Του Χαράλαμπου Νικολάου / Ταξίαρχου ε.α., τ. καθηγητή Στρατιωτικής Ιστορίας ΣΣΕ
Το 1939 τα ιταλικά στρατεύματα, υπό τον στρατηγό Γκουτσόνι, αποβιβάσθηκαν στο Δυρράχιο, το πρωί της 7ης Απριλίου. Ο βασιλιάς Ζώγου δεν
αιφνιδιάστηκε δεδομένου ότι είχαν προηγηθεί, πριν από έναν μήνα και
πλέον, εντατικές διπλωματικές συνομιλίες. Υφίστατο το στοιχείο του
αιφνιδιασμού για τις ξένες κυβερνήσεις, εκτός της Γερμανίας και ίσως της
Γιουγκοσλαβίας. Δεν προβλήθηκε καμία σοβαρή αντίσταση κατά των Ιταλών. Ο
αλβανικός λαός στην πλειοψηφία του υποδέχθηκε τους Ιταλούς στρατιώτες
ως “ελευθερωτές”.
Τα
γεγονότα έκτοτε διαδέχθηκαν το ένα το άλλο με κινηματογραφική ταχύτητα.
Στις 14 Απριλίου 1939 η Αλβανία αποχώρησε από την Κοινωνία των Εθνών
(ΚτΕ). Στις 15 Απριλίου έγινε δεκτή στο Κυρηνάλιο (ανάκτορο στη Ρώμη,
θερινή διαμονή των Πάπων μέχρι το 1870, στη συνέχεια κατοικία του
βασιλιά της Ιταλίας και αργότερα του προέδρου της Ιταλικής Δημοκρατίας),
πολυμελής αλβανική αντιπροσωπεία υπό τον πρωθυπουργό Βερλάτση. Αυτός
προσφώνησε τον Bασιλιά αυτοκράτορα πρώτα στην αλβανική και έπειτα στην
ιταλική γλώσσα και του προσέφερε το “στέμμα του Σκεντέρμπεη”. Το
απόγευμα της ίδιας ημέρας η ιταλική Βουλή έδωσε τη συναίνεση της για την
“προσωπική ένωση” και την επομένη έπραξε το ίδιο η Γερουσία. Διορίστηκε
τοποτηρητής του βασιλιά, όχι μέλος της δυναστείας (είχε γίνει λόγος για
τον δούκα του Μπέργκαμο), αλλά ο πρεσβευτής Τζακομόνι.
Το χείριστον όλων, συνίσταται, κατά τη γνώμη μου, στο αποκαρδιωτικό γεγονός της εκφράσεως διαμαρτυρίας από μέρους ολίγων, σχετικώς, μελών του ποιμνίου των εν λόγω μητροπόλεων.
Και οι συγκεκριμένοι πιστοί απαξιώνονται, κατά τρόπο, ανεπίτρεπτο από κάποιους κοσμικόφρονες χριστιανούς ως «ακραίοι», «κολλημένοι», «οπισθοδρομικοί», «φοβικοί», «ηθικιστές».
Πρόκειται για φαινόμενο άκρως ανησυχητικό.