Τοῦ ἁγίου Πνεύματος
Toῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
Toῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
Η
ἐπιφοίτησι τοῦ ἁγίου Πνεύματος ποὺ ἑορτάζουμε δὲν ἔγινε, ἀγαπητοί
μου, μυστικά. Ἔγινε αἰσθητὴ σ᾽ ὅλη τὴν Ἰερουσαλὴμ μὲ τὴ βιαία πνοή, μὲ
τὸν ἦχο ποὺ ἀκούστηκε, μὲ τὶς πύρινες γλῶσσες ποὺ κάθησαν πάνω στὸν
καθένα μέσα στὸ ὑπερῷο. Ἔγινε ἀκόμη αἰσθητὴ μὲ θαύματα, ποὺ ἄρχισαν
ἀμέσως νὰ γίνωνται.
⃝ Πρῶτο θαῦμα ἡ γλωσσομάθεια. «Ἤρξαντο λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις καθὼς τὸ Πνεῦμα ἐδίδου αὐτοῖς ἀποφθέγγεσθαι» (Πράξ. 2,4). Ὅσοι μαθαίνουν ξένη γλῶσσα, ξοδεύουν χρήματα, ἀφιερώνουν κόπο καὶ χρόνο· οἱ ἀπόστολοι ἔμαθαν ὅλες τὶς γλῶσσες χωρὶς κόπο μέσα σὲ μιὰ στιγμή. Ἔβλεπες αὐτοὺς τοὺς ψαρᾶδες, ποὺ δὲν πῆγαν σὲ σχολειὰ καὶ ἰνστιτοῦτα, νὰ κηρύττουν σ᾽ ὅλες τὶς γλῶσσες καὶ διαλέκτους «τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ» (ἔ.ἀ. 2,11). Ποῦ βρῆκαν αὐτὴ τὴ γλωσσομάθεια; Ἦταν χάρισμα τοῦ ἁγίου Πνεύματος.
Δὲν εἶνε κακὸ ἡ ἐκμάθησι ξένων γλωσσῶν, ἀλλ᾽ οὔτε καὶ κάτι σπουδαῖο. Τὸ σπουδαῖο εἶνε ἄλλο. Κι ἂν μάθω ὅλες τὶς γλῶσσες, λέει ὁ ἀπόστολος, ὄχι μόνο τῶν ἀνθρώπων μὰ καὶ τῶν ἀγγέλων, δὲν ἔχω ὅμως τὴν ἀγάπη, εἶμαι «χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον» (Α΄ Κορ. 13,1). Ἡ ἀγάπη τῆς καινῆς διαθήκης, αὐτὴ εἶνε ἡ διεθνὴς γλῶσσα ποὺ ὅπου ἐπικρατεῖ ἑνώνει τοὺς ἀνθρώπους. Γι᾽ αὐτὸ οἱ ἀπόστολοι τὴν ἀσκοῦσαν μὲ ζῆλο καὶ ἀγῶνα, τὸ δὲ ἅγιο Πνεῦμα τοὺς χάριζε καὶ τὴ γλωσσομάθεια γιὰ νὰ κηρύττουν.
⃝ Πρῶτο θαῦμα ἡ γλωσσομάθεια. «Ἤρξαντο λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις καθὼς τὸ Πνεῦμα ἐδίδου αὐτοῖς ἀποφθέγγεσθαι» (Πράξ. 2,4). Ὅσοι μαθαίνουν ξένη γλῶσσα, ξοδεύουν χρήματα, ἀφιερώνουν κόπο καὶ χρόνο· οἱ ἀπόστολοι ἔμαθαν ὅλες τὶς γλῶσσες χωρὶς κόπο μέσα σὲ μιὰ στιγμή. Ἔβλεπες αὐτοὺς τοὺς ψαρᾶδες, ποὺ δὲν πῆγαν σὲ σχολειὰ καὶ ἰνστιτοῦτα, νὰ κηρύττουν σ᾽ ὅλες τὶς γλῶσσες καὶ διαλέκτους «τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ» (ἔ.ἀ. 2,11). Ποῦ βρῆκαν αὐτὴ τὴ γλωσσομάθεια; Ἦταν χάρισμα τοῦ ἁγίου Πνεύματος.
Δὲν εἶνε κακὸ ἡ ἐκμάθησι ξένων γλωσσῶν, ἀλλ᾽ οὔτε καὶ κάτι σπουδαῖο. Τὸ σπουδαῖο εἶνε ἄλλο. Κι ἂν μάθω ὅλες τὶς γλῶσσες, λέει ὁ ἀπόστολος, ὄχι μόνο τῶν ἀνθρώπων μὰ καὶ τῶν ἀγγέλων, δὲν ἔχω ὅμως τὴν ἀγάπη, εἶμαι «χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον» (Α΄ Κορ. 13,1). Ἡ ἀγάπη τῆς καινῆς διαθήκης, αὐτὴ εἶνε ἡ διεθνὴς γλῶσσα ποὺ ὅπου ἐπικρατεῖ ἑνώνει τοὺς ἀνθρώπους. Γι᾽ αὐτὸ οἱ ἀπόστολοι τὴν ἀσκοῦσαν μὲ ζῆλο καὶ ἀγῶνα, τὸ δὲ ἅγιο Πνεῦμα τοὺς χάριζε καὶ τὴ γλωσσομάθεια γιὰ νὰ κηρύττουν.
⃝ Ἄλλο εἶδος θαυμάτων εἶνε ἡ θεραπεῖες. Ἀπὸ τὶς τόσες περιπτώσεις ὑπενθυμίζω μία μόνο. Ἕνα ἀπόγευμα μετὰ τὴν Πεντηκοστὴ δύο ἀπόστολοι, ὁ Πέτρος κι ὁ Ἰωάννης, ἀνέβαιναν στὸ ναὸ γιὰ προσευχή. Στὴν εἴσοδο καθόταν ἕνας ἄντρας 40 χρονῶν, κουτσὸς ἐκ γενετῆς. Τοὺς ζήτησε βοήθεια. Τὸν βλέπει ὁ Πέτρος καὶ τοῦ λέει· Κοίταξέ μας. Αὐτὸς τοὺς κοίταζε στὰ χέρια νὰ δῇ τί θὰ τοῦ δώσουν. Ὁ Πέτρος τοῦ λέει· «Ἀργύριον καὶ χρυσίον οὐχ ὑπάρχει μοι»· λεφτὰ ἐγὼ δὲν ἔχω· «ὃ δὲ ἔχω τοῦτό σοι δίδωμι», αὐτὸ ποὺ ἔχω σοῦ δίνω· «ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Ναζωραίου ἔγειρε καὶ περιπάτει». Τὸν πιάνει ἀπ᾽ τὸ χέρι, τὸν σηκώνει, κι ἀμέσως «ἐστερεώθησαν αὐτοῦ αἱ βάσεις καὶ τὰ σφυρά», «ἔδεσαν» τὰ πέλματα καὶ οἱ ἀστράγαλοί του (Πράξ. 3,6-7). Πήδηξ᾽ ἐπάνω, στάθηκε ὄρθιος, ἄρχισε νὰ περπατάῃ, καὶ μπῆκε μαζί τους στὸ ναὸ δοξάζοντας τὸ Θεό. Τὸν εἶδε ὅλος ὁ λαὸς θεραπευμένο. Νά ἕνα ἀπὸ τὰ πρῶτα θαύματα τοῦ ἁγίου Πνεύματος.
«Ἀργύριον καὶ χρυσίον οὐχ ὑπάρχει μοι». Αὐτὸς εἶνε ὁ κλῆρος ὅσων τάχθηκαν νὰ ποιμάνουν τὸ λαό μας, νὰ ζήσουν ἀνάργυροι καὶ ἀκτήμονες, μιμηταὶ τοῦ Ναζωραίου. Τίποτα δὲν σκανδαλίζει τόσο ὅσο ἡ φιλαργυρία τῶν κληρικῶν, καὶ μάλιστα τῶν ἀγάμων ποὺ δὲν ἔχουν καὶ πολλὲς ὑποχρεώσεις. Ἔγινα καλόγερος; τελείωσε, δὲν ὑπάρχουν γιὰ μένα συγγενεῖς, ὑπάρχει μόνο ἡ μεγάλη οἰκογένεια τοῦ πνεύματος. Δὲν ἔγινα ἱερομόναχος γιὰ νὰ μὲ φορτωθοῦν τ᾽ ἀδέρφια καὶ τ᾽ ἀνήψια μου, ἔγινα γιὰ νὰ ὑπηρετήσω αὐτὸ τὸ λαό.
«Ἀργύριον καὶ χρυσίον οὐχ ὑπάρχει μοι». Τὸ χωρίο αὐτὸ εἶνε ἔλεγχος καὶ τῆς ὑλοφροσύνης τοῦ παπισμοῦ. Οἱ μεγαλύτερες τράπεζες τῆς Ἰταλίας καὶ τῆς Γαλλίας εἶνε παπικές. Κάποτε ἕνας σοφὸς ἐπισκέφθηκε τὸ Βατικανό. Ὁ πάπας, ἀφοῦ τὸν ξενάγησε στοὺς θησαυρούς του, λέει μὲ καύχησι· –Αὐτὰ δὲν πιστεύω νὰ τὰ εἶχε ὁ Πέτρος (ἐννοώντας ὅτι αὐτὸς ἔγινε ἀνώτερος). Καὶ ὁ σοφὸς ἀπαντᾷ· –Αὐτὸ εἶνε ἀλήθεια, ἁγιώτατε, ὁ καημένος ὁ Πέτρος δὲν εἶχε τέτοια πλούτη· ἀλλ᾽ ἐπιτρέψτε μου νὰ ρωτήσω· σεῖς μπορεῖτε, ἂν σᾶς φέρω ἕνα κουτσό, νὰ τοῦ πῆτε «Ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Ναζωραίου ἔγειρε καὶ περιπάτει»; Ἐφ᾿ ὅσον δὲν μπορεῖτε, ἐφ᾿ ὅσον δὲν ἔχετε Πνεῦμα ἅγιο, τὰ πλούτη εἶνε ἄχρηστα…
* * *
Ὅτι τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο ἦρθε τότε
στοὺς ἀποστόλους εἶνε φανερό, δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία. Θὰ ρωτήσετε
ὅμως· Τώρα ὑπάρχει;… Ἐὰν ποῦμε, ἀγαπητοί μου, ὅτι δὲν ὑπάρχει, θὰ εἶνε
βλασφημία ἀσυγχώρητη (βλ. Μᾶρκ. 3,28-29. Λουκ. 12,10). Καὶ στὴ
μοιχαλίδα καὶ ἀποστάτιδα γενεά μας ὑπάρχει Πνεῦμα ἅγιο. Ἂν δὲν ὑπῆρχε,
δὲν θὰ ὑπῆρχε Ἐκκλησία. Αὐτό εἶνε ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας! Καὶ τοῦτο
φαίνεται στὰ ἱερὰ μυστήρια.
⃝ Στὸ βάπτισμα καὶ τὸ χρῖσμα. Τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἱερεὺς ἐπικαλεῖται τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, τὸ κοινὸ νερὸ ἁγιάζεται ἀοράτως καὶ ἀποκτᾷ «τὴν καθαρτικὴν τῆς ὑπερουσίου Τριάδος ἐνέργειαν» (ἀκολ. Βαπτ., συναπτή). Ὁ βαπτιζόμενος καθαρίζεται ἀπὸ κάθε ἁμαρτία· ἀπὸ παιδὶ ἑνὸς ἁμαρτωλοῦ θνητοῦ, παιδὶ τῆς νύχτας καὶ τῆς ἡδονῆς, βγαίνει «υἱὸς φωτὸς καὶ ἡμέρας» (Α΄ Θεσ. 5,5), πρίγκιπας τ᾽ οὐρανοῦ, υἱὸς καὶ θυγατέρα Χριστοῦ. Τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο τὸν προικίζει μὲ τὰ θεῖα χαρίσματα.
⃝ Στὴ μετάνοια. Μετὰ τὸ βάπτισμα πάλι δυστυχῶς ἁμαρτάνουμε. Ἀλλ᾽ ὑπάρχει τὸ μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως. Ὅσα ἁμαρτήματα κι ἂν ἔκανες, λίγα εἶνε ἐμπρὸς στὸ «πέλαγος τοῦ ἐλέους τοῦ Κυρίου»· ἐκεῖ «ἀπόρριψον τὴν ἀπόγνωσίν σου» (3η εὐχὴ Πεντηκ.). Ὁ πνευματικὸς εἶνε ἄγγελος μὲ οὐράνια ἐξουσία, τοποτηρητὴς τοῦ Χριστοῦ. Τὴν ὥρα ἐκείνη, ποὺ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο σὲ ἐμπνέει νὰ κράζῃς «Ἀββᾶ ὁ πατήρ» (῾Ρωμ. 8,15. Γαλ. 4,6), ἔρχεται μὲ θεῖο σπόγγο καὶ σβήνει ἀπὸ τὸ μαυροπίνακα τῆς ψυχῆς σου ὅλα τὰ ἁμαρτήματα, κι ἀκοῦς τὴ φωνή του νὰ σοῦ λέῃ· «Τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου» (Ματθ. 9,2).
⃝ Στὸ εὐχέλαιο. Καὶ ποῦ δὲν ἐνεργεῖ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο! Ὅταν ὁ Χριστιανὸς ἀσθενῇ, δίπλα ἐκεῖ στὴν κλίνη τῆς ὀδύνης του, ἁγιάζεται τὸ λάδι καὶ μὲ τὴ χρῖσι ἡ θεία χάρις συγχωρεῖ ἁμαρτήματα, θεραπεύει νοσήματα, θαυματουργεῖ.
⃝ Στὸ γάμο. Ἑτοιμάζεσαι νὰ παντρευτῇς; Μὴν ἀφεθῇς στὴν κυριαρχία τῆς σαρκός· δεῖξε πὼς πιστεύεις ὅτι «τὸ μυστήριον τοῦτο μέγα ἐστίν, …εἰς Χριστὸν καὶ εἰς τὴν ἐκκλησίαν» (Ἐφ. 5,32). Νὰ προηγηθῇ ἑτοιμασία, κατάρτισις, ἐξομολόγησις. Τὸ μυστήριο νὰ τελεσθῇ χωρὶς ματαιοδοξία καὶ θεομπαιξία, μὲ συναίσθησι καὶ προσευχή· μπαίνεις σὲ μεγάλο ὠκεανό. Τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο εὐλογεῖ τὸ ὀρθόδοξο ζεῦγος μὲ μοναδικὲς εὐχές· «Εὐλόγησον αὐτούς, Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὡς εὐλόγησας τὸν Ἀβραὰμ καὶ τὴν Σάρραν, …τὸν Ἰσαὰκ καὶ τὴν ῾Ρεβέκκαν… Καὶ ἔλθοι ἐπ᾽ αὐτοὺς ἡ χαρὰ ἐκείνη, ἣν ἔσχεν ἡ μακαρία Ἑλένη ὅτε εὗρε τὸν τίμιον σταυρόν» (Εὐχολ., ἀκολ. Γάμ., εὐχὴ β΄), «Ἀξίωσον αὐτοὺς ἰδεῖν τέκνα τέκνων» (ἔ.ἀ. εὐχὴ α΄), νὰ εὐφρανθοῦν «ἐν ὁράσει υἱῶν καὶ θυγατέρων» (ἔ.ἀ. συναπτή).
⃝ Στὴν ἱερωσύνη. Ὑπάρχει καὶ ἕνας ἀνώτερος γάμος, ὅταν κάποιος νυμφεύεται ὄχι μιὰ γυναῖκα ἀλλὰ τὴν Ὀρθοδοξία μας, ὅπως τὴν εἶδε ὁ Ἰωάννης στὴν Ἀποκάλυψι (βλ. 12,1). Ὑπάρχουν καὶ σήμερα τέτοια παιδιά, ποὺ θέλουν ν᾽ ἀφιερωθοῦν στὴν Ἐκκλησία ὡς κληρικοί, καὶ εὔχομαι τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο νὰ τοὺς ἀξιώσῃ ν᾿ ἀκούσουν τὸ δικό τους «Ἠσαΐα, χόρευε…» καὶ ν᾿ ἀγωνιστοῦν γιὰ τὴ δόξα τοῦ Ἐσταυρωμένου. Τέλος
⃝ Στὴ θεία εὐχαριστία. Ἐδῶ κατ᾽ ἐξοχὴν παρίσταται τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο καὶ κάνει τὴν ἁγία τράπεζα μυστικὸ δεῖπνο καὶ φρικτὸ Γολγοθᾶ. Τὴν ἱερὰ ἐκείνη στιγμή, ὅταν ὁ ἱερεὺς λέει «Κατάπεμψον τὸ Πνεῦμά σου τὸ ἅγιον ἐφ᾽ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ προκείμενα δῶρα ταῦτα. Καὶ ποίησον…» (θ. Λειτ.), τότε τὸ ψωμὶ γίνεται σῶμα καὶ τὸ κρασὶ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας.
Νά λοιπὸν πῶς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, «ὅλον συγκροτεῖ τὸν θεσμὸν τῆς Ἐκκλησίας» (Σάβ. στιχ. ἑσπ. Πεντ.), ὅπως ψάλλει ὡραῖα ἡ ὑμνολογία μας.
⃝ Στὸ βάπτισμα καὶ τὸ χρῖσμα. Τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἱερεὺς ἐπικαλεῖται τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, τὸ κοινὸ νερὸ ἁγιάζεται ἀοράτως καὶ ἀποκτᾷ «τὴν καθαρτικὴν τῆς ὑπερουσίου Τριάδος ἐνέργειαν» (ἀκολ. Βαπτ., συναπτή). Ὁ βαπτιζόμενος καθαρίζεται ἀπὸ κάθε ἁμαρτία· ἀπὸ παιδὶ ἑνὸς ἁμαρτωλοῦ θνητοῦ, παιδὶ τῆς νύχτας καὶ τῆς ἡδονῆς, βγαίνει «υἱὸς φωτὸς καὶ ἡμέρας» (Α΄ Θεσ. 5,5), πρίγκιπας τ᾽ οὐρανοῦ, υἱὸς καὶ θυγατέρα Χριστοῦ. Τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο τὸν προικίζει μὲ τὰ θεῖα χαρίσματα.
⃝ Στὴ μετάνοια. Μετὰ τὸ βάπτισμα πάλι δυστυχῶς ἁμαρτάνουμε. Ἀλλ᾽ ὑπάρχει τὸ μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως. Ὅσα ἁμαρτήματα κι ἂν ἔκανες, λίγα εἶνε ἐμπρὸς στὸ «πέλαγος τοῦ ἐλέους τοῦ Κυρίου»· ἐκεῖ «ἀπόρριψον τὴν ἀπόγνωσίν σου» (3η εὐχὴ Πεντηκ.). Ὁ πνευματικὸς εἶνε ἄγγελος μὲ οὐράνια ἐξουσία, τοποτηρητὴς τοῦ Χριστοῦ. Τὴν ὥρα ἐκείνη, ποὺ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο σὲ ἐμπνέει νὰ κράζῃς «Ἀββᾶ ὁ πατήρ» (῾Ρωμ. 8,15. Γαλ. 4,6), ἔρχεται μὲ θεῖο σπόγγο καὶ σβήνει ἀπὸ τὸ μαυροπίνακα τῆς ψυχῆς σου ὅλα τὰ ἁμαρτήματα, κι ἀκοῦς τὴ φωνή του νὰ σοῦ λέῃ· «Τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου» (Ματθ. 9,2).
⃝ Στὸ εὐχέλαιο. Καὶ ποῦ δὲν ἐνεργεῖ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο! Ὅταν ὁ Χριστιανὸς ἀσθενῇ, δίπλα ἐκεῖ στὴν κλίνη τῆς ὀδύνης του, ἁγιάζεται τὸ λάδι καὶ μὲ τὴ χρῖσι ἡ θεία χάρις συγχωρεῖ ἁμαρτήματα, θεραπεύει νοσήματα, θαυματουργεῖ.
⃝ Στὸ γάμο. Ἑτοιμάζεσαι νὰ παντρευτῇς; Μὴν ἀφεθῇς στὴν κυριαρχία τῆς σαρκός· δεῖξε πὼς πιστεύεις ὅτι «τὸ μυστήριον τοῦτο μέγα ἐστίν, …εἰς Χριστὸν καὶ εἰς τὴν ἐκκλησίαν» (Ἐφ. 5,32). Νὰ προηγηθῇ ἑτοιμασία, κατάρτισις, ἐξομολόγησις. Τὸ μυστήριο νὰ τελεσθῇ χωρὶς ματαιοδοξία καὶ θεομπαιξία, μὲ συναίσθησι καὶ προσευχή· μπαίνεις σὲ μεγάλο ὠκεανό. Τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο εὐλογεῖ τὸ ὀρθόδοξο ζεῦγος μὲ μοναδικὲς εὐχές· «Εὐλόγησον αὐτούς, Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὡς εὐλόγησας τὸν Ἀβραὰμ καὶ τὴν Σάρραν, …τὸν Ἰσαὰκ καὶ τὴν ῾Ρεβέκκαν… Καὶ ἔλθοι ἐπ᾽ αὐτοὺς ἡ χαρὰ ἐκείνη, ἣν ἔσχεν ἡ μακαρία Ἑλένη ὅτε εὗρε τὸν τίμιον σταυρόν» (Εὐχολ., ἀκολ. Γάμ., εὐχὴ β΄), «Ἀξίωσον αὐτοὺς ἰδεῖν τέκνα τέκνων» (ἔ.ἀ. εὐχὴ α΄), νὰ εὐφρανθοῦν «ἐν ὁράσει υἱῶν καὶ θυγατέρων» (ἔ.ἀ. συναπτή).
⃝ Στὴν ἱερωσύνη. Ὑπάρχει καὶ ἕνας ἀνώτερος γάμος, ὅταν κάποιος νυμφεύεται ὄχι μιὰ γυναῖκα ἀλλὰ τὴν Ὀρθοδοξία μας, ὅπως τὴν εἶδε ὁ Ἰωάννης στὴν Ἀποκάλυψι (βλ. 12,1). Ὑπάρχουν καὶ σήμερα τέτοια παιδιά, ποὺ θέλουν ν᾽ ἀφιερωθοῦν στὴν Ἐκκλησία ὡς κληρικοί, καὶ εὔχομαι τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο νὰ τοὺς ἀξιώσῃ ν᾿ ἀκούσουν τὸ δικό τους «Ἠσαΐα, χόρευε…» καὶ ν᾿ ἀγωνιστοῦν γιὰ τὴ δόξα τοῦ Ἐσταυρωμένου. Τέλος
⃝ Στὴ θεία εὐχαριστία. Ἐδῶ κατ᾽ ἐξοχὴν παρίσταται τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο καὶ κάνει τὴν ἁγία τράπεζα μυστικὸ δεῖπνο καὶ φρικτὸ Γολγοθᾶ. Τὴν ἱερὰ ἐκείνη στιγμή, ὅταν ὁ ἱερεὺς λέει «Κατάπεμψον τὸ Πνεῦμά σου τὸ ἅγιον ἐφ᾽ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ προκείμενα δῶρα ταῦτα. Καὶ ποίησον…» (θ. Λειτ.), τότε τὸ ψωμὶ γίνεται σῶμα καὶ τὸ κρασὶ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας.
Νά λοιπὸν πῶς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, «ὅλον συγκροτεῖ τὸν θεσμὸν τῆς Ἐκκλησίας» (Σάβ. στιχ. ἑσπ. Πεντ.), ὅπως ψάλλει ὡραῖα ἡ ὑμνολογία μας.
* * *
Πνεῦμα ἅγιο λοιπόν, ἀγαπητοί μου, ὑπάρχει πάντοτε στὴν Ἐκκλησία. Ἀλλ᾽ ὑπάρχει ἆραγε τώρα καὶ στὸν καθένα μας προσωπικῶς;
Ἡ ἁγία Γραφὴ διαιρεῖ τοὺς ἀνθρώπους σὲ «ψυχικούς», τῶν πέντε αἰσθήσεων, καὶ «πνευματικούς», αὐτοὺς ποὺ δέχονται τὴ χάρι τοῦ ἁγίου Πνεύματος (Α΄ Κορ. 2,14-15. Ἰούδ. 19). Οἱ πνευματικοὶ εἶνε σπάνιοι· οἱ πολλοὶ «ὡμοιώθησαν τοῖς κτήνεσι» (Ψαλμ. 48,13,21). Ἄνθρωπος χωρὶς Πνεῦμα δὲ λέγεται ἄνθρωπος. Ὁ προφήτης λέει· Πῆγα, ἔψαξα ὅλη τὴν πόλι «καὶ οὐκ ἦν ἄνθρωπος», δὲ βρῆκα ἄνθρωπο (Ἠσ. 50,2). Καὶ ὁ Χρυσόστομος ἐξηγεῖ· Δὲν ὑπάρχει αὐτὶ ν᾿ ἀκούσῃ λόγο Θεοῦ, δὲν ὑπάρχει πνευματικότης. Δὲν εἴμαστε οὐρανόφρονες· ἀνθρωπάρια εἴμαστε, κτήνη, «ἵπποι θηλυμανεῖς» (Ἰερ. 5,8), κῦνες καὶ χοῖροι, «σάρκες» (Γέν. 6,3).
Νὰ κάνουμε τὴν ψυχή μας δεκτικὴ τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ὁ Μ. Βασίλειος λέει, ὅτι τὸ ἅγιο Πνεῦμα ἑλκύεται ἀπὸ τὶς δεκτικὲς ψυχὲς ὅπως ἡ μέλισσα ἀπὸ τὰ ἄνθη. Γι᾽ αὐτὸ τὴν Πεντηκοστὴ ποῦ πῆγε· μόνο στὸ ὑπερῷο τῶν μαθητῶν.
Ἂς ἐξετάσουμε τὸν ἑαυτό μας, ἂς ζυγίσουμε τὴν πνευματικότητά μας. Κι ἂν ἡ πλάστιγγα δείξῃ, «μετρήθηκες, ζυγίστηκες, καὶ βρέθηκες λειψός» (Δαν. 5,25-28), ἂς προσευχηθοῦμε κι ἂς ποῦμε·
Πνεῦμα ἅγιο, ἔλα πάλι σὰν αὔρα, σὰν ἀνεμοστρόβιλος, σὰν ἦχος, σὰν φωτιά. Φώτισε ἄρχοντας, δικαστάς, δασκάλους καὶ καθηγητάς, τὰ παιδιά, τὸ στρατό, ὅλο τὸ λαό μας. Ἕλα στὴν Ἐκκλησία, στὴν κοινωνία μας· στὰ παλάτια, στὰ σπίτια, παντοῦ. Ἔλα νὰ κάνῃς τὴν πατρίδα μας τόπο ὅπου ὅλοι σὰν μιὰ πνευματικὴ κιθάρα θὰ ψάλλουμε «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος σαβαώθ, πλήρης πᾶσα ἡ γῆ τῆς δόξης αὐτοῦ» (Ἠσ. 6,3)· ἀμήν.
Ἡ ἁγία Γραφὴ διαιρεῖ τοὺς ἀνθρώπους σὲ «ψυχικούς», τῶν πέντε αἰσθήσεων, καὶ «πνευματικούς», αὐτοὺς ποὺ δέχονται τὴ χάρι τοῦ ἁγίου Πνεύματος (Α΄ Κορ. 2,14-15. Ἰούδ. 19). Οἱ πνευματικοὶ εἶνε σπάνιοι· οἱ πολλοὶ «ὡμοιώθησαν τοῖς κτήνεσι» (Ψαλμ. 48,13,21). Ἄνθρωπος χωρὶς Πνεῦμα δὲ λέγεται ἄνθρωπος. Ὁ προφήτης λέει· Πῆγα, ἔψαξα ὅλη τὴν πόλι «καὶ οὐκ ἦν ἄνθρωπος», δὲ βρῆκα ἄνθρωπο (Ἠσ. 50,2). Καὶ ὁ Χρυσόστομος ἐξηγεῖ· Δὲν ὑπάρχει αὐτὶ ν᾿ ἀκούσῃ λόγο Θεοῦ, δὲν ὑπάρχει πνευματικότης. Δὲν εἴμαστε οὐρανόφρονες· ἀνθρωπάρια εἴμαστε, κτήνη, «ἵπποι θηλυμανεῖς» (Ἰερ. 5,8), κῦνες καὶ χοῖροι, «σάρκες» (Γέν. 6,3).
Νὰ κάνουμε τὴν ψυχή μας δεκτικὴ τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ὁ Μ. Βασίλειος λέει, ὅτι τὸ ἅγιο Πνεῦμα ἑλκύεται ἀπὸ τὶς δεκτικὲς ψυχὲς ὅπως ἡ μέλισσα ἀπὸ τὰ ἄνθη. Γι᾽ αὐτὸ τὴν Πεντηκοστὴ ποῦ πῆγε· μόνο στὸ ὑπερῷο τῶν μαθητῶν.
Ἂς ἐξετάσουμε τὸν ἑαυτό μας, ἂς ζυγίσουμε τὴν πνευματικότητά μας. Κι ἂν ἡ πλάστιγγα δείξῃ, «μετρήθηκες, ζυγίστηκες, καὶ βρέθηκες λειψός» (Δαν. 5,25-28), ἂς προσευχηθοῦμε κι ἂς ποῦμε·
Πνεῦμα ἅγιο, ἔλα πάλι σὰν αὔρα, σὰν ἀνεμοστρόβιλος, σὰν ἦχος, σὰν φωτιά. Φώτισε ἄρχοντας, δικαστάς, δασκάλους καὶ καθηγητάς, τὰ παιδιά, τὸ στρατό, ὅλο τὸ λαό μας. Ἕλα στὴν Ἐκκλησία, στὴν κοινωνία μας· στὰ παλάτια, στὰ σπίτια, παντοῦ. Ἔλα νὰ κάνῃς τὴν πατρίδα μας τόπο ὅπου ὅλοι σὰν μιὰ πνευματικὴ κιθάρα θὰ ψάλλουμε «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος σαβαώθ, πλήρης πᾶσα ἡ γῆ τῆς δόξης αὐτοῦ» (Ἠσ. 6,3)· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Γ΄ μέρος ἀπομαγνητ. ἑσπερ. ὁμιλίας· ἔγινε στὴν αἴθουσα τοῦ συλλόγου «Τρεῖς Ἱεράρχαι» – Ἀθῆναι τὴν 28-5-1961
Γ΄ μέρος ἀπομαγνητ. ἑσπερ. ὁμιλίας· ἔγινε στὴν αἴθουσα τοῦ συλλόγου «Τρεῖς Ἱεράρχαι» – Ἀθῆναι τὴν 28-5-1961