Πέμπτη 8 Ιουνίου 2017

Φωτίου Κόντογλου: Ο Μέγας Ιεροεξεταστής (Οι τρεις πειρασμοί)


Γιὰ τὴν ἀντιγραφή: Σάββας Ἠλιάδης, Δάσκαλος

(Ἄρθρο τὸ ὁποῖο δημοσιεύτηκε ἀρχικὰ στὴν «Ἐλευθερία» τὸ 1965, λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ θάνατο τοῦ Φωτίου)

 Προτοῦ ἀρχίσουμε τὴ δημοσίευση τῶν τεσσάρων μερῶν τοῦ παραπάνω ἄρθρου, ἃς δοῦμε  τί γράφει γιὰ τὸ Φώτη Κόντογλου ὁ λόγιος μοναχὸς καὶ φίλος του, Θεοκλητὸς Διονυσιάτης:
«Ἀναμφιβόλως ὁ ἀλησμόνητος ἐν Χριστῷ ἀδελφὸς Φώτιος ὑπῆρξε μιὰ δόξα τῆς ἐν Ἑλλάδι
Ἐκκλησίας καὶ ἀφήνει ἤδη μέγα κενὸν εἰς τοὺς τομεῖς ποὺ διηκόνησεν. Ἀπεχωρίσθη ἠμῶν ἔμπλεως ἀγαθῶν καὶ ἐξαισίων ἔργων, τετιμημένος ὑπὸ τῆς πολιτείας, κλαιόμενος καὶ μακαριζόμενος ὑπὸ τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ἀναγνωρισθεῖς ὡς φωτεινὸν ἄστρον εἰς τὸν πνευματικὸν οὐρανὸν τῆς Ἑλλάδος ὑπὸ τῆς Ἑλληνικῆς κοινωνίας. Ἀλλ` ὁ ταπεινόφρων Φώτιος τίποτε ἀπὸ αὐτὰ δὲν ἠθέλησε. Μόνον ἐφόδιον ποὺ ἐζήλωσεν εἶναι αἱ εὐχαὶ καὶ τὰ δάκρυα τῶν χριστιανῶν ὑπὲρ τῶν ἀτελειῶν του, ὡς ἀνθρώπου. Ἀλλὰ πρὸ παντός, ἐπῆρε μαζί του ὡς πολυτίμους ἐξοδίους καὶ ἀφθάρτους στεφάνους, τὰς λυσσώδεις ὕβρεις τῶν παπικῶν καὶ φιλοπαπικῶν, οἵτινες ἔδωκαν τὸ μέτρον τῆς Ὀρθοδοξίας τοῦ θεοφωτίστου τούτου ἀνδρὸς καὶ ἐβεβαίωσαν τὴν πατερικότητά του».

(Μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Ὁ Φώτης Κόντογλου στὴν τρίτη διάστασή του, Ἔκδοση Ἱεροῦ Κοινοβίου Ὁσίου Νικοδήμου, Γουμένισσα, 2003)
Α΄
     Πολλά, ἀμέτρητα, εἶναι ὅσα γραφήκανε γιὰ τὸν παπισμό, ἀλλὰ λίγα εἶναι σὰν αὐτὰ ποὺ ἔγραψε γιὰ τὸ αἰνιγματικὸ τοῦτο σύστημα ὁ πλέον βαθυστόχαστος κι ἀποκαλυπτικὸς Ρῶσος συγγραφέας Θόδωρος Ντοστογιέφσκης. Τοῦτο τὸ μοναδικὸ κείμενο εἶναι ἕνα
κεφάλαιο μέσα στὸ βιβλίο τοῦ «Τ` Ἀδέρφια Καραμάζωφ», κι αὐτὸ τὸ κεφάλαιο ἔχει γιὰ ἐπανώγραμμα «Ὁ Μέγας Ἱεροεξεταστής». Ὁ Ντοστογιέφσκης, μ` ὅλο ποὺ εἶναι ἕνα φιλοσοφικὸ πνεῦμα, ὡστόσο στὸν «Μέγαν Ἱεροεξεταστὴν» αἰσθάνεται καὶ....
γράφει σὰν Ὀρθόδοξος, ποὺ ξέρει καλὰ ποιὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Χριστὸς κι ἡ διδασκαλία του.
     Στὸν «Μεγάλο Ἱεροεξεταστὴ» βάζει τὸν Χριστὸ ἀντιμέτωπο μὲ τὸν ψεύτικο ἀντιπρόσωπό του στὴ γῆ, μὲ τὸν Ἰησουίτη Ἱεροεξεταστή, τὸ φοβερὸ τέρας, ποὺ ἔκαιγε τοὺς «αἱρετικοὺς» στ` ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ἕνα πράγμα ἀπίστευτο κι ἀκατανόητο. Εἶναι τρομερὸ νὰ σκεφθεῖ κανένας τί μπορεῖ νὰ κάνει ὁ διάβολος, γιὰ νὰ διαφημίσει τὸν Χριστό, ἀφοῦ φτάνει στὸ σημεῖο νὰ φαίνεται ὁ σατανᾶς πὼς εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός!
     Σ` αὐτὸ τὸ παράδοξο κείμενο τοῦ Ντοστογιέφσκη, ὁ Ἱεροεξεταστὴς κάνει μιὰ μακριὰ ἐξομολόγηση στὸν Χριστό, ποὺ δὲν βγάζει μήτε μιὰ λέξη ἀπὸ τὸ στόμα του, γιὰ νὰ δώσει ἀπάντηση στὰ ἐρωτήματα τοῦ ἱεροδικαστῆ, καὶ γιὰ τοῦτο ἀποκρίνεται ὁ ἴδιος σὲ ὅσα ἐρωτᾶ. Μὲ ἄλλα λόγια, ὅσα λέγει εἶναι ἕνας καταθλιπτικὸς μονόλογος, ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὸ στόμα κάποιου πλάσματος, ποὺ θαρρεῖς πὼς ἀνέβηκε ἀπὸ τὴν κόλαση.
     Ὁ Ἱεροεξεταστὴς καταδίκασε κάποιους «αἱρετικοὺς» σὲ θάνατο μὲ τὴ φωτιὰ κι ἀφοῦ ἔγινε θανάτωση στὴ μεγάλη πλατεία μιᾶς σπανιόλικης πολιτείας, γύρισε πίσω στὸ κελλί του, ποὺ βρισκότανε στὸ κτίριο τοῦ «Ἱεροῦ Δικαστηρίου», ἱκανοποιημένος πὼς ἔκανε τὸ χρέος του, κατὰ τὸ σύστημα ποὺ ὑπηρετοῦσε μ` ἕναν φρικτὸν φανατισμό. Τὸ σύστημά του ἤτανε ἕνας Χριστιανισμὸς ὄχι ὅπως τὸν δίδαξε ὁ Χριστός, ἀλλὰ παραμορφωμένος κι ἀγνώριστος ὁλότελα, μέχρι ποὺ νὰ μοιάζει μὲ θρησκεία τοῦ ἀντιχρίστου, κι αὐτὸ ἔγινε γιὰ νὰ μποροῦνε οἱ ἄνθρωποι νὰ τὸν δεχτοῦνε, ἐπειδὴ ἐκεῖνα ποὺ παραγγέλνει καὶ ποὺ ζητᾶ ὁ Χριστὸς ἀπὸ τοὺς πιστούς του εἶναι, κατὰ τὴ γνώμη τοῦ Ἱεροεξεταστῆ καὶ τῶν ὁμοίων του, ἀπόλυτα κι ἀνεφάρμοστα, ὑπεράνθρωπα κι ἀπάνθρωπα. Δηλαδή, ὁ Χριστιανισμὸς ἔγινε ἕνα σύστημα σὰν τὰ ἄλλα ἀνθρώπινα συστήματα, μιὰ κοσμικὴ ἐξουσία ποὺ ἔχει στὴν ἐξουσία της τοὺς πιστούς της καὶ ποὺ τοὺς διοικεῖ, τοὺς κρίνει καὶ τοὺς καταδικάζει, ὅπως ἡ πολιτικὴ ἐξουσία. Ἀπὸ τὸν Χριστὸ κράτησε μοναχά το προσωπεῖο, κι ὅ,τι κάνει, λέγει πὼς τὸ κάνει στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ τὸ κάνει στὸ ὄνομα τοῦ σατανᾶ. Γιὰ τοῦτο ὁ Ἱεροεξεταστὴς ὁλοένα ἀναφέρει τὸν διάβολο μὲ σεβασμὸ καὶ τὸν ὀνομάζει «Αὐτός», «τὸ Μέγα καὶ Σοφὸ Πνεῦμα», «τὸ Σοφὸ καὶ Ἰσχυρὸ Πνεῦμα».
     Ἀλλὰ ἀναπάντεχα, ἐνῶ ὁ Ἱεροεξεταστὴς ἤτανε ἱκανοποιημένος ποὺ ἔκαψε τοὺς αἱρετικούς, ὑπηρετώντας τὸ σύστημα τῆς Παπικῆς Ἐκκλησίας, ἀναπάντεχα φανερώνεται ὁ Χριστὸς μέσα στὸν δρόμο κι ὁ κόσμος τρέχει ἀπὸ πίσω του, κλαίγοντας ἀπὸ συγκίνηση. Μὲ ὅλο ποὺ δὲν λέγει ποιὸς εἶναι κι οὔτε βγάζει μιλιὰ ἀπὸ τὸ στόμα του, ὡστόσο ὅλοι καταλάβανε πὼς ἤτανε ὁ Χριστός. Τρέξανε λοιπὸν καὶ τοῦ πήγανε τοὺς ἀρρώστους τους κι Ἐκεῖνος τοὺς θεράπευε, ἀνάστησε μάλιστα κι ἕνα πεθαμένο παιδάκι, μπροστὰ στὴν ἐκκλησία τῆς Σεβίλλιας, ἐκεῖ ποὺ καίγανε τοὺς «αἱρετικοὺς» στ` ὄνομά του.
     Ἐκείνη τὴ στιγμὴ πέρασε ἀπὸ κεῖ ὁ Ἱεροεξεταστής, ψηλός, κοκκαλιάρης, καραμουντζωμένος καὶ κατσουφιασμένος, ἴδιος σκιάχτρο, μὲ βαθουλωμένα μάτια, ποὺ βγάζανε σπίθες, γέρος ἐνενήντα χρονῶν. Μόλις εἶδε τὸ Χριστὸ καὶ τὸ θαῦμα ποὺ ἔκανε, ἔδωσε διαταγὴ στὴν «ἁγία φρουρὰ» ποὺ τὸν φύλαγε, νὰ τὸν πιάσουνε.
     Πιάσανε λοιπὸν τὸν Χριστὸ κι ὁ λαός, ποὺ λίγο πρὶν ἔκανε σὰν τρελὸς ἀπὸ τὴ χαρά του γιὰ τὸν Χριστό, ἄνοιξε δρόμο, ταπεινὰ καὶ ὑπάκουα, γιὰ νὰ περάσουνε οἱ στρατιῶτες μὲ τὸν κατάδικο τὸν Χριστὸ κι ὅλοι σκύψανε ὡς τὴ γῆ μπροστὰ στὸν Ἱεροεξεταστή. Καὶ κεῖνος βλόγησε σιωπηλὰ τὸν λαὸ καὶ γύρισε στὸ διαμέρισμά του, ὅπως εἴπαμε στὴν ἀρχή.
     Αὐτὴ τὴ διήγηση τὴν παρουσιάζει ὁ Ντοστογιέφσκης σὰν λογοτεχνικὸ ἔργο τοῦ Ἰβᾶν Καραμάζωφ, ποὺ ἤτανε ἕνας ἀπὸ τοὺς γιοὺς τοῦ γέρου Καραμάζωφ, σπουδασμένος στὴν εὐρωπαϊκὴ φιλοσοφία. Καὶ τὸ διαβάζει στὸν μικρότερο ἀδελφό του, τὸν Ἀλιόσα, ποὺ εἶχε γίνει καλόγερος, ὑποτακτικὸς σ` ἕναν ἅγιο γέροντα ξομολόγο, ἕναν «στάρετς», ὅπως τοὺς λέγουνε στὰ ρωσικά.
     Ὁ Ἀλιόσας κάθε τόσο διακόπτει τὸν Ἰβᾶν ποὺ διαβάζει καὶ κάνει κάποιες παρατηρήσεις. Αὐτὲς δὲν τὶς βάζω στὸ κείμενο τοῦ Ντοστογιέφσκη, ποὺ δίνω παρακάτω, γιὰ νὰ μὴν κόβεται  ὁ μονόλογος τοῦ Ἱεροεξεταστῆ.
     Πρέπει νὰ σημειώσω πὼς αὐτὸ τὸ κείμενο δὲν τὸ ἀφήνω ὅπως εἶναι γραμμένο ἀπὸ τὸν συγγραφέα, ἀλλὰ τὸ ἄλλαξα κάμποσο, σὲ πολλά το ἄλλαξα πολύ, σὲ ἄλλα μέρη τὸ συντόμεψα καὶ σὲ ἄλλα μέρη προσπάθησα νὰ τὸ κάνω πιὸ ἁπλοποιημένο, ὥστε νὰ τὸ καταλάβει ὁ ἀναγνώστης καλύτερα. Τὸ ὕφος τοῦ Ντοστιγιέφσκη, ἐπειδὴ εἶναι νευρικό, ἀκατάστατο καὶ συχνὰ ἔχει κάποια βορεινὴ ἀοριστία, τὸ ἄλλαξα, κάνοντάς το πιὸ ἥσυχο, πιὸ καθαρὸ καὶ πιὸ ἁπλό, γιὰ νὰ νοιώσει ὁ ἀναγνώστης τὰ δύσκολα καὶ βαθιὰ νοήματα πιὸ εὔκολα. Κάπου κάπου ἔβαλα καὶ κάποια λόγια τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ δὲν τὰ ἔχει ὁ Ρῶσος συγγραφέας, γιὰ νὰ γίνουν οἱ ἰδέες του πιὸ χειροπιαστές, καθὼς καὶ μερικὰ ἐξηγητικὰ λόγια καὶ ὑποσημειώσεις.
     Ἡ βάση, ποὺ ἀπάνω της εἶναι γραμμένος «ὁ  Μέγας Ἱεροεξεταστής», εἶναι μὲ ἁπλὰ λόγια τούτη: Πὼς ὁ παπισμὸς εἶναι ἕνα σύστημα φοβερό, βγαλμένο ἀπὸ τὴν ἁμαρτωλὴ καὶ πονηρὴ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ θέλει νὰ ἐξουσιάζει ἀπάνω στοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ τοὺς κάνει ὑποτακτικούς του, χωρὶς ἀγάπη, χωρὶς πίστη, χωρὶς τίποτα χριστιανικό, ἀλλὰ γεμάτο ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ διαβόλου, ποὺ λέγει ὅμως πονηρὰ πὼς ἡ ἐξουσία τοῦ προέρχεται ἀπὸ τὸν Χριστὸ κι πὼς ὅ,τι κάνει τὸ κάνει ἐν τῷ ὀνόματί Του. Αὐτὴ ἡ σατανικὴ ὑποκρισία εἶναι τὸ μυστικὸ αὐτοῦ του συστήματος, ποὺ τὸ κρύβουνε καλὰ οἱ ἱερωμένοι του. Ἀλλὰ ἕνας ἀπὸ αὐτούς, ὁ Μέγας Ἱεροεξεταστής, ἀπὸ τὴν ὀργὴ ποὺ ἔνοιωσε, σὰν εἶδε τὸν Χριστὸ νὰ ἔρχεται πάλι σὲ τοῦτον τὸν κόσμο, γιὰ νὰ χαλάσει τὸ «μεγάλο» ἔργο ποὺ ἔγινε μὲν στ` ὄνομά του , χωρὶς ὅμως νὰ ἔχει σχέση μ` αὐτὸ τὸ ἔργο ὃ ἴδιος ὁ Χριστός, ἀπὸ τὴν παραφορὰ του λοιπὸν τὸ φανερώνει, φωνάζοντας στὸν Χριστό: «Ἐμεῖς δεχθήκαμε τὸ ξίφος τοῦ Καίσαρα, ποὺ δὲν θέλησες νὰ τὸ πάρεις Ἐσύ, κι ἔτσι σὲ πετάξαμε Ἐσένα κι ἀκολουθήσαμε Αὐτόν», δηλαδὴ τὸν διάβολο.
     Σήμερα, ποὺ γίνονται τόσες συζητήσεις ἀπ` ἀφορμὴ τῆς κίνησης ποὺ σηκώθηκε ἄξαφνα γιὰ τὸ σμίξιμο τοῦ Βατικανοῦ μὲ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, κίνηση, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου τούτου, ποὺ ἐνσαρκώνει ὁ Παπισμός, κι ἐπειδὴ οἱ πολλοί, σχεδὸν ὅλοι, εἶναι ἀκατατόπιστοι στὰ ζητήματα τῆς θρησκείας, καὶ δὲν γνωρίζουν τί ἀντιπροσωπεύει ὁ Παπισμὸς καὶ τί ἀντιπροσωπεύει ἡ Ὀρθοδοξία, θεώρησα καλὸ νὰ γράψω μερικὰ ἄρθρα σχετικὰ μ` αὐτὰ τὰ θέματα, κι ἀνάμεσα σ` αὐτὰ εἶναι καὶ τοῦτο ποὺ γράφω ἀπ` ἀφορμὴ τοῦ «Μεγάλου Ἱεροεξεταστῆ», τοῦ Ντοστογιέφσκη.

(ΑΝΤΙΠΑΠΙΚΑ, Εκδ. Ὀρθόδοξος Τύπος)
(Ἀκολουθοῦν  Β΄, Γ΄ καὶ Δ΄).

Γιὰ τὴν ἀντιγραφή:
Σάββας Ἠλιάδης Δάσκαλος, Κιλκίς, 3-6-2017