Στή Θεία Λειτουργία ἀκολουθοῦμε μιά πορεία: Εἰσερχόμεθα στόν Ἱερό Ναό. Ὑποδεχόμεθα τόν Σωτῆρα μας Χριστό, ὅταν βγαίνη μέ τό Ἱερό Εὐαγγέλιο. (“Σοφία Ὀρθοί.”). Ἀκοῦμε τόν θεῖο Του λόγο. Βλέπουμε καί παρακολουθοῦμε τά θαύματά Του. Τόν συνοδεύουμε κατόπιν μέ τήν Μεγάλη Εἴσοδο στόν φρικτό Γολγοθᾶ.
Ἐκεῖνος πάσχει, Ἐκεῖνος σφαγιάζεται κι ἐμεῖς σωζόμεθα.
Ἐκεῖνος σταυρώνεται κι ἐμεῖς μαζί Του ἀνιστάμεθα!
Μιά πορεία μαζί μέ τόν Χριστό!
Μιά πορεία θείας ἑνώσεως!
Μιά πορεία μυστικῆς προσευχῆς!
Μιά πορεία ἀληθινῆς προσευχῆς, ἀληθινῆς ἑνώσεως!
Δύο Ρῶσοι ἀσκήτευαν στή Σκήτη τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ὁ πατήρ Ἀρσένιος, πού ἦταν Γέροντας καί συγχρόνως ἱερεύς, καί ὁ πατήρ Νικόλαος, ὑποτακτικός καί ψάλτης. Τίς δακρύβρεκτες καί συνάμα μεγαλοπρεπεῖς Θεῖες Λειτουργίες τους, μᾶς περιέσωσε καί περιέγραψε ὁ μοναχός Παρθένιος. Οἱ δύο αὐτοί ἀσκητές ἦταν μοναχοί τῆς νηστείας, τῆς ἀγρυπνίας, τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς καί τῶν πολλῶν δακρύων.
Μισό χρόνο πρίν ἀπό τήν κοίμησί του ὁ πατήρ Νικόλαοςς τυφλώθηκε. Συγχρόνως πολλές ἄλλες ἀρρώστιες τόν βασάνιζαν καί τόν τυραννοῦσαν. Δέν μποροῦσε πλέον νά πηγαίνη στήν Ἐκκλησία, ἀλλά θρηνοῦσε καθιστός ἤ ξαπλωμένος στό κελλάκι του, βασανιζόμενος ἀπό φρικτούς πόνους. Ἔτσι λιγόστεψαν οἱ Λειτουργίες. Ἐγίνετο μία τήν ἑβδομάδα. Ψάλτης καί ἀναγνώστης ἦταν ὁ ἄρρωστος καί τυφλός ὑποτακτικός, γιά τόν ὁποῖο δέν ὑπῆρχε ἡ ἔννοια τῆς ἀπραξίας.
Τό Σάββατο τῶν Ἀπόκρεω λειτούργησαν. Μετά τή Θεία Λειτουργία ὁ πατήρ
Νικόλαος ἐπισκέφθηκε στό κελλί τόν Γέροντα του κι ὅλος δάκρυα ἄρχισε νά
τοῦ λέγη:
Κατόπιν ἄνοιξε ἡ πόρτα τοῦ κελλιοῦ μου καί ὅλο τό κελλί γέμισε ἀπό φῶς. Μπῆκαν τρεῖς ἄνθρωποι· δύο νέοι μέ λαμπάδες καί στό μέσον τους ἕνας ἄλλος, μέ ἀστραφτερή ἐνδυμασία, ἡ ὁποία ἐξέπεμπε ἀνέκφραστο φῶς. Μέ πλησίασαν. Ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος πού ἦταν στή μέση, μέ ρώτησε:
Μέ γνωρίζεις;
Βέβαια σέ γνωρίζω. Εἶσαι ὁ Ἀνίκητος, ὁ φίλος καί συνοδοιπόρος μας ἐκεῖ στά Ἱεροσόλυμα, πού ἤθελες νά γίνης ἐρημίτης καί ἀσκητής στό Σινά. Πληροφορήθηκα μάλιστα ὅτι ἐδῶ καί τρία χρόνια πέθανες.
Ἐκείνος τότε μοῦ εἶπε:
Μάλιστα, πάτερ Νικόλαε! Ἐγώ εἶμαι, ὁ Ἀνίκητος! Εἶδες μέ ποιά δόξα καί λαμπρότητα μέ ἀντάμειψε ὁ Βασιλεύς τῶν Οὐρανῶν, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Σωτῆρας μας, γιά τήν λίγη μετάνοια καί τήν ἐλαχιστοτάτη ἄσκησι πού ἔκανα; Ἔ, ἔτσι κι ἐσένα θά σέ ἀνταμείψη. Ἀλλά “καί μείζω τούτων ὄψει”! Σέ τέσσερις ἡμέρες θά ἐλευθερωθῆς ἀπό ὅλες τίς θλίψεις, τά βάσανα καί τίς ἀσθένειες. Μέ ἔστειλε ὁ Κύριος νά σέ παρηγορήσω.
Ἀμέσως βγῆκαν ἀπό τό κελλί κι ἐγώ ἔμεινα μόνος. Τότε ἔκλεισαν πάλι τά μάτια μου, ὅμως ἡ καρδιά μου γέμισε ἀπό ἀνείπωτη χαρά.
Ἀφοῦ τά ἀκουσε ὅλα αὐτά ὁ Πνευματικός καί Γέροντας, τοῦ εἶπε:
Πρόσεχε, πάτερ Νικόλαε, μήν πλανηθῆς. Μήν πιστεύης σ᾿ ὅλα αὐτά, ἀλλά ἀτένιζε μόνο πρός τόν Θεό καί ζήτα τό ἔλεός Του, τήν Χάρη Του, τήν ἄφεσι τῶν ἁμαρτιῶν σου καί τήν “καλήν ἀπολογίαν” ἐνώπιον τοῦ φοβεροῦ Βήματος τοῦ Φιλανθρώπου ἀλλά καί Δικαίου Κριτοῦ!
Αὐτά τά εἶπε πρός ταπείνωσι καί φυλακή τῆς ψυχῆς, γιατί δέν παύουν τά πεπυρωμένα βάλη τοῦ πονηροῦ νά ρίπτωνται ἀκόμα καί λίγο πρό τοῦ θανάτου μας.
Τήν Πέμπτη τῆς Τυροφάγου ἔγινε ἡ τελευταία Θεία Λειτουργία γιά τόν μοναχό Νικόλαο. Κοινώνησε καί παίρνοντας τό Ἀντίδωρο εἶπε στόν Γέροντά του:
Σέ παρακαλῶ, ἔλα, Γέροντά μου, στό κελλάκι μου. Ὁ Γέροντας πῆγε μαζί του. Ὁ πατήρ Νικόλαος κάθησε στό κρεβάτι. Τό πρόσωπό του ἄρχισε νά ἀλλοιώνεται, ν᾿ ἀστράφτη. Σηκώνοντας τά μάτια του στόν οὐρανό ἦρθε σέ κάποια μορφή ἐκστάσεως. Ὁ τόπος γέμισε ἀνέκφραστη εὐωδία. Κατόπιν συνῆλθε καί ἄρχισε νά λέγη:
Σ᾿ εὐχαριστῶ, πάτερ ἅγιε, πού ἔκανες ὑπομονή στίς ἀδυναμίες μου μέχρι τό τέλος μου καί μέ τίς ὁδηγίες σου μέ ὡδήγησες στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
Ὁ Πνευματικός τόν ρώτησε:
Βλέπεις, πάτερ Νικόλαε, τίποτε;
Βλέπω, Γέροντα, ὅτι ἦρθαν γιά μένα καί ἔσχισαν τό χειρόγραφο τῶν ἁμαρτιῶν μου. Καί τώρα, Γέροντα μου, εὐλόγησον!
Καί ἔσκυψε τό κεφάλι. Τότε ὁ Πνευματικός τόν εὐλόγησε μέ τό χέρι του. Ἐκεῖνος πῆρε τό χεράκι τοῦ Γέροντός του, τό κατεφίλησε θερμά, καί, πρίν ἀκόμα τό ἀφήση, σήκωσε τά μάτια στόν οὐρανό καί ἤρεμα πρόφερε:
Κύριε, δέξαι τό πνεῦμα μου…
Τήν ἴδια στιγμή παρέδωσε τήν ψυχή του στόν Κύριο, τόν Ὁποῖο ἐκ νεότητος ἐδούλευσε καί ὑπηρέτησε μέ πίστι, αὐταπάρνησι, ὑπακοή καί ἀγάπη. Πέρασε μέσα ἀπό μία πορεία ἀσκητικῶν ἀγώνων μαζί μέ τό Χριστό, μία πορεία θείων ἀποκαλύψεων καί θείας ἑνώσεως, μία πορεία μυστικῆς προσευχῆς καί πολλῶν δακρύων καί ἔζησε μέσα ἀπό τίς ἀτέλειωτες Θεῖες Λειτουργίες τῆς ἀσκητικῆς του ζωῆς τή λειτουργική μεταμόρφωσι.
Μέ πόση λαμπρότητα καί δόξα γιορτάζει συνεχῶς καί ἀδιαλείπτως ἡ Θριαμβεύουσα Ἐκκλησία τή δική της οὐράνια Θεία Λατρεία! Πόσο θαυμάσιο θά ἦταν νά συνεορτάζωμεν καί ἐμεῖς ἐν ἁγίῳ Πνεύματι στούς ἐπιγείους Ναούς κατά τή διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας τή δική μας λειτουργική μεταμόρφωσι!
Ὅποιοι ἀπό τούς ἀγωνιζομένους πιστούς χριστιανούς νικήσουν τή σάρκα, τόν κόσμο καί τόν διάβολο, νικοῦν καί τή φύσι τους. Καί ὅποιος νικᾶ τή φύσι του (τόν παλαιό ἄνθρωπο τῆς ἁμαρτίας) στό “ὑπέρ φύσιν γέγονεν”, ζῆ τό ὑπερφυσικό καί ἑνώνεται μέ τόν Δημιουργό Του, τόν Σωτῆρα Χριστό. Αὐτό βιώνεται κατά κύριο λόγο μέσα στή Θεία Λατρεία.
Ἀπό τό βιβλίο: “ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ”
Πρωτ. π. Στεφάνου Κ. Ἀναγνωστόπουλου
πηγή