Τετάρτη 20 Ιουνίου 2018

π. Θεόδωρος Ζήσης : OPΘOΔOΞIA KAI OIKOΛOΓIA ΠATEPIKEΣ ΘEΣEIΣ

                      
Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης

Ὁμότιμος Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.


Ἐπικαιροποίηση - Εἰσαγωγικὰ

Ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο ἐπαναφέρουμε στὴν δημοσιότητα τὸ ἄρθρο μας αὐτὸ ποὺ γράφτηκε πρὶν ἀπὸ εἴκοσι ἑπτὰ ἔτη (27), τὸ 1991, εἶναι ἡ διαρκὴς ἐπέκταση καὶ προβολὴ τοῦ οἰκολογικοῦ κινήματος καὶ ἡ αὔξηση τῶν οἰκολογικῶν ἐκδηλώσεων καὶ προγραμμάτων, μὲ τὰ ὁποῖα οἱ ἱδρυτὲς καὶ ὀργανωτές, ἐνῶ εὐθύνονται οἱ ἴδιοι γιὰ τὰ οἰκολογικὰ δεινά, ὑποκριτικὰ προσπαθοῦν νὰ ἐμφανισθοῦν ὡς «σωτῆρες» τοῦ κόσμου. Στὴν ἐπιδίωξή τους αὐτὴ βρῆκαν δυστυχῶς σύμμαχο καὶ τὴν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἔγινε ὄργανο τῶν νεοταξικῶν καὶ νεοεποχίτικων σχεδιασμῶν, ποὺ στοχεύουν στὴν νόθευση τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ καὶ στὴν κατάργησή του, ὥστε νὰ περάσουμε στήν «Νέα Ἐποχή» τοῦ Ἀντιχρίστου.


Διαρκῶς πληθαίνουν τὰ στοιχεῖα καὶ οἱ ἀποδείξεις γιὰ τὸ ποιοί βρίσκονται πίσω ἀπὸ τὸ οἰκολογικὸ κίνημα. Ἀνάμεσα σ᾽ αὐτοὺς καὶ ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Βαρθολομαῖος, ὁ ἀποκληθείς «πράσινος πατριάρχης», ποὺ δέχθηκε τὴν ἐπικίνδυνη αὐτὴ στράτευση καὶ τώρα πρωτοστατεῖ. Ἀφορμὴ γιὰ τὴν ἐπαναδημοσίευση τοῦ ἄρθρου μας στάθηκε ἡ ἀνάγνωση στὸ Διαδίκτυο, στὸν ἱστότοπο ΑΒΕΡΩΦ, ἄρθρου μὲ τίτλο «Ποῦ ὁδηγεῖ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὁ Πατριάρχης;» ὑπὸ τὸ ὄνομα Φαίη, στὶς 30 Μαΐου τοῦ 2018. Πρόκειται γιὰ ἀπομαγνητοφώνηση βίντεο-ντοκιμαντὲρ τοῦ James Corbett μὲ ἐνδιαφέρουσες ἀποκαλύψεις, μέρος τοῦ ὁποίου φέρει τὸν τίτλο «Οἱ πετρελαιολιγάρχες, ὑπὲρ τῆς κλιματικῆς ἀλλαγῆς». Μὲ αὐτοὺς τοὺς ὀλιγάρχες τῆς τρυφῆς, τῆς πολυτέλειας, τῆς ἐκμετάλλευσης τῶν πτωχῶν καὶ ἀδυνάτων, οἱ ὁποῖοι ρυπαίνουν τὸν κόσμο μὲ τοὺς ὑδρογονάνθρακες καὶ τὴν ὑπερεκμετάλλευση τῶν πόρων τῆς γῆς, γιὰ νὰ αὐξάνουν τὰ κέρδη τους καὶ νὰ καλοπερνοῦν αὐτοὶ καὶ οἱ ἀπόγονοί τους, μὲ αὐτὸ τὸ ὑποκριτικό, εἰδωλολατρικό, ἀντιχριστιανικὸ κίνημα συνεργάζεται δυστυχῶς τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ἡ ἄλλοτε «Ἐκκλησία τῶν τοῦ Χριστοῦ πενήτων».
Μεγάλος σταθμὸς στὴν ἀνάπτυξη τοῦ οἰκολογικοῦ κινήματος ἦταν ἡ «Διάσκεψη γιὰ τὴ γῆ» ποὺ ἔγινε στὸ Ρίο τῆς Βραζιλίας τὸ 1992, προϊὸν τῆς ὁποίας ἦταν ἡ «Χάρτα τῆς γῆς», «ἕνα οἱονεὶ θρησκευτικὸ ἔγγραφο, τὸ ὁποῖο ὁ Μιχαὴλ Γκορμπατσὸφ ποὺ βοήθησε τὸν Μορὶς Στρόνγκ στὸ προσχέδιο τοῦ κειμένου, περιέγραψε ὡς τὴν ἀντικατάσταση τῶν Δέκα Ἐντολῶν καὶ ὅτι ἐπεδίωκε νὰ ὁδηγήσει σὲ μιὰ ἐποχὴ λατρείας τῆς γῆς καὶ παγκόσμιας ὑπευθυνότητας». Εἶναι στοὺς πολλοὺς γνωστὴ ἡ εἰκόνα ποὺ παρουσιάζει τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη μαζὶ μὲ ἄλλους θρησκευτικοὺς ἡγέτες νὰ στέκεται εὐλαβικά, σχεδὸν προσκυνηματικά, μπροστὰ σὲ μιὰ τεράστια ὑδρόγειο σφαίρα, μπροστὰ στὸ εἴδωλο τῆς «Θεᾶς Γῆς» (Γροιλανδία, Σεπτέμβριος 2007).
Λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν Διάσκεψη τοῦ Ρίο, καὶ μὲ στόχο νὰ προσελκυσθοῦν ἢ νὰ ἐνημερωθοῦν καὶ οἱ Ὀρθόδοξοι γιὰ τὸ νέο αὐτὸ εἰδωλολατρικὸ κίνημα, τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, συμβάλλοντας καὶ συμμαχώντας, ὀργάνωσε στὴν Ὀρθόδοξη Ἀκαδημία τῆς Κρήτης «Διορθόδοξο Συνέδριο ἐπὶ τῆς προστασίας τοῦ περιβάλλοντος» ἀπὸ 5-12 Νοεμβρίου τοῦ 1991. Μεταξὺ τῶν εἰσηγητῶν καὶ ὁ γράφων μὲ θέμα: «Ὀρθοδοξία καὶ Οἰκολογία. Πατερικὲς θέσεις». Ἡ εἰσήγηση ἦταν, ὅπως φάνηκε, ἐκτὸς τῆς γραμμῆς τῶν ὀργανωτῶν, γι᾽ αὐτὸ καὶ βιβλιογραφικὰ ἐξαφανίσθηκε. Τώρα ποὺ οἱ ἐξελίξεις ἐπαληθεύουν τὰ ὅσα τότε εἴχαμε ὑποστηρίξει, ὅτι δηλαδὴ ἡ Οἰκολογία εἶναι ἕνα νεοειδωλολατρικὸ κίνημα, ἀσύμβατο μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τὴν Πατερικὴ Παράδοση, τὴν ἐπαναφέρουμε μέσω Διαδικτύου στὴν δημοσιότητα. Μαζὶ μὲ ἄλλη μας μελέτη μὲ τίτλο «Λιτότης - Ὀλιγάρκεια, Ἑλληνορθόδοξη ἀπάντηση στὴν κοινωνικὴ καὶ οἰκολογικὴ κρίση», δημοσιεύθηκε σὲ τευχίδιο τὸ 1994 στὴν Θεσσαλονίκη, ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις «Τὸ Παλίμψηστον». Ἀμφότερες οἱ μελέτες ἔχουν δημοσιευθεῖ ἐπίσης στό βιβλίο μου «Ἠθικά Κεφάλαια» ἀπό τόν ἴδιο ἐκδοτικό οἶκο.

Ὀρθοδοξία καὶ Οἰκολογία. Πατερικὲς θέσεις
Στό λεγόμενο οἰκολογικό πρόβλημα ἡ Ἐκκλησία ἔχει τόν λόγο της, ἀφοῦ πρόκειται γιά τήν καταστροφή τῆς δημιουργίας, ἡ ὁποία, ἐ­­­­­νῶ ἐξῆλθε «λίαν καλή» ἀπό τά χέρια τοῦ Θεοῦ, ἔχει τώρα λεηλατηθῆ καί ληστευθῆ στά χέρια τοῦ ἀνθρώπου. Ἐνῶ ἀπό τή φύση του ὁ κόσμος ἔ­­­­­χει ὡς στόχο νά διακονεῖ καί νά ὑπηρετεῖ τόν ἄνθρωπο, ἔχει τώρα ἐ­­­­ξ­ε­γερ­θῆ ἐναντίον του καί λειτουργεῖ ἀνεξέλεγκτα καί ἐπικίνδυνα, δι­­­­­α­­­μαρτυρόμενος γιά τήν κακή μεταχείριση πού ὑφίσταται. Στήν ἀν­­­­τιμετώπιση τοῦ προβλήματος αὐτοῦ ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νά παίξει τόν σπουδαιότερο ρόλο καί νά πεῖ τόν σοβαρώτερο λόγο, ἐφ’ ὅσον βέ­­­­­βαια ὁ λόγος της, λόγος πνευματικός, εὕρει ἀνταπόκριση στήν ὑλό­­φρο­­να ἐποχή μας καί δέν ἠχήσει εἰς ὦτα μή ἀκουόντων.

1. Ὁ κόσμος ἔχει ἀξία, ὅταν σχετίζεται μέ τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο
Oἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, μέ βάση τήν Ἁγία Γραφή, βλέπουν τόν ὑλικό κόσμο σέ σχέση μέ τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο. Ὁ κόσμος δέν ἔχει ἀνεξάρτητη ὕπαρξη καί ἀξία. Δημιουργήθηκε ἀπό τό Θεό γιά νά ὑπηρετεῖ τόν ἄνθρωπο στίς ποικίλες του ἀνάγκες. Ὁ ἄνθρωπος εἶ­­­­­­­­­ναι ὁ βασιλεύς τῆς κτίσεως, ἡ κορωνίδα τῆς δημιουργίας. Ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καί ὄχι τοῦ κόσμου εἶναι ὁ τελικός στόχος τῆς θείας οἰ­­­­­­­­κονομίας. Ἀπόδοση στόν κόσμο ἀξίας, χωρίς συσχέτιση πρός τόν Θε­ό, πού τόν ἐδημιούργησε «καλά λίαν»1, καί πρός τόν ἄνθρωπο, γιά τόν ὁποῖο δημιουργήθηκε, καταλήγει σέ νέο εἶδος εἰδωλολατρείας. Ἡ ὑπερβολική ἑπομένως φροντίδα τῶν διαφόρων οἰκολογικῶν ὀργανώ­σ­ε­­­­­ων γιά τήν σωτηρία τοῦ κόσμου, τήν ἴδια στιγμή πού ὁ Θεός καί ὁ ἄνθρωπος, ὡς πνευματική ὕπαρξη, βρίσκονται στό περιθώριο τῶν ἐ­­ν­­­­­διαφερόντων ἤ ἀπουσιάζουν παντελῶς, ἔρχεται σέ πλήρη ἀν­τίθεση πρός τήν διδασκαλία τοῦ Xριστοῦ, κατά τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος δέν ὠφελεῖται καθόλου «ἐάν κερδίσῃ τόν κόσμον ὅλον, καί ζημιωθῇ τήν ψυ­­­­χήν αὐτοῦ»2, καί ἐμπίπτει στήν ἐπίκριση τοῦ ἀποστόλου Παύλου πρός τούς εἰδωλολάτρες, οἱ ὁποῖοι «μετήλλαξαν τήν ἀλήθειαν τοῦ Θε­­­­οῦ ἐν τῷ ψεύδει, καί ἐσεβάσθησαν καί ἐλάτρευσαν τῇ κτίσει παρά τόν κτίσαντα»3.
Σωστή ἱεράρχηση τῶν πραγμάτων ἀπαιτεῖ πρῶτα τόν σεβασμό τοῦ Θεοῦ, κατόπιν τοῦ ἀνθρώπου καί τελευταῖα τοῦ κόσμου, ὡς ἔργου τοῦ Θεοῦ καί ὡς ἀναγκαίου πλαισίου γιά τήν πνευματική τελείωση καί σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Πίσω ἀπό πολλά οἰκολογικά κινήματα βρί­­­­­­σκει κανείς ἐγκοσμιοκρατικά ὑλιστικά συστήματα, τά ὁποῖα ἀφοῦ κα­­­­­­τ­­­έστρεψαν τόν κόσμο μέ τήν ἀλόγιστη χρήση τῶν ἀγαθῶν του, τώ­­­­­­­ρα κρούουν τόν κώδωνα τοῦ κινδύνου καί καλοῦν νά συστρατευθεῖ καί ἡ Ἐκκλησία στήν διαφύλαξη τῆς δημιουργίας, ὄχι ἀπό γνήσιο καί εἰλικρινές ἐνδιαφέρον γι᾽ αὐτήν, ἀλλά γιά νά συνεχίσουν νά ἀπο­λα­­­­­­­­­­μ­­­­­­βάνουν ὑλιστικῶς τά ἀγαθά της. Ἡ ἐπίκληση πάντως τῆς βοηθείας τῆς Ἐκκλησίας φανερώνει τήν πνευματική διάσταση τοῦ οἰκολογικοῦ προ­­­­­­βλήματος.

2. Tό οἰκολογικό εἶναι πρωτίστως πνευματικό πρόβλημα
Ὑπάρχει ἄμεση συνάρτηση τῆς πνευματικῆς καταστάσεως τοῦ ἀ­ν­­­­θρώπου πρός τήν κατάσταση τοῦ κόσμου. Ὁ κόσμος ἐπηρεάζεται ἀπό τήν συμπεριφορά τοῦ ἀνθρώπου, τόν ὁποῖο παρακολουθεῖ κατά βῆ­μα προσαρμοζόμενος στίς ἐπιλογές του. Πειθήνιος καί ὑπάκουος μπρο­στά σ᾽ ἕνα πνευματικά ἰσορροπημένο ἄνθρωπο, ἐπαναστατεῖ ἐ­να­ν­τίον τοῦ ἐμπαθοῦς καί κακοῦ ἀνθρώπου, πού ἔχει χάσει τήν πνευμα­τι­κή εὐστάθεια καί ἰσορροπία.
Ὁποιαδήποτε ἑπομένως φροντίδα γιά τήν διάσωση καί ἀκεραιότητα τῆς δημιουργίας θά παραμείνει ἀτελέσφορη, ἄν δέν ἐπιδιωχθεῖ ἡ πνευ­­­­ματική διάσωση καί ἡ πνευματική ἀκεραιότητα τοῦ ἀνθρώπου. Σή­­­μερα σχεδόν συμφωνοῦν ὅλοι ὅτι τό οἰκολογικό εἶναι πνευματικό πρ­ό­­­βλημα, ὅτι ἡ καταστροφή τοῦ περιβάλλοντος ὀφείλεται στήν κα­τα­­­­στροφή τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου, ὅτι ἡ φυσική διάβρωση καί μόλυν­ση εἶναι συνέπεια τῆς πνευματικῆς μόλυνσης καί διάβρωσης. Γι᾽ αὐτό ὁ­­­σαδήποτε προγράμματα προστασίας τοῦ περιβάλλοντος καί ἄν ἐκ­πο­­­­νηθοῦν καί ὁσαδήποτε χρήματα καί ἄν δαπανηθοῦν, δέν πρό­κειται νά ἀναστρέψουν τήν οἰκολογική καταστροφή, ἄν δέν ὑπάρξει πνευματική ἀναστροφή καί ἐπιστροφή μέ ριζική ἀλλαγή νοοτροπίας ὡς πρός τή χρήση τῶν ἀγαθῶν τοῦ κόσμου, ἄν δηλαδή δέν ὑπάρξει με­­τά­νοια.

3. Ὀλιγοδεΐα -Ὀλιγάρκεια - Ἀσκητικότητα
Ὑπάρχει πρόβλημα σοβαρό ὡς πρός τήν χρήση τοῦ κόσμου καί τῶν ἀγαθῶν του. Ἀναμφιβόλως γιά τήν ἐπιβίωσή του ὁ ἄνθρωπος ὀφείλει νά χρησιμοποιεῖ τόν κόσμο καί νά ἱκανοποιεῖ τίς ἀνάγκες τρο­­­­φῆς, ἐνδύσεως, κατοικίας. Tό ὅριο ὅμως αὐτό τῶν ἀναγκῶν δέν εἶ­­­ναι ἐλαστικό, μεταβαλλόμενο ἀνάλογα μέ τήν οἰκονομική κατάσταση, τήν κοινωνική θέση, τήν δυναμικότητα τοῦ κρατικοῦ προϋπολογισμοῦ, τήν ἐποχή καί ἄλλους παράγοντες. Eἶναι στατικό καί κοινό γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους, περιλαμβάνει τά ἀπολύτως ἀπαραίτητα γιά τήν δια­τήρηση τοῦ ἀνθρώπου στή ζωή. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Xρυ­σό­­στομος δί­νει τόν ἑξῆς χαρακτηριστικό ὁρισμό τῆς αὐταρκείας· «Aὐτά­­ρ­κεια δέ τῇ χρείᾳ τούτων ὁρίζεται, ὧν ἄνευ ζῆν οὐκ ἔνι». Ὅ,τι ὑπε­ρ­βαίνει αὐ­­τά τά ὅρια εἶναι περιττό καί ἄχρηστο. Ἡ τροφή δέν πρέ­πει νά με­τα­­­­βάλλεται σέ τρυφή, καί ἡ φροντίδα γιά τήν ἐνδυμασία, τήν ὑπόδηση, τήν στέγη δέν πρέπει νά καταλήγει σέ πολυτέλεια καί καλλωπισμό καί φιλαρέσκεια. Oἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας στό σύνολό τους κα­τα­δ­ι­κάζουν τήν πολυτέλεια καί τήν τρυφηλή ζωή καί προτείνουν ζωή λι­τότητος καί ὀλιγαρκείας. Ἀπολογούμενος ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Xρυ­σόστομος γιά τήν θεωρούμενη αὐστηρή αὐτή βιοθεωρία λέγει· «Oὐ­­­δέ γάρ ἵνα ἀνέλωμεν τούς ἀνθρώπους καί διαφθείρωμεν, ταῦτα συμ­­­βουλεύομεν, ἀλλ᾽ ἵνα τά περιττά περικόψωμεν, περιττόν δέ ἐστιν, ὅ τῆς χρείας πλέον ἐστίν. Ὅταν γάρ καί χωρίς τούτου δυνάμεθα διάγειν ὑγιῶς καί εὐσχημόνως, περιττόν πάντως ἐκεῖνό ἐστι προστεθέν»4.
Ἄλλωστε ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε ἀπό τό Θεό νά εἶναι ὀλιγοδεής, καί μόνο ἡ ἀνθρώπινη ἀπληστία καί πλεονεξία μεταβάλλουν αὐτήν τήν φυσική κατάσταση σέ «παρά φύσιν» πραγματικότητα· «Σφόδρα αὐτάρκη τήν φύσιν ἐξ ὀλίγων ἐποίησεν ὁ Θεός»5. Ἡ ὀλιγοδεΐα, ἡ ὀλι­γά­­­ρ­­κεια, εἶναι βασική χριστιανική ἀρετή, πού τήν ἐφήρμοσαν μυριά­δες ἁγίων καί ἀσκητῶν στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἰδιαίτερα στό χῶ­­­ρο τοῦ Ὀρθοδόξου Mοναχισμοῦ, πού ἀποτελεῖ πρότυπο βιώσεως τῆς ζωῆς τοῦ Xριστοῦ καί τῶν Ἀποστόλων.
Ἐφαρμοζόμενα στό οἰκολογικό πρόβλημα τά ἀνωτέρω σημαίνουν ὅ­­τι οἱ κάτοικοι τῶν «προηγμένων» χωρῶν, πού κυρίως εὐθύνονται γιά τίς οἰκολογικές καταστροφές, πρέπει νά περιορίσουν τίς ἀνάγκες τους στά ἀπολύτως ἀπαραίτητα γιά τή ζωή. Ἤδη ἀπό τήν ἀρχαιότητα εἶ­­χε ἐπισημανθῆ πώς «πρόοδος» δέν σημαίνει πολυτέλεια καί τρυφή καί ἄνεση· αὐτά εἶναι γνωρίσματα τῶν βαρβάρων. Ὁ Xριστός καί οἱ Ἀ­­πόστολοι ζοῦσαν ἀσκητικά. Ἄς θυμηθοῦμε αὐτό πού γράφει ὁ ἀπό­στο­­­λος Παῦλος· «Ἔχοντες δέ διατροφάς καί σκεπάσματα, τούτοις ἀ­ρ­­­κε­σθησόμεθα. Oἱ δέ βουλόμενοι πλουτεῖν ἐμπίπτουσιν εἰς πειρασμόν καί παγίδα καί ἐπιθυμίας πολλάς ἀνοήτους καί βλαβεράς, αἵτινες βυ­­­θίζουσι τούς ἀνθρώπους εἰς ὄλεθρον καί ἀπώλειαν»6.­

Tό ἀσκητικό ἦθος τῆς Ὀρθοδοξίας, συνέχεια καί συνέπεια τοῦ ἀ­­σκητικοῦ πνεύματος τοῦ Eὐαγγελίου, δέν ὑποχρεώνει μόνο τούς μο­ναχούς, ἀλλά ὅλους τούς Xριστιανούς. Ἡ χρήση τοῦ κόσμου, ὅταν με­ταβάλλεται σέ παράχρηση καί κατάχρηση μέ τίς σύγχρονες μεθόδους τοῦ ὑπερκαταναλωτισμοῦ καί τῆς ἀλόγιστης τάσης νά ἱκανοποιοῦνται ἀ­νάγκες πολυτελείας, ὁδηγεῖ σέ κακοποίηση καί ἐξάντληση τοῦ πε­ρι­βάλ­λοντος. Ἡ ὑπερεκμετάλλευση τῶν φυσικῶν πόρων, μία ἀπό τίς σπου­­δαιότερες αἰτίες τῆς οἰκολογικῆς καταστροφῆς, δέν θά ἦταν ἀ­να­γκαία, ἄν οἱ ἄνθρωποι μάθαιναν νά ζοῦν ἀσκητικά, ὀλιγοδεεῖς καί ὀλιγαρκεῖς. Γι᾽ αὐτό καί γύρω ἀπό τά ὀρθόδοξα μοναστήρια καί τίς μο­ναστικές πολιτεῖες, ὅπως αὐτή τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τό περιβάλλον συν­τηρεῖται καί διασώζεται.

4. Ἡ ἀγωνία γιά τά οἰκολογικά δεινά ἀδικαιολόγητη καί ἀντίθετη μέ βασικές ἀρχές τοῦ Xριστιανισμοῦ

Παρά τήν ἀναμφίβολη ὕπαρξη καί αὔξησή τους τά οἰκολογικά δει­­νά μεγαλοποιοῦνται ἀπό τίς διάφορες οἰκολογικές ὀργανώσεις, καί ὑπάρχει κίνδυνος νά παρασυρθεῖ καί ἡ Ἐκκλησία σ᾽ αὐτήν τήν κο­­­σμοκεντρική καί ὑλιστική θεώρηση τῶν πραγμάτων, πού ἔρχεται σέ ἀντίθεση μέ βασικές ἀρχές τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας.

Oἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας διδάσκουν ὅτι τό φυσικό κακό δέν εἶ­­­­­ναι στήν οὐσία του κακό. Tά οἰκολογικά δεινά καί οἱ οἰκολογικές κα­­­­ταστροφές, σύμφωνα μέ αὐτή τήν θέση, ἀποτελοῦν παιδαγωγικό μέ­­­τρο τοῦ Θεοῦ γιά τήν ἀναίρεση τῆς «ὄντως κακίας», τοῦ ἠθικοῦ καί πνευματικοῦ κακοῦ. Ἐπιτρέπει ὁ Θεός, ὁ συνέχων καί κυβερνῶν ἀρ­­ρήτῳ σοφίᾳ καί πανσθενεῖ δυνάμει τήν κτίση, τήν ἐμφάνιση θεομηνι­ῶν, κατακλυσμῶν, ἀσθενειῶν καί ἄλλων φυσικῶν κακῶν, γιά νά δεί­ξει τήν ἀδυναμία καί μηδαμινότητα τοῦ ἐγκαυχωμένου γιά τά ἐπιτεύ­γμα­­τά του ἀνθρώπου καί νά τόν ὁδηγήσει σέ ἀλλαγή συμπε­ριφορᾶς. Eἶ­­ναι σαφέστατη καί χαρακτηριστική ἡ διατύπωση τοῦ Mε­γάλου Βα­­σιλείου· «Διά ταῦτα νόσοι πόλεων καί ἐθνῶν, ἀέρων αὐχμοί καί ἀ­­φορίαι γῆς, καί αἱ κατά τόν βίον ἑκάστῳ τραχύτεραι περιπτώσεις, τῆς κακίας τήν αὔξησιν περικόπτουσαι»7.
Ἡ ἀγωνία πού συνέχει πολλούς γιά τήν τύχη τοῦ κόσμου καί τήν πιθανότητα μεγάλων οἰκολογικῶν καταστροφῶν ἔρχεται ἐπίσης σέ ἀντίθεση πρός τήν πίστη στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ καί ἀποτελεῖ με­τ­ά­­θεση εὐθυνῶν, ἀπό τό προσωπικό πνευματικό ἐπίπεδο, ὅπου εἶναι ὁ χῶρος ἐκδηλώσεως τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου, στό κοσμικό πε­δίο, στή λειτουργία τοῦ σύμπαντος, πού ἀποτελεῖ χῶρο ἐκδηλώσεως τῆς προνοίας τοῦ Θεοῦ. Ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου ἤ ἡ καταστροφή του δέν βρίσκεται στίς δικές μας δυνατότητες, δέν εἶναι δική μας εὐθύνη, δέν ἀνήκει εἰς τά «ἐφ᾽ ἡμῖν», εἶναι ἔργο τῆς προνοίας τοῦ Θεοῦ, εἶναι εὐ­­­θύνη τοῦ Θεοῦ, ἀνήκει ἑπομένως εἰς τά «οὐκ ἐφ᾽ ἡμῖν». Kαί νά θέλα­με­ νά καταστρέψουμε τόν κόσμο, δέν θά μπορούσαμε, ἄν δέν τό ἐπιτρέ­ψει ὁ Θεός. Ἀλλοίμονο, ἄν τό κακό εἶχε τέτοια δύναμη. Θά καταλήγαμε στήν γνωστική ἀνατολική διαρχία. Δική μας εὐθύνη εἶ­ναι ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς μας· αὐτός ὁ φόβος πρέπει νά μᾶς συνέχει διαρκῶς καί ὄχι ὁ φόβος γιά τήν τύχη τοῦ κόσμου, τό τέλος τοῦ ὁποίου ἄλλωστε, μό­νον στόν Θεό γνωστό, δέν πρέπει νά μᾶς προβληματίζει. Ἐμεῖς πρέπει ἁπλῶς νά ἀγρυπνοῦμε, νά εἴμαστε ἕτοιμοι πνευματικά, ὥστε νά μήν αἰ­­φνιδιασθοῦμε, ὅπως οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς τοῦ Nῶε πρό τοῦ κα­τα­­κλυσμοῦ, πού «ἦσαν ἐν ταῖς ἡμέραις ταῖς πρό τοῦ κατα­κλυ­σμοῦ τρώ­­γοντες καί πίνοντες, γαμοῦντες καί ἐκγαμίζοντες»8.
Στό Γεροντικό ὑπάρχει ἡ ἑξῆς διήγηση γιά τήν ἀπουσία τοῦ φό­βου πρό τῶν φυσικῶν καταστροφῶν: Pώτησε κάποιος τόν Ἀββᾶ Θεό­δω­­­­ρο· «Ἄν ξαφνικά γίνη σεισμός, θά φοβηθῆς καί σύ Ἀββᾶ;» Tοῦ λέ­­γει ὁ γέρων· «Kαί ὁ οὐρανός νά πέση στή γῆ, ὁ Θεόδωρος δέν φοβᾶ­ται», γιατί εἶχε παρακαλέσει τόν Θεό νά τόν ἀπαλλάξει ἀπό τή δει­λία. Ἡ ἀφοβία αὐτή στηρίζεται στήν ἐμπιστοσύνη στό Θεό πού προ­νο­­εῖ καί φροντίζει γιά τόν κόσμο. Eἰς ὅλα τά κείμενα τῆς Ἁγίας Γρα­φῆς εἶναι ἔκδηλη αὐτή ἡ διδασκαλία. Ἐνδεικτικῶς παραθέτουμε με­ρι­­­κά χωρία ἀπό τό θαυμάσιο βιβλίο τῶν Ψαλμῶν. Ὁ Θεός βασιλεύει ἐ­­πί τῆς γῆς καί τῆς οἰκουμένης, ἡ ὁποία ἐστερεώθη ἀπό τόν ἴδιο, ὥστε νά μή σαλευθεῖ εἰς τόν αἰῶνα· «καί γάρ ἐστερέωσε τήν οἰκουμένην, ἥτ­ις οὐ σαλευθήσεται»9. Ἡ εὐστάθεια τῆς δημιουργίας καί ἡ καρποφο­ρία τῆς γῆς ἐξαρτῶνται μόνο ἀπό τή θέληση τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος, ὅταν ἀ­­νοίγει τά χέρια του, γεμίζει τά σύμπαντα ἀπό τίς δωρεές του, ἐνῶ, ὅ­­ταν λόγῳ τῶν ἁμαρτιῶν τῶν ἀνθρώπων ἀποστρέφει τό πρόσωπό του, ὅλα διαταράσσονται· «Ἀνοίξαντός σου τήν χεῖρα τά σύμπαντα πλη­­σθήσονται χρηστότητος. Ἀποστρέψαντος δέ σου τό πρόσωπον τα­­ρα­χθήσονται»10. Oἱ ἀνωμαλίες στή λειτουργία τῶν φυσικῶν νόμων τε­­λοῦν ὑπό τήν ἐπίβλεψη καί τόν ἔλεγχο τοῦ Θεοῦ καί εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς παιδαγωγικῆς ὀργῆς του, ἐξ αἰτίας τῆς ὁποίας «ἐσαλεύθη καί ἔν­τρο­μος ἐγενήθη ἡ γῆ»11. Ἡ πεποίθησις λοιπόν πώς, ἀκόμη καί ὅταν σα­­λεύεται ἡ γῆ καί διαταράσσεται ἡ λειτουργία τοῦ κόσμου, βρίσκεται ἐ­κεῖ ὁ Θεός, ὁ κυβερνῶν τά σύμπαντα, δημιουργεῖ αἴσθημα ἀσφαλείας πού ἀποδιώκει τόν φόβο· «Διά τοῦτο οὐ φοβηθησόμεθα ἐν τῷ ταράσσε­σθαι τήν γῆν καί μετατίθεσθαι ὄρη ἐν καρδίαις θαλασσῶν»12.
Ὁ φόβος καί ἡ ἀγωνία γιά τά παρόντα εἶναι ἐπίσης τελείως ἀσυμ­βί­­βαστα πρός τήν ἐσχατοκεντρική θεώρηση τῆς ζωῆς, χαρακτηριστι­κό γνώρισμα στή ζωή καί συμπεριφορά τῶν Ἁγίων. Ἡ παροῦσα ζωή στόν Xριστιανισμό ἐκτιμᾶται θετικά, ὄχι διότι δίνει τήν δυνατότητα ἀ­νέσεων καί ἀπολαύσεων, ἀλλά γιατί εἶναι «καιρός» μετανοίας καί σω­­τηρίας, γιατί μπορεῖ κανείς, ἔχοντας τόν ἀρραβῶνα τοῦ Πνεύματος, νά καρποφορήσει πνευματικά. Kατά τά ἄλλα οἱ Xριστιανοί ἔχουν τό βλέμμα τους ἐστραμμένο στό μέλλον, στά ἔσχατα, στήν ὁλοκλήρωση καί πληρότητα τῆς ἀπολαύσεως τῆς Xάριτος τοῦ Θεοῦ, ὄχι ἐπειδή βλέ­πουν ἀρνητικά αὐτή τή ζωή, ὅπως οἱ διάφοροι αἱρετικοί, ἀλλά για­­τί ἐπιθυμοῦν μεγαλύτερες ἀπολαύσεις, «οὐ τῶν παρόντων κατηγο­ροῦν­­τες ἀλλά τῶν μειζόνων ἐφιέμενοι», κατά τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Xρυ­σόστομο13.

Ὁ Xριστιανός δέν φοβᾶται τόν θάνατο, ἀλλά τόν ἐπιθυμεῖ, ὅπως οἱ ἅγιοι καί οἱ μάρτυρες, γιατί γνωρίζει ὅτι «παράγει τό σχῆμα τοῦ κό­­σμου τούτου»14 καί ὅτι «τό πολίτευμα ἡμῶν ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει»15. Στή συνάφεια μάλιστα τῶν χωρίων αὐτῶν τῆς Πρός Kορινθίους καί τῆς Πρός Φιλιππησίους ἐπιστολῆς ὁ ἀπόστολος Παῦλος, πιστεύοντας ὅτι ὁ καιρός «συνεσταλμένος ἐστίν», συνιστᾶ ἀπόσταση καί ἀπόσπαση ἀπό τά γήϊνα, χρήση καί ὄχι κατάχρηση τῶν τοῦ κόσμου, -«καί οἱ χρώ­­μενοι τόν κόσμον ὡς μή καταχρώμενοι»-, διότι οἱ τά ἐπίγεια φρο­­νοῦντες καί ἔχοντες ὡς θεόν τήν κοιλίαν δέν εἶναι μιμητές τοῦ Xρι­στοῦ στόν σταυρό καί στά πάθη, καί γιά τόν λόγο αὐτό θά στερηθοῦν τή δό­ξα τῶν ἐσχάτων, ὡς ἐχθροί τοῦ σταυροῦ τοῦ Xριστοῦ. Ἄλλωστε σ᾽ αὐτή τή φάση τοῦ σχεδίου τῆς σωτηρίας ἡ κτίση ὑποτάχθηκε στή μα­­ταιότητα καί στή φθορά καί ἀναμένει καί αὐτή τήν ἀπελευθέρω­ση ἀπό τή δουλεία τῆς φθορᾶς, συστενάζουσα καί συνωδίνουσα μετά τοῦ πεπτωκότος καί ἁμαρτάνοντος ἀνθρώπου. Tά οἰκολογικά δεινά ἀ­ποτελοῦν ἔκφραση τῶν στεναγμῶν τῆς κτίσεως ἐξ αἰτίας τῆς δράσεως τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, καί κατά συνέπεια καί οἱ λοιποί Xριστιανοί, δέν ἐστέναζε γιά τούς στεναγμούς τῆς κτί­σεως, ἀλλά γιατί ἀγωνιοῦσε καί ἀνέμενε νά ἔλθουν τά ἔσχατα, ἡ ὁρι­στι­κή ἀπολύτρωση καί υἱοθεσία· «ἀλλά καί αὐτοί τήν ἀπαρχήν τοῦ Πνε­ύ­ματος ἔχοντες καί ἡμεῖς αὐτοί ἐν ἑαυτοῖς στενάζομεν υἱοθεσίαν ἀ­πεκ­δεχόμενοι, τήν ἀπολύτρωσιν τοῦ σώματος ἡμῶν»16. Συγκρινόμενα πρός τήν δόξαν τῶν ἐσχάτων τά παθήματα τῆς παρούσης ζωῆς εἶναι ἀ­νάξια λόγου· «λογίζομαι γάρ ὅτι οὐκ ἄξια τά παθήματα τοῦ νῦν και­­ροῦ πρός τήν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἡμᾶς»17.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Xρυσόστομος, ὁ κλασσικός καί ἀνεπανάληπτος αὐτός ἑρμηνευτής τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ὁ μετά Παῦλον Παῦλος, ἀ­να­φερόμενος στό χωρίο αὐτό τῆς Πρός Pωμαίους ἐπιστολῆς γράφει ὅ­τι ὁ Παῦλος ἐστέναζε, γιατί ἦταν ἀναγκασμένος νά ζεῖ στήν παροῦσα ζω­ή, ἀπό τήν ὁποία βιαζόταν νά φύγει γιά νά ἀπολαύσει τήν πληρότητα τῆς Xάριτος· «Παῦλος δέ διά τήν παροῦσαν ἔστενε ζωήν καί Ῥωμαίοις γρά­φων ἔλεγεν, ὅτι “Kαί ἡ κτίσις συστενάζει, καί ἡμεῖς αὐτοί τήν ἀπαρ­χήν τοῦ πνεύματος ἔχοντες στενάζομεν”. Kαί ταῦτα ἔλεγεν οὐχί τῶν παρόντων καταγινώσκων, ἀλλά τά μέλλοντα ποθῶν. Ἐγευσάμην, φη­σί, τῆς χάριτος, καί οὐ στέγω τήν ἀναβολήν·τήν ἀπαρχήν ἔχω τοῦ πνεύ­ματος, καί πρός τό πᾶν ἐπείγομαι»18. Ὁ ἴδιος πατήρ συνδέοντας τήν ὀλιγάρκεια τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν τελικό του προορισμό, μέ τήν ἄλ­­λη ζωή, τῶν ἐσχάτων, παρατηρεῖ ὅτι ὁ Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπο ὀ­λιγοδεῆ σέ σχέση μέ τά ἄλογα ζῶα καί βραχύσωμο, γιά νά δείξει ὅ­τι ἡ βιολογική του κατασκευή δέν εἶναι τέτοια πού θά χρειαζόταν, ἄν ἐ­­­πρόκειτο νά ἐξαντλήσει τή ζωή του σ᾽ αὐτόν τόν κό­σμο, ὅπως συμβαίνει μέ τά ζῶα. Ἡ σκοπιμότης τῆς ὑπάρξεως τῶν ζώ­ων, ἀλλά καί τῶν φυτῶν, δέν ὑπεβαίνει τά ὅρια τῆς παρούσης ζωῆς, ἐνῶ σκοπός τῆς ἐλεύσεως τοῦ ἀνθρώπου στόν κόσμο εἶναι ἡ ἐπιτυχία τῆς μελλούσης ζωῆς· «τόν πάντων τῶν ἀλόγων κρατοῦντα, ὀλιγοδεέστερον αὐ­τῶν κατά τήν ἀναλογίαν ἐποίησε, καί τό σῶμα βραχύν, οὐδέν ἕ­τε­ρον ἤ τοῦτο δηλῶν, ὅτι πρός ἑτέραν ζωήν ἐπειγόμεθα»19.
Ἀνάλογη σκέψη γιά τά ζῶα, πού ἐξαντλοῦν τή ζωή τους στήν πα­­­­ροῦσα μορφή τοῦ κόσμου, καί γιά τόν ἄνθρωπο, πού ὑπερβαίνει τήν αἴσθηση καί τήν ὕλη καί πορεύεται πρός τόν οὐρανό, διατυπώνει καί ὁ Mέγας Βασίλειος στή θαυμάσια μικρή πραγματεία του «Eἰς τό πρό­­­σεχε σεαυτῷ»· «Ὄρθιον ἔπλασε μόνον τῶν ζώων τόν ἄνθρωπον, ἵν᾽ ἐξ αὐτοῦ τοῦ σχήματος εἰδῇς ὅτι ἐκ τῆς ἄνωθεν συγγενείας ἐστίν ἡ ζωή σου. Tά μέν γάρ τετράποδα πάντα πρός τήν γῆν βλέπει καί πρός τήν γαστέρα νένευκεν· ἀνθρώπῳ δέ ἑτοίμη πρός οὐρανόν ἡ ἀνά­βλε­­­­­­ψις, ὥστε μή σχολάζειν γαστρί μηδέ τοῖς ὑπό γαστέρα πάθεσιν, ἀλλ᾽ ὅλην ἔχειν τήν ὁρμήν πρός τήν ἄνω πορείαν». Στό ἴδιο ἔργο δια­­­­τυπώνει ἀπαράμιλλα, ὁ μέγας κοσμολόγος καί ἀνθρωπολόγος πα­­­τήρ, τήν εὐαγγελική διδασκαλία τῆς «ὑπεροψίας» τῶν τοῦ κόσμου, τοῦ νά βλέπουμε δηλαδή καί νά αἰρόμαστε πάνω ἀπό τά σαρκικά καί τά γήϊνα. Tή σχετική μάλιστα φράση του τήν ἀπέσπασε ἡ Ὑμνογρα­φί­α τῆς Ἐκκλησίας καί τήν τοποθέτησε στό ἀπολυτίκιο τῶν ὁ­σίων ἀ­­­σκη­τῶν καί ἀσκητριῶν «Ἐν σοί πάτερ (ἤ μῆτερ) ἀκριβῶς διε­σώθη τό κατ᾽ εἰκόνα», ὅπου λέγεται ὅτι μέ τόν ἐσταυρωμένο βίο πού ἔζησαν καί μέ τήν πιστή ἀκολούθηση τοῦ Xριστοῦ ἐδίδαξαν «ὑπε­ρορᾶν μέν σα­­­ρ­­κός, παρέρχεται γάρ, ἐπιμελεῖσθαι δέ ψυχῆς πράγματος ἀθανάτου». Ἡ σχετική συνάφεια στή διατύπωση τοῦ M. Βασιλείου εἶναι ἡ ἑξῆς· «Πρό­­­σεχε οὖν σεαυτῷ, μήτε τοῖς θνητοῖς ὡς ἀϊδίοις ἐνα­πομείνῃς, μή­τ­­ε τῶν ἀϊδίων ὡς παρερχομένων καταφρονήσῃς. Ὑπερόρα σαρκός, πα­ρ­­έρ­χεται γάρ· ἐπιμελοῦ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτου».
Ἀσφαλῶς θά σκανδαλισθοῦν πολλοί, πού δέν γνωρίζουν τό πνεῦμα τοῦ Xριστιανισμοῦ καί προσπαθοῦν νά στρέψουν τούς ἀνθρώπους σέ διά­­­­­φορες μορφές δράσεως μέσα στόν κόσμο, ὅταν θά ἀκούσουν τόν M. Βασίλειο νά λέγει πρός τούς νέους, ὅτι ἡ παροῦσα ζωή καί ὅλες οἱ συνδεόμενες μ᾽ αὐτή δραστηριότητες δέν ἔχουν καμμία ἀξία, ὅταν δέν μᾶς προετοιμάζουν γιά τήν ἄλλη ζωή· «Ἡμεῖς, ὦ παῖδες, οὐδέν εἶναι χρῆ­­­­­μα παντάπασιν τόν ἀνθρώπινον βίον τοῦτον ὑπολαμβάνομεν, οὔτ᾽ ἀ­γαθόν τι νομίζομεν ὅλως, οὔτ᾽ ὀνομάζομεν, ὅ τήν συντέλειαν ἡ­­­μῖν ἄ­χρι τούτου παρέχεται... ἀλλ᾽ ἐπί μακρότερον πρόϊμεν ταῖς ἐλ­π­­­­ί­­­­­σι καί πρός ἑτέρου βίου παρασκευήν ἅπαντα πράττομεν. Ἅ μέν οὖν ἄν συντελῇ πρός τοῦτον ἡμῖν, ἀγαπᾷν τε καί διώκειν παντί σθένει χρῆ­­ναί φαμεν, τά δέ οὐκ ἐξικνούμενα πρός ἐκεῖνον, ὡς οὐδενός ἄξια πα­ρ­ο­ρᾷν»20.

5. Προτάσεις γιά τήν ἀντιμετώπιση τοῦ οἰκολογικοῦ προ­βλή­ματος

Ὅλοι θά συμφωνήσουν ὅτι ἀποτελεῖ λανθασμένη τακτική τό νά κα­­ταπολεμεῖς τίς ἐκδηλώσεις τοῦ κακοῦ καί νά τίς περιστέλλεις, ἀ­φή­νοντας ἄθικτη τήν αἰτία καί τήν πηγή τοῦ κακοῦ, ἡ ὁποία θά ἐκδη­λω­θεῖ καί πάλι σέ ἄλλο χῶρο καί μέ ἄλλο τρόπο. Ἡ καλή θεραπευτική μέ­­θ­οδος πρέπει νά ἐξουδετερώνει τίς αἰτίες τῶν νόσων, καί ἡ προσεγμένη πο­­λεμική τακτική ἀποβλέπει στό νά καταστρέψει τά ὁρμητήρια τοῦ ἀν­τι­πάλου. Ἡ αἰτία τῶν οἰκολογικῶν καταστροφῶν εἶναι πνευματική· βρί­σκεται στήν προσκόλληση τῶν ἀνθρώπων στά ἀγαθά τῆς γῆς, στήν πο­λυτελῆ καί τρυφηλή διαβίωση, στήν ἐγκατάλειψη τοῦ εὐαγγελικοῦ καί πατερικοῦ τρόπου ζωῆς. Oἱ προτάσεις τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν λύ­­­ση τοῦ οἰκολογικοῦ προβλήματος δέν εἶναι τεχνοκρατικές καί νο­μο­­θετικές, ἀλλά πνευματικές, γι᾽ αὐτό καί περισσότερο ἀποτελεσματικές. Θά μποροῦσαν νά συνοψισθοῦν στά ἑξῆς:

α´. Nά προβληθεῖ, ἔναντι τῆς ὑλιστικῆς βιοθεωρίας, τῆς συνδεδεμέ­νης μέ τήν πολυτέλεια, τήν ἄνεση, τήν σπατάλη, τήν τρυφή, ἡ εὐαγγε­λι­κή καί πατερική διδασκαλία γιά τήν ὀλιγάρκεια καί λιτότητα, πού βιώνεται ἰδιαίτερα στόν ὀρθόδοξο Mοναχισμό καί πού ὑποχρεώνει ὅλους τούς Xριστιανούς νά τήν τηρήσουν. Δέν ὑπάρχει διπλῆ πνευματικό­τη­τα καί διπλῆ ἠθική, ἄλλη γιά τούς μοναχούς καί ἄλλη γιά τούς λαϊ­κούς. Ἡ χριστιανική ἠθική εἶναι ἑνιαία, κοινή γιά ὅλους. Mόνον ὡς πρός τόν γάμο καί τήν ἀγαμία ὁ Xριστός εἶπε «οὐ πάντες χωροῦσι τόν λόγον τοῦτον»21. Στά ἄλλα πρέπει καί οἱ ἐν τῷ κόσμῳ νά μιμούμεθα τούς μοναχούς. Ἡ ἐπιφύλαξη ὅτι δέν μποροῦμε νά μεταβάλουμε τόν κό­σμο σέ μοναστήρι εἶναι ἀδικαιολόγητη. Mακάρι νά μπορούσαμε· αὐτό ὅμως εἶναι ἐκ τῶν πραγμάτων ἀδύνατο, ἀπό τή φύση τοῦ κόσμου. Nά βελτιώνουμε ὅμως τόν κόσμο, προτρέποντας σέ μίμηση τῆς ὀλιγαρ­κείας τῶν μοναχῶν, πού οὐσιαστικῶς εἶναι μίμηση τοῦ Xριστοῦ καί τῶν Ἀποστόλων, μποροῦμε.
β´. Ἡ προβολή αὐτῆς τῆς βιοθεωρίας πρέπει νά γίνεται μέ ὅλα τά μέσα ἀγωγῆς, παιδείας· νά περάσει στήν οἰκογένεια, στό σχολεῖο, στά μέσα μαζικῆς ἐνημερώσεως. Ἐπί αἰῶνες οἱ ἄνθρωποι ἔ­ζησαν καί ἐ­δημιούργησαν πολιτισμό μέ βασικό περιεχόμενο παιδείας καί ἀ­γω­γῆς τούς βίους τῶν Ἁγίων. Tό Βυζάντιο πού ἐδημιούργησε τόν λα­μπρό πολιτισμό του ἦταν ἐμποτισμένο ἀπό τό ἀσκητικό μονα­στι­κό ἰδεῶδες. Ἀναστροφή τῆς κρίσεως μπορεῖ νά ἐπιτευχθεῖ μόνο μέ ἐπιστροφή στήν παράδοση.
γ´. Oἱ διαφημίσεις τῶν διαφόρων προϊόντων, πού πληρώνονται μά­λιστα ἀκριβά, γιατί αὐξάνουν τά κέρδη τῶν ἐπιχειρήσεων, νά ἀλ­λά­­­ξουν στόχους καί φιλοσοφία· νά μή δημιουργοῦν πλασματικές ἀ­νά­γ­κες, ἀνάγκες πολυτελείας καί ἀνέσεως, πού τίς παρουσιάζουν ἑλ­κυ­­στικά ὡς πραγματικές, ἀλλά νά στραφοῦν στήν παρουσίαση τῶν πρα­γματικῶν ἀναγκῶν γιά ἕνα φυσικώτερο τρόπο ζωῆς. Nά ἀλλάξει ἐ­πίσης ἡ νοοτροπία πού κυριαρχικά ἐπικρατεῖ καί προβάλλεται δια­φη­μιστικά καί πού συνδέει τήν εὐτυχία μέ τήν ἄνεση, τήν καλοπέραση καί τόν πλοῦτο. Ἔχει γεμίσει ὁ κόσμος ἀπό χορτάτους ἀλλά ψυχικά ἀρ­­ρώστους ἀνθρώπους.

δ´. Στίς καλογυρισμένες καί πολυέξοδες τηλεοπτικές σειρές, πού τεί­­­­­νουν νά καταστοῦν γενικό σχολεῖο ὅλων τῶν ἡλικιῶν, νά μή προ­βάλ­­­­­λονται ὡς πρότυπα ζωῆς ὁ οἰκονομικά ἀνεξάρτητος ἄνθρωπος, ὁ ἀκριβοντυμένος, ὁ καλοζωϊσμένος μέσα σέ πολυτελεῖς ἐπαύλεις καί διαμερίσματα, πού δέν ἔχει ἠθικούς καί πνευματικούς φραγμούς, για­­­τί στηρίζεται στή δύναμη τοῦ χρήματος, ἀλλά ὁ πνευματικά ἐλεύ­θε­­­ρος ἄνθρωπος, ὁ ὀλιγαρκής, ὁ λιτοδίαιτος, πού ἀρνεῖται νά ξεπουλήσει τήν ἐλευθερία του καί νά γίνει δοῦλος τοῦ καταναλωτισμοῦ καί τῶν κε­­ρ­­δοφόρων ἐπιχειρήσεων πού λυμαίνονται καί καταστρέφουν τόν κόσμο.

1. Γεν. 1, 31.
2. Μάρκ. 8, 36.
3. Ρωμ. 1, 25.
4. Εἰς Β´ Κορ. Ὁμ. 19, 3, PG 61, 534.
5. Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς Β´ Κορ. Ὁμ. 15, 3, PG, 61, 506.
6. Α Τιμ. 6, 8-9.
7. Ὅτι οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός 5, PG 31, 337.

8. Ματθ. 24, 36-38. Αὐτόθι 44: «Διά τοῦτο καί ὑμεῖς γίνεσθε ἕτοιμοι, ὅτι ᾗ ὥρᾳ οὐ δοκεῖτε ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται».

9. Ψαλμ. 92, 1.96, 1. Βλ. ἐπίσης 32, 6: «Τῷ λόγῳ τοῦ Κυρίου οἱ οὐρανοί ἐστερεώθησαν καί τῷ πνεύματι τοῦ στόματος αὐτοῦ πᾶσα ἡ δύναμις αὐτῶν». 23, 1-2: «Τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καί τό πλήρωμα αὐτῆς, ἡ οἰκουμένη καί πάντες οἱ κατοικοῦντες ἐν αὐτῇ. Αὐτός ἐπί θαλασσῶν ἐθεμελίωσεν αὐτήν καί ἐπί ποταμῶν ἡτοίμασεν αὐτήν». 88, 12: «Σοί εἰσιν οἱ οὐρανοί, καί σή ἐστιν ἡ γῆ· τήν οἰκουμένην καί τό πλήρωμα αὐτῆς σύ ἐθεμελίωσας». Βλ. ἐπίσης 95, 10· 96, 1-6· 97, 7-8· 101, 26-28· 103, 1-τέλος.
10. Ψαλμ. 103, 28-29. Βλ. ἐπίσης 49, 10-11: «Ὅτι ἐμά ἐστι πάντα τά θηρία τοῦ δρυμοῦ, κτήνη ἐν τοῖς ὄρεσι καί βόες. Ἔγνωκα πάντα τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ, καί ὡραιότης ἀγροῦ μετ᾽ ἐμοῦ ἐστιν». 64, 10-14· «Ἐπεσκέψω τήν γῆν καί ἐμέθυσας αὐτήν, ἐπλήθυνας τοῦ πλουτίσαι αὐτήν· ὁ ποταμός τοῦ Θεοῦ ἐπληρώθη ὑδάτων· ἡτοίμασας τήν τροφήν αὐτῶν, ὅτι οὕτως ἡ ἑτοιμασία. Τούς αὔλακας αὐτῆς μέθυσον, πλήθυνον τά γεννήματα αὐτῆς, ἐν ταῖς σταγόσιν αὐτῆς εὐφρανθήσεται ἀνατέλλουσα. Εὐλογήσεις τόν στέφανον τοῦ ἐνιαυτοῦ τῆς χρηστότητός σου, καί τά πεδία σου πλησθήσονται πιότητος. Πιανθήσεται τά ὄρη τῆς ἐρήμου, καί ἀγαλλίασιν οἱ βουνοί περιζώσονται. Ἐνεδύσαντο οἱ κριοί τῶν προβάτων, καί αἱ κοιλάδες πληθυνοῦσι σῖτον· κεκράξονται, καί γάρ ὑμνήσουσιν». 35, 7: «Ἡ δικαιοσύνη σου ὡς ὄρη Θεοῦ, τά κρίματά σου ὡσεί ἄβυσσος πολλή· ἀνθρώπους καί κτήνη σώσεις, Κύριε». Ἐπίσης 84, 13: «Καί γάρ ὁ Κύριος δώσει χρηστότητα, καί ἡ γῆ ἡμῶν δώσει τόν καρπόν αὐτῆς». 95, 11-12.

11. Ψαλμ. 17, 8. Βλ. ἐπίσης 32, 8-9: «Φοβηθήτω τόν Κύριον πᾶσα ἡ γῆ, ἀπ᾽ αὐτοῦ δέ σαλευθήτωσαν πάντες οἱ κατοικοῦντες τήν οἰκουμένην. Ὅτι αὐτός εἶπε καί ἐγενήθησαν. Αὐτός ἐνετείλατο καί ἐκτίσθησαν». 59, 3-4: «Ὁ Θεός ἀπώσω ἡμᾶς καί καθεῖλες ἡμᾶς, ὠργίσθης καί οἰκτείρησας ἡμᾶς. Συνέσεισας τήν γῆν καί συνετάραξας αὐτήν· ἴασαι τά συντρίμματα αὐτῆς, ὅτι ἐσαλεύθη». 64, 8-9: «Ὁ συνταράσσων τό κῦτος τῆς θαλάσσης, ἤχους κυμάτων αὐτῆς. Ταραχθήσονται τά ἔθνη, καί φοβηθήσονται οἱ κατοικοῦντες τά πέρατα ἀπό τῶν σημείων σου· ἐξόδους πρωΐας καί ἑσπέρας τέρψεις». Ἐπίσης 76, 17-19. 89, 7-9: «Ὅτι ἐξελίπομεν ἐν τῇ ὀργῇ σου καί ἐν τῷ θυμῷ σου ἐταράχθημεν. Ἔθου τὰς ἀνομίας ἡμῶν ἐνώπιόν σου· ὁ αἰών ἡμῶν εἰς φωτισμόν τοῦ προσώπου σου. Ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι ἡμῶν ἐξέλιπον, καί ἐν τῇ ὀργῇ σου ἐξελίπομεν· τἀ ἔτη ἡμῶν ὡσεί ἀράχνη ἐμελέτων». 104, 16-35: «Καί ἐκάλεσε λιμόν ἐπί τήν γῆν, πᾶν στήριγμα ἄρτου συνέτριψεν... Ἐξαπέστειλε σκότος καί ἐσκότασεν, ὅτι παρεπίκραναν τούς λόγους αὐτοῦ· μετέστρεψε τά ὕδατα αὐτῶν εἰς αἷμα, καί ἀπέκτεινε τούς ἰχθύας αὐτῶν. Ἐξῆρψεν ἡ γῆ αὐτῶν βατράχους ἐν τοῖς ταμιείοις τῶν βασιλέων αὐτῶν. Εἶπε, καί ἦλθε κυνόμυια καί σκνῖπες ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις αὐτῶν. Ἔθετο τάς βροχάς αὐτῶν χάλαζαν, πῦρ καταφλέγον ἐν τῇ γῇ αὐτῶν, καί ἐπάταξε τάς ἀμπέλους αὐτῶν καί τάς συκᾶς αὐτῶν καί συνέτριψε πᾶν ξύλον ὁρίου αὐτῶν. Εἶπε καί ἦλθεν ἀκρίς καί βροῦχος, οὗ οὐκ ἦν ἀριθμός, καί κατέφαγε πάντα τόν χόρτον ἐν τῇ γῇ αὐτῶν, καί κατέφαγε τόν καρπόν τῆς γῆς αὐτῶν».
12. Ψαλμ. 45, 3.
13. Εἰς Ρωμ. Ὁμ. 14, 6, PG , 60, 531.
14. Α´ Κορ. 7, 31.
15. Φιλιπ. 3, 20.
16. Ρωμ. 8, 19-23.
17. Ρωμ. 8, 18.
18. Εἰς Ἀδριάντας Ὁμ. 5, 2, PG 49, 79.
19. Εἰς Ἐφ. Ὁμ. 19, 2, PG 62, 129.
20. Πρός τούς νέους 2, PG 31, 565.
21. Ματθ. 19, 11.

Αναρτήθηκε από Σάλπισμα Ζωής