Κυριακή 18 Ιουνίου 2017

ΘΕΙΑ H ΠΡΟΕΛΕΥΣΙΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ


  
                Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ «περιπατῶν (ὁ Ἰησοῦς) παρὰ τὴν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας…»(Ματθ. 4,18)
ΤΟ σημερινὸ εὐαγγέλιο ὁμιλεῖ γιὰ ψαρᾶδες, φτωχαδάκια ποὺ ἔμεναν γύρω ἀπὸ τὴ λίμνη τῆς Γαλιλαίας σὲ μικρὲς καλύβες. Ξυπνούσανε τὴ νύχτα, ῥίχνανε τὰ δίχτυα τους, πότε πιάνανε πότε δὲν πιάνανε ψάρια, τὰ πουλούσανε, κ᾿ ἔτσι ζούσανε τὶς φτωχιὲς οἰκογένειές των. Μεροδούλι μεροφάϊ.
* * *
Ποιός πρόσεχε αὐτοὺς τοὺς ψαρᾶδες; Κανείς. Τί εἶπα; κανείς; Λάθος. Τοὺς πρόσεξε ἕνας! Κι ἅμα σὲ προσέχῃ αὐτὸς ὁ ΕΝΑΣ, ἂς μὴ σὲ προσέξῃ ὁ κόσμος ὅλος. Ὅλο τὸ ντουνιᾶ νά ᾿χῃς μαζί σου, ἅμα δὲν ἔχῃς τὸ μεγαλοδύναμο, τὸ Θεό, τίποτα δὲ᾿ μπορεῖ νὰ κατορθώσῃς. Ἐνῷ λοιπὸν κανείς δὲν τοὺς πρόσεχε, τοὺς πρόσεξε τὸ μάτι τοῦ Θεοῦ. Ἀπόδειξις, ὅτι πῆγε ὁ Χριστὸς ἐκεῖ στὰ χωριά. Πήγαινε συχνὰ καὶ τοὺς δίδασκε.

Ἄλλη τρανὴ ἀπόδειξις εἶνε, ὅτι ὁ Χριστὸς διάλεξε τοὺς μαθητάς του ἀπὸ τοὺς ψαρᾶδες. Ὅταν ἀπεφάσισε νὰ ἐκλέξῃ τρόπον τινὰ τὸ ἐπιτελεῖο του, τοὺς ἀποστόλους του, ποῦ πῆγε παρακαλῶ; Τὸ Εὐαγγέλιο τὸ σημειώνει, κ᾿ ἔχει μεγάλη σημασία. Τρεῖς ἦταν τότε οἱ μεγάλες πόλεις στὸν κόσμο· ἡ Ῥώμη, ἡ Ἀθήνα, καὶ τὰ Ἰεροσόλυμα. Ὁ Χριστὸς δὲν πῆγε οὔτε στὴ Ῥώμη, οὔτε στὴν Ἀθήνα, οὔτε στὰ Ἰεροσόλυμα. Δὲν διάλεξε οὔτε στρατηγούς, οὔτε βασιλεῖς, οὔτε φιλοσόφους καὶ ῥήτορες, οὔτε γραμματεῖς καὶ φαρισαίους. Γιατί; Ἂν διάλεγε ῥήτορες καὶ φιλοσόφους, θὰ λέγανε· Νίκησε γιατὶ εἶχε κοντά του γραμματισμένους. Ἂν διάλεγε στρατηγοὺς καὶ βασιλεῖς, πάλι θὰ λέγανε· Νίκησε τὸ σπαθί. Καὶ ἂν διάλεγε πλουσίους, θὰ λέγανε· Νίκησε ὁ παρᾶς, τὸ χρῆμα. Αὐτοὶ ποὺ διάλεξε ὁ Χριστὸς ἦταν ἄοπλοι, οὔτε σουγιᾶ δὲν εχανε. Ἕνα σουγιᾶ μόνο εἶχε ὁ Πέτρος· κι ὅταν τὸν ἔβγαλε τὴ νύχτα τῆς Μεγάλης Πέμπτης κ᾿ ἔκοψε τὸ αὐτὶ τοῦ Μάλχου, ὁ Χριστὸς τὸν μάλωσε καὶ τοῦ εἶπε· Ἄ, σὲ παρακαλῶ «βάλε τὸ σουγιᾶ στὸ θηκάρι» (Ἰωάν. 18,11)· ἐμεῖς δὲν πολεμοῦμε μὲ τέτοια ὅπλα, διαφορετικὰ εἶνε τὰ ὅπλα τῆς πίστεως…
Λοιπὸν οἱ ἀπόστολοι ἤτανε ἄοπλοι, φτωχοὶ – πάμπτωχοι, καὶ ἀγράμματοι· δὲν ἦταν εἰς θέσιν οὔτε τὴν ὑπογραφή τους νὰ βάλουν. Αὐτοὺς λοιπὸν τοὺς κατὰ κόσμον τιποτένιους, αὐτούς διάλεξε.
Ἐμεῖς, μᾶς ρωτᾶνε πολλὲς φορὲς οἱ γραμματισμένοι, βγάλαμε πανεπιστήμιο· πῶς νὰ πιστέψουμε ὅτι ὁ χριστιανισμὸς εἶνε πράγματι ἀπὸ τὸ Θεό;

Ἀπαντοῦμε μὲ μιὰ λέξι· δὲν χρειάζεται τίποτε ἄλλο. Οἱ ἀπόστολοι! Κανένας ἄλλος (οὔτε ἱδρυτὴς θρησκείας, οὔτε ἱδρυτὴς αὐτοκρατορίας, οὔτε ἄλλος ἀπὸ ᾿κείνους ποὺ δημιούργησαν μεγάλα ἔργα), κανένας δὲν διάλεξε τόσο ταπεινοὺς συνεργάτες. Ἂν οἱ ἀπόστολοι δὲν εἶχαν τὴ δύναμι ἀπὸ τὸ Θεό, ἦταν ἀδύνατον νὰ κατηχήσουν τὸν κόσμο. Ἑπομένως ἡ θρησκεία μας εἶνε ἀπὸ τὸ Θεό.
Πῆγε λοιπὸν ὁ Χριστὸς στὰ χωριουδάκια, διάλεξε αὐτούς, τοὺς ἔκανε μαθητὰς καὶ ἀποστόλους, καὶ δι᾿ αὐτῶν κατήρτισε τὸ σχέδιο τῆς ἐκχριστιανίσεως ὅλου τοῦ κόσμου.
Ὁ Χριστὸς λοιπὸν πέρασε τὴ ζωή του στὰ χωριά. Δὲν εἶνε μικρὸ δίδαγμα αὐτό. Μποροῦσε νὰ γεννηθῇ μέσ᾿ στὴν Ἀθήνα κάτω ἀπὸ τὴν Ἀκρόπολι, ἢ στὴ Ῥώμη κάτω ἀπὸ τὸ Καπιτώλιο, ἢ στὴν Αἴγυπτο κάτω ἀπὸ τὶς πυραμίδες. Ποῦ γεννήθηκε; – ὅλα ἔχουν σημασία. Σ᾿ ἕνα χωριό, στὴ Βηθλεέμ. Ποῦ πέρασε τὰ περισσότερα χρόνια του; Στὸ χειρότερο χωριό, τὴ Ναζαρέτ, ἕναν ἀγκαθότοπο. Γι᾿ αὐτὸ περιπαικτικὰ τὸν λέγανε Ναζωραῖο, καὶ αὐτὸ γράψανε καὶ πάνω στὸ σταυρό του· «Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων» (Ἰωάν. 19,19).
Τί σημαίνουν αὐτά; Ὁ Χριστὸς προτίμησε νὰ ἐκλέξῃ μαθητὰς ἀπὸ τὰ χωριά. Προτίμησε νὰ ζήσῃ τὰ περισσότερα χρόνια τῆς ζωῆς του σ᾿ ἕνα χωριὸ ἄξεστο κ᾿ ἐλεεινό. Προτίμησε ὡς ὄνομά του τὸ Ναζωραῖος – οὔτε Ἀθηναῖος οὔτε Ῥωμαῖος. Ἔδειξε ἔτσι, ὅτι ἀγαπάει τὰ χωριά, ἀγαπάει τὸν βίο τῆς ὑπαίθρου.
Χαρακτηριστικὸ εἶνε καὶ τὸ ἑξῆς. Κανένας τσοπάνος, κανένας ψαρᾶς, κανένας χωρικὸς δὲν τὸν κάρφωσε. Αὐτοὶ ἀφήνανε ἀλέτρια καὶ δίχτυα καὶ τρέχανε νὰ τὸν ἀκούσουν. Σὰν τὸ παιδάκι ποὺ βυζαίνει τὸ βυζὶ τῆς μάνας του, σὰν τὴ μέλισσα ποὺ κάθεται πάνω στὸν ἀνθό, σὰν τὸ διψασμένο ἐλάφι ποὺ τρέχει στὴν πηγή, ἔτσι αὐτοὶ τρέχανε κοντά του καὶ λέγανε· «Οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος» (Ἰωάν. 7,46).
Ποιοί τὸν πολέμησαν; – ἔχει σημασία αὐτό. Οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ φαρισαῖοι· αὐτοὶ ποὺ κάθονταν μέσα στὰ Ἰεροσόλυμα, αὐτοὶ πού ᾿χαν τὰ χρήματα. Ἄλλοτε πήρανε πέτρες νὰ τὸν πετροβολήσουν, ἄλλοτε πήρανε σχοινιὰ νὰ τὸν δέσουν, μὲ τὴν κατηγορία ὅτι «ἐξέστη», τρελλάθηκε (Μᾶρκ. 3,21). Αὐτὴ ἦταν ἡ συμπεριφορὰ τῶν ἀνωτέρων λεγομένων τάξεων ἀπέναντί του. Δὲ᾿ σταυρώθηκε ὁ Χριστὸς σὲ χωριό· στὴν πρωτεύουσα, ἔξω ἀπ᾿ τὰ Ἰεροσόλυμα σταυρώθηκε. Αὐτὸ ἔχει σημασία.
Γι᾿ αὐτὸ τὰ χωριὰ εἶνε εὐλογημένα. Τὰ εὐλόγησε ἐκεῖνος τότε, ὅταν ξυπόλητος περνοῦσε βουνὰ καὶ λαγκάδια γιὰ νὰ τὰ ἐπισκεφθῇ. Κι ὅπως τότε τὰ εὐλόγησε, ἔτσι καὶ μέχρι σήμερα. Ὁ Χριστὸς εὐλόγησε, εὐλογεῖ καὶ θὰ εὐλογῇ τὸ χωριό. Γιατί; Γιὰ δύο λόγους·
Πρῶτον, διότι
οἱ χωρικοὶ εἶνε ἡ βάσις τῆς κοινωνίας. Δὲν τὸ καταλάβαμε ἐμεῖς οἱ Νεοέλληνες αὐτό. Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες ἀναγνώριζαν, ὅτι θεμέλιο μιᾶς εὐημερούσης κοινωνίας εἶνε ἡ γεωργία. Τὰ προϊόντα τῶν γεωργῶν καὶ τῶν ψαράδων καὶ τῶν βοσκῶν εἶνε στὸ τραπέζι καὶ τοῦ πλουσιωτέρου ἀνθρώπου. Ἂν παύσουν αὐτοὶ νὰ ἐφοδιάζουν, πῶς θὰ ζήσουν οἱ λεγόμενες ἀνώτερες τάξεις; Εὐλογημένα λοιπὸν τὰ χέρια τους. Ἔχουν τὴν εὐλογία τοῦ Χριστοῦ, γιατὶ καὶ αὐτὸς ἔτσι ἔζησε.
Δεύτερον·
εὐλογημένα τὰ χωριά, διότι ἐκεῖ οἱ ἄνθρωποι ἁμαρτάνουν λιγώτερο. Δὲ᾿ λέμε ὅτι στὰ χωριὰ κατοικοῦν ἄγγελοι· ὄχι. Ἀλλ᾿ ἂν πάρουμε ζυγαριὰ καὶ ζυγίσουμε, θὰ δοῦμε ὅτι τὰ ἁμαρτήματα ποὺ κάνουν οἱ τσοπαναραῖοι καὶ οἱ βοσκοὶ καὶ οἱ ψαρᾶδες καὶ ὅλοι ἐν γένει οἱ χωρικοί, εἶνε πολὺ ἐλαφρότερα ἀπὸ τὰ ἁμαρτήματα ποὺ κάνουν στὶς πόλεις, ποὺ κατήντησαν Σόδομα καὶ Γόμορρα!
Στὶς μεγαλουπόλεις, μαζὶ μὲ τὸ λυσσασμένο κυνηγητὸ τοῦ χρήματος, ὑπάρχει μελαγχολία ποὺ ὁδηγεῖ σὲ αὐτοκτονίες, ὑπάρχει ἐγκληματικότης καὶ ἀνασφάλεια. Στὰ χωριὰ ὑπάρχει περισσότερη ἀνθρωπιά, καὶ ἐν καιρῷ πολέμου μεγαλύτερη ἀσφάλεια.
Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς εἶπε, ὅτι θά ᾿ρθῃ ὥρα ποὺ τὰ βουνὰ τῆς ὑπαίθρου θὰ μᾶς σώσουν· στὶς σπηλιὲς θὰ πᾶνε οἱ ἄνθρωποι.
Ἐμεῖς προσευχόμεθα καὶ λέμε· Μακριά ὁ πόλεμος! Εἶνε φρικτὸ πρᾶγμα. Καὶ ἂν γίνῃ πόλεμος, αὐτὴ τὴ φορὰ δὲν θὰ εἶνε ὅπως τὰ παλιὰ τὰ χρόνια. Θὰ πέσουν «φιάλαι» τῆς Ἀποκαλύψεως (Ἀπ. 16,1-4,8,10,12,17), ἀτομικὲς βόμβες. Καὶ δὲ᾿ θὰ πέσουν στὴν ὕπαιθρο· θὰ πέσουν στὶς μεγάλες πολιτεῖες· «Ἔπεσεν, ἔπεσε Βαβυλὼν ἡ μεγάλη…» (ἔ.ἀ. 14,8· 18,2). Ὑπὸ τὴν «Βαβυλῶνα» ἐννοοῦνται οἱ μεγάλες πόλεις. Διότι αὐτὲς ἁμάρτησαν πάρα πολύ. Ἐκεῖ ἡ ἀθεΐα, ἐκεῖ ἡ φιλαργυρία, ἐκεῖ ἡ ἀδικία, ἐκεῖ ἡ διαφθορά, ἐκεῖ ἡ μόδα καὶ ἡ ἀναισχυντία. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς εἶπε· «Ὅταν δῆτε τὶς γυναῖκες νὰ περπατοῦν γυμνὲς στὸ δρόμο, τότε ἦρθε τὸ τέλος τοῦ κόσμου». Καὶ τώρα περπατοῦν γυμνές. Γιατί ἀφήσαμε τὴ δική μας ὡραία ἐνδυμασία, καὶ ἀντιγράφουμε μόδες διεφθαρμένων λαῶν;
* * *
Τελείωσα, ἀγαπητοί μου. Συνοψίζω καὶ λέγω, ὅτι ὁ Χριστὸς πῆγε στὸ χωριό· διάλεξε τοὺς μαθητάς του ἀπὸ τοὺς ψαρᾶδες· εὐλόγησε, εὐλογεῖ καὶ θὰ εὐλογῇ τὰ χωριὰ γιὰ τοὺς λόγους ποὺ επαμε. Γι᾿ αὐτὸ λέγω τώρα σὲ ὅσους κατοικοῦν στὴν ὕπαιθρο·
Ἀγαπητὰ παιδιὰ τῆς πατρίδος καὶ τῆς πίστεως· κλεῖστε τ᾿ αὐτιά σας στὶς φωνὲς τοῦ κόσμου καὶ τοῦ σατανᾶ. Μείνετε πιστοὶ καὶ ἀφωσιωμένοι στὸ Θεό, καὶ ὁ Χριστὸς θὰ εἶνε μαζί σας. Καὶ ἂν ὅλοι γονατίσουν καὶ προσκυνήσουν τὸν διάβολο, ἕνας ἐσὺ νὰ μείνῃς, νὰ μὴ γονατίσῃς!
Δὲν θὰ νικήσῃ ἡ ἀθεΐα! Ὑπάρχει μέσα στὴν Ἀποκάλυψι προφητεία. Ὁ Ἰωάννης εἶδε νὰ παλεύουν διάφορα θηρία. Στὸ τέλος ὅμως δὲ᾿ νίκησε κανένα ἀπὸ αὐτά. Ποιός νίκησε; Νίκησε τὸ ἀρνίον! (βλ. Ἀπ. 17,14). Τὸ ἀρνίον θὰ νικήσῃ τὰ θηρία; Ναί! Τὸ ἀρνίον θὰ νικήσῃ καὶ τὴν ἀρκούδα καὶ τὴν τίγρι καὶ ὅλα. Τὸ δὲ ἀρνίον εἶνε ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος