Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ Η ΑΔΙΑΦΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ.
(ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΥΨΩΣΕΩΣ).
Αρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου, Θεολόγου- συγγραφέως Ι. Μ.
Κυθήρων και Αντικυθήρων
Εν Κυθήροις τη 7η Σεπτεμβρίου 2025
Η σημερινή Κυριακή, αγαπητοί μου αδελφοί, είναι η Κυριακή προ της Υψώσεως, επειδή προηγείται της μεγάλης δεσποτικής εορτής της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, την οποία πρόκειται να εορτάσουμε σε λίγες ημέρες. Γι’ αυτό τόσο το ευαγγελικό, όπως και το αποστολικό ανάγνωσμα αναφέρονται στην μεγάλη αυτή εορτή. Η ευαγγελική περικοπή είναι από το κατά Ιωάννην ευαγγέλιο, που είναι ένα απόσπασμα ενός διαλόγου που είχε ο Κύριος με κάποιον άρχοντα των Ιουδαίων, ονόματι Νικόδημον.
Στον διάλογο αυτό ο Κύριος, αναφερόμενος στην αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο, λέγει μεταξύ άλλων στον Νικόδημο τα εξής: «Ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν, ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται, αλλ' έχη ζωήν αιώνιον». Δηλαδή τόσο πολύ αγάπησε ο Θεός τον κόσμο, ώστε παρέδωσε σε θάνατο σταυρικό τον μονογενή του Υιόν, έτσι ώστε κάθε ένας που πιστεύει σ’ αυτόν να μην χάνεται, αλλά να έχει ζωήν αιώνιον.
Από τότε που αμάρτησε ο Αδάμ και παρέβη την εντολή του Θεού, εξέπεσε πλέον της Χάριτος του Θεού και κατέστη δούλος της φθοράς και του θανάτου, συμπαρέσυρε δε στη φθορά και στον θάνατο και όλο το ανθρώπινο γένος. Ευρισκόμενος τώρα ο άνθρωπος σ’ αυτή την κατάσταση, ήταν αδύνατο να λυτρωθεί από αυτήν με τις δικές του μόνον δυνάμεις. Ήταν καταδικασμένος να παραμένει για πάντα δούλος του θανάτου, διότι κανένα κτίσμα, ούτε άγγελος, ούτε άνθρωπος, μπορούσε να τον σώσει και να τον επαναφέρει στην αρχική κατάσταση της αφθαρσίας και της αθανασίας παρά μόνον ο Θεός. Ο δε Θεός επειδή είναι αγάπη στο εσώτατο είναι του, ευσπλαγνίσθηκε το πλάσμα του, τον άνθρωπο, και δεν θέλησε να τον αφήσει σ’ αυτή την κατάσταση, αλλά οικονόμησε με την εναθρώπηση του Υιού του, με το πάθος και την ανάστασή του, την επαναφορά του στην κατάσταση της αφθαρσίας και της αθανασίας. Και όχι μόνον τούτο, αλλά τον κατέστησε και κληρονόμο της βασιλείας του. Αυτήν ακριβώς την απερίγραπτη αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο εκφράζουν τα λόγια του Κυρίου, που αναφέραμε προηγουμένως.
Ενώ λοιπόν ο Θεός από τη δική του πλευρά έδειξε την απερίγραπτη αγάπη του προς τον άνθρωπο και έκανε ό,τι εξαρτάται από αυτόν για τη σωτηρία μας, δηλαδή μας άνοιξε τον δρόμο για τον παράδεισο, ωστόσο ο άνθρωπος είναι αδύνατον να σωθεί, αν δεν ανταποκριθεί σ’ αυτή την αγάπη. Και τούτο διότι ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο ελεύθερο και σέβεται, δεν παραβιάζει την ελευθερία του. Περιμένει λοιπόν ο Θεός να δεί την ανταπόκριση του ανθρώπου. Αλλά για να ανταποκριθεί ο άνθρωπος χρειάζεται να συνειδητοποιήσει προηγουμένως αυτή την αγάπη και να συγκλονιστεί από αυτήν. Να συνειδητοποιήσει δηλαδή ότι ο Θεός δείχνει την αγάπη του και μας σώζει, όχι δίνοντας κάποιες εντολές αφ’ υψηλού, αλλά με το να έρθει στη γη, να γίνει άνθρωπος και να υποστεί φρικτό μαρτυρικό, σταυρικό θάνατο και να υπομείνει τον έσχατο εξευτελισμό και την μεγαλύτερη ατιμία, που σημαίνει ο θάνατος αυτός. Και φυσικά ο σταυρός δεν είναι λόγια δεν είναι απλώς μια ιστορία, αλλά μια πραγματικότητα. Εκει ο Χριστός πονάει με αφόρητους πόνους όχι μόνον σωματικά, όπως θα πονούσε ο κάθε άνθρωπος, αλλά πονάει κυρίως ψυχικά, διότι σηκώνει το βάρος της ενοχής όλων των ανθρώπων, όλων των αιώνων, ωσάν να είναι ο ίδιος αμαρτωλός, χωρίς βέβαια να είναι.
Και ενώ θα περίμενε κανείς όλοι οι άνθρωποι να συγκλονιστούν, βλέποντας μια τόσο μεγάλη, τόσο υπέροχη, τόσο απερίγραπτη αγάπη, που μόνο ένας Θεός θα μπορούσε να δείξει στο πλάσμα του και να ανταποκριθούν σ’ αυτήν με το να πιστεύσουν στο Χριστό, κατά παράδοξο τρόπο η πλειονότητα των ανθρώπων σήμερα παραμένει ψυχρή και αδιάφορη. Και δεν είναι μόνον οι άθεοι και οι άπιστοι, οι οποίοι όχι μόνον δεν πιστεύουν σ’ αυτόν, αλλά και τον μισούν και τον υβρίζουν, αλλά και πολλοί χριστιανοί. Είναι απορίας άξιον πως συμβαίνει πολλοί χριστιανοί, που είναι βαπτισμένοι και έχουν μια κάποια θρησκευτικότητα, έχουν μια κάποια αναφορά στην Εκκλησία, τηρούν κάποια θρησκευτικά καθήκοντα, ωστόσο δεν ανταποκρίνονται, ή ελάχιστα μόνον ανταποκρίνονται στην αγάπη του Θεού. Η πλειονότητα των ανθρώπων, δυστυχώς σήμερα, δεν θέλουν να ανταποκριθούν, ούτε να πιστεύσουν στο Χριστό, ακριβώς γιατί αγαπούν τη δόξα, τον πλούτο και τα θέλγητρα του κόσμου. Καυχώνται για τα ταλέντα και προσόντα και χαρίσματα που τους έδωσε ο Θεός, για τα πτυχία και τα διπλώματά τους, για την υψηλή κοινωνική τους θέση, για τα πλούτη τους κ.λ.π.
Χρειάζεται όλοι μας να κάνουμε μια αυτοεξέταση και να θέσουμε κάποια ερωτήματα στον εαυτό μας και να πούμε: Με αγαπάει ο Θεός με τόσο απερίγραπτη αγάπη και εγώ δεν το καταλαβαίνω; Με αγαπάει ο Θεός και εγώ μένω αδιάφορος; Μένω εγκλωβισμένος μέσα στη φιλαυτία μου, μέσα στη ματαιότητα της παρούσης ζωής, προτιμώντας τα πρόσκαιρα από τα αιώνια; Προτιμώντας τις πρόσκαιρες απολαύσεις, τις ηδονές και την πρόσκαιρη δόξα του κόσμου και όχι τα αιώνια αγαθά της βασιλείας του; Είναι όντως τραγικό να μου ανοίγει ο Θεός τον δρόμο προς τη σωτηρία και εγώ να αρνούμαι να βαδίσω αυτόν τον δρόμο και να προτιμώ τον αιώνιο θάνατο και την αιώνια απώλεια.
Το ερώτημα που τίθεται εν προκειμένω είναι: Τι πρέπει να κάνουμε και πως πρέπει να ανταποκριθούμε στην αγάπη του Θεού; Την απάντηση μας την δίδει ο απόστολος Παύλος στο αποστολικό ανάγνωσμα που ακούσαμε προηγουμένως, που είναι μιά περικοπή από την προς Γαλάτας επιστολή του. Γράφει ο απόστολος: «Εμοί δε μη γένοιτο καυχάσθαι ει μη εν τω σταυρώ του Κυρίου ημών Ιησοῦ Χριστού δι' ου εμοί κόσμος εσταύρωται καγώ τω κόσμω». Δηλαδή σε μένα ποτέ να μη συμβεί να καυχηθώ για τίποτε άλλο παρά μόνο για τον σταυρό του Κυρίου. Διά του σταυρού του ο κόσμος έχει πεθάνει για μένα και εγώ για τον κόσμο. Μ’ άλλα λόγια ο Παύλος ανταποκρίθηκε τόσο πολύ και σε τόσο μεγάλο βαθμό στην αγάπη του Θεού, ώστε να συσταυρωθεί μαζί με τον Χριστό, μέχρι σημείου ο κόσμος να έχει πεθάνει γι’ αυτόν και αυτός για τον κόσμο. Δεν τον συγκινεί ο κόσμος. Δεν τον αιχμαλωτίζουν τα θέλγητρα, οι ηδονές και η δόξα του κόσμου, ούτε τα φόβητρα του κόσμου τον φοβίζουν. Ο κόσμος της αμαρτίας, της πλάνης και της ηθικής διαφθοράς όλα αυτά έχουν πεθάνει για τον Παύλο. Για ένα πράγμα τώρα πλέον καυχάται. Για τον σταυρό του Κυρίου, για τη σταυρική του θυσία. Για το απανάγιο αίμα του εσταυρωμένου λυτρωτού, με το οποίο έλαβε την άφεση των αμαρτιών όλος ο κόσμος, όλη η ανθρωπότης. Με το αίμα αυτό ο Χριστός εξαγόρασε την ανθρωπότητα από το σκλαβοπάζαρο της αμαρτίας και του θανάτου και την επανάφερε στον παράδεισο, στη βασιλεία των ουρανών. Η καρδιά του Παύλου είναι τόσο βαθιά συγκλονισμένη από την αγάπη του Θεού, ώστε να διακηρύσσει στην προς Ρωμαίους επιστολή: «Τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού; Θλίψις, ή στενοχωρία, ή διωγμός, ή λιμός, ή γυμνότης, ή κίνδυνος, ή μάχαιρα;», (8,35).
Ας λάβουμε υπ’ όψη μας, αδελφοί μου, όλα όσα προηγουμένως αναφέραμε με βάση το σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα και ας αγωνιστούμε να ανταποκριθούμε στην αγάπη του Θεού, μιμούμενοι κατά δύναμιν το παράδειγμα του Παύλου, με το να συσταυρωθούμε μαζί με τον Χριστό και να απαρνηθούμε τα πάθη και τις επιθυμίες του παλαιού ανθρώπου, πράγμα το οποίο εύχομαι να γίνει σε όλους μας με τη Χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, τις πρεσβείες της Κυρίας Θεοτόκου και όλων των αγίων, αμήν.