφος ποὺ ναυάγησε, ἐνῶ ἡ ψυχὴ αὐτοῦ ποὺ εἶναι πολὺ περισσότερο ταλαίπωρη ἀπὸ τὸ σῶμα, καὶ ὅταν αὐτὸ ἀκόμη ἔχει διαλυθεῖ, διεγείρει τὴ συμφορὰ καὶ τὴν ἐπιθυμία ἀνάπτει, καὶ ὅταν φαίνεται ὅτι σωφρονεῖ, τότε προπάντων ἐκδηλώνεται ἡ μανία του, καθόσον φέρει στὴ φαντασία του οἶνο, πιθάρια, φιάλες καὶ ποτήρια. Καὶ ὅπως ἀκριβῶς κατὰ τὴν περίπτωση κακοκαιρίας καὶ ἂν ἀκόμη πάψει ἡ ἀνεμοθύελλα, ὅμως παραμένει ἡ ζημία ποὺ προκλήθηκε ἀπὸ τὴ θύελλα, ἔτσι λοιπὸν καὶ στὴν περίπτωση αὐτή· καθόσον ὅπως ἀκριβῶς στὴν περίπτωση ἐκείνη ρίχνονται στὴ θάλασσα τὰ μεταφερόμενα πράγματα, ἔτσι καὶ ἐδῶ ἀποβάλλονται ὅλα σχεδὸν τὰ ἀγαθά.

Εἴτε λοιπὸν βρεῖ σωφροσύνη, εἴτε ντροπή, εἴτε σύνεση, εἴτε ἐπιείκεια, εἴτε ταπεινοφροσύνη, ὅλα τὰ ρίπτει ἡ μέθη στὸ πέλαγος τῆς παρανομίας. Ἀλλὰ ὅμως δὲν εἶναι πλέον ὅμοια τὰ ὅσα συμβαίνουν στὴ συνέχεια· διότι σὲ ἐκείνη μὲν τὴν περίπτωση μετὰ τὴν ἀπόρριψη τῶν μεταφερόμενων πραγμάτων, τὸ σκάφος γίνεται ἐλαφρύτερο, στὴν περίπτωση ὅμως τῆς μέθης γίνεται περισσότερο βαρύ· διότι ἀντὶ ἐκείνου τοῦ πλούτου δέχεται ἄμμο καὶ ὕδωρ ἁλμυρὸ καὶ ὅλα τὰ ὑπολείμματα τῆς μέθης, τὰ ὁποῖα καταβυθίζουν ἀμέσως τὸ σκάφος μαζὶ μὲ τοὺς ἐπιβάτες καὶ τὸν κυβερνήτη.

Ὥστε λοιπὸν γιὰ νὰ μὴν πάσχουμε ὅλα αὐτά, ἂς ἀπαλλάξουμε τοὺς ἑαυτούς μας ἀπὸ τὴ θύελλα αὐτήν. Δὲν εἶναι δυνατὸ μεθῶντας κανεὶς νὰ δεῖ τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Διότι λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «μὴ πλανᾶσθε· οὔτε πόρνοι οὔτε εἰδωλολάτραι οὔτε μοιχοὶ οὔτε μαλακοὶ οὔτε ἀρσενοκοῖται οὔτε πλεονέκται οὔτε κλέπται οὔτε μέθυσοι, οὐ λοίδοροι, οὐχ ἅρπαγες βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι (:Μὴν πλανᾶστε. Οὔτε οἱ πόρνοι, οὔτε οἱ εἰδωλολάτρες, οὔτε οἱ μοιχοί, οὔτε οἱ ἐκθηλυμένοι καὶ θηλυπρεπεῖς, οὔτε οἱ ἀρσενοκοῖτες, οὔτε οἱ πλεονέκτες, οὔτε οἱ κλέφτες, οὔτε οἱ μέθυσοι, οὔτε αὐτοὶ ποὺ ἐμπαίζουν καὶ βρίζουν τοὺς ἄλλους, οὔτε οἱ ἅρπαγες μὲ κανένα τρόπο δὲν θὰ κληρονομήσουν τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ)» [Α΄ κορ. 6,9-10].

Καὶ γιατί λέγω «τὴ βασιλεία»; Διότι ἐκεῖνος ποὺ ἔχει συνδέσει τὴ ζωή του μὲ τὴ μέθη δὲν εἶναι δυνατὸν οὔτε τὰ παρόντα πράγματα νὰ δεῖ. Καθόσον ἡ μέθη τίς ἡμέρες τίς κάνει νύκτες καὶ τὸ φῶς σκοτάδι καὶ μολονότι αὐτοὶ ποὺ μεθοῦν ἔχουν ἀνοικτὰ τὰ μάτια τους δὲ βλέπουν οὔτε τὰ πόδια τους. Καὶ δὲν εἶναι αὐτὸ μόνο τὸ φοβερό, ἀλλὰ μαζὶ μὲ αὐτὰ ὑφίστανται καὶ ἄλλη φοβερότερη τιμωρία, διότι καταλαμβάνονται ἀπὸ παράλογη λύπη, μανία, ἀσθένεια, γέλωτα καὶ διαρκῶς χλευάζονται. Ποιά λοιπὸν συγχώρηση ὑπάρχει γιὰ αὐτοὺς ποὺ κεντοῦν τοὺς ἑαυτούς τους μὲ τόσα κακά; Δὲν ὑπάρχει καμία.

Ἄς ἀποφύγουμε λοιπὸν αὐτὴν τὴν ἀσθένεια, ὥστε καὶ τὰ ἀγαθὰ τῆς παρούσης ζωῆς νὰ ἀπολαύσουμε καὶ τὰ μελλοντικά, μέ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη μαζὶ καὶ στὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

 

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

ἐπιμέλεια κειμένου: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:

•   https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-matthaeum.pdf

•   Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου Ἅπαντα τὰ  ἔργα, Ὑπόμνημα στὸ Κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, ὁμιλία ΝΖ΄, πατερικὲς ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς»(ΕΠΕ), ἐκδ. οἶκος «Τὸ Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1990, τόμος 11Α, σελίδες 31-39.

•   Βιβλιοθήκη τῶν Ἑλλήνων, Ἅπαντα τῶν ἁγίων Πατέρων, Ἰωάννου Χρυσοστόμου ἔργα, τόμος 67, σελ. 109- 114 (ἤ: 51-54 του PDF).

•   https://drive.google.com/file/d/0byzqkrkg4yklc00xqlk2tnzfbve/view

•   http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient greek/tools/liddell-scott/index.html

•   Π. Τρεμπέλα, Καινὴ Διαθήκη μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων « Σωτήρ», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2014.

•   Καινὴ Διαθήκη, Κείμενον καὶ ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων « Ζωή», ἔκδοση τριακοστὴ τρίτη, Ἀθήνα 2009.

•   Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τοὺς ἑβδομήκοντα, Κείμενον καὶ σύντομος ἀπόδοσις τοῦ νοήματος ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων « Ζωή», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2005.

•   http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia Diathikh/Biblia/Palaia Diathikh.htm

•   http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh Diathikh/Biblia/Kainh Diathikh.htm
___________________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»