Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Γεώργιος, ὁ ἐκ Χίου καὶ ἐν Κυδωνίαι (Ἀϊβαλὶ) ἀθλήσας κατὰ τῷ 1807ῳ [͵αωζ΄] ἔτει, ξίφει τελειοῦται.
Σὺν τῷ παλαιῷ τάττεται ἀθληδροµήσας.
Στίχοι
Ναοῦ σου ἐγκαίνια ἐν Κυπαρίσσῳ,
Τελοῦντες, Γώργιε, νῦν σε ὑμνοῦμεν.
Ανήμερα τ’ Άγιου Γιώργη του Χιοπολίτη
“Ανήμερα τ’ Άγιου Γιώργη του Χιοπολίτη γινότανε η Λειτουργία στο Αϊβαλί με μεγάλη κατάνυξη, δεν απόμνησκε σε σπίτι κανένας, μηδέ μικρός, μηδέ μεγάλος, μόνε γέμιζε κείνη μεγάλη εκκλησιά από μέσα κι απ’ όξω. Ο δεσπότης κ’ οι παπάδες ήτανε δακρυσμένοι, οι γυναίκες και τα μωρά κλαίγανε. Κείνη την ημέρα, από τις δώδεκα εκκλησιές που ’χε τ’ Αϊβαλί, μαζευόντανε στον Άγιο Γιώργη όλοι οι παπάδες κ’ οι ψαλτάδες. Εκεί πέρα έβλεπες ελληνισμό και χριστιανοσύνη. Εκεί πέρα ανετρίχιαζε κι ο πιο αναίσθητος άνθρωπος, κι όποιος ήθελε να κλάψει, εκεί πέρα έπρεπε να βρεθεί. Να κλάψει, και μαζί ν’ αναγαλλιάσει, όπως θωρούσε κείνο το μεγαλείο πόχει η Ορθοδοξία η κατατρεγμένη κ’ η ματωμένη, ακούγοντας είκοσι ψαλτάδες και πενήντα κανόναρχους να ψέλνουνε μια παλληκαρίσια ψαλμωδία. Ακόμα κ’ οι Τούρκοι, φαινόντανε στεναχωρημένοι, γιατί ήτανε και, κείνοι, γεννημένοι από την ίδια τη μάννα, που μεταδίνει στα παιδιά της το πάθος της καρδιάς και κείνη τη σπλαχνικιά αθωότητα που δεν βρίσκεται σ’ άλλον τόπο.