4. Ἡ Ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας ἐξαίρει τὴν θέα τοῦ Ἐσταυρωμένου.
Ἡ κατ’ ἐξοχὴν λειτουργικὴ περίοδος ὅπου ὑμνεῖται καὶ μεγαλύνεται ὁ Ἐσταυρωμένος, ὁ Σταυρός, τὰ πάθη Του καὶ ὅλα ὅσα ὑπέμεινε ἑκουσίως γιὰ τὴν λύτρωση καὶ σωτηρία τοῦ κόσμου, εἶναι τὸ εὐλογημένο καὶ κατανυκτικὸ Τριώδιο.
Συνεχῶς, σὲ ὅλο τὸ μῆκος τῆς περιόδου αὐτῆς ἡ ἱερὰ Ὑμνολογία τονίζει τὴν ὀδύνη τῆς Παναγίας Μητέρας τοῦ Ἐσταυρωμένου, καθὼς παρευρίσκεται κάτω ἀπὸ τὸν Σταυρὸ κοιτώντας τὸν Υἱὸ της μὲ μόνο συμπαραστάτη τὸν ἠγαπημένο μαθητὴ Ἰωάννη, θέλοντας μὲ αὐτοὺς τοὺς ὕμνους νὰ τοποθετήσει καὶ ὅλο τὸν κόσμο δίπλα της, συμπαραστάτη στὸν πόνο της, ἀφοῦ γιὰ τὴν δικὴ μας λύτρωση ὑπέμεινε τὴν σταύρωση ὁ Υἱὸς της. «Ὁ μέν κόσμος ἀγάλλεται, δεχόμενος τὴν λύτρωσιν, τὰ δέ σπλάγχνα μου φλέγονται, ὁρώσης σου τὴν σταύρωσιν, ἤν ὑπέρ πάντων ὑπομένεις, ὁ Υἱός καὶ Θεός μου» (Σταυροθεοτοκίον).
Ἐλάχιστα ἀπό τὰ ἐν λόγῳ τροπάρια παραθέτουμε κατωτέρω:
«Παρθένος ἡ ἄσπιλος ποτέ, ἐπί ξύλου βλέπουσα, ὃν ἐξ ἀσπόρου γάρ ἔτεκε, γαστρός μή φέρουσα, τὴν τῶν σπλάγχνων τρῶσιν, τρυχομένη ἔλεγεν, ὁ νεύματι κρατῶν κτίσιν ἅπασαν, πῶς ὡς κατάκριτος, ἐν Σταυρῶ ἐναπηώρησαι; πάντως θέλων, σῶσαι τὸ ἀνθρώπινον» (Σταυροθεοτοκίον Τρίτη Τυρινῆς ἑσπέρας).
«Τὸν ἐπονείδιστον, οἰκτῖρμον θάνατον, διὰ σταυρώσεως, ἑκὼν ὑπέμεινας, ὃν ἡ τεκοῦσα σὲ Χριστέ, ὁρῶσα ἐτιτρώσκετο, σπλάγχνα κοπτομένη γάρ, μητρικῶς ἐπωδύρετο, ἧς ταῖς παρακλήσεσι, διὰ σπλάγχνα ἐλέους σου, οἰκτείρησον καὶ σῶσον τὸν κόσμον, ὁ αἴρων τὴν τούτου ἁμαρτίαν» (Σταυροθεοτοκίον Ὄρθρου Γ΄ Ἐβδομάδος).
«Ἀνάρτησιν βλέπουσα, τὴν ἐν Σταυρῷ σου Φιλάνθρωπε, ὠλόλυζε κράζουσα, ἡ σέ κυήσασα. Πῶς κατάκριτος, ὁ μέλλων πάντα κρῖναι, ὁρᾶται κρεμάμενος, δόξης ὁ Κύριος;» (Σταυροθεοτοκίον Ὄρθρου Δ΄ Ἐβδομάδος).
Στεκόμεθα λοιπὸν νοερῶς κι' ἐμεῖς δίπλα στὴν Θεοτόκο ἀντικρύζοντες τὸ ἴδιο σωτήριο θέαμα: Τὸν σταυρωθέντα ὑπὲρ ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν Υἱὸ της. Καὶ εἶναι σωτήρια ἡ θέα Του διότι ὅσοι Τὸν κοιτοῦν συνεχῶς ἐπὶ τοῦ σταυροῦ, σταυρώνουν κι αὐτοὶ τὴν σάρκα τους σὺν τοῖς παθήμασι καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις.
«Ὁ τοῦ Κυρίου Σταυρός, τοῖς ἀκλινῶς αὐτὸν προσκυνοῦσι, πάσης ἡδονῆς χαλινός ἐστί, καὶ νόμος ἐγκρατείας, οἱ γάρ ἀπαύστως ἀφορῶντες, εἰς τὸν ἐν αὑτῷ παγέντα, σταυροῦσι τὴν σάρκα, σὺν τοῖς παθήμασι, καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις» (Ἀπόστιχα Πέμπτη Τυρινῆς ἑσπέρας).
Συνεπῶς, μὲ εὐγνωμοσύνη ἀπευθυνόμενη στὸν Χριστὸ ἡ Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει ὅτι βλέποντάς Τον ἐπὶ τοῦ σταυροῦ ζωογονεῖται:
«Τὸ κατάρας ὄργανον, εὐλογίας δέδεικται σφραγίς, ὁ σός ζωοποιός, Κύριε Σταυρός, ἐν ὧ καθορῶντες σε, ζωούμεθα θνήξαντες τὸ πρίν, καὶ ἀνυμνοῦντες σε, ὡς Δεσπότην μεγαλύνομεν» (Παρασκευὴ Β΄ Ἐβδομάδος, Ὠδή θ΄).
Καὶ μὲ τὸ βίωμα αὐτὸ στὶς καρδιὲς ἀναφωνεῖ κατὰ τὴν Μεγάλη Παρασκευή: «Μεγαλύνω τὰ Πάθη σου, ὑμνολογῶ καὶ τὴν Ταφὴν σου, σὺν τῇ Ἀναστάσει, κραυγάζων∙ Κύριε δόξα σοι». (Δοξαστικὸ ἀποστίχων ἑσπερινοῦ).
5. Σταύρωση καὶ Ἀνάσταση εἶναι ἄρρηκτα ἑνωμένες καὶ ὅλη ἡ θεία Οἰκονομία περιγράφεται στὴν Θεία Εὐχαριστία. Ἡ Βασιλεία τοῦ μέλλοντος αἰῶνος εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Ἐσταυρωμένου καὶ Ἀναστημένου Χριστοῦ.
Μία ἄλλη θεώρηση ποὺ ὑποστηρίζει τὴν ἀφαίρεση τοῦ Ἐσταυρωμένου εἶναι ὅτι στὴν Θεία Εὐχαριστία (μετὰ τὴν εὐχὴ τῆς Ἀναφορᾶς), ἀλλὰ καὶ γενικώτερα στὰ ἱερουργούμενα μέσα στὸ Ἱερὸ Βῆμα, πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα νοεῖται καὶ θεᾶται ἐσχατολογικά ἡ Βασιλεία τοῦ ἀναστημένου μόνο καὶ ὄχι ἐσταυρωμένου Χριστοῦ, χωρίζοντας ἔτσι τὴν στενὴ συνάφεια τῶν δύο γεγονότων τῆς θείας Οἰκονομίας, προβάλλοντας ἀποκλειστικὰ τὴν Ἀνάσταση καὶ ἐξαφανίζοντας τὴν ἐνθύμηση τῆς Σταυρώσεως.
Ὡστόσο, στὰ μυστήρια ἐπαναλαμβάνεται, ὅπως διδάσκουν οἱ ἅγιοι, συμβολικῶς καὶ πραγματικῶς μαζί, ὃλη ἡ πορεία τῆς ἐνανθρωπήσεως, τῆς γεννήσεως, τοῦ θανάτου καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι τὰ μυστήρια ἐνοικίζουν ἐμᾶς στὸν Χριστό, καὶ τὸν Χριστὸ σ’ ἐμᾶς. «Τῷ Χριστῶ μὲν ἡμᾶς, ἡμῖν δὲν τὸν Χριστὸν ἐνοικίζει» κατὰ τὸν ἅγιο Νικόλαο Καβάσιλα. Ὁ ἴδιος ἅγιος, μὲ γνώμονα τὴν θεία οἰκονομία, χωρίζει τὴν ἱερουργία σὲ τρεῖς φάσεις, μὲ κεντρικὴ τὴν θυσία τοῦ Σταυροῦ. Ἡ τελούμενη θυσία καταγγέλει συνάμα καὶ τὸν θάνατον καὶ τὴν Ἀνάσταση. Σταύρωση καὶ Ἀνάσταση στοὺς Πατέρες διδάσκονται ἡ μία κοντὰ στὴν ἄλλη καὶ πάντοτε σὲ ἀλληλεξάρτηση. Ἡ Ὀρθοδοξία δὲν ἔχει μόνο Σταύρωση -ὅπως οἱ παπικοὶ καὶ οἱ προτεστάντες ποὺ ἐξαίρουν τὴν Σταύρωση καὶ ὑποβαθμίζουν τὴν Ἀνάσταση- ἀλλὰ καὶ δὲν ἔχει μόνο Ἀνάσταση, ὡς ἄλλος «μονοφυσιτισμός». Ἔχουμε καὶ τὴν Σταύρωση καὶ τὴν Ἀνάσταση μαζί. Ἡ πίστη μας εἶναι σταυροαναστάσιμη.
Ἀπὸ τὴν πλούσια ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας ὅπου συνεχῶς καὶ ἀδιαλείπτως τονίζεται τὸ σταυροαναστάσιμο πνεῦμα καὶ χαρίζεται τὸ μοναδικὸ συναίσθημα τῆς «χαρμολύπης», ἐνδεικτικὸ εἶναι τὸ συντομότατο πρῶτο ἀναστάσιμο τροπάριο τῶν αἴνων τοῦ α΄ ἤχου: «Ὑμνοῦμεν σου Χριστὲ τὸ σωτήριον Πάθος, καὶ δοξάζομέν σου τὴν Ἀνάστασιν». Ἡ Ἀνάσταση εἶναι ἡ ἔμπρακτη πιστοποίηση τῆς κατάργησης τοῦ θανάτου ποὺ πραγματοποιήθηκε ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ καὶ ἡ ἔμπρακτη πιστοποίηση τῆς κατάλυσης τοῦ κράτους τῆς φθορᾶς ποὺ συνετελέσθη μὲ τὴν κατάβαση τοῦ Κυρίου στὸν Ἄδη.
Ἑρμηνεύοντας τὴν Θεία Λειτουργία ὁ ἱερὸς Καβάσιλας λέγει: «Πραγματικά, ἐφ᾽ ὅσον ὅλη ἡ οἰκονομία τοῦ Χριστοῦ περιγράφεται κατὰ τὴν ἱερὰ τελετὴ τῆς εὐχαριστίας στὸν ἄρτο σὰν σὲ πίνακα (διότι τὸν θεωροῦμε σὰν σὲ σύμβολο βρέφος νὰ εἶναι καὶ σὲ θάνατο νὰ ὁδηγῆται, νὰ σταυρώνεται καὶ νὰ κεντᾶται στὴν πλευρά), ἔπρεπε καὶ ὁ ἴδιος ὁ ἄρτος νὰ μεταβληθῆ σ’ ἐκεῖνο τὸ πανάγιο σῶμα, ποὺ πραγματικὰ ὑπέμεινε αὐτὰ καὶ ἀναστήθηκε καὶ ἀναλήφθηκε καὶ ἐκάθησε στὰ δεξιὰ τοῦ Πατρός, καὶ ἔπειτα ἀπὸ ὅλα αὐτὰ νὰ σημανθῆ τὸ ἀπώτατο τέλος αὐτῶν, γιὰ νὰ συμπληρωθῆ ἐντελῶς ἡ τέλεσις τοῦ μυστηρίου μὲ τὴν προσθήκη τοῦ ἀποτελέσματος στὸ σύμπλεγμα αὐτὸ τῆς ἐνεργείας καὶ οἰκονομίας».[1]
«Σὲ ὅλα ὅσα ἐνεργοῦνται ἀπὸ τὸν ἱερέα κατὰ τὴν πορεία ὅλης τῆς τελετῆς δηλώνεται ἡ οἰκονομία τοῦ Σωτῆρος. Τὰ πρῶτα μέρη τῆς ἱερουργίας δηλώνουν τὴν πρώτη φάσι τῆς οἰκονομίας, τὰ δεύτερα δηλώνουν τὴ δευτέρα φάσι, τὰ τελευταῖα, τὴν ἔπειτα ἀπὸ ἐκεῖνες. Καὶ σ’ ὅσους βλέπουν αὐτὰ γίνεται δυνατὸ νὰ ἔχουν ἐμπρὸς στὰ μάτια τους ὅλα ἐκεῖνα∙ ὁ μὲν ἁγιασμὸς τῶν δώρων, ἡ ἴδια ἡ θυσία, “διακηρύσσει τὸ θάνατό του” καὶ τὴν ἀνάστασι καὶ τὴν ἀνάληψι, γιατὶ μεταβάλλει τὰ τίμια αὐτὰ δῶρα στὸ ἴδιο τὸ Κυριακὁ σῶμα, ποὺ ἐδέχθηκε ὅλα ἐκεῖνα, τὸ σταυρωθέν, τὸ ἀναστὰν, τὸ ἀνελθὸν στὸν οὐρανό…»[2]
Καὶ μὲ σαφήνεια ὑπογραμμίζει: «Ἡ μὲν γὰρ θυσία τὸν θάνατον αὐτοῦ καταγγέλλει καὶ τὴν ἀνάστασιν καὶ τὴν ἀνάληψιν».[3]
Ἑρμηνεύοντας καὶ ὁ Θεόδωρος Ἀνδίδων λέγει: «Ἡ ὕψωσις τοῦ τιμίου σώματος εἰκονίζει τὴν ἐπὶ τοῦ σταυροῦ ὕψωσιν, καὶ τὸν ἐν αὐτῷ θάνατον, καὶ αὐτὴν τὴν ἀνάστασιν».[4] Καὶ ὄχι μόνο ἡ ὕψωσις τοῦ τιμίου Σώματος, ἀλλὰ καὶ ὅλα ὅσα τελοῦνται στὴν Θεία Λειτουργία εἶναι ταυτόχρονα τύπος τοῦ πάθους, τῆς ταφῆς καὶ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ: «Tὰ ἐν τῇ θείᾳ ἱερουργία τελούμενα τύπον εἶναι τοῦ Σωτηρίου πάθους καὶ τῆς ταφῆς καὶ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ ἡμῶν».[5] Γι' αὐτὸ κάθε πιστὸς ὀφείλει νὰ γνωρίζει ὅτι ὅλα στὴ θεία ἱερουργία συμβολίζουν ὁλόκληρη τὴν θεία οἰκονομία: «Πᾶς πιστὸς εἰδέναι ὀφείλει ὡς ἡ τῆς θείας ἱερουργίας ἅπασα τελετὴ αὐτὴν ἐκείνην τὴν ὅλην οἰκονομίαν τῆς περὶ ἡμῶν σωτηριώδους συγκαταβάσεως τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὡς προείρηται, διὰ τῶν ἐν αὐτῇ τελουμένων μυστηρίων συμβολικῶς δηλοῖ».[6]
6. Ἡ Ἁγία Τράπεζα ὡς τάφος. Ἀπόλυτα σύμφωνη ἡ παρουσία τοῦ Ἐσταυρωμένου ἐγγύς αὐτῆς.
Παραπλησίως τῶν προηγουμένων προβάλλεται καὶ ὁ ἰσχυρισμὸς ὅτι ἡ Ἁγία Τράπεζα συμβολίζει (μόνο) τὴν Ἀνάσταση.
Ἡ Ἁγία Τράπεζα γνωρίζουμε ὅτι συμβολίζει τὸ μνῆμα, τὸν τάφο τοῦ Χριστοῦ, ταυτοχρόνως δὲ καὶ αὐτὴ τὴν Ἀνάσταση. Ὁ πραγματικὸς Γολγοθᾶς ἄλλωστε, στὸν ἱερὸ ναὸ τῆς Ἀναστάσεως στὰ Ἱεροσόλυμα, βρίσκεται μόλις λίγα βήματα ἀπὸ τὸ ζωοδόχο Τάφο καὶ κατέχει ἐπὶ αἰῶνες μόνιμα ἱστάμενο μεγάλο Ἐσταυρωμένο, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου τελεῖται ἡ Θεία Λειτουργία ἀπὸ ὀρθόδοξους ἱερεῖς ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.
Ἡ θυσία στὸν Γολγοθᾶ εἶναι στενῶς συνυφασμένη μὲ τὴν Ἀνάσταση, ἡ ὁποία εἶναι ἡ συνέπεια τοῦ σταυρικοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ. Γι' αὐτὸ τὸ λόγο ὁ Σταυρὸς δὲν ἀποτελεῖ μία «δυσάρεστη ἀνάμνηση» ποὺ πρέπει νὰ ξεχαστῆ καὶ νὰ ἀπωθηθῆ, ὅπως συνηθίζει ὁ κόσμος νὰ ἀντιδρᾶ σὲ κάτι ποὺ τὸν θλίβει ἔντονα, ἀλλὰ εἶναι ἡ αἰτία τῆς χαρᾶς τῆς Ἀναστάσεως. «Ἰδού γάρ ἦλθε διὰ τοῦ σταυροῦ χαρά ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ», ἀπαγγέλλουμε κάθε Κυριακή∙ ἡμέρα ποὺ ἑορτάζουμε τὴν Ἀνάσταση.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνὸς ἐπισημαίνει αὐτὴν τὴν ἀναγκαιότητα ὑπόμνησης τοῦ Χριστοῦ ὡς Ἐσταυρωμένου ἀκόμα καὶ μετὰ τὴν Ἀνάσταση καὶ παρατηρεῖ: «Διὸ καὶ ταῖς γυναιξίν ἔλεγεν ὁ τῆς ἀναστάσεως ἄγγελος∙ “Ἰησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνόν, τὸν ἐσταυρωμένον;” καὶ ὁ ἀπόστολος∙ “Ἡμεῖς δέ κηρύσσομεν Χριστὸν ἐσταυρωμένον”. Πολλοὶ μὲν γὰρ Χριστοί καὶ ᾽Ιησοῖ, ἀλλ᾽ εἷς ὁ ἐσταυρωμένος. Οὐκ εἶπε “λελογχευμένον”, ἀλλ᾽ “ἐσταυρωμένον”».[7]
Ἑρμηνεύοντας ὁ ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης τὸ τί συμβολίζει τὸ Ἱερὸ Βῆμα διδάσκει: «’Αλλ’ ἐξαιρέτως τὰ διάστυλα (σ.σ. τὸ τέμπλο) κάνουν ὥστε τὸ Ἱερό Βῆμα (σ.σ. ὅλο τὸ Ἱερὸ Βῆμα, χωρὶς νὰ ἐξαιρεῖ τὸν χῶρο πίσω ἀπὸ τὴν ἁγία Τράπεζα, το ημικύκλιο της κόγχης) νὰ εἰκονίζῃ τὸ μνῆμα τοῦ Χριστοῦ, καὶ τάφος μὲν νὰ εἶναι ἡ ἱερὰ Τράπεζα, ὡς μνῆμα δὲ τὸ Βῆμα, τοῦτ’ ἔστι τὰ πέριξ τοῦ Τάφου».[8]
«Ἡ ἱερά δε τράπεζα τοῦ Θεοῦ (συμβολίζει) τὸν θρόνον, καὶ τὴν ἀνάστασιν Χριστοῦ, καὶ τὸ σεβάσμιον μνῆμα».[9]
Μικρότερος σταυρὸς (σταυρός εὐλογίας) ἐπίσης μαρτυρεῖται ὅτι τοποθετεῖται καὶ πάνω στὴν Ἁγία Τράπεζα, δηλώνοντας τὴν θυσία τοῦ Χριστοῦ.[10]
Σύμφωνος καὶ ὁ ἅγιος Σωφρόνιος Ἱεροσολύμων: «Ἡ ἁγία τράπεζα δηλοῖ τὸ ἅγιον μνημεῖον, ἐν ᾧ ἐτάφη∙ ἡ δὲ ἁγία πρόθεσις ὁ τοῦ Κρανίου τόπος ἐν ᾧ ἐσταυρώθη καὶ διὰ τοῦτο θῦεται ἐν αὐτῷ» καὶ ὅτι «Θυσιαστήριον λέγεται, κατὰ τὸ ἅγιον μνῆμα Χριστοῦ, ἐν ᾧ θυσίαν ἐαυτὸν προσήγαγεν τῷ Θεῷ καὶ Πατρὶ Χριστός».[11]
Ὁ δέ Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως, ἐπαναλαμβάνοντας ἀνάλογη ρήση τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, τονίζει: «Θυσιαστήριον ἐστίν ὁ σταυρός. Ἐν αὐτῷ γάρ ἐτύθη ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ αἵρων τὴν ἀμαρτίαν τοῦ κόσμου. καὶ τῇ θεοϋποστάτῳ σαρκὶ, καὶ τῷ θεορρῦτῳ αἵματι ὁλοτελῶς καθηγίασται. Μεῖζον γάρ ἐνταῦθα τὸ δῶρον τοῦ θυσιαστηρίου∙ καὶ ὑπὸ τοῦ δῶρου τὸ θυσιαστήριον καθαγιάζεται»[12] , ἐνῶ ἀξιόλογη εἶναι καὶ ἡ παρατήρηση ὅτι : «Ἡ θεία καὶ ἱερὰ τράπεζα, καὶ εἰς τὸ ἐστρωμένον ἀνώγαιον ἐκλαμβάνεται, καὶ φάτνη κατονομάζεται, καὶ τάφος Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν ἐπικέκληται».[13]
Ἐπιπλέον τῶν ἀνωτέρω ἰσχυρισμῶν πρὸς ἀποβολὴν τοῦ Σταυροῦ, διδάσκεται μία ἰδιότυπη θεωρία περὶ χωρισμοῦ τοῦ ἱεροῦ ναοῦ σὲ δύο μέρη. Τὸ πρῶτο, τὸ καλούμενο «τῆς ἱστορίας», περιλαμβάνει τὸν κυρίως ναὸ καὶ ἐκτείνεται μέχρι τὸ κέντρο τῆς Ἁγίας Τραπέζης, ἐντάσσοντας σὲ αὐτὸ τὴν Πρόθεση καὶ τὸ διακονικό. Τὸ δὲ δεύτερο, ὁ χῶρος «τῆς Βασιλείας καὶ τῶν ἐσχάτων», ἐκτείνεται ἀπὸ τὸ κέντρο τῆς Ἁγίας Τραπέζης μέχρι τὴν κόγχη τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, (τὸ ἡμικύκλιο). Μὲ βάση αὐτὴ τὴν ταξινόμηση, ἡ Σταύρωση καὶ ὁ Ἐσταυρωμένος, ὡς στοιχεῖα ἱστορικὰ ἐνταγμένα, δὲν πρέπει νὰ ὑπάρχουν στὸ χῶρο πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα, τὸν «χῶρο τῶν ἐσχάτων», ἀλλὰ μόνο στὸν χῶρο τῆς «ἱστορίας». Ἀφήνονται, δηλαδή, πίσω μας. Ἡ σταυρικὴ θυσία ξεπερνιέται καὶ ἀτενίζουμε μόνο τὴν «Βασιλεία».
Πλὴν ὅμως, στὴν διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Συμεών, ὁ ἱερὸς ναὸς χωρίζεται σὲ τρία μέρη καθότι ὁ Θεὸς εἶναι Τριαδικὸς καὶ ὁλόκληρο τὸ Ἱερὸ Βῆμα -καὶ ὄχι μόνο ἡ κόγχη- εἰκονίζει τὰ νοητὰ καὶ ὑπερουράνια, ἀφοῦ εἷναι ὁ θρόνος τοῦ Θεοῦ: «Ὁ ναὸς δὲ ὡς οἶκος Θεοῦ ὅλον τὸν κόσμον τυποῖ. Ὅτι καὶ πανταχοῦ καὶ ὑπὲρ τὸ πᾶν ὁ Θεός. Καὶ τοῦτο δηλῶν διαιρεῖται εἰς τρία ὅτι καὶ Τριὰς ὁ Θεός…Τὸ ἱερώτατον βῆμα εἰς τύπον τῶν ὑπερουρανίων ἐστὶ καὶ τῶν ὑπεράνω, ἔνθα καὶ θρόνον φασὶ τοῦ ἀΰλου Θεοῦ»[14]. Ὅλο τὸ Ἱερὸ Βῆμα, λοιπὸν, εἶναι θρόνος τοῦ Θεοῦ, ἐπίσης δὲ -ὑπενθυμίζουμε- καὶ ὁ Σταυρὸς εἶναι θρόνος τοῦ Θεοῦ.
Ἡ σταυρικὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ, ὅπως διευκρινίσθη, δὲν ἀφήνεται πίσω καὶ κατὰ τὰ ἔσχατα θὰ ἀντικρύσουμε τὸν Σταυρὸ πρῶτα: «Τὸ πρῶτο σημεῖο τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Σωτῆρος θὰ εἶναι ἡ ἐμφάνιση τοῦ Σταυροῦ στὸν οὐρανό, ὡς σύμβολο τῆς σωτηρίας μας, ὡς σημεῖο τοῦ λυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Σωτῆρος: “τότε φανήσεται τὸ σημεῖον τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῷ οὐρανῷ”»[15] κατά την ἐπισήμανση τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς.
Συνεπῶς, καθίσταται πρόδηλον καὶ ἐδῶ ὅτι ἡ ὕπαρξη καὶ θέση τοῦ Ἐσταυρωμένου πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα εἶναι κατὰ πάντα ἁρμόζουσα καὶ συμβατὴ μὲ τὴν ὀρθόδοξη θεολογία τῆς Λατρείας καὶ τοὺς συμβολισμοὺς τῶν χώρων τοῦ ἱεροῦ ναοῦ.
(συνεχίζεται και ολοκληρώνεται στο ε΄ και τελευταίο μέρος)
[1] ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Φιλοκαλία, ΕΠΕ 22, 189.
[2] Ὅ.π. σελ. 37.
[3] Ὅ.π. σελ. 98.
[4] ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΑΝΔΙΔΩΝ, Προθεωρία Κεφαλαιώδης. Περί τῶν ἐν τῆ Θεία Λειτουργία..., PG 140, 464.
[5] Ὅ.π. σελ. 417
[6] ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΑΝΔΙΔΩΝ, Προθεωρία Κεφαλαιώδης. Περί τῶν ἐν τῆ Θεία Λειτουργία...PG 140, 421
[7] ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, Δ (12) 85, ΕΠΕ 1, 454.
[8] Νεοελ. ἀπόδ. PG 155, 345.
[9] ΣΥΜΕΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, Κεφάλαιο ϟΗ΄, Τί τὸ ἅγιον δηλοῖ βῆμα, καὶ τί ἡ ἱερὰ τράπεζα, PG 155, 292.
[10] Ὅ.π. σελ.705.
[11] ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ πατριάρχου Ἱεροσολύμων, Λόγος περιέχων τὴν ἐκκλησιαστικὴν ἅπασαν ἰστορία καί λεπτομερἠ ἀφήγησιν πὰντων τῶν ἑν τῇ θείᾳ Ἱερουργίᾳ τελουμένων, PG 87c, 3984.
[12] ΓΕΡΜΑΝΟΥ Β΄ ΚΩΝ/ΠΟΛΕΩΣ, Εἰς τήν Ὕψωσιν τοῦ τιμίου Σταυροῦ καὶ κατὰ Βογομίλων, PG 140, 637.
[13] ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΑΝΔΙΔΩΝ, Προθεωρία Κεφαλαιώδης. Περί τῶν ἐν τῆ Θεία Λειτουργία…PG 140, 421.
[14] ΣΥΜΕΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, Κεφάλαιο ΡΛΑ΄, Ὅτι τόν ἐν Τριάδι μόνον Θεὸν τυποῖ ὁ ναός, PG 155, 337.
[15] ΑΓΙΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ, Δογματική. Ὀρθόδοξη Φιλοσοφία τῆς Ἀληθείας. ΙΜΜ Βατοπαιδίου 2019, σελ. 983
«Πᾶνος»