Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024

ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ - ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 29 ΜΑΡΤΙΟΥ 2024

 


Ὁ Ἅγιος Μάρκος Ἐπίσκοπος Ἀρεθουσίων


 Ἐπαγρυπνήσας πρῶτα πολλαῖς αἰκίαις,
Ὕπνωσε Μᾶρκος, θεῖον εἰρήνης ὕπνον

Ὁ Ἅγιος Μάρκος ἤκμασε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Κωνσταντίου (337 – 361 μ.Χ.) καὶ τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (361 – 363 μ.Χ.). Ἦταν Ἐπίσκοπος Ἀρεθουσίων. Τὸ ἔτος 341 μ.Χ. συμμετεῖχε στὴν Σύνοδο τῆς Ἀντιόχειας. Στὰ Πρακτικὰ μάλιστα αὐτῆς, διασώζεται «Ἔκθεσις Πίστεως Μάρκου Ἀρεθουσίων». Τὸ ἑπόμενο ἔτος συμμετεῖχε στὴν ἀντιπροσωπεία Ἐπισκόπων, ἡ ὁποία μετέβη στὰ Τρέβηρα γιὰ νὰ συναντήσει τὸν αὐτοκράτορα Κώνσταντα. Τὸ ἔτος 343 μ.Χ. ἔλαβε μέρος στὴν Σύνοδο τῆς Φιλιππουπόλεως καὶ τὸ ἔτος 351 μ.Χ. στὴν Σύνοδο τοῦ Σιρμίου, ἡ ὁποία καταδίκασε τὸν Φωτεινό, Ἐπίσκοπο Σιρμίου, ὡς ὀπαδὸ τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου Ἀγκύρας, Μαρκέλλου. Τὸν συναντᾶμε, ἐπίσης, στὴν Σύνοδο τῆς Σελευκείας τῆς Ἰσαυρίας, τὸ ἔτος 358 μ.Χ.

Ὁ Ἅγιος Μάρκος ἀναδείχθηκε μεγάλος διώκτης τῆς εἰδωλολατρίας καὶ ὁδήγησε μὲ τὸν φιλόθεο βίο καὶ τὸ εὐαγγελικὸ κήρυγμά του πολλοὺς Ἐθνικοὺς στὴν ἀληθινὴ πίστη. Μὲ τὴν προτροπή του δὲ οἱ Χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι προέρχονταν ἀπὸ τὸν κόσμο τῶν Ἐθνικῶν, γκρέμισαν ἕναν εἰδωλολατρικὸ ναό. Ὁ αὐτοκράτορας Ἰουλιανὸς ὁ Παραβάτης ἀπαιτοῦσε ἀπὸ τὸν Ἅγιο ἢ νὰ δώσει ἀποζημίωση γιὰ τὸν κατεστραμμένο ναὸ ἢ νὰ τὸν ξαναοικοδομήσει. Γι’ αὐτό, ὅταν πληροφορήθηκε τὴν σύλληψη πολλῶν Χριστιανῶν γιὰ τὸ συγκεκριμένο γεγονός, παρουσιάσθηκε μόνος του στὶς ἀρχὲς ποὺ τὸν καταδίωκαν, τὸ 363 μ.Χ.

Τὸ μαρτύριο καὶ τὰ βασανιστήρια, τὰ ὁποῖα ὑπέστη ὁ Ἅγιος Μάρκος, χαρακτηρίζονται ἀπὸ τὸν Θεοδώρητο Κύρου ὡς πραγματικὴ τραγωδία. Νὰ πῶς περιγράφει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου: «Ὁδηγοῦσαν τὸν γέροντα Ἐπίσκοπο, τὸν ἐθελοντὴ ἀθλητή, διὰ μέσου τῆς πόλεως καὶ σὲ ὅλους ἦταν σεβαστὸς γιὰ τὴν πολιτεία του, πλὴν τῶν διωκτῶν καὶ τυράννων, ποὺ ἀγωνίζονταν πῶς νὰ ὑπερβάλλουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον στὴν θρασύτητα κατὰ τοῦ πρεσβύτου. Τὸν ἔσυραν διὰ μέσου πλατειῶν, τὸν ὠθοῦσαν πρὸς ὑπονόμους, τὸν ἔσυραν ἀπὸ τὰ μαλλιὰ καὶ τὰ γένια. Δὲν ὑπῆρχε μέλος τοῦ σώματός του ποὺ νὰ μὴν ὑπέστη μαζὶ μὲ τὶς κακώσεις καὶ ταπείνωση. Τὸν ὕψωναν μετέωρο ἀπὸ τὰ πόδια καὶ μὲ τὶς μυτερὲς γραφίδες ἔκαναν παιχνίδι τους τὴν τραγωδία. Τοῦ τρυποῦσαν τὰ αὐτιά… Τὸν κρέμασαν ψηλὰ μέσα σὲ δίχτυ καὶ τὸν ἄλειψαν μὲ μέλι καὶ ἁλάτι. Οἱ σφίγγες καὶ οἱ μέλισσες τὸν κεντοῦσαν, ἐνῷ τὸ καταμεσήμερο ὁ ἥλιος μὲ τὶς καυστικές του ἀκτίνες αὔξανε τὴν φλόγωση».

Ὁ Ἅγιος Μάρκος τὰ ὑπέμεινε ὅλα μὲ καρτερία καὶ ἀνεξικακία. Εὐχαριστοῦσε καὶ δοξολογοῦσε τὸ Ὄνομα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.

Ὁ ὕπαρχος τῆς πόλεως Ἀρεθούσης θαύμασε τὴν γενναιότητα καὶ τὴν πνευματικὴ ἀνδρεία τοῦ Ἁγίου Μάρκου καὶ ἐξέφρασε τὴν ἔντονη δυσαρέσκειά του πρός τὸν αὐτοκράτορα Ἰουλιανὸ γιὰ τὸν διωγμὸ τοῦ Ἁγίου. Ζήτησε δὲ μάλιστα τὴν ἀπελευθέρωσή του. Ὁ Ἅγιος ὄχι μόνο ἐλευθερώθηκε, ἀλλὰ μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ βάπτισε Χριστιανοὺς καὶ τοὺς διῶκτες του.
Ὁ Ἅγιος Μάρκος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἀρεθουσίων ὁ σοφὸς Ποιμενάρχης, ὑπὲρ Χριστοῦ Μᾶρκε στερρῶς ἠνωνίσω, ἐν τῇ Φοινίκῃ δὲ ὦ Κύριλλε Διάκονε, Μάρτυς ὤφθης ἔνθεος, καὶ ἐν Γάζῃ τῇ πόλει, ἅμα καὶ Ἀσκάλωνι, Ἱερεῖς θεοφόροι, μετὰ Γυναίων ἤθλησον σεμνῶν· οὓς ὡς ὁπλίτας, Χριστοῦ μακαρίσωμεν.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τὸν Χριστὸν δοξάσαντες, ἀθλητικαῖς ἀριστείαις, Μᾶρκε Πάτερ Ὅσιε, σὺν τῷ Λευΐτῃ Κυρίλλῳ, ἅμα δέ, ταῖς ἐν Ἀσκάλωνι καὶ τῇ Γάζῃ, χάριτι, ἀνδρισαμέναις κατὰ τῆς πλάνης, ἐδοξάσθητε ἀξίως, καὶ τῶν Ἀγγέλων χοροῖς συνήφθητε.

Μεγαλυνάριον.
Τῶν Ἀρεθουσίων χαῖρε ποιμήν, Μᾶρκε θεηγόρε· χαῖρε Κύριλλε ἱερέ· χαῖρε τῶν Ἁγίων, Γυναίων ἡ χορεία, Μαρτύρων χαῖρε στῖφος, τὸ ἱερώτατον.

Ὁ Ἅγιος Κύριλλος ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ ἄνδρες καὶ γυναῖκες Μάρτυρες ἐν Ἀσκαλώνι καὶ Γάζῃ


 Eις τον Kύριλλον.
Γαστὴρ Κυρίλλου Λευΐτου διὰ ξίφους,
Ὡσεὶ πάχος γῆς, εἶπε Δαυΐδ, ἐρράγη.

Eις τας Παρθένους.
Κεῖνται γύναια βρώσεως χοίροις σκάφαι,
Γαστρὸς παθοῦσαι ῥῆξιν ἐκχοιροφρόνων.

Εἰκάδι ἠδ' ἐνάτῃ Ἀθληταὶ εἰς πόλον ἷκον.

Ὁ διάκονος Κύριλλος, ἐπὶ αὐτοκράτορος Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου, γκρέμισε εἰδωλολατρικοὺς ναοὺς καὶ ἔκαψε τὰ ξόανα τῶν ψεύτικων θεῶν, στὴν Φοινίκη. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ συνελήφθη ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες καὶ θανατώθηκε μὲ ἀπάνθρωπο τρόπο: ἄνοιξαν τὴν κοιλιά του καὶ τοῦ ἔβγαλαν τὰ σπλάχνα.

Μὲ τὸν ἴδιο ἀπάνθρωπο τρόπο μαρτύρησαν στὴν Ἀσκάλωνα καὶ στὴν Γάζα, τὸ ἔτος 363 μ.Χ., ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ἱερεῖς καὶ μοναχές, τῶν ὁποίων ἀφαίρεσαν τὰ σπλάχνα καὶ ἔριξαν ἐντὸς τῆς κοιλίας αὐτῶν κριθάρι, γιὰ νὰ τὸ φάνε οἱ χοῖροι.
Ἔτσι οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες καὶ Ὁμολογητὲς τῆς πίστεως, μαρτύρησαν καὶ ἔλαβαν τὸ ἁμαράντινο στέφανο τῆς δόξας τοῦ Κυρίου.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τὸ προσταχθὲν.
Δι’ ἐγκρατείας τῶν παθῶν τὰς πυριφλέκτους, ἀπονεκρώσαντες ὁρμὰς καὶ τὰς κινήσεις, τοῦ Χριστοῦ οἱ Μάρτυρες ἔλαβον τὴν χάριν, τὰς νόσους ἀποδιώκειν τῶν ἀσθενῶν, καὶ ζῶντες καὶ μετὰ τέλος θαυματουργεῖν, ὄντως θαῦμα παράδοξον! ὅτι ὀστέα γυμνά, ἐκβλύζoυσιν ἰάματα. Δόξα τῷ μόνῳ Θεῶ ἡμῶν.

Οἱ Ἅγιοι Ἰωνᾶς, Βαραχήσιος, Ἄβιβος, Ζανιθᾶς, Ἠλίας, Λάζαρος, Μάρης, Μαρουθᾶς, Ναρσῆς, Σάββας καὶ Σιμιάθος οἱ Μάρτυρες 



Eις τον Iωνάν.
Ἔχεις Ἰωνᾶν καὶ σύ, γῆ, πάντως μέγαν,
Κατ' οὐδὲν ἐνδέοντα τοῦ θαλαττίου.

Eις τον Bαραχήσιον.
Διψῶν Βαραχήσιος Ἀθλητῶν τέλους,
Χανδὸν ζεούσης ἐκπίνει πίσσης σκύφον.

Eις τους εννέα.
Χριστοῦ ὑπετμηθέντες ἄνδρες ἐννέα,
Σύνεισιν ἤδη τάξεσι ταῖς ἐννέα.

Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες ἔζησαν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως τῶν Περσῶν Σαβωρίου καὶ αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου.

Οἱ Ἅγιοι Ἰωνᾶς καὶ Βαραχήσιος, ὄντας μοναχοί, ἀναχώρησαν γιὰ τὴν Περσία. Ἐκεῖ στὴν πόλη Μαρβιαβώχ, βρῆκαν τοὺς Ἁγίους Μάρτυρες Ἄβιβο, Ζανιθᾶ, Ἠλία, Λάζαρο, Μάρη, Μαρουθᾶ, Ναρσῆ, Σάββα καὶ Σιμιάθη, ποὺ ἦταν ἔγκλειστοι στὴν φυλακὴ καὶ τοὺς ἐνθάρρυναν γιὰ τοὺς μαρτυρικοὺς ἀγῶνες. Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο συνελήφθησαν καὶ ὁδηγήθηκαν στοὺς ἄρχοντες τῶν Περσῶν Μασδράδ, Σιρὼ καὶ Μαρμισῆ, οἱ ὁποῖοι τοὺς συμβούλευσαν νὰ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστὸ καὶ νὰ προσκυνήσουν τὴν φωτιά, τὸ νερὸ καὶ τὸν ἥλιο. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ὑπάκουσαν, τοὺς ἔδεσαν καὶ ἄρχισαν νὰ τοὺς χτυποῦν ἀλύπητα. Καὶ ἀφοῦ τοὺς χτύπησαν, τοὺς ἔσυραν μὲ τραχιὰ ραβδιὰ καὶ τοὺς ἄφησαν ἔξω στὴν παγωνιὰ ὅλη τὴ νύχτα.

Στὴν συνέχεια ἔκοψαν τὰ δάκτυλα τῶν χεριῶν καὶ τῶν ποδιῶν τοῦ Ἁγίου Ἰωνᾶ καὶ τὸν ἔδεσαν σφικτὰ σὲ δένδρο. Ἐκεῖ τὸν πριόνισαν στὴ μέση καὶ τὸν ἔριξαν σὲ λάκκο. Τὸν Ἅγιο Βαραχήσιο, ἀφοῦ τὸν ἔσυραν γυμνὸ στὰ ἀγκάθια, τὸν ἔριξαν σὲ λάκκο καὶ ἔχυσαν βραστὴ πίσσα ἐπάνω στὸν φάρυγγά του, καὶ ἔτσι τελειώθηκε ὁ βίος του.
Τὸ ἴδιο σκληρὰ βασανίσθηκαν καὶ οἱ ἄλλοι Ἅγιοι Μάρτυρες, οἱ ὁποῖοι θανατώθηκαν μὲ πικρότατο θάνατο. Τὰ ἱερὰ λείψανα αὐτῶν ἀγοράστηκαν ἀπὸ κάποιον εὐσεβὴ Χριστιανό, ὁ ὁποῖος τὰ ἐνταφίασε μὲ εὐλάβεια.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χορὸν ἐννεάριθμον, πανευκλεῶν Ἀθλητῶν, καὶ λόγοις καὶ πράξεσι, πρὸς μαρτυρίου ὁδόν, λαμπρῶς ἐνισχύσατε· ὅθεν ἠγωνισμένοι, σὺν αὐτοῖς θεοφρόνως, ἅμα Βαραχησίῳ, Ἰωνᾶ θεοφόρε, πρεσβεύσατε τῷ Κυρίῳ, χάριν δοῦναι ἡμὶν καὶ ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τῶν Μαρτύρων ἑνδεκάριθμος φάλαγξ, ἀνευφημείσθω μελῳδίαις ᾀσμάτων, σὺν Ἰωνᾷ ἡ θεῖος Βαραχήσιος, Ἄβιβος καὶ Λάζαρος, καὶ Ναρσῆς καὶ Ἠλίας, Μάρης Σιμεήθης τε, Μαρουθᾶς ὁ θεόφρων, καὶ Ζανιθᾶς καὶ Σάββας ὁ στερρός· ὑπὲρ ἡμῶν γάρ, Χριστὸν ἱκετεύουσι.

Μεγαλυνάριον.
Στῖφος ἑνδεκάριθμον Ἀθλητῶν, ἐχθρῶν μυριάδας, ἐτροπώσαντο νοητῶν, ὧν τὰς ἀριστείας, αἰνοῦντες χαρμοσύνως, Χριστὸν τὸν ἀθλοθέτην, ὑπερδοξάσωμεν.

Ὁ Ἅγιος Διάδοχος Ἐπίσκοπος Φωτικῆς τῆς Παλαιᾶς Ἠπείρου


Ὁ Ἅγιος Διάδοχος, Ἐπίσκοπος Φωτικῆς, εἶναι μία μεγάλη πατερικὴ καὶ μοναχικὴ φυσιογνωμία τοῦ 5ου αἰῶνος μ.Χ. Τὸ ἔτος 458 μ.Χ. ὑπογράφει, ὡς Ἐπίσκοπος Φωτικῆς, μαζὶ μὲ ἄλλους Ἠπειρῶτες Ἐπισκόπους, ἐπιστολὴ πρὸς τὸν αὐτοκράτορα Λέοντα τὸν Α’ περὶ τοῦ θανάτου τοῦ Προτερίου Ἀλεξανδρείας, τὴν ὁποία ἐπιστολὴ πιθανῶς συνέταξε ὁ ἴδιος. Ὡς ἐκ τούτου εἶναι προφανὲς ὅτι ὁ Ἅγιος Διάδοχος ἀναδείχθηκε σὲ Ἐπίσκοπο Φωτικῆς μεταξὺ τῶν ἐτῶν 451 – 458 μ.Χ.

Ὁ ἱερὸς Φώτιος διασώζει πληροφορία τῆς συνοδικῆς Ἐπιστολῆς τοῦ Σωφρονίου Ἱεροσολύμων, κατὰ τὴν ὁποία μεταξὺ τῶν κυριοτέρων ἀντιπάλων τῶν Μονοφυσιτῶν ἦταν καὶ ὁ Ἅγιος Διάδοχος, ἂν καὶ ἡ ἀρχιερατεῖα του τοποθετεῖται στὴν μετὰ τὴν Σύνοδο τῆς Χαλκηδόνος ἐποχή. Ὁ Ἐπίσκοπος Βίτης Βίκτωρ, κατὰ τὸ ἔτος 486 μ.Χ., στὴν Ἱστορία τοῦ διωγμοῦ τῆς Ἀφρικανικῆς Ἐπαρχίας χαρακτηρίζει τὸν Ἅγιο «ὡς ἄξιο παντὸς εἴδους ἐπαίνου, διότι σώζονται πολυάριθμα μνημεῖα λόγου του ὑπὲρ τοῦ καθολικοῦ δόγματος». Ἀπὸ αὐτὸ ὑποθέτουμε ὅτι ὁ Ἅγιος Διάδοχος πρέπει νὰ κοιμήθηκε πρὸ τοῦ 486 μ.Χ., ποῦ ἦταν τὸ ἔτος συγγραφῆς τῆς Ἱστορίας τοῦ Βίκτωρος.

Ὁ Ἅγιος Διάδοχος εἶναι κὰτ ἐξοχὴν ἀσκητικὸς συγγραφέας, πλαισιώνει ὅμως τὴν ἀσκητική του μὲ τὴ θεολογία. Καὶ ἐνῷ παρουσιάζει τὸ δικό του πρωτότυπο τρόπο ἐκφράσεως, δὲν ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὰ παραδεδεγμένα. Ὡς πρὸς τὴν θεολογικὴ ἔκφραση διακρίνεται γιὰ τὴ λεπτότητα, τὴν ἀκρίβεια καὶ τὴ θέρμη. Εἶναι ἄγνωστος ὁ ἀριθμὸς τῶν ἔργων τοῦ Ἁγίου Διαδόχου, ἀλλὰ ἔχουν διασωθεῖ τρία: «Ὅρασις», «Λόγος εἰς τὴν Ἀνάληψιν τοῦ Κυρίου» καὶ «Λόγος ἀσκητικὸς γνώσεως πρακτικῆς καὶ διακρίσεως πνευματικῆς».

Τὸ βιβλίο μὲ τίτλο «Τὰ ἑκατὸν γνωστικὰ κεφάλαια» εἶναι τὸ σπουδαιότερο βιβλίο τοῦ Ἁγίου Διαδόχου Φωτικῆς. Ὅπως πολὺ εὔστοχα παρατηρεῖ ὁ Σεβασμιότατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἰερόθεος, στὸ βιβλίο αὐτὸ γίνεται λόγος γιὰ τὴ γνώση τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ὑπαρξιακὴ καὶ ὄχι ἐγκεφαλικὴ – στοχαστική.

Ὁ Ἅγιος Διάδοχος στὸ προοίμιο τοῦ βιβλίου αὐτοῦ ἐκθέτει τοὺς «δέκα ὅρους», ποὺ εἶναι κατὰ κάποιο τρόπο τὰ κύρια σημεῖα τοῦ βιβλίου καὶ θὰ μπορούσαμε κατ’ ἐπέκταση νὰ ἰσχυρισθοῦμε ὅτι εἶναι οἱ δέκα ὅροι τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Συγκεκριμένα γράφει:

Πρῶτος ὅρος τῆς πίστεως: Ἔννοια περὶ Θεοῦ ἀπαθής. Ἡ πίστη εἶναι ἡ ἀπαθὴς ἔννοια περὶ Θεοῦ.
Δεύτερος ὅρος τῆς ἐλπίδος: ἐκδημία τοῦ νοῦ ἐν ἀγάπῃ πρὸς τὰ ἐλπιζόμενα. Μετὰ τὴν πίστη ἀπαραίτητη προϋπόθεση τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἐλπίδα. Τὰ ἐλπιζόμενα εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Τρίτος ὅρος τῆς ὑπομονῆς: Τὸν ἀόρατον ὡς ὁρατὸν ὁρῶντα τοῖς τῆς διανοίας ὀφθαλμοῖς ἀδιαλείπτως καρτερεῖν. Ἡ ὑπομονὴ εἶναι ἀπαραίτητος ὅρος γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωή, γιατί ἡ πορεία αὐτὴ συνεπάγεται πολλὲς μεταβολὲς καὶ ἀλλοιώσεις.
Τέταρτος ὅρος τῆς ἀφιλαργυρίας: Οὕτω θέλειν τὸ μὴ ἔχειν ὡς θέλειν τις τὸ ἔχειν. Ἡ πορεία πρὸς τὸν Θεὸ πρέπει νὰ γίνεται μὲ ἀπαθὴ τρόπο. Μέσα σὲ αὐτὴ τὴν προοπτικὴ τίθεται καὶ ἡ ἀφιλαργυρία – ἀκτημοσύνη.
Πέμπτος ὅρος τῆς ἐπιγνώσεως: Ἁγνοεῖν ἑαυτὸν ἐν τῷ ἐκστῆναι τὸν Θεόν. Ἡ ἐπίγνωση τῶν ἁμαρτημάτων μας εἶναι ἀπαραίτητη προϋπόθεση τῆς πορείας τῆς ἀναγεννήσεως τοῦ ἀνθρώπου.
Ἕκτος ὅρος τῆς ταπεινοφροσύνης: Λήθη τῶν κατορθουμένων προσεχής. Ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι ἀπαραίτητος ὅρος τῆς πορείας τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὴν ἕνωσή του μὲ τὸν Θεό.
Ἕβδομος ὅρος τῆς ἀοργησίας: Ἐπιθυμία πολλὴ τοῦ μὴ ὀργίζεσθαι. Ἡ πνευματικὴ πορεία τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεὸ εἶναι πορεία ἀγάπης καὶ πρὸς τὴν ἀγάπη, ὁπότε δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρχει κατάσταση ὀργῆς, ὡς παρὰ φύση ἐνέργεια τοῦ θυμικοῦ τῆς ψυχῆς.
Ὄγδοος ὅρος τῆς ἁγνείας: Αἴσθησις ἀεὶ κεκολλημένη Θεῷ. Ὅταν μεταμορφώνονται οἱ ψυχικὲς καὶ σωματικὲς δυνάμεις ἀπὸ τὴ Θεία Χάρη, τότε ὁ ἄνθρωπος διακρίνεται γιὰ τὴν ἁγνότητα καὶ τὴν καθαρότητα καὶ αἰσθάνεται ὁλοκληρωτικὰ παραδομένος στὸν Θεό.
Ἔνατος ὅρος τῆς ἀγάπης: Αὔξησις φιλίας πρὸς τοὺς ὑβρίζοντας. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἐνδυνάμωση τῆς φιλίας πρὸς αὐτοὺς ποὺ μᾶς ὑβρίζουν.

Δέκατος ὅρος τῆς τελείας ἀλλοιώσεως: Ἐν τρυφῇ Θεοῦ χαρὰν ἡγεῖσθαι τὸ στυγνὸν τοῦ θανάτου. Ὁ τελευταῖος ὅρος τῆς πνευματικῆς ζωῆς καὶ τῆς προσωπικῆς ἀναγεννήσεως τοῦ ἀνθρώπου συνδέεται στενότατα μὲ τὴν τέλεια ἀλλοίωση. Ἡ ἀλλοίωση εἶναι ἡ μεταμόρφωση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἀπαλλαγή του ἀπὸ τὶς μεταπτωτικὲς ἐνέργειες καὶ ἡ πλήρωσή του ἀπὸ τὴν ἐνέργεια τοῦ Παναγίου Πνεύματος.

Ὁ Ἅγιος Εὐστάθιος ὁ Ὁμολογητής Ἐπίσκοπος Κίου Βιθυνίας


Τὸν πηλὸν ἐκδύς, Εὐστάθιε παμμάκαρ.
Χριστῷ παρέστης τῷ δι' ἡμᾶς πηλίνῳ.

Έζησε στα χρόνια της εικονομαχίας. Από νέος βάδισε το δρόμο της ευσέβειας, στολισμένος με βαθειά και ένθερμη πίστη. Ήταν συγχρόνως και ακριβής τηρητής των εντολών, τις όποιες δεν γνώριζε μόνο αλλά και εφάρμοζε. Τη ζωντανή αυτή ευσέβεια του, καλλιέργησε ακόμα περισσότερο, όταν έγινε μοναχός και χειροτονήθηκε υστέρα Ιερέας. Η κοινή αναγνώριση των προτερημάτων αυτών, τον ανέβασε στην επισκοπή της Κίου στη Βιθυνία. Στη νέα του αυτή διακονία, έδειξε περισσότερα ποιμαντικά χαρίσματα και εργάστηκε με μεγαλύτερη αφοσίωση στη φιλανθρωπική αποστολή του. Απέναντι στους εικονομάχους, ο ειρηνικός ποιμενάρχης φάνηκε δυναμικός και ακοίμητος φρουρός της Ορθοδοξίας. Ούτε πτοήθηκε, όταν είδε μπροστά του τον άγριο διωγμό. Φυλακίστηκε και στη συνέχεια εξορίστηκε. Αλλά από παντού συμμετείχε στην άμυνα της Ορθοδοξίας. Υπέμεινε δε απερίγραπτες στερήσεις πείνας, γυμνότητας και άλλων κακουχιών. Τελικά παρέδωσε το πνεύμα του στο Θεό, του οποίου έλαμψε πιστός και γνήσιος υπηρέτης, που προτίμησε τις ταλαιπωρίες και το θάνατο από την εγωιστική διατήρηση του αξιώματος του.

Ὁ Ὅσιος Ἠσύχιος ὁ Σιναΐτης

Ὁ Ὅσιος Ἠσύχιος ἔζησε τὸν 7ο αἰώνα μ.Χ. καὶ διετέλεσε ἡγούμενος τῆς μονῆς Σινᾶ. Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη.

Οἱ Ὅσιοι Μάρκος, Ἰωνᾶς καὶ Βάσσος

Οἱ Ὅσιοι Πατέρες Μάρκος, Ἰωνᾶς καὶ Βάσσος ἔζησαν καὶ ἀσκήτεψαν στὴ Λαύρα τοῦ Πσκὼφ τῆς Ρωσίας κατὰ τὸν 14ο καὶ 15ο αἰώνα μ.Χ. Κοιμήθηκαν ὁσίως μὲ εἰρήνη.

Ὁ Ἅγιος Ἐφραὶμ Ἀρχιεπίσκοπος Ροστὼβ Ρωσίας

 
Ὁ Ἅγιος Ἐφραὶμ κόσμησε τὸν ἀρχιερατικὸ θρόνο τοῦ Ροστὼβ ἀπὸ τὸ ἔτος 1427 μέχρι τὸ 1454. Χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Φώτιο στὶς 13 Ἀπριλίου 1427. Σύμφωνα μὲ τὰ τοπικὰ Χρονικὰ ἄρχισε ἀμέσως τὴν ἀνοικοδόμηση τῆς μονῆς Βαρινίσκϊυ τοῦ Πσκώφ, στὸν τόπο ὅπου βρισκόταν ἡ οἰκία τοῦ εὐγενοῦς Κυρίλλου, πατέρα τοῦ Ἁγίου Σεργίου τοῦ Ραντονέζ.

Ὁ Ἐπίσκοπος Ἐφραὶμ ὑπῆρξε φίλος καὶ προστάτης τῶν μοναχῶν καὶ συναντιλήπτορας τοῦ Ἁγίου Ἀσκητοῦ Γρηγορίου τῆς Πάλμα.
Ὁ Ἅγιος Ἐφραὶμ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1454.

Πηγές:http://www.saint.gr/03/29/index.aspx
http://www.synaxarion.gr/gr/m/3/d/29/sxsaintlist.aspx 
«Πᾶνος»