Εὐαγγελισμὸς τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου
Ἤγγειλεν Υἱὸν Ἄγγελος τῇ Παρθένῳ,
Πατρὸς μεγίστης Βουλῆς μέγαν.
Γήθεο τῇ Μαρίῃ ἔφατ' Ἄγγελος εἰκάδι πέμπτῃ.
Ἡ λειτουργικὴ παράδοση καὶ ἡ Ὀρθόδοξη πνευματικότητα τοποθετοῦν σὲ ἰδιαίτερη θέση τὴν σημερινὴ ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου. Καὶ εἶναι ἀλήθεια ὅτι οἱ θεομητορικὲς ἑορτὲς πλουτίζουν τὴν λειτουργική μας ζωή, γιατί ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ πάντοτε ἀτενίζει μὲ ἰδιαίτερη ἀγάπη καὶ σεβασμὸ τὴν μεσίτρια τοῦ οὐρανοῦ. Οἱ θεολογικοὶ λόγοι καὶ ὕμνοι στὴν Κυρία Θεοτόκο εἶναι σὲ τελευταία ἀνάλυση δοξολογία στὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπινου γένους.
Τὸ μόνο ὄνομα τῆς Θεοτόκου, Μητέρα τοῦ Θεοῦ, περιέχει ὅλο τὸ μυστήριο τῆς οἰκονομίας τῆς σωτηρίας, λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός. Ἀποδεικνύεται ἔτσι ὅτι ἡ Μητέρα τοῦ Χριστοῦ ἀποκαλύπτεται στοὺς πιστοὺς ὡς ἡ κατ’ ἐξοχὴν μάρτυς τοῦ γεγονότος, πὼς ὁ Θεὸς προσέλαβε πραγματικὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση, στὴν ὁποία ἄνοιξε τὸν δρόμο τῆς σωτηρίας.
Σωτηρία ποὺ ἀποβαίνει πραγματικότητα καὶ γεγονὸς ποὺ σημαίνει τὴν ἔλευση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Σὲ μία ὁμιλία του ὁ Βασίλειος Σελευκείας σημειώνει χαρακτηριστικά: «Θεοτόκος ἐστί τε καὶ λέγεται. Ἄρα τίς ἐστι ταύτης ὑψηλοτέρα ὑπόθεσης;… ὡς γὰρ οὐκ ἔστιν εὔκολον νοεῖν τε καὶ φράζειν Θεόν, μᾶλλον δὲ καθάπαξ ἀδύνατον, οὕτως τὸ μέγα τῆς Θεοτόκου μυστήριον, καὶ διανοίας καὶ γλώττης ἐστὶν ἀνώτερον. Ἐπεὶ οὖν Θεὸν σαρκωθέντα τεκοῦσα Θεοτόκος ὀνομάζεται».
Τὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου δὲν νοεῖται ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο γένος. Ἡ Θεοτόκος εἶναι ὁ ὑγιὴς καρπὸς τῆς ἀνθρώπινης φύσεως καὶ ἡ καλύτερη προσφορὰ τῶν ἀνθρώπων στὸν Χριστό. Στὴν προσφορὰ ὅλης τῆς κτίσεως συμμετέχουμε καὶ ἐμεῖς μὲ τὴν Παναγία. Ὁ ἁγιογράφος, ὅταν ἁγιογραφεῖ στὴν κόγχη τοῦ Ἱεροῦ Βήματος τὴν Πλατυτέρα, δὲν θέλει νὰ εἰκονίσει μόνο τὴν Παναγία, ἀλλὰ ὅλη τὴν Ἐκκλησία ποὺ ἔχει κέντρο της τὸν Χριστό. Ἡ Παναγία ἔγινε Ἐκκλησία καὶ γέννησε τὴν Ἐκκλησία. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος λέγει ὅτι ὁ Κύριος «ἐνανθρωπήσας σάρκα Ἐκκλησίας προσέλαβε». Εἶναι δὲ χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων συνδέει τὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου μὲ τὴν ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας, γι’ αὐτὸ λέγει: «ὑμνοῦμεν τὴν ἀειπάρθενον Μαρίαν, δηλονότι τὴν ἁγίαν Ἐκκλησίαν».
Ἡ ἀναφορά, λοιπόν, στὴν Παρθένο Μαρία ὑπενθυμίζει τὴν χαρὰ τῆς λυτρώσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Χριστό, γιατί ἐκείνη ὑπηρέτησε πιστὰ τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας μας. Ἡ ἁγνὴ καὶ ἄσπιλη Παρθένος, ἡ πιστὴ καὶ ταπεινὴ κόρη τῆς Βηθλεέμ, μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ εὑρέθηκε ὡς «ἡ μόνη ἐν γυναιξὶ εὐλογημένη καὶ καλή». Αὐτὴν διάλεξε ὁ Οὐράνιος ὅταν ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου καὶ «ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο».
Ὁ φιλάνθρωπος καὶ ἐλεήμων Θεός μας, ποὺ πάντοτε φροντίζει τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων, ἐπειδὴ εἶδε τὸ ἔργο ποὺ ἔπλασε μὲ τὰ χέρια Του νὰ εἶναι ὑπόδουλο στὸν διάβολο, θέλησε νὰ ἀποστείλει τὸν Υἱό Του τὸν Μονογενή, τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, γιὰ νὰ τὸ ἀπολυτρώσει ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ διαβόλου. Ἐπειδὴ ὅμως, δὲν θέλησε νὰ τὸ μάθει, ὄχι μόνο ὁ Σατανᾶς, ἀλλὰ καὶ οἱ ἴδιες οἱ οὐράνιες δυνάμεις, σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς Ἀρχαγγέλους, στὸν ἔνδοξο Γαβριὴλ ἐκμυστηρεύτηκε τὸ μυστήριο. Προοικονομεῖ δὲ ὅτι ἡ Ἁγία Παρθένος θὰ γεννήσει ἁγνὴ καὶ καθαρή, γιατί ἦταν ἄξια τέτοιου καλοῦ.
Ὅταν ὁ Θεὸς Πατέρας εὐδόκησε νὰ πραγματοποιήσει «τὸ χρόνοις αἰωνίοις σεσιγημένον μυστήριον», «τὸ μυστήριον τὸ κεκρυμμένον ἀπὸ τῶν αἰώνων καὶ τῶν γενεῶν», τὸ μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας, γιὰ τὴν λύτρωση τοῦ ἀνθρώπινου γένους, μόνο αὐτὴ δέχθηκε τὴν θεία ἀποκάλυψη τοῦ μυστηρίου καὶ κρίθηκε ἱκανὴ νὰ ὑπηρετήσει τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας.
Μέσα στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, στὴν πίστη καὶ τὴ δογματική της διδασκαλία, ὁ Εὐαγγελισμὸς εἶναι τῆς «σωτηρίας ἡμῶν τὸ κεφάλαιον καὶ τοῦ ἀπ’ αἰῶνος μυστηρίου ἡ φανέρωσις». Ὁ Ἄγγελος ἀνακοινώνει καὶ εὐαγγελίζεται τὴν θεία βουλή. Ἀλλὰ ἡ Παρθένος δὲν σιωπᾶ. Ἀνταποκρίνεται στὴν θεία κλήση μὲ ταπείνωση καὶ πίστη: «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμά σου».
Ἡ θεία βουλὴ γίνεται δεκτὴ καὶ βρίσκει ἀνταπόκριση. Καὶ αὐτὴ ἡ ἀνθρώπινη ἀνταπόκριση εἶναι ὅ,τι ἀκριβῶς χρειάζεται σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο. Ἡ ὑπακοὴ τῆς Παναγίας ἀντισταθμίζει τὴν ἀνυπακοὴ τῆς Εὔας. Μὲ αὐτὴ τὴν ἔννοια ἡ Παρθένος εἶναι ἡ δεύτερη Εὔα καὶ ὁ Υἱός της ὁ δεύτερος Ἀδάμ. Ὅπως ἡ Εὔα ἐξαπατήθηκε ἀπὸ τὸν λόγο ἑνὸς ἀγγέλου, γιὰ νὰ φύγει ἀπὸ τὸν Θεὸ παραβαίνοντας τὸν λόγο Του, ἔτσι ἡ Παναγία δέχθηκε τὸν Εὐαγγελισμὸ ἀπὸ τὸν λόγο ἑνὸς Ἀγγέλου, ἔτσι ὥστε νὰ φέρει τὸν Θεὸ μέσα της, ὑπακούοντας στὸν λόγο Του.
«Διὰ τῆς Εὔας ὁ θάνατος, διὰ τῆς Μαρίας ἡ Ζωή», κηρύττει ὁ Ἅγιος Ἱερώνυμος. Αὐτὴ ἡ ὑπακοὴ καὶ ἡ χαρούμενη ἀποδοχὴ τοῦ λυτρωτικοῦ σκοποῦ τοῦ Θεοῦ ἦταν μία πράξη ἐλευθερίας.
Ἦταν ἐλευθερία ὑπακοῆς καὶ ὄχι πρωτοβουλία, ἐλευθερία ἀγάπης καὶ λατρείας, ταπεινώσεως καὶ ἐμπιστοσύνης.
Κατὰ τὶς ἡμέρες τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου, ὅταν ὁ Θεὸς ἐξέφερε τὸν ζωντανὸ καὶ παντοδύναμο λόγο Του «γενηθήτω», ὁ λόγος τοῦ Δημιουργοῦ παρήγαγε ἐντὸς τοῦ κόσμου τὰ ὄντα.
Ἀλλὰ τὴν ἡμέρα ἐκείνη, ἡ ὁποία δὲν ἔχει τὴν ὅμοιά της ἀπὸ τῆς ὑπάρξεως τοῦ κόσμου, ὅταν ἡ θεία Μαρία προσέφερε τὸ σεμνὸ καὶ ὑπάκουο «Γένοιτο», ὁ λόγος τοῦ δημιουργήματος κατέβασε στὸν κόσμο τὸν Δημιουργό. Ἐδῶ ὁ Θεὸς καὶ πάλι προσφέρει τὸν λόγο Του: «Θὰ συλλάβεις, θὰ γεννήσεις υἱὸ καὶ θὰ τὸν ὀνομάσεις Ἰησοῦ. Αὐτὸς θὰ γίνει μέγας καὶ θὰ ὀνομαστεῖ Υἱὸς τοῦ Ὑψίστου. Σὲ αὐτὸν θὰ δώσει ὁ Κύριος ὁ Θεὸς τὸν θρόνο τοῦ Δαυΐδ, τοῦ προπάτορά Του. Θὰ βασιλεύσει γιὰ πάντα στοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰακὼβ καὶ ἡ βασιλεία Του δὲν θὰ ἔχει τέλος».
Ἡ Θεοτόκος ἀποδέχεται τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ ἀποτέλεσμα θὰ εἶναι τόσο θαυμαστό. Αὐτὴ ἡ ὑπακοὴ εἶναι ἡ μεγαλειώδης δύναμη, εἶναι ἡ καθαρὴ καὶ τέλεια ἀφοσίωση τῆς Μαρίας στὸν Θεό, ἀφοσίωση τῆς θελήσεώς της, τῆς σκέψεώς της, τῆς ψυχῆς της καὶ τῆς ὅλης ὑπάρξεώς της καὶ ὅλων τῶν δυνάμεών της, ὅλων τῶν πράξεών της, τῶν ἐλπίδων της καὶ τῶν προσδοκιῶν της.
Οἱ ἀρχὲς τῆς ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ δὲν εἶναι ἐπακριβῶς γνωστές. Τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Ἁγία Ἑλένη ἔκτισε στὴ Ναζαρὲτ βασιλική, στὴν ὁποία περιλαμβανόταν κατὰ παράδοση ὁ οἶκος τῆς Θεοτόκου, ὅπου αὐτὴ δέχθηκε τὸν Εὐαγγελισμό, ἐπέδρασε ἴσως στὴ σύσταση τοπικῆς ἑορτῆς.
Οἱ πρῶτες μαρτυρίες περὶ αὐτῆς εὑρίσκονται στὸν Ἅγιο Πρόκλο, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, τὸ 430 μ.Χ. καὶ στὸ Πασχάλιον Χρονικὸν (624 μ.Χ.), ὅπου χαρακτηρίζεται ὡς συσταθεῖσα στὶς 25 Μαρτίου ἀπὸ τοὺς θεοφόρους δασκάλους.
Ἡ μεγαλοπρεπὴς πανήγυρη τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ἐτελεῖτο ἀπὸ τοὺς Βυζαντινοὺς στὸ ναὸ τῶν Χαλκοπρατείων, ὅπου παρίσταντο καὶ οἱ αὐτοκράτορες. Κατὰ τὸν 15ο αἰῶνα μ.Χ. ἡ Πανυχίδα ἐτελεῖτο στὸ παλάτι.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’.
Σήμερον τῆς σωτηρίας ἡμῶν τὸ κεφάλαιον, καὶ τοῦ ἀπ' αἰῶνος μυστηρίου ἡ φανέρωσις· ὁ Υἷός του Θεοῦ, υἱὸς τῆς Παρθένου γίνεται, καὶ Γαβριὴλ τὴν χάριν εὐαγγελίζεται. Διὸ καὶ ἡμεῖς σὺν αὐτῷ, τῇ Θεοτόκῳ βοήσωμεν· Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετά σοῦ.
Κοντάκιον Ἦχος πλ. δ’. Αὐτόμελον.
Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια
Ὡς λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν εὐχαριστήρια
Ἀναγράφω σοι ἡ Πόλις σου Θεοτόκε.
Ἀλλ’ ὡς ἔχουσα τὸ κράτος ἀπροσμάχητον
Ἐκ παντοίων με κινδύνων ἐλευθέρωσον
Ἵνα κράζω σοι, χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε.
Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Αὐτόμελον.
Τὸν ὁμοούσιον Πατρὶ καὶ θείῳ Πνεύματι
Υἱὸν καὶ Λόγον τοῦ Θεοῦ Ἁγνὴ συνέλαβες
Τῇ τοῦ Πνεύματος ἐλεύσει τοῦ Παναγίου
Εἰς ἀνάπλασιν βροτείου γένους Ἄχραντε,
Ἀρχαγγέλου σοι φωνὴν κοσμοχαρμόσυνον
Ἐκβοήσαντος, χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε.
Μεγαλυνάριον.
Νῦν εὐαγγελίζεται Γαβριήλ, τὸ χαῖρε κραυγάζων, μετὰ δέους τῇ Μαριάμ. Ὢ τοῦ ξένου τρόπου, ἐν μήτρᾳ γὰρ ἀχράντῳ, συνείληπται ὁ Πλάστης, σώζων ὃν ἔπλασε.
Ὁ Ὅσιος Σεννούφιος ὁ Σημειοφόρος
Ἴσως ὁ Ὅσιος Σεννούφιος νὰ εἶναι ὁ ἀσκητὴς ἐκεῖνος τῆς Νιτρίας, ὁ ὁποῖος εἶδε τὴν ὀπτασία ἐκείνη τῆς εἰκόνος τοῦ Θεανδρικοῦ Προσώπου τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιὰ τὴν ὁποία μᾶς ὁμιλεῖ ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς τοῦ Ἀκαπνίου τῆς Θεσσαλονίκης Ἰγνάτιος.
Κατὰ τὴν διήγηση αὐτή, ὁ Ὅσιος Σεννούφιος ἀξιώθηκε νὰ δεῖ ὀπτασία καὶ νὰ ἀκούσει φωνή, ἡ ὁποία τοῦ ἔλεγε: «Ἔξελθε ἀπὸ τῆς γῆς καὶ τοῦ κελλίου σου καὶ πήγαινε στὸ μοναστήρι τῆς μονῆς τῶν Λατόμων, στὴ Θεσσαλονίκη. Ἐκεῖ θὰ σὲ δῶ». Μετέβη ἐκεῖ ὁ Ὅσιος, ρώτησε τοὺς μοναχοὺς τῶν Λατόμων, ἀλλὰ τέτοια εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ δὲν ἀξιώθηκε νὰ δεῖ. Ἔτσι ἐπέστρεψε στὴ Νιτρία. Καὶ πάλι, ὅμως, ἡ φωνὴ τοῦ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ μεταβεῖ στὴ Θεσσαλονίκη, ὅπου θὰ ἔβλεπε τὴν εἰκόνα τοῦ Θεανθρώπου καὶ θὰ πέθαινε ἐκεῖ. Ὁ Ὅσιος ἔφθασε στὴ Θεσσαλονίκη καὶ ξαναπῆγε στὴ μονή, ὅταν ξαφνικά, κάποια ἡμέρα, ἔγινε σεισμὸς καὶ ἔπεσαν τὰ ἀσβεστώματα. Τότε ἀναφάνηκε ἡ θαυμαστὴ εἰκόνα τοῦ Κυρίου.
Οἱ Ἁγίες Θεοδοσία καὶ Πελαγία οἱ Μάρτυρες
Θεοδοσία και Πελαγία ξίφει,
Πέλαγος εύρον δωρεών Θεού Λόγου.
Οἱ Ἁγίες Μάρτυρες Θεοδοσία καὶ Πελαγία, μαρτύρησαν στὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης τὸ ἔτος 361 μ.Χ. καὶ τελειώθηκαν διὰ ξίφους.
Ὁ Ἅγιος ἐκ δημίων Μάρτυρας
Ο Άγιος αυτός Μάρτυς, που δεν γνωρίζουμε το όνομά του, ήταν στο πρότερό του βίο δήμιος. Γνώρισε τον Χριστό, ομολόγησε το Όνομά Του και τελειώθηκε μαρτυρικά αφού τον έκλεισαν σε βρωμερή απομόνωση, και πέθανε μάλλον από ασφυξία.
Η μνήμη του Αγίου Δημίου του μάρτυρα επαναλαμβάνεται στις 30 Οκτωβρίου.
Ὁ Ὅσιος Τίμων ὁ Ἐρημίτης
Ὁ Ὅσιος Τίμων ἔζησε καὶ ἀσκήτεψε κατὰ τὸν 10ο αἰῶνα μ.Χ. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ὅσιος Παρθένιος τοῦ Κιέβου
Ὁ Ὅσιος Παρθένιος, κατὰ κόσμο Πέτρος Ἰβάνοβιτς Κρασνοπέβκεφ, γεννήθηκε στὶς 24 Αὐγούστου 1790 στὸ χωριὸ Σόμοβο, ποὺ ὑπαγόταν στὸ κυβερνεῖο τῆς Τούλα. Ἀσκήτεψε στὴ Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου καὶ ἔγινε μεγαλόσχημος μοναχὸς τὸ ἔτος 1838. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1855.
Μετακομιδή του Ιερού λειψάνου του Αγίου Ευφρόσυνου του Ιερομάρτυρα εκ Ρωσίας
Λεπτομέρειες για τον βίο του Αγίου Ευφρόσυνου του Ιερομάρτυρα εκ Ρωσίας βλέπε στις 20 Μαρτίου.
Ὁ Ἅγιος Τύχων Πατριάρχης Μόσχας
Ὁ Ἅγιος Τύχων γεννήθηκε στὶς 19 Ἰανουαρίου 1865 στὴν πόλη Τοροπιὲτς τῆς ἐπαρχίας Πσκώβ. Τὸ κατὰ κόσμο ὄνομά του ἦταν Βασίλειος Ἰβάνοβιτς Μπελλάβιν. Σὲ ἡλικία δεκατριῶν ἐτῶν παρακολουθεῖ τὸ ἐκκλησιαστικὸ σεμινάριο τοῦ Πσκὼφ καὶ μετὰ ἀπὸ ἕξι χρόνια ἐγγράφεται στὴν θεολογικὴ ἀκαδημία τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως. Σὲ ἡλικία εἴκοσι ἕξι ἐτῶν ἀκολούθησε τὸν μοναχικὸ βίο καὶ γίνεται μοναχός. Ἡ κουρά του ἔγινε στὸ παρεκκλήσι τῆς ἐκκλησιαστικῆς σχολῆς τοῦ Πσκώβ, ὅπου ἦταν καθηγητής. Ὡς μοναχὸς ἀπέκτησε τὸ ὄνομα Τύχων, πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου τῆς Ρωσίας, ποὺ ἔζησε κατὰ τὸν 18ο αἰῶνα, τοῦ Ἁγίου Τύχωνος τοῦ Ζαντόσκ († 13 Αὐγούστου). Τὸ 1898 ἐκλέγεται Ἐπίσκοπος τῆς Μητροπόλεως τοῦ Χὸμκ καὶ ἕνα χρόνο ἀργότερα Ἐπίσκοπος τῶν Ἀλεουτιανῶν Νήσων τῆς Ἀλάσκας. Τὸ 1905 προάγεται σὲ Ἀρχιεπίσκοπο τῆς πόλεως Ἱεροσλάβ.
Τὸ 1914 ξεσπᾶ ὁ Α’ παγκόσμιος πόλεμος. Ὁ Ἅγιος Τύχων στάθηκε στὸ πλευρὸ τῆς πατρίδος του καὶ τοῦ ποιμνίου του. Ἡ προσφορά του ἦταν μεγάλη. Γι’ αὐτό, δύο χρόνια ἀργότερα, μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Μητροπολίτη Μόσχας Μακαρίου, ἐκλέγεται Μητροπολίτης Μόσχας. Ὁ λαὸς ὑποδέχεται θριαμβευτικὰ τὸν νέο ποιμενάρχη του.
Τὸ ἔτος 1917 γίνεται ἀνατροπὴ τοῦ καθεστῶτος ἀπὸ τοὺς Μπολσεβίκους. Τὰ πράγματα ἀλλάζουν. Ὁ Ἅγιος Τύχων καλεῖ Σύνοδο, γιὰ νὰ μελετήσει τὴν κατάσταση καὶ νὰ ἐξετάσει τὸ θέμα σχέσεων Ἐκκλησίας καὶ κράτους. Στὶς 28 Ὀκτωβρίου 1917, μπροστὰ στὴν θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Βλαντιμὶρ ἔγινε ἡ κλήρωση γιὰ τὴν ἀνάδειξη τοῦ νέου Πατριάρχη Μόσχας. Ὁ κλῆρος, τὸν ὁποῖο τράβηξε ὁ ἐρημίτης Γέροντας Ἀλέξιος, ἔπεσε στὸν Ἅγιο Τύχωνα.
Ὁ διωγμὸς ἀρχίζει. Ἡ Ἐκκλησία ὅμως παραμένει. Ὁ Ἅγιος Τύχων βίωνε τὴν πραγματικότητα τῆς Ἐκκλησίας παρὰ τὶς ἀντίξοες περιστάσεις. Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι παρελθόν, διότι εἶναι αἰώνια καὶ ἀτελεύτητη. Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι μουσεῖο, διότι δὲν πεθαίνει. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ φυτεία τοῦ Θεοῦ, διότι, ὅπως προφήτεψε τὸ ἀψευδὲς στόμα τοῦ Κυρίου «πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς». Ἡ Ἐκκλησία εἶναι, ὅπως καὶ ὁ Ἱδρυτής της, ζωὴ καὶ ἀνάσταση. Ὁ οἰκουμενικὸς διδάσκαλος, ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἀναφέρει, ὅτι «Ἐκκλησίας οὐδὲν ἴσον. Ἡ Ἐκκλησία οὐδέποτε γηρᾷ. Τείχη, βάρβαροι καταλύουσιν, Ἐκκλησίας δὲ οὐδὲ δαίμονες περιγίγνονται. Καὶ ὅτι οὐ κόμπος τὰ ρήματα, μαρτυρεῖ τὰ πράγματα. Πόσοι ἐπολέμησαν τὴν ἐκκλησίαν καὶ οἱ πολεμήσαντες ἀπώλοντο; αὕτη δὲ ὑπὲρ τοὺς οὐρανοὺς ἀναβέβηκε».
Τὸ ἀείζωο τῆς Ἐκκλησίας ὑμνεῖ καὶ πάλι ἡ γλῶσσα τοῦ χρυσορρήμονος Πατρὸς ποὺ λέγει: «Οὐδὲν Ἐκκλησίας δυνατώτερον ἄνθρωπε… Ἡ Ἐκκλησία οὐρανοῦ ἰσχυροτέρα. Πόσοι τύραννοι ἠθέλησαν περιγενέσθαι τῆς Ἐκκλησίας; Ποῦ οἱ πολεμήσαντες; Ὑπὲρ τὸν ἥλιον λάμπει. Τὰ ἐκείνων ἔσβεσα τὰ ταύτης ἀθάνατα».
Τὸ καθεστὼς ἐπέφερε χωρισμὸ Ἐκκλησίας καὶ κράτους, κατήργησε ὅλα τὰ ἐκκλησιαστικὰ προνόμια, ἐπέβαλε τὸν πολιτικὸ γάμο, ὀργάνωσε τὴν ἀντιχριστιανικὴ προπαγάνδα, δήμευσε τὴν ἐκκλησιαστικὴ περιουσία, ἐξόρισε καὶ δολοφόνησε χιλιάδες Χριστιανῶν, ἔκλεισε τοὺς ναούς, ἐξαφάνισε ἱερὰ λείψανα Ἁγίων. Στὸ σφοδρὸ διωγμὸ φονεύθηκαν πάνω ἀπὸ 3.500 Ἐπίσκοποι καὶ ἱερεῖς, περὶ τὶς 2.000 μοναχοὶ καὶ περὶ τὶς 3.000 μοναχές.
Τὸ Μπούτοβο, περιοχὴ ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὴν Μόσχα, γίνεται τόπος μαζικῶν ἐκτελέσεων Ἀρχιερέων, Κληρικῶν καὶ πιστῶν τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι μαρτύρησαν κατὰ τὰ ἔτη τοῦ διωγμοῦ στὴν Ρωσία. Μεταξὺ τῶν Ἁγίων Μαρτύρων ποὺ μαρτύρησαν στὸ Μπούτοβο, ἦταν καὶ δέκα Ἕλληνες Μάρτυρες. Τὸ Μπούτοβο, ὅπως καὶ ἡ Σιβηρία, τὸ Χαρκὼβ καὶ τόσα ἄλλα μέρη, συμβολίζουν τὸν τόπο μαρτυρίου τῶν Ἁγίων μας ὡς τὸν ἀπεριόριστο χῶρο. Τὸν χῶρο ἐκεῖνο ποὺ τόσο καλὰ περιγράφεται στὴ νουβέλα τοῦ Τσέχωφ «Ὁ Ἐπίσκοπος». Διότι, μετὰ τὸν θάνατό τους , οἱ Μάρτυρες τῆς πίστεως καὶ τῆς συνειδήσεώς τους, ἀπογυμνωμένοι ἀπὸ τὶς γήινες ἰδιότητές τους καὶ καθετὶ ποὺ τοὺς περιορίζει, δεσμεύει καὶ ἐπιβαρύνει, ξαναγίνονται νέοι καὶ χαρούμενοι, διασχίζουν τὴν κοιλάδα τῆς ζωῆς καὶ ἀναπνέουν βαθιά, μὲ τὴ χαρὰ τοῦ Θεοῦ, τὸ ἀπεριόριστο.
Κάτω ἀπὸ τὸ πρίσμα αὐτὸ κατανοοῦμε τὴν εἰρηνικὴ ἀντίσταση τοῦ Ἁγίου Πατριάρχη Τύχωνος σὲ κάθε διοικητικὸ μέτρο τῆς ἐξουσίας, ποὺ ἦταν πάντα ξένο πρὸς τὴν ψυχή, θέλοντας νὰ τὴν περιορίσει καὶ νὰ μειώσει τὶς ἐλευθερίες της.
Ὁ Ἅγιος Τύχων ἐπιτιμᾶ τὸ καθεστώς. Γι’ αὐτὸ καταδικάζεται σὲ θάνατο. Τὸ Μάϊο τοῦ 1922 συλλαμβάνεται καὶ φυλακίζεται. Μετὰ ἀπὸ ἕνα χρόνο ἐλευθερώνεται, ἀλλὰ καὶ πάλι περιορίζεται στὴ μονὴ Ντονσκόϊ ὅπου ζοῦσε ὡς ἐλεύθερος πολιορκημένος. Ἡ ἀσθένειά του τὸν καταβάλλει. Στὶς 25 Μαρτίου 1925 ὁ Ἅγιος Πατριάρχης ἔνιωσε ὅτι τὸ τέλος πλησιάζει. Ἔκανε εὐλαβικὰ τὸν σταυρό του, εἶπε «Δόξα Σοι, Κύριε» καὶ παρέδωσε τὴν ἁγία ψυχή του στὸν Θεό.
Σύναξη της Παναγίας της Μεγαλόχαρης στην Τήνο
Η θαυματουργή εικόνα της Μεγαλόχαρης Παναγίας της Τήνου, έργο του Ευαγγελιστού Λουκά, βρέθηκε με υπόδειξη και παρακίνηση της ίδιας της Παναγίας, η οποία παρουσιάστηκε λίγες ημέρες πριν την Επανάσταση του 1821 μ.Χ., στον Μιχαήλ Πολυζώη και του είπε για το θέλημά της να χτιστεί Εκκλησία «όπως άλλοτε» στο χωράφι του Δοξαρά.
Κατόπιν, την επόμενη χρονιά, τον Ιούλιο του 1822 μ.Χ., στη βράση του Εθνικού Ξεσηκωμού, παρουσιάστηκε σε όραμα στην Αγία μοναχή Πελαγία της Τήνου (βλέπε 23 Ιουλίου), τρεις φορές, ζητώντας να σκάψουν στο ίδιο εκείνο χωράφι, «να ανακαλύψουν το σπίτι» της και να κτίσουν ένα νέο!
Ρωτώντας την τρίτη φορά η Αγία Πελαγία «και ποια είσαι, Κυρία, που με διατάζεις όλα αυτά;» εκείνη είπε με μια κίνηση δείχνοντας όλο τον κόσμο:
«Ευαγγελίζου γη χαράν μεγάλην»!
Και πράγματι, στις 30 Ιανουαρίου 1823 μ.Χ., ανήμερα των Τριών Ιεραρχών, βρέθηκε η μικρή, παμπάλαιη εικόνα της Παναγίας, που ιστορούσε ακριβώς τον Ευαγγελισμό της.
Μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους, ο ναός της Μεγαλόχαρης στην Τήνο, έγινε τόπος προσκυνήματος για όλους τους ήρωες της επανάστασης του 21, ενώ ο Κολοκοτρώνης αφιέρωσε στην εικόνα της Παναγίας, το δαχτυλίδι του (Θ.Κ.).
Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Βάτου, ἐν τῷ ὄρει Σινᾶ
Ἡ εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Βάτου τιμᾶται στὴ μονὴ τοῦ ὄρους Σινᾶ.
Ἡ ἐκ Πνεύματος Ἁγίου σύλληψη τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὴν Ἁγία Παρθένο, ἀποτελεῖ ὑπόθεση ποὺ ὑπερβαίνει τὰ λεκτικὰ σχήματα, γι’ αὐτὸ τὸ «σημεῖον» εἶναι ἀληθινὰ παράδοξο καὶ ὑπερμεγέθες. Τὸ μυστήριο τῆς ἄφθορης γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο δὲν νοεῖται ὡς μεμονωμένη καὶ ἀποκομμένη πραγματικότητα τῆς Καινῆς Διαθήκης.
Ἀντίθετα, ἀποτελεῖ ἀποκάλυψη τῆς ἀλήθειας τοῦ τύπου, στὸν ὁποῖο πίστεψαν καὶ πάνω στὸν ὁποῖο στηρίχθηκαν οἱ Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, γιὰ νὰ προδιατυπώσουν τὴν ἔνσαρκη φανέρωση τοῦ Θεοῦ Λόγου στὴν ἱστορία.
Ὁ Μωϋσῆς, ὅταν εἶδε τὴν βάτο νὰ φλέγεται, ἀλλὰ νὰ μὴν καίγεται, εἶπε: «Διαβὰς ὄψομαι, τὸ μέγα ὅραμα τοῦτο». Ἡ διάβαση, σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου, Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας, δὲν εἶναι τοπικὴ ἀλλὰ χρονική, ἀφοῦ δηλώνει κίνηση καὶ παροδικὴ διάβαση τοῦ χρόνου καὶ σημαίνει τὴν κίνηση ἀπὸ τὸν χρόνο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης στὸν χρόνο τῆς Καινῆς Διαθήκης.
Ὅπως ἡ φλεγόμενη καὶ μὴ κατακαιόμενη βάτος ἔτσι καὶ ἡ Παρθένος Μαρία, ἂν καὶ γεννᾶ τὸ «Φῶς», ἐν τούτοις παραδόξως δὲν «φθείρεται».
Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Εὐαγγελίστριας
Ἡ ἱερὰ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Εὐαγγελίστριας, φυλάσσεται στὴν ὁμώνυμη μονὴ τοῦ Ἁλιάρτου Βοιωτίας.
Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῶν Κηπουραίων
Ἡ ἱερὰ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῶν Κηπουραίων, φυλάσσεται στὴν ὁμώνυμη μονὴ τῆς νήσου Κεφαλληνίας.
Σύναξη της Παναγίας της Πρωτόθρονης στην Νάξο
Η εκκλησία της Παναγίας της Πρωτόθρονης (9ος - 10ος μ.Χ. αι.), στο χωριό Χαλκί της Τραγέας, είναι η μεγαλύτερη βυζαντινή εκκλησία της Νάξου. Η εκκλησία παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον για τα επάλληλα στρώματα των τοιχογραφιών της. Λειτουργεί από τα παλαιοχριστιανικά χρόνια μέχρι σήμερα.
Σύναξη της Παναγίας της Ευαγγελίστριας στην Ικαρία
Η Μονή του Ευαγγελισμού βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο της Ικαρίας, δυτικά του Αγ. Κηρύκου κοντά στον Ξυλοσύρτη.
Ιδρυτές της ήταν δύο «Καλλυβάδες» από το Άγιο Όρος: ο ιερομόναχος Νήφων όπου καταγόταν από τα Πατρικά της Χίου και ο Άγιος Μακάριος Νοταράς, επίσκοπος Κορίνθου. Αφού έφυγαν από το «Περιβόλι της Παναγιάς» πήγαν αρχικά στη Σάμο και κατόπιν στους Λειψούς, εξαιτίας πειρατικών επιδρομών κατέφυγαν στην Ικαρία και στη Λευκάδα ανήγειραν την Μονή προς ανάμνηση του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου το έτος 1775 μ.Χ. Ο Άγιος Μακάριος Νοταράς διέμεινε για μακρύ διάστημα στην μονή και ασκήτευσε σε κελί του οποίου σώζονται τα ερείπια ανατολικότερα.
Γρήγορα η Μονή αναδείχθηκε υποδειγματικό κοινόβιο με 25 αδελφούς (το 1890 μ.Χ. αριθμούσε 14, το 1903 μ.Χ. είχε 20 και το 1915 μ.Χ. είχε 25). Δυστυχώς οι επιδρομές των πειρατών και η αφορία της Ικαρίας ανάγκασαν την αδελφότητα να εγκαταλείψει την μονή και να μεταφερθεί στην Σκιάθο και να αναγείρει νέο Μοναστήρι.
Αργότερα τρία πνευματικά παιδιά που συνέστησε ο Νήφων, τους Αγάθωνα, Σισωή και Απόλλωνα, έχοντας μαζί τους μια συστατική επιστολή ήρθαν στο νησί και εργάστηκαν με ζήλο για την ανακαίνιση της Μονής.
Η Πύλη της Μονής δεν έκλεινε ούτε το βράδυ προκειμένου να εισέρχονται ελεύθερα οι έχοντες ανάγκη.
Από κτιριακής πλευράς παρατηρούμε ότι η Μονή είναι τετράγωνη με 20 κελιά, τραπεζαρία, δύο ξενώνες και τους αναγκαίους βοηθητικούς χώρους.
Το 1955 μ.Χ. μετατράπηκε σε γυναικεία Μονή και εγκαταστάθηκαν σ’αυτήν μοναχές.
Ο ναός είναι αφιερωμένος στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου και έχει ένα ωραιότατο ξυλόγλυπτο τέμπλο και παραστάσεις σκηνών από την Παλαιά και Καινή Διαθήκη. Οι φορητές εικόνες είναι έργα του 18ου και Ι9ου μ.Χ. αιώνα.
Η βιβλιοθήκη της Μονής υπήρξε σημαντική, σήμερα όμως φυλάσσονται ελάχιστα βιβλία, αφού το 1950 μ.Χ. όταν η Μονή ερήμωσε εκ νέου με σχετικό πρωτόκολλο παραδόθηκαν προς φύλαξη 169 σπουδαία βιβλία στο Γυμνάσιο Αγίου Κηρύκου.
Επίσης, 41 βιβλία παραδόθηκαν, πάλι με πρωτόκολλο αλλά χωρίς να αναφέρεται χρονολογία, στον καθηγητή ονόματι Κατσή.
Από τα παρεκκλήσια της Μονής σώζεται σήμερα το του Αγίου Μακαρίου, Επισκόπου Κορίνθου, στο κοιμητήριο των Πατέρων. Κάτωθεν του δαπέδου του βρίσκεται το οστεοφυλάκιο.
Αξιόλογες είναι δύο ψηφιδωτές εικόνες του Αγίου Μακαρίου και του Αγίου Νηψώνος. Επίσης, 50 μ. νοτιοανατολικά σώζονται και τα ερείπια του εξομολογητηρίου όπου σ’ αυτό εξομολογοόντο σ’ αυτό μόνο γυναίκες, αφού η μονή ήταν άβατη γι' αυτές. Οι δύο υδρόμυλοι, το χειροκίνητο ελαιοτριβείο και ο άρσανας (συρτικό) όπου είχαν το καΐκι και τις βάρκες οι μοναχοί είναι πλέον ερειπωμένα. Πλούσια ήταν η Μονή τόσο σε τίμια λείψανα όσο και σε ιερά σκεύη, δυστυχώς όμως ελάχιστα έχουν διασωθεί λόγο της κατά διαστήματα ερήμωσης της Μονής.
Σύναξη της Παναγίας Γιουρίτισσας στην Αλόννησο
Στο νησί Γιούρα Αλοννήσου ευρίσκεται ο Ιερός Ναός Γιουρίτισσας (Ευαγγελίστριας). Ναός μικρών διαστάσεων, στον τύπο του συνεπτυγμένου σταυροειδούς, είναι επιχρισμένος εσωτερικά και εξωτερικά. Η είσοδος βρίσκεται δυτικά. Από την ύπαρξη κίονα δυτικά του ναού συμπεραίνεται ότι ο ναός είχε στοά στα δυτικά. Στο εσωτερικό του ναού διατηρείται ξυλόγλυπτο τέμπλο. Στην κορυφή υπάρχει Σταυρός και λυπηρά με βάση δρακόντων, και σε τοξύλλια εικονίζονται ανά έξι οι Απόστολοι. Από τις δεσποτικές εικόνες αναφέρονται:
α) η MP-ΟΥ η Θεοτόκος Βρεφοκρατούσα στον τύπο της Οδηγήτριας - σκαφωτή εικόνα,
β) IC-XC ο Ιησούς Χριστός στον τύπο του Παντοκράτορα, σκαφωτή εικόνα και
γ) ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου.
Στο ναό φυλάσσονται εικόνες του 18ου αι. μ.Χ.: Άγιος Τρύφων, Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, σκαφωτή εικόνα Η εις Άδου Κάθοδος, σκαφωτή εικόνα Οι Άγιοι Ανάργυροι, σκαφωτή εικόνα οι Άγιοι Ονούφριος και Ιωασάφ, οι Τρεις Ιεράρχες και ο Ιησούς Χριστός «Ο Παντοκράτωρ».
Γύρω από το ναό υπάρχουν ίχνη κελιών, στάβλων, δεξαμενών και υπήρχαν έντεκα μοναχοί. Η παράδοση λέει ότι ή σφάχτηκαν από πειρατές ή κάηκαν από κεραυνό. Χαρακτηριστικό είναι ότι για να χτιστεί η εκκλησία χρησιμοποιήθηκαν σταλακτίτες από τη γειτονική σπηλιά. Εδώ φιλοξενήθηκε και έζησε ο Ιερόθεος Μωραίτης (1686 - 1745 μ.Χ.) ένας σοφός γέροντας που η εκκλησία τον τίμησε σαν Άγιο Ιερόθεο ο Ιβηρίτης ο εκ Καλαμών (βλέπε 13 Σεπτεμβρίου). Πέθανε και τάφηκε στα Γιούρα. Οι μελέτες του καταστράφηκαν και η Μονή διαλύθηκε πριν το 1840 μ.Χ.
Σύναξη της Παναγίας της Ευαγγελίστριας στην Σκιάθο
Πνιγμένη μέσα στο πράσινο, στον μυχό του ρέματος του Λεχουνιού και πλάι στις πήγες του, στην τοποθεσία Αγαλιανού, κάτω από την ψηλότερη κορυφή της Σκιάθου, την Καραφλυτζανάκια, είναι κτισμένη η Ιερά Κοινοβιακή Μόνη του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, το Μοναστήρι της Ευαγγελίστριας ή της Βαγγελίστρας, όπως το λένε οι Σκιαθίτες.
Η Μονή άρχισε να χτίζεται το 1794 μ.Χ. από μια μικρή ομάδα μοναχών του κινήματος των «Κολλυβάδων».
Οι μοναχοί αυτοί, αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν από το Άγιο Όρος λόγω του αναβρασμού που υπήρχε τότε με αφορμή την ημέρα κατά την οποία έπρεπε να τελούνται κανονικά τα μνημόσυνα, το Σάββατο δηλαδή αντί της Κυριακής.
Επικεφαλής της ομάδος ήταν ο Ιερομόναχος Νήφων, κατά τον κόσμο Νικόλαος «εκ της γενεάς των Νικολαράδων», ο οποίος γεννήθηκε το 1736 μ.Χ. στα Πατρικά της Χίου. Ούτος μόνασε στην Μόνη Μέγιστης Λαύρας και την Σκήτη του Παντοκράτορας του Αγίου Όρους. Αρχικά μετέβη στην Πάτμο, στην Λειψώ και στην Ικαρία, οπού το 1775 μ.Χ. ίδρυσε, στην θέση Λευκάδα, την Μόνη της Ευαγγελιστρίας.
Μεταξύ των μοναχών της Ευαγγελίστριας Ικαρίας ήταν και ο Γρηγόριος Χατζησταμάτης, Σκιαθίτης, ο οποίος μετά τον θάνατο του πατρός του κληρονόμησε την μεγάλη περιούσια του στην Σκιάθο. Έχοντας λοιπόν αυτή την μεγάλη περιουσία ο Γρηγόριος έπεισε τον Νήφωνα να μεταβούν στην καταπράσινη Σκιάθο και να οικοδομήσουν νέα μόνη, εγκαταλείποντας την Ικαρία «δια το πάντη άγονον και άκαρπον και το νοσώδες του τόπου».
Η κατασκευή του συγκροτήματος της Μόνης ολοκληρώθηκε το 1806 μ.Χ. και κατέστη το κυριότερο έργο των κολλυβάδων τόσο κατά την διάρκεια της έριδος όσο και τους μετέπειτα χρόνους. Το πνεύμα των κολλυβάδων επηρέασε έντονα την ζωή των κατοίκων της Σκιάθου και του πιο αξιόλογου των Ελλήνων πεζογράφων Σκιαθίτη Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και του επίσης Σκιαθίτη λογοτέχνου Αλέξανδρου Μωραϊτίδη.
Ο ιερομόναχος Νήφων, πρώτος ηγούμενος και ιδρυτής της Μονής εκοιμήθη στις 28 Δεκεμβρίου του 1809 μ.Χ. σε ηλικία 73 ετών. Δεύτερος ηγούμενος και συνιδριτής διετέλεσε ο Σκιαθίτης Γρηγόριος Χατζησταμάτης (1809 - 1815 μ.Χ.). Στη συνέχεια και μέχρι σήμερα διετέλεσαν άλλοι 30 ηγούμενοι με τελευταίο στις μέρες μας τον ιερομόναχο π. Άγγελο Λύσσαρη.
Η Μονή Ευαγγελιστρίας βοήθησε σημαντικά ηθικά και υλικά τόσο τα προεπαναστατικά κινήματα, όσο και την επανάσταση του 1821. Σ' αυτήν το 1807 μ.Χ. σχεδιάστηκε, υφάνθηκε, ευλογήθηκε και υψώθηκε η πρώτη Ελληνική Σημαία με τον λευκό Σταυρό στη μέση επί γαλανού φόντου. Σε αυτήν δε ο Νήφων όρκισε τους οπλαρχηγούς Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, Ανδρέα Μιαούλη, Παπαθύμιο Βλαχάβα, Γιάννη Σταθά, Νικοτσάρα, τον Σκιαθίτη διδάσκαλο του Γένους Επιφάνιο-Στέφανο Δημητριάδη και πολλούς άλλους, μετά από μεγάλη σύσκεψη που έκαναν στο Μοναστήρι της Ευαγγελιστρίας για να καταστρώσουν το σχέδιο δράσης τους.
Στην Μονή της Ευαγγελιστρίας τέλος, έμεινε υπό περιορισμό το 1839 μΧ. ο κληρικός και φιλόσοφος Θεόφιλος Καΐρης, μετά από καταδίκη της Ιεράς Συνόδου.
Σύναξη της Παναγίας της Τοχνιώτισσας στην Κύπρο
Το κατεχόμενο χωριό Μάνδρες Αμμοχώστου είναι ένα ελληνικό χωριό της επαρχίας Αμμοχώστου στους νότιους πρόποδες του Πενταδακτύλου. Ανατολικά του χωριού βρίσκεται το σημαντικότερο εκκλησιαστικό μνημείο της περιοχής, το μοναστήρι της Παναγίας του Τοχνίου, η Δεχνιού, είχε δύο εικόνες της Παναγίας που φέραν η μεν παλαιότερη την επιγραφή «Παναγία η Τοχνιώτισσα» η δε νεότερη την επιγραφή «Παναγία η Τεχνιώτισσα». Το μοναστήρι που είναι του 12ου αιώνα μ.Χ. ανήκει στην Αρχιεπισκοπή και στο τέμπλο του υπήρχε επιγραφή με τα ονόματα «Διονυσίου ηγουμένου και Πέτρου ιερομονάχου».
Στα βόρεια του μοναστηριού υπάρχει ένα γιγάντιο Κυπαρίσσι με ύψος εικοσιεπτά (27) μέτρα και περιφέρια τέσσερα (4) μέτρα. Το κυπαρίσσι αυτό είναι γνωστό στους κατοίκους του χωριού Μάνδρες με το όνομα «Τεπάρισσος». Σχετική παράδοση αναφέρει ότι κάποτε ξυλοκόποι επιχείρησαν να κόψουν το κυπαρίσσι και στο σημείο που κάρφωσαν το τσεκούρι έτρεξε άφθονο αίμα, γι' αυτό έντρομοι εγκατέλειψαν το εγχείρημα τους. Επίσης ακούστηκε ένας γογγυσμός (κραυγή πόνου) γεγονός που μας παραπέμπει σε πανάρχαιους μύθους σύμφωνα με τους οποίους στους κορμούς των δέτρων κατοικούσαν νύμφες και νεράιδες που γόγγυζαν όταν ο ξυλοκόπος επιχειρούσε να τα κόψει.
Σύμφονα με άλλη παράδωση στα βόρεια του μαναστηριού υπήρχε βράχος στον οποίο ανέβηκε ένας καλόγερος για να γλιτώσει από τους Τούρκους. Οι τελευταίοι τον κατεδίωξαν και ο καλόγερος είπε «Παναγία μου Τοχνιώτισσα σώσε με», άνοιξε τα χέρια και πέταξε κυριολεκτικά στον απέναντι λόφο. Όταν οι Τούρκοι επιχείρησαν να κάνουν το ίδιο πράγμα γκρεμίστηκαν και σκοτώθηκαν.
Μετά την Τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974 μ.Χ., η εκκλησία και ολόκληρη η Μονή της Παναγίας του Τοχνίου βεβηλώθηκε από τους Τούρκους. Καταστράφηκαν και λεηλατήθηκαν τοιχογραφίες (έχουν αφαιρεθεί ολόκληρες παραστάσεις από τον τοιχογραφικό διάκοσμο του καθολικού) και το εικονοστάσιο και εικόνες κλάπησαν και σήμερα χρησιμοποιείται σαν μάντρα ζώων.
Σύναξη της Παναγίας της Οξυλιθιώτισσας στην Εύβοια
Στις 25 Μαρτίου, ημέρα της διπλής εορτής του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου και της εθνικής επετείου, πανηγυρίζει η «Παναγία η Οξυλιθιώτισσα», ο μοναδικός πιθανότατα Ναός στην Ελλάδα που είναι «σκαρφαλωμένος» πάνω σε ηφαίστειο. Και από εκεί, από τις πλαγιές του σβηστού πλέον ηφαιστείου του Οξυλίθου η Παναγιά και οι προσκυνητές της αγναντεύουν την θάλασσα που απλώνεται μπροστά από το κοντινό χωριό Οξύλιθος της Κύμης Ευβοίας.
Το χωριό Οξύλιθος πήρε την ονομασία του από τον «Οξύς - Λίθος» δηλαδή από την μυτερή πέτρα που υπάρχει στην κορυφή του Οξυλίθου, του σβηστού ηφαιστείου που δεσπόζει στην ευρύτερη περιοχή. Και εκεί, επάνω στις πλαγιές του, περί το 1800 μ.Χ. οι ευλαβείς κάτοικοι του χωριού, κουβαλώντας τις πέτρες με χέρια, ανέγειραν την γραφική Εκκλησία της «Παναγίας της Οξυλιθιώτισσας». Για να τους προστατεύει η Παναγιά και να «αγκαλιάζει» την στεριά και την θάλασσα που απλώνεται μπροστά στο Ναό Της.
Κάπου εκεί στα σπήλαια του ηφαιστείου βρήκε προσωρινό καταφύγιο και ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης (βλέπε 14 Ιουλίου) όταν ασκήτεψε απέναντι στην νήσο Σκυροπούλα.
Εκεί στην Αγία Τράπεζα της Ταπεινής Εκκλησίας λειτουργούσε συχνά ο Άγιος Νεκτάριος (βλέπε 9 Νοεμβρίου) ως Ιεροκήρυκας της Ευβοίας!
Και πόσα άλλα....
Μα ίσως το πιο σημαντικό είναι πως στην εικόνα της Παναγιάς, στον ταπεινό αυτό Ναό της, χιλιάδες πιστοί ευλαβικά προσκύνησαν, άναψαν ένα κερί, προσευχήθηκαν σιωπηλά, έχυσαν ένα δάκρυ, ζήτησαν την μεσιτεία της, την προστασία και τη βοήθειά της Κυρίας Θεοτόκου....
Πηγές:http://www.saint.gr/03/25/index.aspx
http://www.synaxarion.gr/gr/m/3/d/25/sxsaintlist.aspx
«Πᾶνος»