Κύριος, «μνησθείη πάσις θυσίας σου και το ολοκαύτωμα σου πιανάτω».Ιωάννου Ρίζου
Την περασμένη Κυριακή Πάτερ, χτύπησες για τελευταία φορά την καμπάνα του χωριού σου, αλλά αυτή τη
φορά η καμπάνα ακούστηκε σε όλη την Ελλάδα, στην Ευρώπη, στην Αμερική.
Ακούστηκε στις καρδιές των προβάτων που είναι πια γεμάτες από τα ουρλιαχτά των
λύκων και των αρκούδων.
Στο ταπεινό σου χωριουδάκι, την φετινή Πεντηκοστή, μυρίπνοα
άνθη άνθισαν και ευωδίασαν, κι έφτασαν στις ψυχές των σκορπισμένων προβάτων του
Χριστού.
Άκουσαν την καμπάνα και τα βατράχια της Αποκάλυψης και
βγήκαν από τον βάλτο. Και ήρθαν στο χωριουδάκι σου με την
τεθωρακισμένη τους κοιλιά να σε τρομάξουν. Ακούστηκε ο σκοτεινός βρυχηθμός του μίσους: «Θα σε κάνω να πεινάσεις! Θα σε κάνω να πονέσεις! Θα σε κάνω να φτύσεις αίμα! Θα σε συντρίψω κι εσένα και τα παιδιά σου! Εγώ είμαι το “Τέκνον του Αβραάμ”»!
τεθωρακισμένη τους κοιλιά να σε τρομάξουν. Ακούστηκε ο σκοτεινός βρυχηθμός του μίσους: «Θα σε κάνω να πεινάσεις! Θα σε κάνω να πονέσεις! Θα σε κάνω να φτύσεις αίμα! Θα σε συντρίψω κι εσένα και τα παιδιά σου! Εγώ είμαι το “Τέκνον του Αβραάμ”»!
- «Μα , Πάτερ
μου…» ψέλλισες ήρεμα.
- «Μη με λές
“πάτερ μου”! Δεν είμαι πατέρας σου! Πατριός σου είμαι! Και συνταγματάρχης της επαρχίας σου! Το κατάλαβες; Εδώ είμαστε
ηθοποιοί και παίζουμε σε ένα θέατρο κι εσύ μας κάνεις νερά! Το κατάλαβες; Όταν
σου κόψω τον μισθό θα το καταλάβεις!» ανταπάντησε o «γνήσιος διάδοχος»
των Αποστόλων.
Πήγε να σε αρπάξει, Πάτερ, από τον πνευματικό σου χιτώνα
ο εμπτυστής του Εσταυρωμένου, μα εσύ του ξέφυγες σαν άλλος Πάγκαλος Ιωσήφ από την γυναίκα της
μοιχείας, γιατί «Ηβουλήθης γενέσθαι μεγαλέμπορος πάντων ών είχες, τον τίμιον ωνησάμενος
μαργαρίτην, και αντιδούς τα ρέοντα και συρόμενα, των εστώτων και ουρανίων».[1]
Δεν φοβήθηκες Πάτερ Φώτιε, δεν δείλιασες. Έπεσες στα
γόνατα, κοίταξες από τη μια μεριά τον Χριστό κι από την άλλη τα παιδάκια σου
και τα φάρμακα σου, και τα χωράφια που πλέον θα σε στέγαζαν, και δεν έκανες
πίσω. Άκουγες στην καρδιά σου την υπόσχεση του Αναστάντα Κυρίου: «Εγώ
έμπροσθεν σου πορεύσομαι και όρη ομαλιώ, θύρας χαλκάς συντρίψω και μοχλούς
σιδηρούς συνθλάσσω, και δώσω σοι θησαυρούς σκοτεινούς αποκρύφους, αοράτους
ανοίξω σοι»[2]
και αποφάσισες να περιμένεις από Αυτόν να «εξαλείψει πάν δάκρυον εκ των
οφθαλμών σου».[3]
Σου φιλούμε τα χέρια και τα πόδια, γιατί ανέλαβες τους
σταυρούς σου, και τον ονειδισμό του
Χριστού.[4]
Τα άρματα των
Βαβυλωνίων τριγύρω, αλλά «ούτοι
εν άρμασι και ούτοι εν ίπποις, ημείς δε εν ονόματι Κυρίου Θεού ημών
μεγαλυνθησόμεθα…» [5]
Αμήν.
[1] Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον
Θεολόγο.
[2] Ησ. με΄ 2.
[3] Αποκ. ζ΄ 17.
[4] Εβρ. ιγ΄, 13.
[5] Ψαλμ. ιθ΄, 8.