Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Διονυσίου Τάτση
Πάντα προκαλοῦν οἱ πολιτικοί τῆς πατρίδας μας μὲ διάφορους νόμους ποὺ ψηφίζουν καὶ ἔρχονται σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καὶ εἰδικότερα τὴ χριστιανικὴ ἠθική. Καὶ εἶναι πολλοὶ οἱ ἀντιχριστιανικοὶ νόμοι ποὺ ἰσχύουν καὶ αὐτοὶ ποὺ πρόκειται νὰ προωθηθοῦν γιὰ νὰ ὁλοκληρωθεῖ ἡ πνευματικὴ ὑποβάθμιση τοῦ λαοῦ. Οἱ ἐθνοπατέρες θεωροῦν ἐκσυγχρονισμὸ καὶ πρόοδο τὴν «ἀπελευθέρωση» ἀπὸ τοὺς ἠθικοὺς κανόνες, οἱ ὁποῖοι κρατοῦν – κατὰ τὸν παραλογισμό τους – σὲ καθυστέρηση τὸ λαὸ καὶ τὸν ὁδηγοῦν πολλοὺς αἰῶνες πίσω, ὅταν πυκνὸ ἦταν τὸ σκοτάδι κλπ. Νομίζουν ὅτι ἡ ἁμαρτωλὴ ζωὴ φέρνει τὴν εὐτυχία στὸν ἄνθρωπο, ἐνῷ δὲν ἀνησυχοῦν γιὰ τὴν ἐξαθλίωση τοῦ λαοῦ, γιὰ τὴν ἐγκληματικότητα καὶ τὴν παρακμή. Δυστυχῶς, οἱ πολιτικοὶ πιὰ δὲν εἶναι παραδείγματα πρὸς μίμηση, ἀλλὰ παραδείγματα πρὸς ἀποφυγὴ καὶ ἄξια περιφρόνησης.
Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἐπιλέγουν νὰ ἀσχοληθοῦν μὲ τὰ κοινὰ δὲν τηροῦν οὔτε τοὺς στοιχειώδεις κανόνες τῆς εὐπρέπειας καὶ τῆς εὐγένειας. Καὶ οἱ ἄνδρες καὶ οἱ γυναῖκες ἔχουν ἔξαλλη ἐνδυμασία, ἀγνοοῦν τὴν ἐθιμοτυπία, προκαλοῦν μὲ τὴ συμπεριφορά τους, ἀλληλοκρίνονται καὶ ἀλληλοσυκοφαντοῦνται, λείπει παντελῶς ἡ ντροπή, ἀλλὰ καὶ ὁ σεβάσμος στὰ ἱερὰ καὶ ὅσια τῆς πατρίδας μας. Στὸ «ναὸ τῆς δημοκρατίας» τὸ ἐπίπεδο τῶν ὁμιλητῶν εἶναι πολὺ χαμηλὸ καὶ συχνὰ ἀποκαρδιωτικό. Μιλοῦν γιὰ τὴν προστασία τῶν δικαιωμάτων τῶν πολιτῶν καὶ πολλὰ κραυγαλέα ἁμαρτήματα χαρακτηρίζονται διὰ νόμου «δικαιώματα» καὶ ἀπαγορεύεται κάθε ἐπικριτικὸς λόγος γι’ αὐτά. Ὅποιος τὰ ἀρνεῖται μπορεῖ νά ὁδηγηθεῖ στὴ δικαιοσύνη, γιατί δὲν εἶναι νομοταγής!
Ἀπέναντι σ’ αὐτὴ τὴν θλιβερὴ κατάσταση ἡ ὑπεύθυνη διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας σιωπᾶ. Καμιὰ δυναμικὴ καὶ σταθερὴ ἀντίδραση. Καὶ ὅταν ἀποφασίσει νὰ διαφοροποιηθεῖ, περιορίζεται σὲ κάποιον ψίθυρο, ποὺ δὲν φθάνει οὔτε στοὺς πολιτικοὺς οὔτε στὸν πιστὸ λαό, ὁ ὁποῖος ἀνησυχεῖ γιὰ τὴν κατρακύλα τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας.
Στὴν πλειονότητά τους οἱ μητροπολίτες εἶναι μετριοπαθεῖς καὶ διστακτικοὶ ἀπέναντι στοὺς πολιτικούς. Προτιμοῦν τὸν ἁμαρτωλὸ συμβιβασμὸ καὶ συμπλέουν μὲ τοὺς πολιτικούς. Ὑποτίθεται ὅτι ἔχουν διαφορετικοὺς δρόμους καὶ προορισμούς, ἀλλὰ τοὺς βλέπουμε νὰ ἀκολουθοῦν τοὺς πολιτικοὺς μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ ἀποκτήσουν μερικὰ ψιχία ὑλικῶν ἀγαθῶν! Δὲν ἔχουν τὴν ἀνάλογη πνευματικὴ εὐαισθησία, γιὰ νὰ ὑψώσουν τὴ φωνὴ τους κατὰ τῶν πολιτικῶν καὶ νὰ τηρήσουν τακτικὴ ἀντίστασης στὴν ἀρχὴ καὶ μετὰ ἐπίθεσης. Καὶ νὰ μὴ ξεχνοῦν ὅτι οἱ πολιτικοὶ εἶναι ἐφήμεροι ἄρχοντες, ἐνῷ οἱ ἴδιοι εἶναι ἰσόβιοι! Τὸ καθῆκον τους εἶναι νὰ τονίζουν στοὺς ὑπευθύνους τῆς πολιτείας τὸ λόγο τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, ποὺ εἶναι ἰδιαίτερα χρήσιμος στὴν ἐποχή μας: «Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ κάνει τὴν πόλη ἰσχυρότερη καὶ στερεά. Γιατί αὐτὸ εἶναι γι’ αὐτὴ θεμέλιο, αὐτὸ εἶναι δύναμη, αὐτὸ τὴν κάνει ἀδούλωτη, καὶ ὄχι ἡ ἀνθρώπινη συμμαχία καὶ βοήθεια, οὔτε ἡ δύναμη τῶν ὅπλων, οὔτε οἱ πύργοι καὶ τὰ τείχη. Ἀλλὰ τί; Ὁ Θεὸς τὴ συγκρατεῖ καὶ τὴν κάνει ἰσχυρή. Αὐτό, λοιπόν, πρὸ πάντων θὰ ἔπρεπε νὰ τοὺς διδάσκει».
Εφημερίδα Ορθόδοξος Τύπος