Ἡ Ἁγία Ἀκυλίνα ἡ Μάρτυς
Τὸν παστὸν εὐτρέπιζε λαμπρόν, Νυμφίε.
Ἀκυλῖνα σοι τέμνεται Νύμφη νέα.
Ἀμφὶ τρίτην δεκάτην κεφαλὴν τμήθη Ἀκυλῖνα.
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Ἀκυλίνα καταγόταν ἀπὸ τὴ Βύβλο ἢ Βίβλο τῆς Παλαιστίνης, ἦταν θυγατέρα τοῦ ἐπιφανοῦς ἄρχοντος Εὐτολμίου καὶ ἄθλησε, τὸ 298 μ.Χ. κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.). Σὲ ἡλικία πέντε ἐτῶν βαπτισθεῖσα ὑπὸ τοῦ Ἐπισκόπου Εὐθαλίου, τόσον ἀφοσιώθηκε στὸν Θεὸ καὶ τὴν μελέτη τῶν Γραφῶν, ὥστε δωδεκαετὴς ἐδίδασκε τοὺς ὁμηλίκους της νὰ ἀπέχουν ἀπὸ τὴ λατρεία τῶν εἰδώλων καὶ νὰ πιστεύουν στὸν Χριστό.
Ἔνεκα τῆς θεοφιλοῦς αὐτῆς δράσεώς της, καταγγέλθηκε στὸν ἀνθύπατο Οὐολοσιανό, συλληφθεῖσα δὲ καὶ ὁδηγηθεῖσα ἐνώπιον αὐτοῦ, ὁμολόγησε τὴ Χριστιανικὴ πίστη της. Ὁ ἀνθύπατος διέταξε ἀμέσως τὴ διὰ σκληρῶν βασάνων θανάτωσή της. Ἔτσι, ἀφοῦ ἐμαστιγώθηκε ἀνηλεῶς καὶ τῆς ἐτρύπησαν τὰ αὐτιὰ μὲ πυρακτωμένη σούβλα, τὴν ἀποκεφάλισαν. Ἡ Σύναξη τῆς Ἁγίας Ἀκυλίνας ἐτελεῖτο στὸ ἁγιώτατο αὐτῆς Μαρτύριο, ποὺ ἦταν στὴν περιοχὴ τοῦ Φιλοξένου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, κοντὰ στὸ Φόρο καὶ τὸ Περιτείχισμα.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Τχὺ προκατάλαβε.
Παρθένος ἀκήρατος, καὶ Ἀθληφόρος σεμνή, ἐδείχθης τοῖς πέρασι, τῇ ἀγαπήσει Χριστοῦ, Ἀκυλίνα θεόνυμφε· σὺ γὰρ καθάπερ ῥόδον, νοητὸν τεθηλυῖα, ἔπνευσας ἐν ἀθλήσει, τῆς ἁγνείας τὴν χάριν, πρεσβεύουσα τῷ Κυρίῳ, ὑπὲρ τῶν τιμώντων σε.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ραντισμοῖς αἱμάτων σου, καθηγνισμένην παρθένε, καὶ Μαρτύρων στέμμασι, σὲ Ἀκυλίνα στεφθεῖσαν, δέδωκε, τοῖς ἐν ἀνάγκαις τῶν νοσημάτων, ἴασιν, καὶ σωτηρίαν ὁ σὸς Νυμφίος, τοῖς προστρέχουσιν ἐν πίστει, Χριστὸς ὁ βρύων, ζωὴν αἰώνιον.
Μεγαλυνάριον.
Μύρων αἰσθομένη τῶν νοητῶν, Μάρτυς Ἀκυλίνα, ὡς νεᾶνις πανευπρεπής, κόσμου τὸ δυσῶδες, ἐμφρόνως ὑπερεῖδες, καὶ ἄθλοις μαρτυρίου, Χριστῷ νενύμφευσαι.
Ὁ Ἅγιος Ἀντίπατρος Ἐπίσκοπος Βόστρων
Tον Aντίπατρον πλούσιον Σώτερ δέχη,
Tων αρετών φέροντα κορβανάν μέγαν.
Εἶναι ἄγνωστο ἀπὸ ποῦ καταγόταν ὁ Ἅγιος Ἀντίπατρος, Ἐπίσκοπος Βόστρων, ὁ ὁποῖος ἔζησε κατὰ τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 5ου αἰώνος μ.Χ. Περὶ τοῦ Βίου του δὲν γνωρίζουμε κάτι σχετικό, ἀπὸ τὸ συγγραφικό του ἔργο δὲ διασώθηκαν δύο λόγοι του στὸν Εὐαγγελισμὸν τῆς Θεοτόκου καὶ τὸ Γενέθλιον τοῦ Προδρόμου καὶ ἀποσπάσματα συγγράμματος κατὰ τῆς ὑπὲρ τοῦ Ὠριγένους Ἀπολογίας τοῦ Εὐσεβίου Καισαρείας. Ἡ ἀποδιδόμενη σὲ αὐτὸν συγγραφὴ κατὰ τοῦ Ἀπολιναρίου Λαοδικείας ἀποδείχθηκε ὅτι δὲν εἶναι ἰδική του.
Ὁ αὐτοκράτορας Λέων Α’ (457 – 474 μ.Χ.) συμβουλεύθηκε τὸν Ἅγιο, τὸ 457 μ.Χ., περὶ τοῦ κύρους τῆς ἐν Χαλκηδόνι Συνόδου, ἀλλὰ ἡ ἀπάντηση δὲν διασώθηκε.
Ὁ Ἅγιος Ἀντίπατρος ἔχαιρε ἐνωρὶς τιμῆς ὡς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὸν ἅγιο βίο του καὶ τὴν πίστη του στὴν ὀρθὴ πίστη καὶ διδασκαλία. Συνδεόταν διὰ πνευματικῆς φιλίας μὲ τὸν Ὅσιο Εὐθύμιο τὸν Μεγάλο († 437 μ.Χ.). Ὁ ἀββᾶς Γελάσιος ἐδιάβαζε στοὺς μοναχοὺς τῆς Μεγάλης Λαύρας τῶν Ἱεροσολύμων, κατὰ τὸν ἐκκλησιασμό τους, τὰ ὅσα εἶχε γράψει ὁ Ἅγιος κατὰ τῆς ὠριγενείου κακοδοξίας. Κατὰ τὴν Ζ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἀνεγνώσθησαν ἀποσπάσματα ἀπὸ τὰ κείμενά του. Ὁ Ὅσιος Ἀντίπατρος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ἅγιος Τριφύλλιος Ἐπίσκοπος Λήδρας
Έστηκε Tριφύλλιος Yψίστου πέλας,
Oρών το τριπρόσωπον Yψίστου σέλας.
Ο Άγιος Τριφύλλιος ήταν ο πρώτος επίσκοπος της Λευκωσίας της Κύπρου.
Ο τόπος που γεννήθηκε ο Άγιος αυτός δεν αναφέρεται πουθενά. Επειδή όμως το όνομά του είναι συνδεδεμένο με την Τριμυθούντα (Τρεμετουσιά), την πατρίδα του δασκάλου του Αγίου Σπυρίδωνος (βλέπε 12 Δεκεμβρίου) και με τη Λευκωσία, της οποίας υπήρξε πρώτος επίσκοπος, θεωρούμε σαν πατρίδα του μια από τις δύο αυτές πόλεις. Επίσης και τα ονόματα των γονέων του δεν μας είναι γνωστά. Πρέπει όμως να ήσαν πλούσιοι. Αυτό το συμπεραίνουμε από τη μόρφωση που έδωκαν στο παιδί τους. Ο νεαρός Τριφύλλιος μετά από την κατώτατη μόρφωση που πήρε στα δύο πνευματικά τότε κέντρα του νησιού, τη Σαλαμίνα και τους Σόλους, στάλθηκε από τους γονείς του στη Βηρυτό.
Εκεί συμπλήρωσε τις σπουδές του στη νομική και τη ρητορική. Τότε η Βηρυτός ήταν ξακουστή για τις Νομικές της Σχολές. Όταν τέλειωσε, ο νέος δεν επέστρεψε αμέσως στην Κύπρο. Παρέμεινε επί ένα διάστημα στη Βηρυτό, όπου ήσκησε το επάγγελμα του νομικού και δικηγόρου με εξαιρετική επιτυχία. Από την πρώτη στιγμή είχε επιβληθεί στους εκεί κύκλους των μορφωμένων χάρη στη ρητορική του δεινότητα και σοφία. Όλοι θαύμαζαν και καμάρωναν τον επιτυχημένο νέο επιστήμονα και μακάριζαν τους ευτυχισμένους γονείς. Όμως αυτό δεν συνέβαινε και με τον νεαρό ακόμη Τριφύλλιο. Αυτός έβλεπε με αδιαφορία τις επιτυχίες του.
Τα χρόνια αυτά ήσαν χρόνια διωγμών και μαρτυρίων για τους χριστιανούς. Κι ο Τριφύλλιος, μολονότι ειδωλολάτρης, δεν ανεχόταν να βλέπει καθημερινά να εξελίσσονται μπροστά του όλα εκείνα τα κτηνώδη βασανιστήρια και αφάνταστα δράματα σε βάρος των χριστιανών. Η ευγενική ψυχή του, ποθούσε να γνωρίσει την πηγή που ενέπνεε στους χριστιανούς το θάρρος και την πίστη να αντιμετωπίζουν τα πιο σκληρά και κτηνώδη βασανιστήρια με ανοχή, πραότητα κι υπομονή και με χαμόγελο στα χείλη.
Όλα αυτά μαζί με την υπέροχη διδασκαλία του Κυρίου στην απροκατάληπτη κι αγνή ψυχή του έφεραν το προσδοκώμενο αποτέλεσμα και ο Τριφύλλιος έγινε χριστιανός.
Έτσι εγκαταλείπει τις τιμές και τις δόξες που του χάριζε η πλούσια κοινωνία της Βηρυτού και γυρίζει στην πατρίδα του την Κύπρο και σπεύδει να ενωθεί με τη χριστιανική κοινότητα. Εκείνες τις μέρες είχε κυκλοφορήσει ήδη το διάταγμα των Μεδιολάνων (313 μ.Χ.) που έδινε το δικαίωμα στους χριστιανούς να λατρεύουν ελεύθερα τον Θεό τους. Σαν έμαθε πως κι ο άγιος θαυματουργός Σπυρίδωνας, όπως κι ο άγιος Θεόδοτος επίσκοπος Κυρήνειας (βλέπε 2 Μαρτίου) είχαν αποφυλακισθεί από τον σκληρό κι άγριο σε ένστικτα ηγεμόνα της Κύπρου Σαβίνο, έσπευσε να θέσει τον εαυτό του στην υπηρεσία του πρώτου. Και σαν τον Ελισσαίο, τον μαθητή του Προφήτου Ηλία, έγινε κι αυτός μαθητής του Σπυρίδωνος. Παρά τις πολλές ταλαιπωρίες που είχε υποστεί η αγία εκείνη μορφή και τα βασανιστήρια τα φοβερά, στα οποία είχε υποβληθεί στα κάτεργα των μεταλλείων των Σόλων - ραπίσθηκε βάναυσα, από τα ραπίσματα βλάφτηκε το δεξιό του μάτι, το πόδι του το αριστερό είχε εξαρθρωθεί - η υγεία του με τη χάρη του Θεού είχε αρκετά αποκατασταθεί.
Κοντά στον θαυματουργό Σπυρίδωνα ο Τριφύλλιος μυείται καθημερινά στα μυστήρια του χριστιανισμού. Με τη μελέτη, την προσεκτική ακρόαση, και τον φλογερό ζήλο του κατόρθωσε σε λίγο διάστημα, να γνωρίσει τη χριστιανική πίστη σε όλη της την απλότητα, τη δύναμη και τη δόξα και να χειροτονηθεί από τον Άγιο διάκονος του. Από τη θέση αυτή ο νεαρός μαθητής άρχισε να δείχνει όλες τις ικανότητες και τα χαρίσματα με τα όποια τον προίκισε ο Θεός.
Την εποχή όμως αυτή νέοι εχθροί πιο επικίνδυνοι κι από τους διωγμούς που είχαν ήδη σταματήσει, απειλούν και διασαλεύουν την ειρήνη της Εκκλησίας. Είναι οι διάφοροι αιρετικοί. Και μεταξύ αυτών πρώτος και πιο επικίνδυνος ο Άρειος. Ο σάλος που δημιουργήθηκε στην Εκκλησία εξ αιτίας του υπήρξε πολύ-πολύ μεγάλος.
Για την αποκατάσταση της ειρήνης είχε συγκληθεί τότε στη Νίκαια της Βιθυνίας η Α' Οικουμενική Σύνοδος. Στη Σύνοδο αυτή έλαβε μέρος κι ο άγιος Σπυρίδωνας συνοδευόμενος από τον διάκονο του, τον ιερό Τριφύλλιο. Εκεί με πολύ ενδιαφέρον παρηκολούθησε ο ζηλωτής αθλητής τις συνεδριάσεις των 318 θεοφόρων πατέρων. Θαύμασε την επιχειρηματολογία και τους αγώνες του Μεγάλου Αθανασίου και κυριολεκτικά συγκλονίσθηκε από το θαύμα της κεραμίδας του ταπεινού κι απλοϊκού, αλλά μεγάλου σε αγιότητα δασκάλου του.
Μετά τη Σύνοδο ο Τριφύλλιος συνόδευσε και πάλιν τον δάσκαλο του στην Αντιόχεια, όπου κλήθηκε και θεράπευσε τον Αυτοκράτορα Κωνστάντιο (337 - 361 μ.Χ.), που έπασχε από ανίατη αρρώστια.
Ωραιότατη περιγραφή αυτής της επισκέψεως συνέγραψε ο Τριφύλλιος σε Ιάμβους. Την περιγραφή αυτή μεταγλώττισε ο συγγραφέας βίων αγίων και επίσκοπος Λεμεσού Λεόντιος (582 - 602 μ.Χ.) μαζί με τον τότε επίσκοπο Πάφου Θεόδωρο και τον εξεφώνισε σ' ένα λόγο του στην Τρεμετουσιά, στον πανηγυρίζοντα ναό του αγίου Σπυρίδωνος.
Μετά τη θαυμαστή θεραπεία του βασιλέως Κωνσταντίου δάσκαλος και μαθητής επέστρεψαν στην Κύπρο, για να συνεχίσουν το έργο τους. Στο μεταξύ οι χριστιανοί της Λήδρας (Λευκωσίας) που είχαν αρκετά αυξηθεί εκζητούν τον Τριφύλλια για επίσκοπό τους. Ο λύχνος ήρθε η ώρα να τεθεί επί της λυχνίας. Μπροστά στις επίμονες παρακλήσεις του ευσεβούς λαού, ο Σπυρίδωνας χειροτόνησε τον διάκονο του πρεσβύτερο και επίσκοπο τους.
Τη θέση αυτή λάμπρυνε κυριολεκτικά ο Άγιος με την όλη ζωή του, ζωή ασκητική, τη διδασκαλία του, το παράδειγμά του και τους αγώνες και τους μόχθους του για τον Χριστό.
Στην συνέχεια μαζί με τον άγιο δάσκαλο του, τον θαυματουργό Σπυρίδωνα (343 - 344 μ.Χ.) θα λάβουν μέρος στη Σύνοδο της Σαρδικής (Σόφια). Η σύνοδος αυτή, όπως ξέρουμε, συνεκλήθη, για να συνενώσει τους επισκόπους Ανατολής και Δύσεως, για να αντιμετωπίσουν από κοινού την αίρεση του αρειανισμού, που εξακολουθούσε να ταράζει και να διασπά τη μία Εκκλησία. Τα πρακτικά υπέγραψαν αμφότεροι μαζί με τους άλλους επισκόπους της νήσου, που έλαβαν μέρος σ' αυτή. Τα πρακτικά της Συνόδου εκτός από τον άγιο Σπυρίδωνα και Τριφύλλια υπόγραψαν: Οι Αυξίβιος, Φώτιος, Γελάσιος, Αφροδίσιος, Ειρηνικός, Νουνέχιος, Αθανάσιος, Μακεδόνιος, Νορθανός και Σωσικράτης. Αγνοούμε δυστυχώς την επισκοπή εκάστου.
Μετά την επιστροφή τους στην Κύπρο ο ιερός Τριφύλλιος συνέχισε με τον ίδιο κι ακόμη περισσότερο ζήλο το έργο του για την εμπέδωση των ευαγγελικών αληθειών μεταξύ του ποιμνίου του.
Σε μια άλλη περίπτωση Τριφύλλιος και Σπυρίδωνας ανέλαβαν μια πολύ δύσκολη οδοιπορία ανάμεσα στα βουνά της οροσειράς του Πενταδάκτυλου, για να πάνε στην Κερύνεια, όπου καθήκοντα ανώτερα τους καλούσαν. Την οδοιπορία αυτή περιέγραψε και πάλιν ο Τριφύλλιος σε ιαμβικό μέτρο. Δυστυχώς κι αυτή χάθηκε. Το μόνο που αναφέρεται, είναι ότι οι ομορφιές της περιοχής αυτής τόσο εμάγευσαν την ποιητική και συναισθηματική ψυχή του Τριφυλλίου, ώστε ο γηραιός δάσκαλος του να αναγκασθεί να τον παρατηρήσει.
- Μην παρασύρεσαι, αδελφέ, από τις επίγειες καλλονές. «Ουκ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν». Πατρίδα μας είναι ο ουρανός. Στον ουρανό και στις αθάνατες κι αιώνιες ομορφιές του Ουρανού και της θριαμβεύουσας εκεί Εκκλησίας του Χριστού, ας έχουμε πάντα προσηλωμένο τον νου μας.
Ο Συναξαριστής αναφέρει και μια άλλη περίπτωση που ο Τριφύλλιος δέχτηκε με ταπεινοφροσύνη τον έλεγχο του δασκάλου του. Ήταν σε μια ομιλία του για τον παράλυτο της Καπερναούμ, που ο Τριφύλλιος αντήλαξε τη λέξη κράββατο, με την αρχαιοπρεπή λέξη «σκίμποδα». «Ου συ γε, του είπε, αμείνων ει, του τον κράββατον ειρηκότος». Δεν είσαι συ, του είπε, καλύτερος κι ανώτερος από Εκείνο που ονόμασε το στρώμα κρεβάτι. Με σεβασμό πρέπει να χρησιμοποιεί ο καθένας τις λέξεις Εκείνου.
Για την καλύτερη εξυπηρέτηση του ποιμνίου του ίδρυσε στην επισκοπή του τη Μονή της Οδηγήτριας ή Χρυσοδηγητρίας με ένα πολύ ευρύ κοιμητήριο. Η εκκλησία με την οποία στόλισε το μοναστήρι ήταν αρκετά μεγάλη και μπορούσε να περιλάβει όλους τους χριστιανούς της πόλεώς του.
Εκτός από το ανδρικό αυτό μοναστήρι έκτισε στη Λευκωσία κι ένα γυναικείο. Σ' αυτό, λέγεται, μόνασε κι η μητέρα του. Στο μοναστήρι αυτό, όρισε όσες μοναχές κινούμενες από θείο έρωτα ήθελον πάει να προσκυνήσουν στους Αγίους Τόπους και περνούσαν από την Κύπρο τόσο στον πηγαιμό όσο και στον ερχομό, να φιλοξενούνται σ' αυτό.
Δυστυχώς από τα πολλαπλά έργα του άγιου δεν απέμεινε τίποτε. Η Μονή της Οδηγήτριας με τον μεγάλο ναό της που ήταν κτισμένη πιθανόν έξω από τα σημερινά τείχη της Λευκωσίας μεταξύ του ανοίγματος του Χατζησάββα και του ανοίγματος του αγίου Αντωνίου, όπως κι η άλλη γυναικεία μονή κατεστράφησαν κατά τις διάφορες αραβικές επιδρομές. Ο Χάκκετ-Παπαϊωάννου είναι της γνώμης, ότι ο ναός της Οδηγήτριας είναι ο σημερινός ναός της φανερωμένης. Εδώ κοντά ήταν και το μέγαρο του Βισκούντη (Διοικητή της Λευκωσίας). Κατ' αυτές κατεστράφη κι ο ναός που κτίστηκε αργότερα έπ' ονόματι του αγίου Τριφυλλίου και που βρισκόταν μεταξύ του ανοίγματος αγίου Αντωνίου και Παλουριώτισσας. Ίσως κοντά εκεί στη σημερινή πύλη της Αμμοχώστου. Εδώ ήταν κι ένα μεγάλο έλος, το οποίο είχε αποξηρανθεί, γιατί τα κουνούπια, που αναπτυσσόντουσαν, μάστιζαν κυριολεκτικά την πόλη.
Δυστυχώς κι από τα γραπτά έργα του θείου αυτού ιεράρχου και ποιμένος, αν και συνέγραψε πολλά έργα, δεν έχει διασωθεί παρά μονάχα μεταγλωττισμένος σε απλούστερη γλώσσα ο βίος του αγίου Σπυρίδωνος, τον οποίο είχε αρχικά συγγράψει όπως είπαμε ο ίδιος σε ιάμβους. Το έργο αυτό βρίσκεται σε πολλούς κώδικες όπως της Εθνικής Βιβλιοθήκης των Παρισίων, του Βελγίου, του Βατικανού, της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης και αλλαχού.
Αυτές είναι οι ιστορικές παραδόσεις για τον άγιο Τριφύλλιο μέχρι τον IB' αιώνα μ.Χ.
Σ' ένα άλλο χειρόγραφο Συναξάρι που βρέθηκε στο Παρισινό Κολλέγιο Κλερμόντ από τον αγιολόγο Βολλανδιστή Πάμπροχ (Papebroch) το 1662 μ.Χ. και δημοσιεύτηκε από τον ίδιο το 1698 μ.Χ. στα Analecta Bollandiana και το οποίο αναδημοσιεύθηκε το 1948 μ.Χ., αναφέρεται, πως ο Άγιος μας, είχε πατέρα ένα απ' τους 12 περιφανείς άνδρες, που ο Μέγας Κωνσταντίνος είχε μεταφέρει από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη. Απ' την Κωνσταντινούπολη ο νεαρός Τριφύλλιος με τη μητέρα του Δομνίκη πήγαν να προσκυνήσουν στα Ιεροσόλυμα και στην επιστροφή τους ήλθαν στην Κύπρο. Εδώ ο Τριφύλλιος προσεκολλήθη στον άγιο Σπυρίδωνα κι η μητέρα του αργότερα έγινε μοναχή στο γυναικείο μοναστήρι.
Σύμφωνα με τον άγνωστο αυτόν Κύπριο Συναξαριστή ο Τριφύλλιος ήταν νέος υψηλός κι ωραίος κι ευγενής στην εμφάνιση. Είχε μεγάλα γαλανά μάτια κι ήταν όλος χάρη και γλυκύτητα. Είχε το γένειο τριγωνικό κι έμοιαζε σαν άλλος Ααρών και Σαμουήλ. Ζούσε πτωχικά, γιατί ότι είχε τα πρόσφερε στους πτωχούς.
Όταν κάποτε ένας σεισμός κατερείπωσε τη Λευκωσία, ο Άγιος έτρεχε μέσα στα ερείπια και με τα ίδια του τα χέρια έβγαζε τους ζωντανούς για να τους περιποιηθεί, και τους νεκρούς για να τους ενταφιάσει. Όλη τη ζωή του πέρασε νηστεύοντας και προσευχόμενος και διδάσκοντας το θέλημα του Θεού. Σε όλα υπήρξε τύπος και υπογραμμός αρετής για το ποίμνιο του.
Πέθανε σε ηλικία 80 χρόνων περίπου, και θάφτηκε όπως αναφέραμε πιο πάνω, στην Ιερά Μονή της Οδηγήτριας.
Σε μια από τις αραβικές επιδρομές, όπως γράφει ο Λεόντιος Μαχαιράς στο χρονικό του γύρω στον 15ο αιώνα μ.Χ., Άραβες τυμβωρύχοι επιδρομείς, με την ελπίδα να βρουν κάποιο θησαυρό, άνοιξαν και τον τάφο του αγίου Τριφυλλιού. Αντί άλλου θησαυρού βρήκαν το ιερό λείψανο του Αγίου ανέπαφο και να ευωδιάζει. Γεμάτοι αγριότητα και κακία απέκοψαν με μαχαίρι την κεφαλή και ω του θαύματος! Από τον λαιμό έτρεξε άφθονο αίμα! Τότε τα ανθρωπόμορφα εκείνα κτήνη φοβισμένα πήραν το ιερό σκήνωμα και το πήγαν εκεί όπου στα χρόνια της Φραγκοκρατίας η οικία του Βισκούντη. Του διοικητή., κοντά στον ναό της Φανερωμένης, και άναψαν φωτιά να το κάψουν. Άλλαι όμως αι βουλαί των ανθρώπων και άλλα ο θεός κελεύει. Με τη χάρη του Κυρίου το λείψανο έμεινε ανέπαφο. Σαν το είδαν, ένας εκ των Αράβων εφώναξε: «Εν ονόματι Ιησού του σου Χριστού πυρ! καυθήναι ανέσχου». Στο όνομα του Ιησού Χριστού δέξου να καείς. Και πράγματι μετά από αυτό, η φωτιά άγγιξε ελαφριά το λείψανο και τα μαλλιά της κεφαλής. Και συνεχίζει ο Συναξαριστής: «Και μάρτυς έγωγε τούτου, ο τήν δε την ιστορίαν συνθεμένος, την δε ιεράν εκείνου κεφαλήν ημίφλεκτον εωρακώς, τα τε των λειψάνων τεμάχια την του πυρός τροφήν προδεικνύοντα, ά δη κατά την Μαΐου τρίτην προτίθενται εις αγιασμού μετουσίαν, καθ' ην ώραν και ημέραν ποτέ τοις ανομούσι ταύτ' ετετόλμητο».
Αυτή τη σκηνή της προσβολής των ιερών λειψάνων παρακολουθούσε ο άγιος Διομήδης, που ασκήτεψε σε μια σπηλιά κοντά στο προάστιο της Λευκωσίας τον Λευκομιάτη. Εκμεταλλευόμενος ο ασκητής τη σύγχυση των τυμβωρύχων κι αγρίων Σαρακηνών άρπαξε την ιερά κεφαλή του αγίου Τριφυλλιού κι έτρεξε να τη μεταφέρει στο ασκητήριό του. Κάποιος όμως τον αντελήφθη και τον πρόδωσε. Στη στιγμή, 500 τόσοι Σαρακηνοί έτρεξαν ξοπίσω του να τον συλλάβουν. Βλέποντας ο Άγιος αδύνατη τη σωτηρία του, σταμάτησε εκεί κοντά «στη φούρκα» (αγχόνη). Η αγχόνη ήταν πλησίον της σημερινής πύλης της Αμμοχώστου., είπε δύο λέξεις θερμής προσευχής, και στρεφόμενος προς τους διώκτες του, έπτυσε στον αέρα προς το πρόσωπο τους. Την ίδια στιγμή οι Σαρακηνοί σαν να τους έσπρωξε κάποιος, έπεσαν χαμαί, φούσκωσε η κοιλιά τους και δεν μπορούσαν να τρέξουν. Μετανοημένοι σύρθηκαν σιγά-σιγά πίσω από τον Άγιο, ο οποίος στο μεταξύ είχε πάει στο ασκητήριό του. Όταν πλησίασαν με δάκρυα στα μάτια άρχισαν να τον παρακαλούν να τους λυπηθεί. Ο Άγιος τους σπλαχνίστηκε και τους θεράπευσε. Μετά από τη θαυμαστή θεραπεία τους πίστεψαν όλοι στον Χριστό και βαπτίστηκαν.
Εις ανάμνηση του γεγονότος της προσβολής των Ιερών λειψάνων του αγίου Τριφυλλίου από τους Σαρακηνούς, γινόταν κάθε χρόνο γιορτή στον ναό του Αγίου την ημέρα αυτή, 3 Μαΐου. Κατ' αυτήν προβάλλονταν τα μισό καμένα λείψανα σε προσκύνημα. Την ίδια μέρα από τον γύρω χώρο μάζευαν βούρλα κι αλλά χόρτα, τα οποία έκαιαν, για να θυμούνται το εκεί έλος, που είχε αποξηρανθεί. Δυστυχώς ο χρόνος, ο πανδαμάτορας χρόνος τίποτα δεν μας διέσωσε από όλα αυτά τα ιερά κειμήλια.
Ο μοναδικός ναός, σήμερα, σε όλη την Κύπρο, ο οποίος είναι αφιερωμένος στον πολιούχο και πρώτο Επίσκοπο της Λευκωσίας, είναι το μικρό παρεκκλήσι στην αυλή του Δημοτικού Σχολείου Ελένειον.
Ἀπολυτίκιον
Ήχος γ'.
Ζήλον πίστεως έχων, Παμμάκαρ, ανεβλάστησας καρπούς ωρίμους, των γαρ εχθρών κατήσχυνας τας φάλαγγας, και τον Βελίαρ, Τριφύλλιε, έκτεινας· Πάτερ όσιε, Χριστόν τον Θεόν ικέ τευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.
Ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος ὁ ἐξ ἀπάτης τὸν ἀντίχριστον προσκυνήσας
Oιήσεως ουκ έστι τι χείρον πάθος.
Tαύτη γαρ Iάκωβον εχθρός ηπάτα.
Εἶναι ἄγνωστο ἀπὸ ποῦ καταγόταν καὶ πότε ἤκμασε ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος. Τόση ἦταν ἡ ἀγάπη του πρὸς τὸν Χριστό, ὥστε διεμοίρασε τὰ ὐπάρχοντά του στοὺς πτωχοὺς καὶ ἐγκατέλειψε κάθε κοσμικὴ ἀπόλαυση, πλὴν τῆς ὑπερηφάνειας, τὴν ὁποία ἐπέτειναν οἱ ἔπαινοι τοῦ πλήθους πρὸς αὐτόν. Ἀποσυρθεὶς σὲ κελί, ἀσκήτεψε. Ἡ ὑπερηφάνειά του ὅμως τὸν ἀπεμάκρυνε ἀπὸ τὴ θεία Χάρη καὶ ἔτσι ὁ σατανᾶς εὑρῆκε τὴν εὐκαιρία νὰ εἰσβάλει στὸ πνεῦμά του. Παρουσιασθείς, λοιπόν, ἐνώπιον αὐτοῦ ὁ δαίμονας μεταμφιεσμένος σὲ ἄγγελο, τοῦ ἀνήγγειλε ὄτι τὴ νύχτα ἐκείνη θὰ τὸν ἐπισκεπτόταν ὁ Χριστός. Τυφλωμένος ὁ Ἰάκωβος ἀπὸ τὸν ἐγωισμό του, ἐπίστεψε στὰ λεχθέντα καὶ ἀφοῦ ἐκαθάρισε τὸ κελί του, ἄναψε θυμιάματα καὶ λαμπάδες καὶ ἀνέμενε τὸν Κύριο. Περὶ τὰ μεσάνυχτα κατέφθασε μὲ δόξα καὶ φαντασία πολλὴ ὁ ἀντίχριστος. Ἀμέσως ὁ Ἰάκωβος ἔσπευσε, ἄνοιξε τὴ θύρα καὶ τὸν προσκύνησε. Κατὰ θεία ὅμως οἰκονομία, αὐτὸς δὲν εἰσῆλθε στὸ κελί, ἀλλ’ ἀφοῦ ἐκτύπησε τὸν Ἰάκωβο στὸ μέτωπο, ἐξαφανίσθηκε. Τότε ὁ Ἰάκωβος ἀντιλήφθηκε τὴν ἀλήθεια καὶ τὸ πρωὶ ἔσπευσε κλαίοντας καὶ θρηνώντας σὲ γέροντα μοναχὸ καὶ ἐξιστόρησε σὲ αὐτὸν τὰ συμβάντα, ἐκλιπαρώντας τὴ βοήθεια πρὸς ἐξιλέωση τοῦ ἁμαρτήματός του. Ὁ γέροντας, ἀφοῦ τὸν ἐπέπληξε γιὰ τὴν ἀνόητη ὑπερηφάνειά του, τὸν ἀπέστειλε σὲ κοινόβιο, γιὰ νὰ ἐξασκηθεῖ στὴν ταπεινοφροσύνη. Εὐπειθὴς ὁ Ἰάκωβος, διῆλθε ἑπτὰ ἔτη ὡς ὑπηρέτης τοῦ μαγειρείου τοῦ κοινοβίου καὶ ἄλλα πέντε ὑπηρετῶν πότε τὸν ἕνα καὶ πότε τὸν ἄλλον, ὑπακούων ταπεινὰ σὲ ὅλους τοὺς κανονισμοὺς τοῦ κοινοβίου. Ἔτσι ὁ Ἰάκωβος ἐταπεινοφρόνησε, ἀπέβαλε τὸν ἐγωισμό του, ἀποκαταστάθηκε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ ἀξιώθηκε ἀπὸ τὸν Κύριο τῆς θαυματουργικῆς χάριτος. Ἀφοῦ διῆλθε τὸ ὑπόλοιπο τοῦ βίου του μὲ ὁσιότητα καὶ ταπείνωση, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ἡ Ὁσία Ἄννα καὶ ὁ υἱὸς αὐτῆς Ἰωάννης
Mήτηρ καὶ υἱὸς Ἄννα καὶ Ἰωάννης,
ὤφθησαν ἄμφω Oὐρανοῦ οἰκήτορες.
Κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο, 9ος αιώνας – μέσα 10ου αιώνα μ.Χ., αναδεικνύεται μία ακόμη αγία μορφή της πόλης της Λάρισας η οσία Άννα και ο υιός της Ιωάννης. Το συναξάρι της αγίας Άννας εξέδωσε ο διευθυντής των Γ.Α.Κ. κ. Σταύρος Γουλούλης από τον κώδικα Vaticanus graecus 1558 (φφ. 71v-73r), ένα Μηνιαίο του μηνός Ιουνίου του 16ου αιώνα. Στα Synaxaria selecta της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως αναγράφεται: «της οσίας μητρός ημών Άννης και τον υϊού αυτής Ιωάννου». Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης γράφει σχετικά στον Συναξαριστή του: «Τη αυτή ημέρα της οσίας μητρός ημών Άννης και του υϊού αυτής Ιωάννου. Μήτηρ και υϊός Άννα και Ιωάννης, ώφθησαν άμφω ουρανώ οικήτορες». Το συναξάρι αποτελεί μια επιτομή της Διηγήσεως του Παύλου Μονεμβασίας (10ος αιώνας μ.Χ.) από το έργο του Διηγήσεις περί ενάρετων και θεοσεβών Ανδρών τε και Γυναικών. Τέλος, το συναξάρι της περιλαμβάνεται και στο Νέο Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας του μηνός Ιουνίου.
Αφορμή της σύνταξης του Βίου από τον Παύλο υπήρξε η συνάντησή του με έναν ιερομόναχο και τα όσα του εκμυστηρεύθηκε ο ιερομόναχος σχετικά με την οσία. Έτσι, ο ιερομόναχος αυτός ταξίδευε, διά θαλάσσης, από τη Ρώμη προς την Κωνσταντινούπολη. Το πλοίο που τον μετέφερε, αναγκάστηκε κάποια στιγμή, εξαιτίας των ανέμων, να κάνει στάση σε ένα ακατοίκητο και χέρσο νησί της Αδριατικής. Ο ιερομόναχος εκμεταλλευόμενος τον αναγκαστικό ελλιμενισμό του πλοίου θέλησε να περπατήσει στο εσωτερικό του νησιού.
Δεν είχε προχωρήσει πολύ, όταν, όπως ομολογεί ο ίδιος είδε ένα «αποσκίαμα ανθρώπου γυμνού» να του λέει: «Ει εθέλεις θεάσασθαι την εμήν εύτέλειαν, ...ρίψόν μοι εν των ιματίων σου· γυνή γαρ ειμί και γυμνή, ως οράς, και ούκ ενδέχεται οφθήναι ούτως τη ιερατική σου τελειότητι». Ο ιερομόναχος υπάκουσε στην επιθυμία της οσίας και της πρόσφερε κάποιο ένδυμα. Τότε η οσία στράφηκε προς την Ανατολή, γονάτισε και, αφού σηκώθηκε, ευχαρίστησε τον Θεό που την αξίωσε να συναντήσει κάποιον ιερέα.
Ο ιερομόναχος δεν έχασε την ευκαιρία να ρωτήσει για το ποια είναι: «πόθεν ει κυρία μου, και πώς ενταύθα ελήλυθας και πόσος χρόνος εστίν αφ΄ ου την νήσον ταύτην κατώκησας;». Η οσία πρόθυμα του απάντησε στην ερώτηση του: «εγώ, τίμιε πάτερ, εκ της Ελλάδος χώρας ειμί, πόλεως Λαρίσης»· οι γονείς της ήταν φτωχοί άνθρωποι και την άφησαν ορφανή σε μικρή ηλικία. Μετά το θάνατο των γονέων της «τις των αρχόντων» της Λάρισας, επειδή την σπλαχνίσθηκε την περιμάζεψε στην οικία του, την ανέτρεψε και την «επαίδευεν επιμελώς, ως οικείαν αυτού θυγάτηρ». Ο Λαρισαίος άρχοντας εκτίμησε τις αρετές της Άννας και την έδωσε νύμφη στο γιο του «μη βδελυξάμενος την εμήν πτωχείαν και δυσγένειαν», όπως χαρακτηριστικά λέει η ίδια.
Η επιλογή αυτή δεν άρεσε στους συγγενείς του γαμπρού. Οι αντιδράσεις τους για το γάμο με μια φτωχή και άσημη κόρη ήταν εντονότατες. Ο ίδιος βέβαια, φρόντιζε με κάθε τρόπο να τις αποκρούει· κριτήριο της επιλογής, έλεγε, αυτής της κόρης ως νύμφης από τον πατέρα του δεν ήταν ο πλούτος ή η ευγενική καταγωγή της αλλά οι κατά Θεόν αρετές της Επειδή, όμως, οι συγγενείς συνέχιζαν να αντιδρούν και η ίδια έβλεπε τον άντρα της να θλίβεται, αποφασίζει να φύγει κρυφά. Έτσι, φεύγει από τη Λάρισα και «του Θεού οδηγούντός με», όπως λέει η ίδια, «ήλθον εις την νήσον ταύτην».
Τα προβλήματα της οσίας δεν σταματούν όμως εδώ. Με την άφιξη της στο νησί διαπιστώνει πως βρίσκεται σε κατάσταση εγκυμοσύνης. Κανένας δεν ήταν δίπλα της να της συμπαρασταθεί. Ο γιος της γεννήθηκε στο έρημο νησί της Αδριατικής και πλέον εδώ και τριάντα χρόνια ζει μαζί της Όλα αυτά τα χρόνια «εδυσώπουν δε τον Θεόν... ελεήσαι την εμήν ταπείνωσιν και αποστείλαι ιερέα, τελειούντα τον εμόν υϊόν δια του αγίου βαπτίσματος». Για το λόγο αυτό παρακαλεί τον ιερομόναχο «απελθείν εν τω πλοίω και αγαγείν την ιερατικήν στολήν, και άγιον άρτον, όπως τον υϊόν μου φωτίσης και αγίαν ποίησης λειτουργίαν και αξίωσης ημάς της μεταλήψεως του τιμίου σώματος και αίματος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού».
Από τον ευλαβή αυτόν ιερέα ζητάει και κάτι ακόμη: «μη αναγγείλαί τινί τα περί ημών». Ο ιερομόναχος έβαλε μετάνοια στην οσία, επέστρεψε στο πλοίο και ετοίμασε τα σχετικά του μυστηρίου της Βαπτίσεως και της Θείας Κοινωνίας χωρίς να πει τίποτε σε κανέναν. Στη συνέχεια βγήκε πάλι από το πλοίο, για να συναντήσει την οσία. Εκείνη τον περίμενε και με τη σειρά της τον οδήγησε στο σημείο που βρισκόταν ο υϊός της Η ίδια ζήτα από το γιο της να φανερωθεί μπροστά στον ιερέα του Θεού «έξελθε τοίνυν, τέκνον, και προσκύνησον τον εληλυθότα φωτίσαι σε». Ο γιος της υπάκουα φανερώθηκε και προσκύνησε, όπως τον συμβούλεσε, τον ιερέα.
Σε μία κοντινή πηγή ο ιερομόναχος κατήχησε και βάπτισε το γιο της δίνοντας του, σύμφωνα με τα Synaxaria selecta και τον Συναξαριστή του αγίου Νικόδημου, το όνομα Ιωάννης. Η Διήγηση του Παύλου Μονεμβασίας και το Συναξάρι της δεν παραδίδουν το όνομα του γιου της. Μετά το μυστήριο της Βαπτίσεως ο ιερέας τέλεσε τη Θεία Λειτουργία και «μετέλαβον αμφότεροι του αχράντου σώματος και αίματος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού». Καθώς οι δυο αγίες μορφές έφευγαν, η οσία Άννα ζήτησε από τον ιερομόναχο μια τελευταία χάρη: «ει θέλεις διηγήσασθαι άπερ ο Κύριος έδειξέ σοι, διήγησαι, αποκρύπτων την νήσον, μήπως εκ φήμης έλθωσι τινές και εύρωσιν ημάς·». Πώς αντέδρασε ο ευλαβής εκείνος ιερομόναχος; Ας δώσουμε πάλι το λόγο στον ίδιο να ακούσουμε τι είπε στον Παύλο Μονεμβασίας: «Εγώ δακρύσας και προσκυνήσας τω Θεώ τω ποιούντι τα ξένα και παράδοξα ων ουκ έστιν αριθμός, και πρόνοιαν ποιουμένω τοις αυτόν εξ όλης καρδίας εκζητούσι και φυλάττουσι τα αυτού θεία εντάλματα, υπέστρεψα εις το πλοίον».
Σύμφωνα δε με το Συναξάρι των αγίων από τον κώδικα Vaticanus graecus 1558 η Άννα και ο υϊός της, αφού ευχαρίστησαν τον ιερέα «τας αγίας αυτών ψυχάς εις χείρας Θεού παρέθεντο».
Οἱ Ἅγιοι Μύριοι Μάρτυρες
Nικά πεσούσα μυριάς διά ξίφους,
Πίπτουσα και γαρ η Θεού νικά φάλαγξ.
Οι Άγιοι Μύριοι (δηλαδή δέκα χιλιάδες) Μάρτυρες μαρτύρησαν δια ξίφους.
Ὁ Ἅγιος Διόδωρος ὁ Μάρτυρας ὁ ἐξ Ἐμέσης
Aνήλθε Διόδωρος εις σταυρού ξύλον,
Tιμών Iησούν ου πάθος Σταυρού ξύλον.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Διόδωρος καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Ἔμεσα καὶ ἐμαρτύρησε σταυρωθείς.
Εὕρεσις Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Νικολάου τοῦ Ἱερομάρτυρος
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ἑορτάζεται ἡ εὕρεσις τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Νικολάου, τοῦ ἐν Καρυαῖς τῆς Λέσβου. Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.
Ὁ Ἅγιος Εὐλόγιος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας
Tην βασιλείαν κλήρον εύρε την άνω,
Συν Πατρός Eυλόγιος ευλογημένοις.
Ὁ Σωφρόνιος Εὐστρατιάδης καὶ ἄλλοι θεωροῦν ὅτι πρόκειται περὶ τοῦ Εὐλογίου, Πατριάρχου Ἀντιοχείας, ἀφοῦ ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου, Ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας, φέρεται κατὰ τὴ 13η Φεβρουαρίου. Ὅμως στοὺς Πατριαρχικοὺς καταλόγους τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀντιοχείας δὲν ἀναφέρεται τὸ ὄνομα Εὐλόγιος.
Όσιος Φιλόθεος ο εκ Σκλαταίνης
Ο Όσιος Φιλόθεος ο εκ Σκλαταίνης (Ρίζωμα) έζησε μεταξύ των ετών 1475 μ.Χ. με 1550 μ.Χ., αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι διετέλεσε ηγούμενος της Ιεράς Μονής Αγίου Στεφάνου Μετεώρων κατά το έτος 1545 μ.Χ. Ο Όσιος Φιλόθεος ήταν σύγχρονος με τον Άγιο Βησσαρίωνα Αρχιεπίσκοπο Λαρίσης και Τρίκκης (βλέπε 15 Σεπτεμβρίου) και κτίτορας της Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος (Δουσίκου).
Ο όσιος Φιλόθεος λίγο πριν το 1545 μ.Χ. ανακαίνισε ή μάλλον ξαναέκτισε το παλαιό μικρό και κομψό καθολικό της Μονής, το ναό του Αγίου Στεφάνου με την βοήθεια του ιερομόναχου Γεράσιμου. Ο ναΐσκος του Αγίου Στεφάνου, που ανήγειρε ο όσιος Φιλόθεος είναι ξυλόστεγη μονόκλιτη βασιλική με εσωνάρθηκα. Οι κτήτορες της Μονής Αγίου Στεφάνου Αντώνιος Κατακουζινός και Φιλόθεος ο Σιματαινιώτης εικονίζονται σε τοιχογραφίες εκατέρωθεν της εισόδου του νάρθηκα με φωτοστέφανο. Έτσι δεξιά ως προς του εισερχομένου παρίσταται κατά την επιγραφή:
Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΚΑΙ ΚΤΗΤΩΡ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΥΠΑΡΧΩΝ ΕΚ ΧΩΡΑΣ ΣΚΛΑΤΑΙΝΗΣ
Και οι δυο κτήτορες εικονίζονται ενδεδυμένοι την μοναχική περιβολή τους με τα αυστηρά ασκητικά τους χαρακτηριστικά, έχοντας τιμητική φρουρά στο πλάι τους τους άρχοντας των ουρανίων ταγμάτων Μιχαήλ και Γαβριήλ.
Επίσης ο Φιλόθεος ανέκτισε «τας κέλλας και τας λοιπάς οικοδομάς» και εν γένει βελτίωσε το όλο οικοδομικό συγκρότημα της μονής. Το γεγονός ότι ο όσιος Φιλόθεος δαπανά για όλα αυτά τα έργα και εμπλουτίζει το μετόχι τους στη γενέτειρά του Σκλάταινα με πατρικά του κτήματα, καθώς και του Γερασίμου, σημαίνει, ότι ήταν εύπορος, αλλά και ότι διέθεσε την πατρική του περιουσία για την ανακαίνιση της μονής και για στολές και άμφια.
Μετά του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Τρίκκης και Σταγών κ. Αλεξίου και τη φροντίδα του Ιερέως του Ριζώματος κ. Στεργίου Λιούτα και τη συνδρομή όλων των ενοριτών ανεγέρθηκε κομψότατος Ναός στη γενέτειρα του Οσίου επ’ ονόματι του Οσίου Φιλοθέου του εκ Σκλαταίνης, ο οποίος εγκαινιάστηκε υπό του Σεβασμιωτάτου την 6η Νοεμβρίου του έτους 2004 μ.Χ.
Ένα τροπάριο της ακολουθίας του οσίου Φιλοθέου λέγει χαρακτηριστικά: «Δέχου ω Φιλόθεε σεπτέ, των συμπολιτών ται δεήσεις, και τα αιτήματα και Χριστόν ικέτευε, πάτερ φιλόπατρι, όπως νόσων και θλίψεων, σην κώμην φυλάττη και γλυκόν παράδεισον, ημίν χαρίσηται, ένθα, μετά πάντων αγίων, δόξαν αναπέμπομεν τούτω, ω μετανοούμεν αμαρτάνοντες».
Παρακλητικό κανόνα προς τον όσιο Φιλόθεο συνέθεσε το 1997 ο Σιμωνοπετρίτης ιερομόναχος Αθανάσιος.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς Σκλαταίνης τόν γόνον, Μετεώρων τό καύχημα, καί Μονῆς Ἁγίου Στεφάνου, πολιστήν καί δομήτορα, τιμήσωμεν Φιλόθεον πιστοί, ὡς λύχνον τοῦ Χριστοῦ ἀειλαμπῆ, καταυγάζει γάρ Σεμνείῳ τῷ Ἱερῷ, τῆς Οἰκουμένης πέρατα. Δόξα τῷ ἁγιάσαντι Θεῷ, δόξα τοῖς ἑπομένοις σοῖς σεπτοῖς, ἐντάλμασιν Πανίερε.
Όσιος Ιωάννης ο πρεσβύτερος, ο νέος χρυσόστομος και ελεήμονος, εκ Χαλδίας Μικράς Ασίας
Ἀβραὰμ Ἄγγελοι τρεῖς ὤφθησαν πάλαι, τέκνου γέννησιν ἀνακοινοῦντες,
Νόες Ἅγιοι τρεῖς ὤφθησαν αὖθις, σὲ καλέσαντες ἐπὶ τὰ κρείττω.
Ο π. Ιωάννης Τριανταφυλλίδης γεννήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου 1836 μ.Χ. στο χωριό Λωρία (Μούζενα) του νομού Τραπεζούντος, από ευλαβείς γονείς, τον Τριαντάφυλλο και την Κυριακή. Επειδή δεν υπήρχε σχολείο στην πατρίδα του, έμαθε από έναν εγγράμματο τα κοινά γράμματα σε έξι μήνες, όντας πολύ ευφυής.
Σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών έμεινε ορφανός από πατέρα γι' αυτό αναγκάστηκε προς εξεύρεση εργασίας να ξενιτευτεί στα παράλια του Πόντου, όπου εργαζόταν τον χειμώνα σε αρτοποιείο και το καλοκαίρι σε γεωργικές εργασίες. Σε ηλικία δέκα επτά ετών νυμφεύθηκε κάποια σεμνή και ευλαβή νέα, ονόματι Ελένη, με την οποία απέκτησε έναν υιό και θυγατέρες.
Κάποιο καλοκαίρι με την σύζυγο του πήγαιναν στο χωριό του με τα πόδια. Στον δρόμο τους συνάντησαν τρεις Άγγελοι με μορφή ανθρώπων. Προπορευόταν ο Ιωάννης. Τον κοίταξαν προσεκτικά οι Άγγελοι αλλά δεν του μίλησαν. Μετά συνάντησαν την σύζυγο του και ο ένας της λέγει: «Οι χωριανοί σας περιμένουν να γίνει ιερέας ο Ιωάννης. Αυτό είναι το θέλημα του Θεού». Ο δεύτερος της είπε: «Μετά από τριάντα χρόνια θα αξιωθείτε να προσκυνήσετε τους Αγίους Τόπους», και ο τρίτος: «Μετά την κοίμηση του θα συναριθμηθεί με τους Αγίους». Η Ελένη ερώτησε με απορία: «Πως εσείς που είστε άνθρωποι γνωρίζετε το μέλλον, τι θα γίνει μετά από τριάντα χρόνια;». Εκείνοι απάντησαν: «Εμείς δεν είμαστε άνθρωποι αλλά Άγγελοι του Θεού και ήρθαμε να σας προειδοποιήσουμε να μην αρνηθεί ο Ιωάννης το μυστήριο της Ιερωσύνης». Εκείνη με φόβο και συγκίνηση απάντησε: «Ας γίνει το θέλημα του Θεού».
Το 1870 μ.Χ., σε ηλικία τριάντα τεσσάρων ετών ο Ιωάννης προσκληθείς στο μέγιστον αξίωμα της Ιερωσύνης και κάνοντας υπακοή στο θέλημα του Θεού, κατά την Αγγελική πρόρρηση, χειροτονήθηκε ιερέας από τον αείμνηστο Μητροπολίτη Χαλδίας Γερβάσιο. Τοποθετήθηκε εφημέριος στο χωριό που γεννήθηκε και λειτουργούσε στις Εκκλησίες του Αγίου Παντελεήμονος, της Υπεραγίας Θεοτόκου και στο Μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου (Λερμούχου και Ζαντού). Αν και ολιγογράμματος, από το ενδιαφέρον του και την ευφυΐαν του έμαθε πολύ καλά την τάξη των Ακολουθιών και τα της Ιερωσύνης, από τους μοναχούς του Αγίου Γεωργίου Χουτουρά. Είχε χάρισμα στην ομιλία και όποιος μιλούσε μαζί του ένιωθε χαρά. Και όταν κήρυττε τον λόγο του Θεού, οι λόγοι του μετέδιδαν γλυκύτητα και χάρη. Παρ' ότι δεν είχε σπουδάσει, ήταν σπουδαίος ιεροκήρυκας, γι' αυτό τον αποκαλούσαν «νέο Χρυσόστομο». Ο π. Ιωάννης αφιερώθηκε μετά την χειροτονία του στο ποιμαντικό έργο και προσπαθούσε να εργάζεται την αρετή και να τηρεί με ακρίβεια τις εντολές του Θεού, ιδιαίτερα δε την ελεημοσύνη.
Μολονότι ήταν μέτριος από υλικά αγαθά, έτρεφε τους πεινασμένους, έντυνε τα φτωχά και ορφανά και φιλοξενούσε τους ξένους στο σπίτι του. Τους φτωχούς του χωριού τους βοηθούσε να πληρώνουν τους φόρους. Για το καλό του χωριού έκανε δρόμους, γέφυρες και βρύσες.
Το 1877 μ.Χ., κατά τον ρωσσοτουρκικό πόλεμο, ο π. Ιωάννης, ο καλός ποιμήν, φρόντισε να μην λείψουν τα βασικά είδη διατροφής. Έγραψε επιστολές σε γνωστούς του πλουσίους και συγκέντρωσε τα απαραίτητα, τα οποία διένειμε στους φτωχούς και έτσι σώθηκαν από την πείνα. Η αρετή και οι φιλανθρωπίες του έγιναν γνωστές στην περιοχή του Πόντου και οι άνθρωποι τον αποκαλούσαν «νέον ελεήμονα».
Ο πατήρ είχε το χάρισμα να συμφιλιώνει τους ανθρώπους που είχαν έχθρα μεταξύ τους. Ως ειρηνοποιός έγινε το ειρηνοδικείο της ιεράς Μητροπόλεως. Όταν μεμονωμένα άτομα ή και ολόκληρα χωριά πήγαιναν στον Μητροπολίτη να εκδικάσει τις διαφορές τους, αυτός τους παρέπεμπε στον π. Ιωάννη λέγοντας: «Πηγαίνετε σ' εκείνον. Θα σας συμβιβάσει επειδή είναι σοφός, έχει γλυκιά γλώσσα και θεία χάρι». Και όντως τους ειρήνευε. Έρχονταν σαν εχθροί ζητώντας εκδίκηση και έφευγαν σαν αδελφοί αγαπημένοι. «Ήταν εχθρός και πολέμιος του μίσους, της εκδικήσεως και των σκανδάλων, αλλά φίλος και διδάσκαλος της αγάπης και της ειρήνης.
Ο π. Ιωάννης είχε ένα εγγονάκι από την θυγατέρα του η οποία πέθανε και το άφησε ορφανό. Όταν πήγαινε στο σχολείο, κάποια μέρα έκανε μια αταξία και ο δάσκαλος το έδειρε με ραβδί και με κλωτσιές. Μετά από λίγες μέρες το ορφανό εγγονάκι πέθανε. Άλλοι συγγενείς και ο πατέρας του παιδιού ήθελαν να εκδικηθούν τον δάσκαλο και να τον σκοτώσουν. Ο π. Ιωάννης έκανε πολλή προσευχή. Στο δικαστήριο ζήτησε και κατόρθωσε να ειρηνεύσει τους επαναστατημένους συγγενείς και να βγάλει από την φυλακή τον δάσκαλο. Ως παππούς του πεθαμένου ορφανού πόνεσε, αλλά ως μαθητής του Χριστού, ως κήρυκας της αγάπης, συγχώρησε και αποφυλάκισε τον δάσκαλο.
Το 1900 μ.Χ. μαζί με την πρεσβυτέρα του αξιώθηκαν να προσκυνήσουν στον Πανάγιο Τάφο, στον Γολγοθά και στα πανάγια προσκυνήματα των Αγίων Τόπων. Έμειναν έξι μήνες και επέστρεψαν στο χωριό τους. Το προσκύνημα τους έγινε τριάντα χρόνια μετά από την συνάντηση και την πρόρρηση των Αγγέλων.
Η καλή πρεσβυτέρα Ελένη κοιμήθηκε στις 26 Ιουλίου 1902 μ.Χ. Ο π. Ιωάννης, αφού επί τριάντα τρία έτη ποίμανε θεαρέστως το λογικό του ποίμνιο, κοιμήθηκε εν Κυρίω στις 13 Ιουνίου 1903 μ.Χ., ημέρα Παρασκευή, και τάφηκε στην Εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονος. Έφυγε κατάφορτος από καλά έργα τα οποία τον ακολουθούν, και άφησε παραμυθία, στήριγμα και θησαυρό πολύτιμο στους πιστούς το ιερό του λείψανο.
Μετά τον ενταφιασμό, μια νύφη του π. Ιωάννου είδε το Άγιον Πνεύμα εν είδει περιστεράς να κατέρχεται στον τάφο του.
Ύστερα από τρία έτη, ο π. Ιωάννης παρουσιάστηκε σε όνειρο σε μια γυναίκα ονόματι Παναγίλα και της είπε να κάνη με τον αδελφό της την ανακομιδή των λειψάνων του, γεγονός που πραγματοποιήθηκε στις 7 Οκτωβρίου 1906 μ.Χ. ως εξής: Όταν πήγαν στο κοιμητήριο, είδαν τον π. Ιωάννη να στέκεται επάνω από τον τάφο του με την ιερατική του στολή και να διαβάζει το Ευαγγέλιο. Το πρόσωπο του έλαμπε σαν ήλιος και τους προέτρεψε να σκάψουν. Είχαν μαζευτεί πολλοί άνθρωποι, έβλεπαν την Παναγίλα να μιλάει αλλά δεν έβλεπαν με ποιόν μιλά και την θεώρησαν για τρελή. Όταν βρήκαν τα λείψανα του π. Ιωάννου, είδαν τα δυο του χέρια να είναι άφθορα. Έκλαψαν από χαρά και συγκίνηση, τα προσκύνησαν και πληροφορήθηκαν για την αγιότητα του δοξάζοντας τον Θεό.
Το γεγονός έγινε γρήγορα γνωστό στην περιοχή της Χαλδίας. Κάθε μέρα κατέφθαναν πλήθη ανθρώπων, χωριά ολόκληρα με τους ιερείς, ακόμη και Τούρκοι αγάδες, για να προσκυνήσουν τα άγια λείψανα, φέρνοντας λάδια και κεριά ως δώρα στον Άγιο. Έλεγαν οι Τούρκοι: «Αυτός ο παπάς εφέντης, και ζώντας άγιος ήταν και μετά τον θάνατο του (φανερώθηκε περισσότερο. Αν του κτίσετε Εκκλησία και εμείς θα προσφέρουμε».
Έγιναν τότε και θαύματα. Πολλοί ασθενείς θεραπεύτηκαν. Κάποιος νέος είκοσι ετών από την πόλη Μιχαήλοβα κοντά στην Τιφλίδα του Καυκάσου, που είχε τρελαθεί, τον είχαν δεμένο, για να μην προξενήσει κακό στον εαυτό του ή σε άλλους. Τον πήγαν σε πολλούς γιατρούς, σε μάγους, σε Εκκλησίες και τέλος χωρίς να θεραπευθεί τον έκλεισαν σε φρενοκομείο της Τιφλίδος. Μια νύχτα φαίνεται στον ύπνο της μητέρας του τρελού παιδιού ο άγιος Ιωάννης λέγοντας της, να μην κλαίει γιατί το παιδί της θα γίνει καλά. Να του δώσει να πιεί νερό στο οποίο να βάλει μέσα από το χώμα του τάφου του, και να κάψει ένα κομματάκι από το φελώνι και να το θυμιάσει. Έκανε όπως της είπε ο άγιος και το παιδί της έγινε καλά.
Μια Αρμενική οικογένεια είχε μοναχοπαίδι δώδεκα ετών, άφωνο επί τέσσερα έτη, εξ αιτίας φόβου. Ο πατέρας του ήταν κομμουνιστής και το παιδί του το πήγε για εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο της Τιφλίδος, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Η μητέρα του ήταν πιστή χριστιανή και κρυφά από τον άνδρα της το πήγαινε σε πολλές Εκκλησίες αλλά δεν θεραπεύθηκε το παιδί. Όταν έμαθε το παραπάνω θαύμα, με πίστη και ευλάβεια ζήτησε χώμα από τον τάφο του Αγίου, το διέλυσε σε νερό, πότισε με αυτό το άφωνο παιδί της και αμέσως άρχισε να μιλά. Με χαρά μεγάλη η μητέρα του παιδιού ανήγγειλε το θαύμα στον άθεο άνδρα της και κήρυξε την χριστιανική της πίστη. Τότε και ο σύζυγος της πίστεψε και μετανοιωμένος ευχαρίστησε τον Θεό.
Οι απόγονοι του Αγίου Ιωάννου ήρθαν πρόσφυγες στην Ελλάδα και έφεραν μαζί τους το χέρι και την κάρα του Αγίου. Τα λείψανα του Αγίου Ιωάννου συνεχίζουν να θαυματουργούν.
Η Αναστασία, εγγονή του Αγίου, διηγήθηκε: «Κατά το 1930 μ.Χ. αρρώστησε κάποιος γιατρός γνωστός μιας φίλης μου εδώ στην Θεσσαλονίκη. Είχαν παραλύσει τα χέρια του και οι γονείς του ήταν απαρηγόρητοι γιατί ήταν νέος στην ηλικία, περίπου τριάντα πέντε ετών. Τον πήγαν σε πολλούς γιατρούς και σε Εκκλησίες, αλλά δεν βρήκε θεραπεία. Όταν από την φίλη μου έμαθε για τα λείψανα του πάππου μου αγίου Ιωάννου, ζήτησε να τα προσκυνήσει. Τον σταύρωσα με την αγία χείρα και τότε ο άρρωστος κίνησε τα παράλυτα χέρια του, πήρε τα άγια λείψανα και τα έσφιγγε στο στήθος του με μεγάλη πίστη, ευχαριστώντας τον Θεό και τον άγιο Ιωάννη για την θεραπεία».
Ο Άγιος Ιωάννης Τριανταφυλλίδης είναι αναγνωρισμένος Άγιος από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και καταχωρημένος στα βιβλία των τοπικών αγιολογίων του Πατριαρχείου. Η μνήμη του τιμάται στις 13 Ιουνίου (κοίμηση) και στις 7 Οκτωβρίου (ανακομιδή). Υπάρχει ασματική ακολουθία του, αγνώστου υμνογράφου. Ο Μητροπολίτης πρώην Ροδοπόλεως Λεόντιος Χουτουριώτης (1844 - 1926 μ.Χ.) εργάσθηκε για την καθιέρωση της ετήσιας μνήμης του στην Χαλδία.
Σημείωση
Τα στοιχεία που γνωρίζομε για τον Άγιο Ιωάννη Τριανταφυλλίδη, τον νέον ελεήμονα διασώθηκαν από τον εγγονό του Σπυρίδωνα Τριανταφυλλίδη σε χειρόγραφες σημειώσεις σε γλώσσα καθαρεύουσα. Ο Σπυρίδων είχε χρηματίσει δάσκαλος στην Τραπεζούντα και κοιμήθηκε το 1942 μ.Χ. στην Θεσσαλονίκη. Ο γιος του Ιωάννης τα έδωσε στον κ. Κλημεντίδη Παναγιώτη και εκείνος τα παραχώρησε για την συγγραφή του βιβλίου «Ασκητές μέσα στον κόσμο».
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς Χαλδίας τὸν γόνον Ὀρθοδόξων τὸ κλέϊσμα, τὸ τῆς εὐσεβείας ταμεῖον, Ἰωάννην ὑμνήσωμεν, τὸν χέοντα ἰάματα πιστοῖς, καὶ ἔλεος τοῖς τρέχουσιν αὐτῷ, καρποδότην διδαγμάτων τῶν θεϊκῶν, εἰρήνην τὸν παρέχοντα· δόξα σοι κράζομεν σοφέ, δόξα τῷ σὲ ἀναδείξαντι, πᾶσι τοῖς προσιοῦσί σοι πιστῶς, σκέπην παρήγορον.
Κοντάκιον
Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τῷ καλάμῳ Ἅγιε, τῆς σῆς ἀγάπης καὶ λόγου, τὴν σὴν ποίμνην ἥλκυσας, ἐν ἁγιότητος τρίβῳ, ὤφθης δέ, δοχεῖον χάριτος οὐρανίου, νῦν ἡμεῖς, σκιρτῶντες τρέχοντες σοῖς λειψάνοις, καὶ ἰάσεις ἀπαντλοῦντες, ὦ Ἰωάννη, ὕμνους προσάγομεν.
Μεγαλυνάριον
Χαῖρε τῆς Χαλδίας θεῖος κρουνός, καὶ τῶν Ὀρθοδόξων ἑτοιμότατος ἀρωγός, χαῖρε ἱερέων, ἡ δόξα Ἰωάννη, τὸ καύχημα ἁπάντων, φωστὴρ νεόφωτε.
Οσία Αλεξάνδρα Ηγουμένη και θεμελιώτρια της Μονής Ντιβέεβο
Η Αγαθή Σεμιόνοβνα Μελγκούνοβα, ήταν πολύ πλούσια και κατείχε πολλά κτήματα στο Γιάροσλαβ, στο Βλαντιμίρ και στο Ριαζάν. Από νέα έμεινε χήρα και το 1760 μ.Χ. έγινε μοναχή στη Μονή Φλορέφσκι του Κιέβου με το όνομα Αλεξάνδρα. Δεν της ήταν γραφτό να μείνει πολύ εκεί αφού είδε σε όραμα την Παναγία η οποία της είπε να φτιάξει ένα νέο μοναστήρι.
Υπό την καθοδήγηση της Παναγίας και μετά από δεκάδες προσκυνήματα, η Αγία Αλεξάνδρα έφτασε στον τόπο που είχε διαλέξει η Παναγία. Ήταν στο Ντιβέεβο, όχι πολύ μακριά από το Σαρώφ όπου την εποχή εκείνη βρίσκονταν μια ανδρική μονή γνωστή για τους μεγάλα πνευματικά της αναστήματα. Υπό την καθοδήγηση των ερημιτών του Σαρώφ η Αγία Αλεξάνδρα ξεκίνησε την ησυχαστική της ζωή σ' ένα κελί δίπλα από έναν ναό αφιερωμένο στην εικόνα της Παναγίας του Καζάν. Δώρισε όλη την περιουσία της για να χτιστούν και να ανακαινιστούν ναοί και για να βοηθηθούν χήρες τα ορφανά και οι φτωχοί. Η ίδια ζούσε από τον ιδρώτα του προσώπου της καθαρίζοντας στάβλους ή πλένοντας ρούχα. Οι κάτοικοι του Σαρώφ θυμόνταν για πολλά χρόνια την ταπεινοφροσύνη της και τη βοήθεια που πρόσφερε στα κρυφά.
Σιγά-σιγά εκεί δημιουργήθηκε μια αδελφότητα βάση της οποίας ήταν η εκούσια φτωχεία, η χειρωνακτική εργασία, η φιλοξενία των προσκυνητών και η αδιάκοπη ευχή του Ιησού, βαδίζοντας έτσι στη χνάρια της αυθεντικής ορθόδοξης μοναστικής ζωής
Από την αρχή ακόμη έρχονταν στην Αγία Αλεξάνδρα άνθρωποι κάθε κοινωνικής τάξης για να πάρουν συμβουλές και να πάρουν την ευλογία της.
Η Αγία Αλεξάνδρα εκοιμήθη στις 13 Ιουνίου 1789 μ.Χ. και είχε πει ότι εκεί θα χτιστεί ένα μεγάλο μοναστήρι, αλλά και τις ταραχές που θα λάβουν μέρος εκεί. Δυο εβδομάδες πριν από την κοίμησή της πήρε το μεγάλο αγγελικό σχήμα.
Ο Άγιος Σεραφείμ του Σαρώφ (βλέπε 2 Ιανουαρίου) της είχε βαθιά εκτίμηση ακόμη από όταν η Αγία ζούσε. Μετά το θάνατό της είπε ότι εκείνη βρίσκεται κοντά στο θρόνο του Θεού και είπε σε μια αδελφή να μάθει στους υπόλοιπους να προσεύχονται σ' αυτήν με τον ακόλουθο τρόπο: «Μητέρα και Κυρία μου προσευχήσου για μένα στον Κύριο να με συγχωρήσει, όπως Εκείνος συγχώρεσε εσένα και να με θυμηθείς και εμένα μπροστά στο θρόνο του Θεού».
Στο μοναστήρι υπάρχουν πολλές γραπτές μαρτυρίες για τα θαύματα που έκανε η Αγία Αλεξάνδρα.
Ἡ Ἁγία Φηλίκουλα ἡ Μάρτυς
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Φηλίκουλα ἔζησε κατὰ τοὺς ἀποστολικοὺς χρόνους στὴ Ρώμη. Ἀρνηθεῖσα νὰ νυμφευθεῖ κάποιον ὀνόματι Φλάκκο καὶ νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, ἐκλείσθηκε στὴ φυλακὴ καὶ ὑπέστη μαρτυρικὸ θάνατο.
Ὁ Ὅσιος Ἀνδρόνικος ὁ ἐν Μόσχᾳ ἀσκήσας
Ὁ Ὅσιος Ἀνδρόνικος τῆς Μόσχας καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Ροστὼφ τῆς Ρωσίας καὶ ἔζησε τὸν 14ο καὶ 15ο αἰώνα μ.Χ. Ἀγάπησε τὴ μοναχικὴ ζωὴ καὶ σὲ μικρὴ ἡλικία εἰσῆλθε στὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος τοῦ Ραντονέζ. Γιὰ πολλὰ χρόνια ὑπῆρξε μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Σεργίου τοῦ Ραντονὲζ καὶ τὸ ὄνομά του συνδέθηκε μὲ τὴν ἵδρυση τοῦ μοναστηριοῦ τοῦ Σωτῆρος τῆς Μόσχας.
Ἡ ἱστορία τοῦ μοναστηριοῦ ξεκινᾶ μετὰ τὴν ἐπιστροφὴ ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη τοῦ Ἁγίου Ἐπισκόπου Ἀλεξίου, ὁ ὁποῖος μετέφερε ἕνα ἀντίγραφο τῆς Ἀχειροποιήτου εἰκόνος τοῦ Σωτῆρος. Κατὰ τὸ ταξίδι τῆς ἐπιστροφῆς ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη στὴ Μόσχα, ὁ Ἐπίσκοπος Ἀλέξιος ἔπεσε σὲ τρικυμία καὶ παραλίγο νὰ ναυαγήσει τὸ πλοῖο. Ὁ Ἐπίσκοπος ἔταξε νὰ κτίσει ἕνα μοναστήρι, τὸ ὁποῖο θὰ ἀφιέρωνε στὸν Ἅγιο ἢ στὸ γεγονὸς τὸ ὁποῖο ἐτιμοῦσε ἡ Ἐκκλησία κατὰ τὴν ἡμέρα ποὺ διασώθηκε τὸ πλοῖο μὲ τοὺς ἐπιβάτες του. Ἡ τρικυμία εἶχε γίνει στὶς 16 Αὐγούστου, ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῆς μετακομιδὴς τῆς Ἀχειροποιήτου εἰκόνος τοῦ Σωτῆρος στὴν Ἔδεσσα τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τὴν ὁποία κατὰ τὴν παράδοση δὲν ἱστόρησε ἀνθρώπινο χέρι. Σὲ ἐκπλήρωση τοῦ τάματος ὁ Ἐπίσκοπος Ἀλέξιος ἀπεφάσισε νὰ ἀφιερώσει τὸ μοναστήρι στὸ Σωτήρα Χριστό, τὸ ὁποῖο ἐκτίσθηκε στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Γιάουζα τῆς Μόσχας. Μετὰ ἀπὸ ὑπόδειξη τοῦ Ἁγίου Σεργίου τοῦ Ραντονέζ, ὁ Ἀλέξιος ἐκάλεσε ἀπὸ τὸ μοναστήρι τῆς Ἁγίας Τριάδος τὸν Ὅσιο Ἀνδρόνικο καὶ τοῦ ἐμπιστεύθηκε τὸ ἔργο τῆς οἰκοδομήσεως τοῦ νέου μοναστηριοῦ, ἐνῶ τὸ 1361 τοῦ ἀνέθεσε καὶ τὴν ἡγουμενία.
Ὁ Ὅσιος Ἀνδρόνικος ἀφιερώθηκε στὴν αὐστηρὴ ἄσκηση καὶ λόγῳ τῆς ταπεινοφροσύνης του προσείλκυσε κοντά του πολλοὺς νέους, οἱ ὁποῖοι ἤθελαν νὰ ἐπιδοθοῦν στὴ μελέτη τῶν Γραφῶν καὶ τὸ μοναχικὸ βίο. Ὁ Ἅγιος Σέργιος ἐπισκεπτόταν τακτικὰ ἀπὸ τὸ μοναστήρι τῆς Ἁγίας Τριάδος τὸ μαθητή του, προκειμένου νὰ τὸν ἐνθαρρύνει στὴν ἄσκησή του. Ὁ Ἅγιος Σέργιος ἐστάθμευσε στὸ μοναστήρι τοῦ Ἀνδρονίκου καὶ κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ταξιδίου του πρὸς τὸ Νόβγκοροντ συμφιλίωσε τὸν πρίγκιπα Βόριδα μὲ τὸν πρίγκιπα τῆς Μόσχας. Ἐπάνω στὶ σημεῖο τοῦ ἀποχαιρετισμοῦ τῶν δύο Ἁγίων ἐκτίσθηκε ἕνα παρεκκλήσιο.
Ὄταν λίγο ἀργότερα ὁ Μητροπολίτης τῆς Μόσχας Ἀλέξιος συνόδευσε τὸν μεγάλο πρίγκιπα Δημήτριο στὸ ταξίδι του πρὸς τὸν ποταμὸ Ὄκα, προκειμένου νὰ ξεκινήσει τὶς διαπραγματεύσεις μὲ τὸν Χάν, ἐσταμάτησαν στὸ μοναστήρι τοῦ Ἀνδρονίκου, γιὰ νὰ προσευχηθοῦν μαζὶ στὴν Ἀχειροποίητη εἰκόνα τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ.
Ὁ Ὅσιος Ἀνδρόνικος ἀκτινοβολοῦσε στὸ πρόσωπό του τὶς μεγάλες του ἀρετές. Ἔζησαν κοντά του οἱ Ὅσιοι Σάββας καὶ Ἀλέξανδρος, Δανιὴλ ὁ Μαῦρος καὶ ὁ Ἀνδρέας Ρουμπλιώφ, ποὺ ἦσαν μεγάλοι καὶ γνωστοὶ εἰκονογράφοι.
Ὁ Ὅσιος Ἀνδρόνικος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη ὄχι ἀργότερα ἀπὸ τὸ 1404. Τὸ ἱερὸ λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τῆς μονῆς τοῦ Σωτῆρος.
Ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος ὁ ἐν Μόσχᾳ ἀσκήσας
Ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος ἐγεννήθηκε στὴ Ρωσία. Ὡς μοναχὸς ἀκολούθησε τὰ βήματα τοῦ Ἁγίου Σεργίου τοῦ Ραντονὲζ καὶ ἀργότερα ἔγινε ἡγούμενος τῆς μονῆς τοῦ Σωτῆρος τοῦ Ἀνδρονίκου τῆς Μόσχας. Ἐκοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη, τὸ 1427, καὶ τὸ τίμιο λείψανο αὐτοῦ ἐνταφιάσθηκε στὴ μονὴ τοῦ Ἀνδρονίκου.
Ὁ Ἅγιος Ἄνθιμος ὁ Ἰβηρίτης
Ὁ Ἅγιος Ἄνθιμος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἰβηρία καὶ ἔζησε τὸν 10ο αἰώνα μ.Χ. Ἐξελέγη Μητροπολίτης στὴ Ρουμανία καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1716.
Πηγές:http://www.saint.gr/06/13/index.aspx
http://www.synaxarion.gr/gr/m/6/d/13/sxsaintlist.aspx
«Πᾶνος»