ΚΥΡΙΑΚΗ Α΄ΝΗΣΤΕΙΩΝ
Ἀπομαγνητοφωνημένη
ὁμιλία μακαριστοῦ γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου
μὲ θέμα:
«Ἡ ΕΙΚΟΝΑ, ΣΤΟΙΧΕΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ»
[ἐκφωνήθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κομνηνείου Λαρίσης στὶς
23-3-1986] [Β154]
Σήμερα, ἀγαπητοί μου, ἡ Ἐκκλησία μας, Κυριακὴ Α΄των Νηστειῶν, ἑορτάζει
τὴν νίκη της διὰ τὴν ἀκρίβεια καὶ ὀρθοδοξότητα τῆς πίστεώς της καὶ τῆς
παραδόσεώς της. Ἐπάλαισε καὶ παλαίει ἡ Ἐκκλησία, διὰ νὰ
διατηρήσει τὴν αὐθεντία τῆς ἑρμηνείας τοῦ ἀποκαλυφθέντος λόγου τοῦ Θεοῦ, ποὺ
κατεγράφῃ εἰς τὴν Ἁγίαν Γραφὴν ὑπὸ θεοπνεύστων ἀνδρῶν καὶ παρεδόθῃ ὡς πρᾶξις
καὶ ὡς διδασκαλία μέσα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν.
Μία ἔκφρασις, ἕνα στοιχεῖον Ὀρθοδοξίας,
μεταξὺ πολλῶν ἄλλων εἶναι καὶ ἡ εἰκόνα, ὡς θεολογία καὶ ὡς ἀλήθεια αὐτοῦ τοῦ
λόγου τοῦ Θεοῦ. Καὶ τὸ μὲν θέμα τῆς εἰκόνος ἐπολεμήθῃ ἀπὸ τὴν αἵρεσιν τῶν
Ἀνεικονίστων· μία μορφὴ δηλαδὴ ὑποβόσκοντος Μονοφυσιτισμοῦ. Ἐπὶ ἑκατὸν εἴκοσι
χρόνια. Καὶ εἶναι γνωστὴ ὡς Εἰκονομαχία, ποὺ ἐξέσπασε εἰς τὸ Βυζάντιον. Ἡ
Ζ΄ ὅμως Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τελικὰ ἐπανέφερε καὶ ἐστερέωσε τὸ θέμα τῶν εἰκόνων,
ἀφοῦ βεβαίως τοῦτο τὸ καθόρισε θεολογικά.
Ἡ θεολογία τῆς εἰκόνος εἶναι ἕνα πελώριο
θέμα, ἕνα σπουδαιότατο θέμα, ὥστε ἡ Ἐκκλησία μας, τιμῶντας τοὺς Πατέρες τῆς Ζ΄
Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τὴν πρώτη Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, νὰ τὴν ὀνομάσει «Κυριακὴ
τῆς Ὀρθοδοξίας». Δηλαδὴ νὰ θεωρεῖται, παρότι εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ
θέματα ποὺ συνιστοῦν τὴν Ὀρθοδοξίαν, νὰ θεωρεῖται ὡς ἕνα κορυφαῖον σημεῖον,
ὥστε, ἐπαναλαμβάνω, νὰ ὀνομάσει ἡ Ἐκκλησία μας τὴν Κυριακὴν αὐτὴν ὡς «Κυριακὴ
τῆς Ὀρθοδοξίας».
Ποῦ ὅμως εἶναι αὐτὴ ἡ σπουδαιότης τοῦ ὅλου
θέματος; Διότι ἐκπλήσσει ἕναν ἀναγνώστην, ἕναν ἀκροατὴν ὅτι... «Τόσα
ἄλλα θέματα, δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ ἀποτελέσουν κορυφαῖα ὀρθοδοξότητος; Πῶς ἡ
εἰκόνα;». Αὐτὸ βέβαια κατ᾿ ἀρχὰς ὀφείλεται σὲ μία παραμέριση τῆς
θεολογίας ποὺ ἔχομε, τῆς γνώσεως ποὺ ἔχομε διὰ τὴν εἰκόνα. Ἡ
εἰκόνα, ἀγαπητοί μου, φανερώνει ὅτι ὁ Λόγος ἔγινε πράγματι ἄνθρωπος ἀληθής.
Αὐτὸ πῶς τὸ ἐκφράζει ἡ εἰκόνα; Τὸ ὅτι δυνάμεθα νὰ παραστήσομε τὸν Ἰησοῦν
Χριστόν. Καὶ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖον μποροῦμε νὰ παραστήσομε τὸ
πρόσωπον τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, διότι ἐκεῖ ὅλη ἡ μάχη, ἐκεῖ ὅλος ὁ πόλεμος, ἐκεῖ
ὅλη ἡ πάλη, ἂν δυνάμεθα νὰ εἰκονίσομε τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Ναί.
Δυνάμεθα νὰ εἰκονίσομε τὸ πρόσωπον τοῦ Θεοῦ. Πότε; Ἐφόσον ἔγινε ἄνθρωπος. Συνεπῶς
ἡ εἰκόνα, ἡ θεολογία τῆς εἰκόνας, ἀναφέρεται καὶ βασίζεται ἐπάνω στὸ
εὐαγγελικὸν καὶ κεντρικὸν σημεῖον ὁλοκλήρου τῆς πίστεως. «ὁ Λόγος σὰρξ
ἐγένετο». Καὶ ἐφόσον «ἐγένετο ὁ Λόγος σάρξ», ἐφόσον δηλαδὴ ὁ
Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος, δύναται νὰ ἀπεικονισθεῖ. Γι᾿ αὐτὸ λέγει
ἕνα τροπάριον τῶν Αἴνων τῆς σημερινῆς ἡμέρας: «Σαρκὸς τὸ ἐκτύπωμα,
ἀναστηλοῦντές σου Κύριε, σχετικῶς ἀσπαζόμεθα, τὸ μέγα μυστήριον, τῆς Οἰκονομίας -τὸ
μέγα μυστήριον τῆς Οἰκονομίας εἶναι ἡ Ἐνανθρώπησις-, τῆς σῆς
ἐκδηλοῦντες(:Ἐκδηλώνουμε τῆς δικῆς Σου, τὸ δικὸ Σου μυστήριο τῆς
Ἐνανθρωπήσεως, μὲ τὸ νὰ ἀναστηλώσομε τίς εἰκόνες)· οὐ γὰρ δοκήσει, ὡς
φασίν, οἱ θεομάχοι παῖδες τοῦ Μάνεντος, ἡμῖν ὤφθης φιλάνθρωπε, ἀλλ᾿ ἀληθείᾳ καὶ
φύσει σαρκός, δι᾿ αὐτοῦ ἀναγόμενοι, πρὸς σὸν πόθον καὶ ἔρωτα». «Ὄχι ὅπως
νομίζουν, ὅπως λέγουν, ὅτι κατὰ δόκησιν ἔγινες ἄνθρωπος οἱ θεομάχοι ὀπαδοὶ τοῦ
Μάνεντος. Ἀλλὰ πραγματικὰ καὶ ἀληθινὰ μετεῖχες σαρκός».
Βλέπετε λοιπὸν ὅτι ἀποτελεῖ ἕνα κορυφαῖον
σημεῖον· διότι ἡ ἀποδοχὴ ἢ μὴ ἀποδοχὴ τῆς εἰκόνος, εἶναι τελικὰ ἡ ἀποδοχὴ
τῆς ἀληθοῦς σαρκώσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Νὰ γιατί εἶναι κορυφαῖον τὸ
θέμα αὐτό. Καὶ ἐὰν πράγματι ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο, τότε καὶ ὁ
ἄνθρωπος δύναται νὰ γίνει Λόγος, δηλαδὴ νὰ θεωθεῖ. Θέλω νὰ καταλάβομε, ἀγαπητοί
μου, ὅτι ἡ θεολογία τῆς εἰκόνος εἶναι: «ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο, ἵνα ἡ
σὰρξ γένηται Λόγος», ὅπως λέγουν οἱ Πατέρες. Ὁ Θεὸς ἔγινε
ἄνθρωπος, γιὰ νὰ γίνει ὁ ἄνθρωπος Θεός. Εἰς τὴν Α΄οἰκουμενικὴν
Σύνοδον ἐτέθῃ τὸ θέμα ἐὰν ὁ Ἰησοῦς εἶναι Θεός. Ἐδῶ τίθεται τὸ θέμα ἐὰν ὁ
Ἰησοῦς ἔγινε ἄνθρωπος. Δηλαδὴ ἐὰν εἶναι ἀληθινὸς ἄνθρωπος. Δηλαδὴ τὸ θέμα τῆς
θεότητος ἐτέθῃ εἰς τὴν Α΄οικουμενικὴν Σύνοδον μὲ τὸν Ἄρειον· ποὺ τὸν ἐπολέμησαν
οἱ 318 Πατέρες καὶ ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος. Καὶ τώρα τίθεται τὸ ἐρώτημα, τὸ
θέμα: «Ὁ Θεὸς ἔγινε πράγματι ἄνθρωπος; Ἀναγνωρίζομε τὴ θεότητά Του ἀλλὰ
ἀμφιβάλλομε διὰ τὴν ἀνθρωπότητά Του». Εἶναι τὸ ἀκριβῶς ἀντίστροφο. Γι᾿ αὐτό
σᾶς εἶπα ὅτι στὴν πραγματικότητα ἐπολεμήθῃ γιὰ μία ἀκόμη φορά, κατ᾿ ἐπανάληψιν
βεβαίως μὲ τοὺς πρώτους Δοκήτας, ἀλλὰ κατ᾿ ἐπανάληψιν, διὰ μίαν ἀκόμη
φορὰ ἡ Ἐκκλησία πολεμᾷ τὸν Μονοφυσιτισμὸν στὴν Ζ΄οικουμενικὴ Σύνοδο, μὲ τὸ θέμα
«εἰκόνα». Εἶναι σπουδαῖο· διότι ἐὰν πράγματι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ δὲν ἔγινε
ἄνθρωπος, τότε δὲν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ γίνει Θεός. Δηλαδὴ ἡ θέωσις τοῦ
ἀνθρώπου εἶναι ἀδύνατη. Δηλαδὴ ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀδύνατη. Ἐὰν
ὅμως ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος, μετεῖχε τῆς φύσεώς μας, τότε ἡ μετοχή Του
αὐτὴ προσπορίζει σὲ μᾶς τὴ σωτηρία. Διότι αὐτὸ τὸ πρόσλημμα, δηλαδὴ
πῆρε αὐτὴ τὴ φύση μας καὶ αὐτὴ ἐθέωσε καὶ αὐτὴ ἀνέβασε εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ αὐτὴ
ἐδόξασε, καὶ δυνάμει αὐτῆς τῆς φύσεώς μας τῆς δεδοξασμένης εἰς τὸ πρόσωπον τὸ
ἕνα τοῦ Θεοῦ Λόγου, θὰ σωθοῦμε ὅλοι· διότι Ἐκεῖνος εἶναι ὁ πρόδρομός μας εἰς
τοὺς οὐρανούς. Ἐὰν ὅμως δὲν ἔγινε ἄνθρωπος, τότε Θεὸς ἦτο καὶ Θεὸς ἔμεινε καὶ
τίποτε ἄλλο καὶ ὑπάρχει χάσμα οὐσιῶν. Δὲν ὑπάρχει δηλαδὴ ἕνωσις τῶν οὐσιῶν.
Ἀλλὰ ἡ ἕνωσις τῶν οὐσιῶν εἶναι ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γιατί; Γιατί ἔγινε
ἄνθρωπος πραγματικά.
Ξαναλέγω λοιπὸν ἄλλη μία φορὰ ὅτι αὐτὸ
τὸ ἐκφράζει ἡ εἰκόνα. Διότι ἂν στὴν εἰκόνα μπορῶ νὰ ζωγραφίσω
τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, σημαίνει ἔγινε ἄνθρωπος. Ἄν δὲν ἔγινε
ἄνθρωπος, πῶς μπορῶ νὰ ζωγραφίσω τὸ θεῖον; Τὸ θεῖον εἶναι ἀνεικόνιστον. Δὲν
εἰκονίζεται τὸ θεῖον.
Βλέπετε πόσο σπουδαῖον θέμα εἶναι καὶ ὅτι
ἡ εἰκόνα θεωρεῖται ὅτι ἐκφράζει μία τεραστία, μεγάλη, κεντρικοτάτην ἀλήθειαν;
Ἀλλὰ μὲ τὴν εὐκαιρία, θὰ θέλαμε, ἀγαπητοί μου, νὰ ποῦμε ὅτι σήμερα
ἔχομε λησμονήσει τὸ θέμα αὐτό. Ἔχομε λησμονήσει καὶ ἀγνοοῦμε τὴν ἀξίαν τῆς
εἰκόνος καὶ στὴν πράξῃ ἀρνούμεθα ἐκεῖνα ποὺ θεολογικὰ κατοχύρωσε τόσον ἡ
Α΄οικουμενικὴ Σύνοδος, ὅσο καὶ ἡ Ζ' Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Ξεχάσαμε τὸ
θέμα. Ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι Θεὸς καὶ ὅτι εἶναι ἄνθρωπος(Ζ΄οικουμενικὴ
Σύνοδος) τέλειος. Δηλαδὴ ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι Θεάνθρωπος. Καὶ ὅτι ἀφοῦ
εἶναι Θεάνθρωπος, τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος, ἄρα καὶ ὁ ἄνθρωπος δύναται
νὰ θεωθεῖ. Σήμερα τὸ ξεχάσαμε. Σήμερα μᾶς ἔχει φύγει αὐτό. Γιατί ἀκριβῶς δὲν
γνωρίσαμε, ξεχάσαμε, λησμονήσαμε τὴ θεολογία τῆς εἰκόνος. Σημειώνω ὅτι
νομίζομε ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς δὲν εἶναι τί ἄλλο παρὰ ἕνα σύνολο ἠθικῶν κανόνων
ποὺ θὰ βελτιώσομε τὴν ζωή μας. Καὶ ἂν τὸ θέλετε ἀκόμα, ἀγνοοῦμε
τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν· διότι τὸ στοιχεῖο «σῶμα» τὸ
παραμερίζουμε. Καὶ ὅτι «ἡ ψυχή μας θὰ πάει
εἰς τὸν Παράδεισον». Οὔτε κἂν Βασιλεία Θεοῦ. Διότι ἡ Βασιλεία τοῦ
Θεοῦ εἶναι ὁ χῶρος τῶν πλήρων ὑπάρξεών μας. Δὲν εἶναι δηλαδὴ οἱ
ψυχές. Εἶναι ἡ ψυχὴ μὲ τὸ σῶμα. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἀνῆλθε εἰς
τὸν οὐρανὸν μὲ τὴν ἀνθρωπίνη Του φύσῃ. Αὐτὸ τὸ ἀγνοοῦμε. Καὶ ἀντιλαμβάνεστε,
ὅτι ἀγνοῶντας τὴν θέωσή μας, τὴν θέωση ὁλοκλήρου τῆς ὑπάρξεώς μας, ὅτι
πιὰ δὲν ρυθμίζομε ὀρθὰ καὶ τὸν βίον μας. Ἔτσι, γιατί νὰ μὴν φάω καὶ νὰ
μὴν πιῶ; «Τὸ σῶμα δὲν ἔχει ἀξία μπροστὰ στὴν ψυχή», λέμε. «Γιατί
νὰ μὴν πορνεύσω; Τὸ σῶμα δὲν ἔχει καμία θέσῃ». Ἐνῶ τὸ σῶμα εἶναι
ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἶναι ναὸς τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ. Τὸ σῶμα θὰ
θεωθεῖ. Τὸ σῶμα θὰ ἀνέβει ψηλά. Καὶ ἐκφράζεται πάντα, ἐπαναλαμβάνω, μὲ
τὴν εἰκόνα. Διότι ἡ εἰκόνα ἐκφράζει τὴν θεανθρωπίνη φύση τοῦ Χριστοῦ·
ὅτι ὁ Θεὸς ἔγινε πραγματικὰ ἄνθρωπος καὶ συνεπῶς καὶ ἐγὼ θὰ γίνω ἕνας κατὰ
χάριν Θεός.
Ἀλλὰ μποροῦμε νὰ ποῦμε ἀγαπητοί μου, στὰ πολὺ
λίγα λεπτὰ τὰ ὁποῖα μᾶς μένουν σὲ ἕνα λειτουργικὸ κήρυγμα, μερικὰ
χαρακτηριστικὰ τῆς εἰκόνος. Προσέξτε, ὄχι μόνον δὲν ἐξαντλοῦνται, οὔτε
κἂν θίγεται τὸ θέμα τῆς εἰκόνος μὲ αὐτὰ τὰ ἐλάχιστα ποὺ θὰ ποῦμε.
Ἡ εἰκόνα εἶναι μία γλῶσσα. Μία γλῶσσα
καλλιτεχνική. Ἤ, ἂν θέλετε, αἰσθητική· ποὺ ἐκφράζει δόγματα τῆς Ἐκκλησίας μας.
Δηλαδὴ ἔκφρασις δογμάτων τῆς Ἐκκλησίας μὲ αἰσθητικόν, καλλιτεχνικὸν
τρόπον. Εἶναι συνεπῶς θεολογία ὀρθόδοξος, μὲ σχήματα καὶ
χρώματα. Ἡ εἰκόνα ἔχει δυὸ διαστάσεις· κάθε εἰκόνα ὀρθόδοξος. Εἶναι ἡ ἔνχρονος
διάστασις ἢ ἱστορική. Καὶ ἡ ὑπέρχρονος διάστασις. Εἶναι αὐτὲς οἱ δύο
διαστάσεις. Ἔτσι, μία εἰκών, καταρχὰς μᾶς φέρνει κοντὰ στὸ ἱστορικὸ
γεγονός. Ἐπὶ παραδείγματι, ἔχομε τὴν Βάπτισιν τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ εἶναι
ἕνα ἱστορικὸ γεγονός. Καὶ εἶναι γνωστὸ ὅτι ἡ ἱστορία, ἡ ἱστορία δηλαδὴ τῆς
Ἐνανθρωπήσεως, ἡ ἱστορία, ὑπογραμμίζω, δὲν μπορεῖ νὰ ἐξατμιστεῖ καὶ νὰ
ἐξαφανιστεῖ. Δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ἰδεολογία ἡ ἱστορία. Ἡ ἱστορία εἶναι
ἱστορία, εἶναι γεγονότα. Καὶ ὅτι ἡ Ἱστορία καθορίζει τὴ σωτηρία μας. Γιατί
κι αὐτὴν ἐν χώρῳ καὶ χρόνῳ θὰ τύχει. Ἡ σωτηρία μας δηλαδή. Μὴν ξεχνᾶμε
ὅτι τὸ μυστήριον τῆς θείας Οἰκονομίας, δηλαδὴ τῆς Ἐνανθρωπήσεως, εἶναι
γεγονός. Δηλαδὴ εἶναι Ἱστορία. Προσέξτε, θὰ τὸ πῶ δεύτερη, τρίτη
φορά. Δὲν μποροῦμε νὰ ἐξατμίσομε τὰ γεγονότα. Δὲν μποροῦμε
νά... ἰδεαλίσομε λοιπόν, οὕτως εἰπεῖν, ἂν ἐπιτρέπεται αὐτὴ ἡ λέξις, τὴν
Ἱστορία. Δὲν μποροῦμε νὰ τὴν κάνομε ἰδεαλισμὸ τὴν Ἱστορία. Ἡ Ἱστορία
εἶναι Ἱστορία. Εἶναι τὰ γεγονότα. Ἄν ἀφαιρέσομε λοιπὸν τὴν Ἱστορία,
βασικὰ δὲν ἔχομε εἰκόνα· διότι ἡ εἰκόνα ἐκφράζει μιὰ Ἱστορία. Αὐτὸ θὰ πεῖ
εἰκόνα. Ἐκφράζει μιὰ ἱστορία. Τὴν Ἱστορία. Καὶ ἐπιθυμεῖ τώρα ἡ εἰκόνα
νὰ συνδέσει τὸν πιστό τῆς κάθε ἐποχῆς μὲ τὸ ἱστορικὸ γεγονὸς ποὺ ἀπεικονίζει.
Εἴπαμε τὸ παράδειγμα τῆς Βαπτίσεως τοῦ
Χριστοῦ. Κυρίως εἶναι τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι καὶ τῆς Θεοτόκου ἐν
συνεχείᾳ, εἶναι καὶ τῶν ἁγίων. Ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴν πολυπραγμονῶ, ἐπειδὴ ὁ χρόνος,
εἴπαμε, εἶναι λίγος, μένω στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Τί βλέπομε ἐδῶ; Ὅτι ὁ
πιστός τῆς κάθε ἐποχῆς συνδέεται μὲ τὸ γεγονὸς ποὺ εἰκονίζει ἡ εἰκόνα. Πῶς
συνδέεται; Αὐτὴ ἡ σύνδεσις εἶναι σύνδεσις μνήμης; Ὅπως ἀκριβῶς ἂν εἴχαμε ἕνα
ἄλμπουμ μὲ φωτογραφίες καὶ θὰ βλέπαμε ἕνα περιστατικὸ τοῦ περασμένου καιροῦ; Ἢ
μήπως εἶναι, θὰ λέγαμε, μία συναισθηματικὴ προσέγγισις; Βλέποντας τὴν εἰκόνα,
νὰ θυμηθῶ κάτι καὶ νὰ νιώσω κάτι. Ἀγαπητοί μου, δὲν εἶναι παρὰ προσέγγισις
στὸ ἀρχικό, στὸ πρωτότυπο γεγονός! Σημαίνει ὅτι ὁ κάθε πιστὸς
τῆς κάθε ἐποχῆς, τῆς κάθε ἱστορικῆς στιγμῆς προσεγγίζει αὐτὸ τὸ ἱστορικὸ
γεγονός. Τὸ προσεγγίζει ὄχι συναισθηματικά, ὄχι μνημικά, ἀλλὰ πραγματικά. Ὅταν,
ἐπὶ παραδείγματι, λέμε στὴν Ὑμνολογία μας: «Ἡ Παρθένος σήμερον τὸν
Ὑπερούσιον τίκτει» ἢ «Σήμερον βαπτιζομένου Σου Κύριε ἐν
τῷ Ἰορδάνῃ» κ.τ.λ. ἢ «Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου» αὐτὸ
τὸ «σήμερον» δὲν εἶναι φιλολογικό. Δὲν εἶναι, ὅπως θὰ
λέγαμε, ὁ ἱστορικὸς Ἐνεστώς. Ἀλλὰ εἶναι σήμερον. Διότι σήμερα
ἐγὼ προσοικειώνομαι τὸ γεγονός. Τὸ γεγονὸς ἀπὸ μένα δὲν ἀπέχει. Δὲν ἔχει
σημασία ἂν ὑπάρχει ἕνας χρόνος ποὺ μὲ χωρίζει ἐμένα. Δὲν ἀπέχω.
Προσεγγίζω τὸ γεγονὸς καὶ τὸ γεγονὸς ἐμένα. Συνεπῶς κάθε ἱστορικὴ
στιγμὴ εἶναι προσδεμένη μὲ τὸ πρωτότυπον γεγονός. Καὶ αὐτὸ μοῦ τὸ δείχνει ἡ
εἰκόνα, μοῦ τὸ ἐκφράζει ἡ εἰκόνα.
Ἔχομε ὅμως καὶ τὴν ἄλλη διάσταση τὴν
ὑπέρχρονη, τὴν δογματική. Μέσα στὸ εἰκονιζόμενο ἱστορικὸ γεγονός, ἂς ποῦμε,
τῆς Βαπτίσεως, πάλι, διαφαίνεται τὸ δογματικὸ στοιχεῖο. Βλέπετε,
ὁ Υἱὸς βαπτίζεται, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐπιφοιτᾷ, ὁ Πατὴρ φανερώνει τὸν Υἱόν Του
εἰς τὸν κόσμον καὶ μαρτυρεῖ: «Οὗτος ἐστὶν ὁ ὑἱός μου ὁ
ἀγαπητός». Ἐδῶ τί ἔχομε; Μέσα σὲ αὐτὴν τὴν ἱστορικὴ σκηνή, τὸ
ἱστορικὸ γεγονὸς τῆς Βαπτίσεως, ὅτι ὁ Χριστὸς πῆγε στὸν Ἰορδάνη, ἔχομε τώρα
ἕνα.. μία δογματικὴ ἀλήθεια. Δηλαδὴ μία ὑπέρχρονη ἀλήθεια. Κάτι
ποὺ στέκεται παραπέρα ἀπὸ τὸ ἱστορικὸ γεγονός. Καὶ συνεπῶς βλέπομε ὅτι ἡ εἰκόνα
δὲν μένει μόνο στὴν ἱστορικότητά της, ἀλλὰ μᾶς παρουσιάζει κάτι τὸ καινούριο,
κάτι τὸ βαθύτερο. Μᾶς παρουσιάζει ἕναν μεταμορφωμένο κόσμο. Καὶ μᾶς δείχνει τὴν
Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἡ εἰκόνα εἶναι ἕνα παράθυρο, μέσα ἀπὸ τὸ
ὁποῖο μποροῦμε νὰ δοῦμε ἐκεῖνο ποὺ δὲν εἶναι οὔτε χῶρος οὔτε χρόνος. Καὶ
ταυτοχρόνως μᾶς δείχνει καὶ τὸν χῶρο καὶ τὸν χρόνο. Εἶναι ἔνχρονος ἡ εἰκόνα,
εἶναι ὑπέρχρονος ἡ εἰκόνα.
Τὰ πρόσωπα τῶν ἁγίων, ἂν θέλετε, ὅταν
εἰκονίζονται, εἶναι πραγματικά. Ὄχι ὅτι διατηροῦν τὰ χαρακτηριστικά
τους τὰ φυσικά. Ὄχι. Ξέρετε, αὐτὸ δὲν ἔχω καιρὸ νὰ σᾶς πῶ πιὸ πολλά, ἡ Ἐκκλησία
τὸ ἀρνεῖται. Καὶ θὰ τὸ δεῖτε λίγο πιὸ κάτω. Εἶναι πραγματικά, εἶναι
ἀνθρώπινα, ἀληθινὰ πρόσωπα τὰ πρόσωπα τῶν ἁγίων. Δὲν ἔχομε πελώρια
μάτια ἢ πελώρια αὐτιὰ ἢ κάτι ἄλλο ἢ ἕνα συμβολικὸ σχῆμα ποὺ νὰ ποῦμε: «Ἐδῶ
εἶναι ὁ ἅγιος Γεώργιος, ἐδῶ εἶναι ὁ ἅγιος Δημήτριος». Εἶναι πραγματικὰ
πρόσωπα, ἀνθρώπινα πρόσωπα, ἀληθινά. Ταυτόχρονα ὅμως εἶναι ὑπέρχρονα,
εἶναι μεταμορφωμένα πρόσωπα. Δὲν ἀνήκουν πιὰ παρὰ στὸν χῶρο τῆς Βασιλεία τοῦ
Θεοῦ. Στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ θὰ εἴμεθα ὁλόκληροι. Ὅπως μὲ βλέπετε καὶ
σᾶς βλέπω. Ἀλλὰ ταυτόχρονα θὰ εἴμεθα μεταμορφωμένοι. Πῶς
μεταμορφωμένοι; Ἀπ᾿ τὴν φθορὰ στὴν ἀφθαρσία, ἀπὸ τὸν θάνατο στὴν
ἀθανασία. Ἔτσι βλέπει κανένας, ὅταν βλέπει μία εἰκόνα ἑνὸς ἁγίου, νὰ
προσεγγίζει πιὰ πρὸς κάτι ποὺ εἶναι ἔνχρονο καὶ ἄχρονο πάλι. Προσεγγίζει
τὸν ἅγιον, ἀλλὰ ὁ ἅγιος δὲν ζεῖ στὴν παροῦσα πιὰ ζωή. Καὶ συνεπῶς τὸν
προσελκύει ὁ ἅγιος νὰ ζήσει μιὰ μεταμορφωμένη ζωή. Ἡ ὕπαρξίς μας νὰ
μεταμορφωθεῖ. Καὶ νὰ ἀλλάξει ἀπὸ τὴν παροῦσα ἤδη ζωή. Γιὰ νὰ
βρεθοῦμε ὁλότελα μεταμορφωμένοι τὴν ἡμέρα τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν.
Οἱ ἅγιοι, ὅπως ἔχετε παρατηρήσει στὶς
ὀρθόδοξες εἰκόνες, κοιτάζουν πάντοτε κατὰ πρόσωπον, κατ᾿ ἐνώπιον. Τὸ
πολὺ πολὺ νὰ κοιτάζουν μόνον κατὰ τὰ 3/4, μία ἐλαφρὰ κλίση. Ὅπως ἔχομε τὸν ἅγιο
Ἰωάννη ἀπὸ δῶ ἢ κάποιες ἄλλες εἰκόνες. Ποτὲ ὅμως δὲν βλέπομε τὰ ὀπίσθια ἑνὸς
ἁγίου. Βλέπομε τὸ πρόσωπό του. Γιατί; Διότι αὐτὸ φανερώνει ὅτι ὁ πιστὸς
μὲ τὸν ἅγιον ἔχει ἕναν σύνδεσμο. Ὁ προσκυνητὴς μὲ τὸν ἅγιον ποὺ
ἱστορεῖται στὴν εἰκόνα ἔχει ἕναν σύνδεσμο. Αὐτὸς ὁ σύνδεσμος εἶναι μεγάλης σημασίας.
Διότι ὁ ἅγιος δὲν εἶναι ἀποξενωμένος ἀπὸ τοὺς πιστούς. Στὴ
Λειτουργία ἀναφέρομε τοὺς ἁγίους. Ἔχομε τὰ λείψανά τους κάτω ἀπὸ τὴν ἁγία
Τράπεζα. Μνημονεύομε τοὺς ἁγίους μέσα στὸ ἅγιο Δισκάριο, ἐκεῖ ποὺ βάζομε καὶ
τίς δικές μας μερίδες. Ὁ ἅγιος δὲν ἀποξενώθηκε. Ἀνέβηκε πιὸ ψηλὰ ἀπό
μᾶς, ἔφυγε ἀπό μᾶς, ἀλλὰ μένει δεμένος μὲ μᾶς. Γι᾿ αὐτὸ βλέπομε τὸν
ἅγιο ζωγραφισμένο, ἱστορημένο, κατ᾿ ἐνώπιον.
Ἀκόμη, μιὰ εἰκόνα, ἀγαπητοί
μου, μπορεῖ νὰ γίνει -προσέξτε αὐτό- μία θύρα ἐλέους. Πῶς
μπορεῖ νὰ γίνει μία θύρα ἐλέους; Ὅταν ξέρω ὅτι μία πόρτα ἅμα ἀνοίξει,
ἀπὸ ἐκεῖ θὰ βρῶ ἔλεος. Θὰ βρῶ τὸ ψωμί μου. Θὰ βρῶ τὴν Χάρη, θὰ βρῶ τὴ
διευκόλυνση, θὰ βρῶ τὴ θεραπεία. Χτυπῶ λοιπὸν τὴν πόρτα αὐτή. Ἔ, λοιπόν, ἡ
εἰκόνα εἶναι μία θύρα ἐλέους. Μὴν τὸ ξεχνᾶτε αὐτό. Εἶναι τὸ φαινόμενον τῶν
θαυματουργικῶν εἰκόνων. Πηγαίνομε μπροστὰ σὲ μία εἰκόνα καὶ
προσευχόμαστε καὶ ζητοῦμε καὶ μᾶς δίδει ὁ εἰκονιζόμενος ἅγιος ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο
ζητοῦμε. Ὁ εἰκονιζόμενος ἅγιος. Λέμε: «Παναγία μου, σῶσε με».
Καὶ δὲν τὸ λέμε ἀφῃρημένα βέβαια, ὁπουδήποτε μποροῦμε νὰ προσευχηθοῦμε, ἀλλὰ
καλῶς ἐχόντων τῶν πραγμάτων, ἔχομε τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας μπροστά. Καὶ
λέμε: «Παναγία μου, σῶσε με, σῶσε μας». Πᾶμε στὴν εἰκόνα τοῦ ἁγίου
Δημητρίου: «Ἅγιέ μου Δημήτριε, σῶσε με». Τί σημαίνει αὐτό; Θὰ
ἁπλώσει κανένα χέρι ὁ ἅγιος νὰ μᾶς σώσει; Ναί! Ἅγιοι, ἔχουν δεῖ κάποτε
τοὺς ἁγίους, ἅγιοι ἄνθρωποι, ἔχουν δεῖ τοὺς ἁγίους κάποτε νὰ ἁπλώνουν καὶ τὸ
χέρι τους. Κάτι καταπληκτικό! Ἡ εἰκόνα, ἡ μπογιά..., ἐκείνη ἡ μπογιά,
ἡ εἰκόνα εἶναι, θὰ λέγαμε, τὸ παράθυρο ποὺ ἦταν μέχρι τότε κλειστό. Μετὰ
ἀνοίγει καὶ βγαίνει ἡ χάρις τοῦ ἁγίου.
Πῶς γίνεται αὐτό; Ἀκοῦστε πῶς γίνεται
αὐτό. Εἶναι διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας. Ὅταν ὁ
ἅγιος ζεῖ, στὴν παροῦσα ζωή, εἶχε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Ὅταν πέθανε,
ἔφυγε ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτόν, δὲν χωρίστηκε ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Τὸ
Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ τὸ ἔχει καὶ τώρα ποὺ εἶναι στὸν Παράδεισον ἡ ψυχή του. Χωρίστηκε
ὁ ἄνθρωπος. Ἡ ψυχή του πῆγε στὸν Παράδεισον. Ἡνωμένη πάντοτε μέ τον Πνεῦμα τοῦ
Θεοῦ. Τὸ σῶμα του κατετέθῃ εἰς τὸν τάφον. Κι ἐκεῖ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ εἶναι
ἡνωμένο μὲ τὸ σῶμα του. Διότι ὁ Κύριος εἶπε: «Θά ᾿ρθοῦμε νὰ
κατοικήσουμε μέσα εἰς τὸν ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος μᾶς δέχεται». Δὲν θὰ
κατοικήσουμε στὴν ψυχή του, προσέξτε. Στὴν ὕπαρξή του. Σὲ ὁλόκληρη τὴν
ὕπαρξή του. Ὄχι στὴν ψυχή του μόνο. Στὸ σῶμα του καὶ τὴν ψυχὴ του μαζί. Μὲ τὸν
θάνατον συνεπῶς ὁ ἄνθρωπος δὲν χωρίζεται τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὡς πρὸς τὸ σῶμα.
Ἔτσι ἔχομε τὰ λεγόμενα «ἅγια λείψανα» ποὺ θαυματουργοῦν. Γιατί
θαυματουργοῦν; Γιατί εἶναι ἡνωμένα μὲ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ εἶναι γνωστὸ ὅτι
ὁ ἅγιος ἄνθρωπος, ὅ,τι πιάσει στὸν κόσμον αὐτόν, δίνει χάρη, μεταβιβάζει χάρη. Στὸ κατὰ
Μᾶρκον Εὐαγγέλιον, ποὺ συνέβῃ στὸν Χριστόν... προσέξτε τί λέει: «Καὶ
ὅπου ἂν εἰσεπορεύετο -ὁ Ἰησοῦς- εἰς κώμας ἢ πόλεις ἢ ἀγρούς,
ἐν ταῖς ἀγοραῖς, ἐτίθεσαν τοὺς ἀσθενοῦντας καὶ παρεκάλουν αὐτὸν ἵνα κἂν τοῦ
κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ ἅψωνται(:παρακαλοῦσαν μόνον νὰ ἀγγίξουν
τὰ ροῦχα τοῦ Χριστοῦ)· καὶ ὅσοι ἂν ἥπτοντο αὐτοῦ, ἐσῴζοντο(:καὶ
ὅσοι ἀκουμποῦσαν τὰ ροῦχα τοῦ Χριστοῦ, ἐσώζοντο)». Τὸ ἴδιο πρᾶγμα ὁ
Χριστός, ἀγαπητοί μου, δίνει τώρα στοὺς ἁγίους, στοὺς Ἀποστόλους, στοὺς ἁγίους.
Ἀκοῦστε. Πράξεις 5,15: «Ὣστε κατὰ τὰς πλατείας ἐκφέρειν τοὺς
ἀσθενεῖς καὶ τιθέναι ἐπὶ κλινῶν καὶ κραββάτων, ἵνα ἐρχομένου Πέτρου κἂν ἡ σκιὰ
ἐπισκιάσῃ τινὶ αὐτῶν, οἵτινες ἐθεραπεύοντο ἅπαντες». Ὅλοι ἐθεραπεύοντο. Ἔπαιρναν
τὰ μαντήλια καὶ τίς ποδιὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τὰ ἔριχναν ἐπάνω στοὺς
ἀσθενεῖς καὶ ἐγίνοντο καλά. Γιατί; Διότι καὶ τὰ ἀντικείμενα
ποὺ ἤρχοντο σὲ ἐπαφὴ μετὰ τοῦ χρωτὸς αὐτῶν, μὲ τὸ δέρμα τους,
ἔπαιρναν ἁγιασμό. Ἔτσι, ἁγιασμένοι ἄνθρωποι, ὅταν ἱστόρησαν, δηλαδὴ
ἁγιογράφησαν εἰκόνες, οἱ εἰκόνες αὐτὲς τώρα θαυματουργοῦν. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος
ποὺ θαυματουργοῦν, ἀγαπητοί μου, οἱ εἰκόνες.
Νὰ τονίσομε κάτι ὅμως. Ὅτι μόνο ἡ
Βυζαντινὴ ἁγιογραφία διατηρεῖ τίς προϋποθέσεις διὰ τὴν δογματικὴν καὶ ἠθικὴν
διδασκαλίαν. Μόνο ἡ βυζαντινὴ εἰκόνα. Ἐνῶ τῆς Δύσεως ἡ εἰκόνα,
οἱ δυτικῆς τεχνοτροπίας εἰκόνες, δὲν ἐκφράζουν τίποτα. Ἐκφράζουν στὸ ἐπίπεδο
ἕνα γεγονὸς καὶ αὐτὸ μάλιστα πολλὲς φορὲς ὄχι σωστό. Ὅπως ἀκριβῶς
ἔχομε τὸν Ἰωσὴφ μὲ τὴν Θεοτόκον πλάϊ πλάϊ. Δὲν ἦσαν σύζυγοι. Γιατί
νὰ τοὺς βάλουμε πλάϊ πλάϊ; Λέμε: «Ἡ ἁγία οἰκογένεια». Δὲν ἦσαν
σύζυγοι. Ἡ βυζαντινὴ ἁγιογραφία βάζει τὴν Παναγία στὸ κέντρον τῆς
εἰκόνος καὶ πλάϊ της ὁ Χριστός. Ὁ Ἰωσήφ; Σὲ μιὰ γωνιὰ τῆς εἰκόνος, κάτω κάτω,
μὲ γυρισμένη τὴν πλάτη. Γυρισμένη τὴν πλάτη του στὴν Θεοτόκον καὶ στὸν Ἰησοῦν.
Τί ἐκφράζει αὐτό; Ὅτι δὲν εἶναι δικό του παιδὶ αὐτό. Βλέπετε τὴ
διαφορά. Γι᾿ αὐτὸ μὲ τὴν εὐκαιρία, θὰ σᾶς ἔλεγα, ἀγαπητοί μου, νὰ διατηροῦμε
πάντοτε σπίτι μας, παντοῦ, στοὺς λατρευτικούς μας χώρους, παντοῦ, τὴν βυζαντινὴ
τεχνοτροπία· ἡ ὁποία εἶναι δογματική. Ἡ διδασκαλία καὶ ἡ ἠθικὴ τῆς εἰκόνος τῆς
βυζαντινῆς.
Ἀγαπητοί μου, δὲν πρέπει νὰ μᾶς
διαφεύγει ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι μόνον ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Λόγος τοῦ Πατρός,
ἀλλὰ εἶναι καὶ ἡ Εἰκὼν τοῦ Πατρός. Ἀκόμη, δὲν πρέπει νὰ ἀγνοοῦμε
ὅτι καὶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκὼν τοῦ Χριστοῦ. Ἡ εἰκόνα ἔχει
μία βαθιὰ θεολογία, ὅπως εἴδαμε καὶ ὅσο τὴ μελετοῦμε, τόσο βρισκόμεθα εἰς
τὴν περιφέρειά της, χωρὶς ποτὲ νὰ μποροῦμε νὰ τὴν ἐξαντλήσουμε. Ὁ
κόσμος αὐτὸς ὁλόκληρος, ὁ αἰσθητὸς αὐτὸς κόσμος μὲ τὸ ἄπλετον ἡλιακόν του φῶς,
εἶναι μία εἰκόνα τοῦ μελλοντικοῦ ἀκτίστου κόσμου. Ὁ ναὸς ποὺ βρισκόμεθα, ἐδῶ
μέσα, ἀκόμα αὐτὸς ὁ λειτουργικὸς δηλαδὴ χῶρος, εἶναι μία εἰκόνα τῆς οὐρανίου
Λειτουργίας τῶν Ἁγίων καὶ τῆς κοινωνίας των μετὰ τοῦ Θεοῦ. Ὅλα τὰ σύμβολα τὰ
χριστιανικὰ ποὺ ἔχομε, εἶναι εἰκόνες μελλοντικῶν ἀγαθῶν. «Ἃ ἐστὶ σκιὰ
τῶν μελλόντων», λέει στοὺς Κολοσσαεὶς ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Εἶναι
σκιὰ τῶν μελλοντικῶν πραγμάτων. Γι᾿ αὐτὸ γράφει ὁ Ἀπόστολος: «Οἵτινες
-οἱ ἱερεῖς- ὑποδείγματι καὶ σκιᾷ λατρεύουσι τῶν ἐπουρανίων, καθὼς κεχρημάτισται
Μωϋσῆς μέλλων ἐπιτελεῖν τὴν σκηνήν· ὅρα γάρ, φησι, ποιήσεις πάντα κατὰ τὸν
τύπον τὸν δειχθέντα σοὶ ἐν τῷ ὄρει» Ἔβρ.8,5. «Πρόσεξε»,
τοῦ λέει ὁ Θεός, «ὅ,τι σοῦ ὑπεδείχθῃ στὸ ὄρος τὸ Σινᾶ, ἔτσι θὰ κατασκευάσεις
τὴν Κιβωτὸ κ.τ.λ.». Τί τοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς ἐκεῖ; Μοντέλα. Ὑποδείγματα.
Συνεπῶς, τί ἦταν ἡ σκηνή, ὁ ναὸς κ.τ.λ. τὰ παρακάτω ποὺ φτιάχτηκαν; Ἀντίτυπα
τῶν ἀληθινῶν, τῶν γνησίων, τῶν ἐπουρανίων. Τί λέγω; Καὶ αὐτὴ ἡ
ζωή μας ἀκόμη, ἀγαπητοί μου, εἶναι μία εἰκόνα. «Διὰ πίστεως -
λέει ὁ Ἀπόστολος, Β΄ Κορινθίους 5,7- περιπατοῦμεν, οὐ διὰ εἴδους».
Καὶ τί εἶναι ἡ πίστις; Μία εἰκόνα εἶναι. Μία εἰκόνα. Δὲν βλέπω τὴν
πραγματικότητα, ἀλλὰ ζῶ διαμέσου αὐτῆς, δηλαδὴ διὰ τῆς πίστεως. «Οὐ διὰ
εἴδους». Δὲν ἔχομε τὴν πραγματικότητα. Ἔχομε τὴν πίστη. Ἔχομε τὴν
εἰκόνα. Γι᾿ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία μας, ἀγαπητοί μου, νίκησε τοὺς αἱρετικοὺς καὶ
γιορτάζει σήμερα τὴν νίκη της ποὺ εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία διὰ τῆς προβολῆς τῶν ἁγίων
εἰκόνων.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ
ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
καὶ μὲ ἀπροσμέτρητη
εὐγνωμοσύνη στὸν πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστὸ γέροντα
Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο,
μεταφορὰ τῆς
ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας σὲ ἠλεκτρονικὸ κείμενο καὶ ἐπιμέλεια:
Ἑλένη Λιναρδάκη,
φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
•
Ἀπομαγνητοφώνηση ὁμιλίας διὰ χειρὸς τοῦ ἀξιοτίμου κ. Ἀθανασίου Κ.
• http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p
athanasios/omiliai kyriakvn/omiliai kyriakvn 313.mp3
__________________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»