Δευτέρα 5 Ιουνίου 2017

ΤO ΠΑΝΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ (Πράξ. 2,4)

Τοῦ ἁγίου Πνεύματος
Toῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
π.Αυγουστ. Κ.ιστΗ ἐπιφοίτησι τοῦ ἁγίου Πνεύματος ποὺ ἑορ­τάζουμε δὲν ἔγινε, ἀ­γαπητοί μου, μυστικά. Ἔγινε αἰσθη­τὴ σ᾽ ὅλη τὴν Ἰερουσαλὴμ μὲ τὴ βι­αία πνοή, μὲ τὸν ἦχο ποὺ ἀ­κούστηκε, μὲ τὶς πύ­ρινες γλῶσ­σες ποὺ κάθη­σαν πάνω στὸν καθένα μέσα στὸ ὑπερῷο. Ἔ­γινε ἀκόμη αἰσθητὴ μὲ θαύματα, ποὺ ἄρ­χισαν ἀμέσως νὰ γίνωνται.
⃝ Πρῶτο θαῦμα ἡ γλωσσομάθεια. «Ἤρ­ξαν­το λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις καθὼς τὸ Πνεῦ­μα ἐ­δίδου αὐτοῖς ἀποφθέγγεσθαι» (Πράξ. 2,4). Ὅσοι μαθαί­­νουν ξένη γλῶσσα, ξοδεύουν χρήμα­τα, ἀφιερώ­νουν κόπο καὶ χρόνο· οἱ ἀπόστολοι ἔμαθαν ὅ­λες τὶς γλῶσσες χωρὶς κόπο μέσα σὲ μιὰ στιγμή. Ἔβλεπες αὐτοὺς τοὺς ψαρᾶ­δες, ποὺ δὲν πῆγαν σὲ σχολειὰ καὶ ἰν­στι­τοῦ­τα, νὰ κηρύττουν σ᾽ ὅ­λες τὶς γλῶσ­σες καὶ διαλέκτους «τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ» (ἔ.ἀ. 2,11). Ποῦ βρῆ­καν αὐτὴ τὴ γλωσσομάθεια; Ἦταν χάρισμα τοῦ ἁγίου Πνεύματος.
Δὲν εἶνε κακὸ ἡ ἐκμάθησι ξένων γλωσσῶν, ἀλλ᾽ οὔτε καὶ κάτι σπουδαῖο. Τὸ σπου­δαῖο εἶνε ἄλλο. Κι ἂν μάθω ὅλες τὶς γλῶσσες, λέει ὁ ἀ­πόστολος, ὄχι μόνο τῶν ἀνθρώπων μὰ καὶ τῶν ἀγγέλων, δὲν ἔχω ὅμως τὴν ἀγά­πη, εἶμαι «χαλ­κὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλά­ζον» (Α΄ Κορ. 13,1). Ἡ ἀγάπη τῆς καινῆς διαθήκης, αὐ­τὴ εἶ­νε ἡ διεθνὴς γλῶσσα ποὺ ὅπου ἐπικρατεῖ ἑ­νώνει τοὺς ἀν­θρώπους. Γι᾽ αὐτὸ οἱ ἀπόστολοι τὴν ἀσκοῦσαν μὲ ζῆλο καὶ ἀγῶνα, τὸ δὲ ἅγιο Πνεῦμα τοὺς χά­ριζε καὶ τὴ γλωσσο­μάθεια γιὰ νὰ κηρύττουν.

⃝ Ἄλλο εἶδος θαυμάτων εἶνε ἡ θεραπεῖες. Ἀ­πὸ τὶς τόσες περιπτώσεις ὑ­πενθυμίζω μία μόνο. Ἕνα ἀπόγευμα μετὰ τὴν Πεν­τηκοστὴ δύο ἀπόστολοι, ὁ Πέτρος κι ὁ Ἰωάννης, ἀνέβαιναν στὸ ναὸ γιὰ προσ­ευχή. Στὴν εἴσοδο καθόταν ἕνας ἄντρας 40 χρο­νῶν, κουτσὸς ἐκ γενετῆς. Τοὺς ζήτησε βοήθεια. Τὸν βλέπει ὁ Πέτρος καὶ τοῦ λέει· Κοίταξέ μας. Αὐτὸς τοὺς κοίταζε στὰ χέρια νὰ δῇ τί θὰ τοῦ δώσουν. Ὁ Πέτρος τοῦ λέει· «Ἀρ­γύρι­ον καὶ χρυσίον οὐχ ὑπάρχει μοι»· λεφτὰ ἐγὼ δὲν ἔχω· «ὃ δὲ ἔχω τοῦτό σοι δίδωμι», αὐ­τὸ ποὺ ἔχω σοῦ δίνω· «ἐν τῷ ὀνόματι Ἰ­ησοῦ Χριστοῦ τοῦ Ναζωραίου ἔγειρε καὶ περιπάτει». Τὸν πιάνει ἀπ᾽ τὸ χέρι, τὸν ση­κώνει, κι ἀμέσως «ἐστερεώθησαν αὐτοῦ αἱ βάσεις καὶ τὰ σφυρά», «ἔδεσαν» τὰ πέλματα καὶ οἱ ἀ­στράγαλοί του (Πράξ. 3,6-7). Πήδηξ᾽ ἐπάνω, στάθηκε ὄρθιος, ἄρχισε νὰ περπατάῃ, καὶ μπῆκε μαζί τους στὸ ναὸ δοξάζοντας τὸ Θεό. Τὸν εἶδε ὅ­λος ὁ λαὸς θεραπευμένο. Νά ἕνα ἀ­πὸ τὰ πρῶ­τα θαύματα τοῦ ἁγίου Πνεύματος.
«Ἀργύριον καὶ χρυσίον οὐχ ὑπάρχει μοι». Αὐτὸς εἶνε ὁ κλῆρος ὅσων τάχθηκαν νὰ ποιμάνουν τὸ λαό μας, νὰ ζήσουν ἀνάργυροι καὶ ἀκτήμονες, μιμηταὶ τοῦ Ναζωραίου. Τίποτα δὲν σκανδαλίζει τόσο ὅσο ἡ φιλαργυρία τῶν κληρικῶν, καὶ μάλιστα τῶν ἀγάμων ποὺ δὲν ἔ­χουν καὶ πολλὲς ὑποχρεώσεις. Ἔγινα καλό­γερος; τελείωσε, δὲν ὑπάρχουν γιὰ μένα συγ­γενεῖς, ὑπάρχει μόνο ἡ μεγάλη οἰκογένεια τοῦ πνεύματος. Δὲν ἔγινα ἱερομόναχος γιὰ νὰ μὲ φορτωθοῦν τ᾽ ἀδέρφια καὶ τ᾽ ἀνήψια μου, ἔγινα γιὰ νὰ ὑπηρετήσω αὐτὸ τὸ λαό.
«Ἀργύριον καὶ χρυσίον οὐχ ὑπάρχει μοι». Τὸ χωρίο αὐτὸ εἶνε ἔλεγχος καὶ τῆς ὑλοφροσύνης τοῦ παπισμοῦ. Οἱ μεγαλύτερες τράπεζες τῆς Ἰταλίας καὶ τῆς Γαλλίας εἶνε παπικές. Κάποτε ἕνας σοφὸς ἐπισκέφθηκε τὸ Βατικανό. Ὁ πάπας, ἀφοῦ τὸν ξενάγησε στοὺς θησαυρούς του, λέει μὲ καύχησι· –Αὐτὰ δὲν πιστεύω νὰ τὰ εἶχε ὁ Πέτρος (ἐννοώντας ὅτι αὐτὸς ἔ­γινε ἀνώτερος). Καὶ ὁ σοφὸς ἀπαν­τᾷ· –Αὐτὸ εἶνε ἀλήθεια, ἁγιώτατε, ὁ καημένος ὁ Πέτρος δὲν εἶχε τέτοια πλούτη· ἀλλ᾽ ἐ­πιτρέψτε μου νὰ ρω­τήσω· σεῖς μπορεῖτε, ἂν σᾶς φέρω ἕνα κουτσό, νὰ τοῦ πῆτε «Ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Ναζωραίου ἔγειρε καὶ περιπάτει»; Ἐφ᾿ ὅσον δὲν μπορεῖτε, ἐφ᾿ ὅσον δὲν ἔ­χετε Πνεῦμα ἅγιο, τὰ πλούτη εἶνε ἄχρηστα…

* * *

Ὅτι τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο ἦρθε τότε στοὺς ἀ­ποστόλους εἶνε φανερό, δὲν ὑπάρχει ἀμ­φιβο­λία. Θὰ ρωτήσετε ὅμως· Τώρα ὑ­πάρχει;… Ἐὰν ποῦμε, ἀγαπητοί μου, ὅτι δὲν ὑπάρ­χει, θὰ εἶνε βλασφημία ἀ­συγχώρητη (βλ. Μᾶρκ. 3,28-29. Λουκ. 12,10). Καὶ στὴ μοιχαλίδα καὶ ἀποστάτιδα γενεά μας ὑπάρ­­χει Πνεῦμα ἅγιο. Ἂν δὲν ὑπῆρχε, δὲν θὰ ὑ­πῆρ­χε Ἐκκλησία. Αὐτό εἶνε ἡ ζωὴ τῆς Ἐκ­κλη­σίας! Καὶ τοῦτο φαίνεται στὰ ἱερὰ μυστήρια.
Στὸ βάπτισμα καὶ τὸ χρῖσμα. Τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἱερεὺς ἐ­πικαλεῖται τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, τὸ κοινὸ νερὸ ἁ­γιάζεται ἀοράτως καὶ ἀποκτᾷ «τὴν καθαρτικὴν τῆς ὑπερουσίου Τριάδος ἐνέρ­γειαν» (ἀκολ. Βαπτ., συναπτή). Ὁ βαπτιζόμενος καθαρίζεται ἀ­πὸ κάθε ἁμαρτία· ἀπὸ παιδὶ ἑνὸς ἁμαρτωλοῦ θνητοῦ, παιδὶ τῆς νύχτας καὶ τῆς ἡδονῆς, βγαίνει «υἱ­ὸς φωτὸς καὶ ἡ­μέρας» (Α΄ Θεσ. 5,5), πρίγκιπας τ᾽ οὐρανοῦ, υἱὸς καὶ θυγατέρα Χριστοῦ. Τὸ Πνεῦμα τὸ ἅ­γιο τὸν προικίζει μὲ τὰ θεῖα χαρίσματα.
⃝ Στὴ μετάνοια. Μετὰ τὸ βάπτισμα πάλι δυσ­τυχῶς ἁμαρτάνουμε. Ἀλλ᾽ ὑπάρχει τὸ μυστήριο τῆς ἐξ­ομο­λογήσεως. Ὅσα ἁμαρτήματα κι ἂν ἔκανες, λίγα εἶνε ἐμπρὸς στὸ «πέλαγος τοῦ ἐλέους τοῦ Κυρίου»· ἐκεῖ «ἀπόρριψον τὴν ἀπόγνωσίν σου» (3η εὐχὴ Πεντηκ.). Ὁ πνευματικὸς εἶνε ἄγ­γελος μὲ οὐράνια ἐξουσία, τοποτηρητὴς τοῦ Χριστοῦ. Τὴν ὥρα ἐκείνη, ποὺ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅ­γιο σὲ ἐμ­πνέει νὰ κράζῃς «Ἀββᾶ ὁ πατήρ» (῾Ρωμ. 8,15. Γαλ. 4,6), ἔρχεται μὲ θεῖο σπόγγο καὶ σβήνει ἀπὸ τὸ μαυροπίνακα τῆς ψυχῆς σου ὅλα τὰ ἁμαρτήματα, κι ἀκοῦς τὴ φωνή του νὰ σοῦ λέῃ· «Τέκνον, ἀ­φέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου» (Ματθ. 9,2).
Στὸ εὐχέλαιο. Καὶ ποῦ δὲν ἐνεργεῖ τὸ Πνεῦ­μα τὸ ἅγιο! Ὅταν ὁ Χριστιανὸς ἀσθενῇ, δίπλα ἐκεῖ στὴν κλίνη τῆς ὀδύνης του, ἁγιάζεται τὸ λά­δι καὶ μὲ τὴ χρῖσι ἡ θεία χάρις συγχωρεῖ ἁμαρτήματα, θεραπεύει νοσήματα, θαυματουργεῖ.
⃝ Στὸ γάμο. Ἑτοιμάζεσαι νὰ παντρευ­τῇς; Μὴν ἀφεθῇς στὴν κυριαρχία τῆς σαρκός· δεῖξε πὼς πιστεύεις ὅτι «τὸ μυστήριον τοῦτο μέγα ἐ­στίν, …εἰς Χριστὸν καὶ εἰς τὴν ἐκκλησί­αν» (Ἐφ. 5,32). Νὰ προηγηθῇ ἑτοιμασία, κατάρτισις, ἐξομολό­γησις. Τὸ μυστήριο νὰ τελεσθῇ χωρὶς ματαιοδο­ξία καὶ θεομπαιξία, μὲ συναίσθησι καὶ προσευχή· μπαίνεις σὲ μεγάλο ὠκεανό. Τὸ Πνεῦμα τὸ ἅ­γιο εὐλογεῖ τὸ ὀρ­θόδοξο ζεῦ­γος μὲ μοναδικὲς εὐχές· «Εὐλόγησον αὐ­τούς, Κύριε ὁ Θεὸς ἡ­μῶν, ὡς εὐλόγησας τὸν Ἀβραὰμ καὶ τὴν Σάρραν, …τὸν Ἰσαὰκ καὶ τὴν ῾Ρε­βέκκαν… Καὶ ἔλθοι ἐπ᾽ αὐτοὺς ἡ χαρὰ ἐκείνη, ἣν ἔσχεν ἡ μακαρία Ἑλέ­νη ὅτε εὗρε τὸν τίμι­ον σταυρόν» (Εὐχολ., ἀκολ. Γάμ., εὐχὴ β΄), «Ἀξί­ωσον αὐτοὺς ἰ­δεῖν τέκνα τέκνων» (ἔ.ἀ. εὐχὴ α΄), νὰ εὐ­φραν­θοῦν «ἐν ὁράσει υἱῶν καὶ θυγατέρων» (ἔ.ἀ. συναπτή).
⃝ Στὴν ἱερωσύνη. Ὑπάρχει καὶ ἕνας ἀνώτερος γάμος, ὅταν κά­ποιος νυμφεύεται ὄχι μιὰ γυναῖ­κα ἀλλὰ τὴν Ὀρθοδοξία μας, ὅ­πως τὴν εἶ­δε ὁ Ἰωάννης στὴν Ἀποκάλυψι (βλ. 12,1). Ὑπάρχουν καὶ σή­μερα τέτοια παιδιά, ποὺ θέλουν ν᾽ ἀφιερω­θοῦν στὴν Ἐκκλησία ὡς κληρικοί, καὶ εὔχομαι τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο νὰ τοὺς ἀξιώσῃ ν᾿ ἀκούσουν τὸ δικό τους «Ἠσαΐα, χόρευε…» καὶ ν᾿ ἀ­γωνιστοῦν γιὰ τὴ δόξα τοῦ Ἐσταυρωμένου. Τέλος
Στὴ θεία εὐχαριστία. Ἐδῶ κατ᾽ ἐ­ξοχὴν παρίσταται τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο καὶ κάνει τὴν ἁγία τράπεζα μυστικὸ δεῖπνο καὶ φρικτὸ Γολγοθᾶ. Τὴν ἱερὰ ἐκείνη στιγμή, ὅταν ὁ ἱερεὺς λέει «Κατάπεμψον τὸ Πνεῦμά σου τὸ ἅγιον ἐφ᾽ ἡ­μᾶς καὶ ἐπὶ τὰ προκείμενα δῶρα ταῦτα. Καὶ ποίησον…» (θ. Λειτ.), τότε τὸ ψωμὶ γίνεται σῶμα καὶ τὸ κρασὶ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας.
Νά λοιπὸν πῶς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, «ὅλον συγ­κροτεῖ τὸν θεσμὸν τῆς Ἐκκλησίας» (Σάβ. στιχ. ἑσπ. Πεντ.), ὅπως ψάλλει ὡραῖα ἡ ὑμνολογία μας.

* * *

Πνεῦμα ἅγιο λοιπόν, ἀγαπητοί μου, ὑπάρχει πάντοτε στὴν Ἐκ­κλησία. Ἀλλ᾽ ὑπάρχει ἆ­ραγε τώρα καὶ στὸν καθένα μας προσωπικῶς;
Ἡ ἁγία Γραφὴ διαιρεῖ τοὺς ἀνθρώπους σὲ «ψυχικούς», τῶν πέντε αἰσθήσεων, καὶ «πνευ­μα­τικούς», αὐτοὺς ποὺ δέχονται τὴ χάρι τοῦ ἁ­γίου Πνεύ­μα­τος (Α΄ Κορ. 2,14-15. Ἰούδ. 19). Οἱ πνευματικοὶ εἶνε σπάνιοι· οἱ πολλοὶ «ὡμοιώθησαν τοῖς κτήνεσι» (Ψαλμ. 48,13,21). Ἄν­θρωπος χωρὶς Πνεῦμα δὲ λέγεται ἄν­θρωπος. Ὁ προφήτης λέει· Πῆγα, ἔψαξα ὅλη τὴν πόλι «καὶ οὐκ ἦν ἄνθρωπος», δὲ βρῆκα ἄν­θρωπο (Ἠσ. 50,2). Καὶ ὁ Χρυ­σόστομος ἐξηγεῖ· Δὲν ὑ­πάρχει αὐτὶ ν᾿ ἀκούσῃ λόγο Θεοῦ, δὲν ὑπάρχει πνευματικό­της. Δὲν εἴμαστε οὐρανόφρονες· ἀνθρωπάρια εἴμα­στε, κτήνη, «ἵπποι θηλυμανεῖς» (Ἰερ. 5,8), κῦνες καὶ χοῖροι, «σάρκες» (Γέν. 6,3).
Νὰ κάνουμε τὴν ψυχή μας δεκτικὴ τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ὁ Μ. Βασίλειος λέει, ὅτι τὸ ἅγιο Πνεῦμα ἑλκύεται ἀ­πὸ τὶς δεκτικὲς ψυχὲς ὅπως ἡ μέλισσα ἀπὸ τὰ ἄνθη. Γι᾽ αὐτὸ τὴν Πεντηκοστὴ ποῦ πῆγε· μόνο στὸ ὑπερῷο τῶν μαθητῶν.
Ἂς ἐξετάσουμε τὸν ἑαυτό μας, ἂς ζυγίσουμε τὴν πνευ­ματικότητά μας. Κι ἂν ἡ πλάστιγγα δείξῃ, «μετρήθηκες, ζυγίστηκες, καὶ βρέθη­κες λειψός» (Δαν. 5,25-28), ἂς προσευχηθοῦμε κι ἂς ποῦμε·
Πνεῦμα ἅγιο, ἔλα πάλι σὰν αὔρα, σὰν ἀνεμο­στρόβιλος, σὰν ἦχος, σὰν φωτιά. Φώτισε ἄρχον­τας, δικαστάς, δασκάλους καὶ καθηγητάς, τὰ παιδιά, τὸ στρατό, ὅλο τὸ λαό μας. Ἕλα στὴν Ἐκ­κλησία, στὴν κοινωνία μας· στὰ παλάτια, στὰ σπί­τια, παν­τοῦ. Ἔλα νὰ κά­νῃς τὴν πατρίδα μας τό­πο ὅπου ὅ­λοι σὰν μιὰ πνευματικὴ κιθά­ρα θὰ ψάλ­­λουμε «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος σαβαώθ, πλήρης πᾶσα ἡ γῆ τῆς δόξης αὐτοῦ» (Ἠσ. 6,3)· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Γ΄ μέρος ἀπομαγνητ. ἑσπερ. ὁμιλίας· ἔγινε στὴν αἴθουσα τοῦ συλλόγου «Τρεῖς Ἱεράρχαι» – Ἀθῆναι τὴν 28-5-1961