Τετάρτη 5 Μαΐου 2021

Τι δεν καταλαβαίνουμε Άγιοι Ιεράρχες;

Γράφει ο Γιώργος Παύλος
Καθ. Φυσικής και Φιλοσοφίας ΔΠΘ


Με όσα κριτικώς γράφουμε ακολούθως όχι μόνο δεν επιθυμούμε να προσβάλουμε το επισκοπικό αξίωμα, αλλά όλως αντιθέτως θέλουμε όντως να τιμήσουμε το αξίωμα του επισκόπου, το οποίο μειώνεται και σμικρύνεται με την σμίκρυνση του Χριστού κατά την μετακίνηση της εορτής της Αναστάσεως από την Κυριακή στο Μέγα και Ιερό Σάββατο.

Διότι ο επίσκοπος ως διάδοχος των Αποστόλων φέρει επ αυτού τον ίδιο τον Χριστό και ζώντα Θεό εν τη Εκκλησία και δια της Εκκλησίας.

Πολλοί αξιοσέβαστοι επίσκοποι με πραγματικά άγιο βίο, και άλλοι εκκλησιαστικοί ή και λαϊκοί, προσπάθησαν να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα όσον αφορά στην αλλαγή της ώρας τέλεσης του Μυστηρίου της Αναστάσεως διακόσια χρόνια μετά το 1821, στο συμβολικό και μαρτυρικό έτος 2021, κατά μετάθεση από την Κυριακή του Πάσχα στο Μέγα Σάββατο.

Όμως η Εκκλησία είναι σαφής όταν ψάλλει: ῾῾Αὔτη ἡ κλητὴ καὶ ἁγία ἡμέρα, ἡ μία τῶν Σαββάτων, ἡ βασιλὶς καὶ κυρία, ἑορτὴ ἑορτῶν καὶ πανήγυρις ἐστὶ πανηγύρεων᾽᾽ (Ειρμός 8ης Ωδής του Κανόνα του Πάσχα, Όρθρος της Αναστάσεως).

Γι᾽ αυτό η εκτροπή εφέτος το Πάσχα ήταν τεράστια και ασυγχώρητη. Είναι σμίκρυνση του Χριστού του ιδίου. Διότι η Κυριακή της Αναστάσεως είναι εορτή εορτών, βασιλίς και κυρία που με τίποτε δεν μπορεί να εξαφανιστεί και να σμικρυνθεί.

Διότι αφανίζοντας την Κυριακή της Αναστάσεως όπως συνέβη εφέτος, κατ᾽ ουσίαν εξαφανίζουμε και καθαιρούμε τον Χριστό τον ίδιο από την Θεία Δόξα του, την Δόξα της Αναστάσεώς Του και την Δόξα της αιώνιας Βασιλείας Του.

Προσβάλλουμε, αρνούμαστε και εκδιώκουμε τον Χριστό από την ιστορία, όπως θα διευκρινίσουμε ακολούθως.

Θεωρούμε πως η πλάνη είναι τεράστια και το κακό μέγιστο. Πολύ μεγαλύτερο απ᾽ αυτό της αλλαγής του ημερολογίου στις αρχές του εικοστού αιώνα.

Το τυπικό μέρος της πλάνης της μετάθεσης της εορτής της Αναστάσεως στο Μέγα Σάββατο, έχει αποδειχθεί περίτρανα από πολλά κείμενα που γράφηκαν, εις μάτην βέβαια, ως μια προσπάθεια να πεισθεί η Ιεραρχία της Εκκλησίας να μην διαπράξει έναν τόσο μεγάλο έγκλημα κατά της Εκκλησίας και κατά του Χριστού.

Αναφέρουμε μεταξύ άλλων το κείμενο της Πανελλήνιας Ένωσης Θεολόγων, τα σχόλια στα κείμενα του αείμνηστου Ιωάννου Φουντούλη, Καθηγητού Λειτουργικής της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ, την σπουδαία μελέτη του ιερέως π. Αναστασίου Γκοτσόπουλου και άλλα σημαντικά κι επιστημονικώς άρτια κείμενα.

Σε όλα αυτά τα κείμενα αποδεικνύεται σαφώς ότι από την εποχή των Αγίων Αποστόλων, όταν και ετέθη το ζήτημα του εορτασμού του Πάσχα, αλλά και αργότερα, με την Α´ Οικουμενική Σύνοδο το 325 μ.Χ., υπήρξε σαφής η θέση της Εκκλησίας πως η Εορτή της Αναστάσεως και του Ιερού Χριστιανικού Πάσχα υποχρεωτικά θα τελείται μόνον αφού περάσουμε το μεσονύκτιο του Μεγάλου Σαββάτου.

Περί αυτού δεν τίθεται ουδεμία αμφισβήτηση και αμφιβολία. Επομένως, σαφώς εφέτος με την απόφαση της ΔΙΣ είχαμε μια σοβαρή εκκλησιολογική εκτροπή.

Το πρόβλημα όμως είναι ότι το όλο ζήτημα ετέθη, από όσους υπεραμύνθηκαν της απόφασης της ΔΙΣ, μόνον ως ένα πολύ τυπικό και δευτερεύον θέμα, χωρίς να καθίσταται φανερό πως με την μετάθεση της εορτής του Πάσχα στο Μέγα Σάββατο προκύπτουν και υφίστανται μέγιστες θεολογικές και δογματικές συνέπειες και προεκτάσεις.

Όπως θα δείξουμε ακολούθως, πρόκειται έστω ασυνηδείτως και αθελήτως περί μια αιρετική πράξη που συμπυκνώνει εντός της όλες τις αιρέσεις του παρελθόντος που ευχόμεθα να μην ξανασυμβεί στο μέλλον.

Στην ουσία πρόκειται περί πλήρους άρνησης του Μυστηρίου της Σαρκώσεως, της Αναστάσεως και της Σωτηρίας του κόσμου.

Το κλειδί για την θεολογική ερμηνεία της πράξης και απόφασης αυτής της κατ᾽ ουσίαν εντελώς αιρετικής μετάθεσης της εορτής του Πάσχα στο Μέγα Σάββατο, είναι η όλη διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας περί Του Μεσσία Χριστού, περί Σαρκώσεως του Υιού του Θεού, περί των εσχάτων και περί της Βασιλείας των Ουρανών του Θεανθρώπου Χριστού.

Οι άγιοι ιεράρχες της Εκκλησίας της Ελλάδος οφείλουν να γίνουν πολύ προσεκτικοί διότι με τις αποφάσεις των τα τελευταία χρόνια οδηγούν το σκάφος της Εκκλησίας σε υφάλους.

Μολονότι δεν επιθυμούμε να ασκούμε κριτική σε εκκλησιαστικά πρόσωπα, πάντως τα όσα συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια στον εκκλησιαστικό χώρο, μάς θέτουν προ των ευθυνών μας ως χριστιανούς.

Αναφέρομαι συντόμως: Κάποιες νεοφανείς διδασκαλίες περί ιεραρχίας εντός του Μυστηρίου της Αγίας Τριάδος· Ορισμένες απόψεις περί εσχατολογικής θεωρίας ερήμην του ιστορικού Χριστού· η καινοφανής θεωρία περί πρωτείου και πρώτου στην Ορθόδοξη Εκκλησία ως πρωτείου εξουσίας και όχι απλώς τιμής του πρώτου και ίσου μεταξύ ίσων· η μείωση του επισκοπικού αξιώματος αλλά και της Συνοδικότητας κατά την πρόσφατη σύνοδο του Κολυμπαρίου της Κρήτης, όπου οι παρευρισκόμενοι επίσκοποι δεν είχαν ισότιμη ψήφο με τους αρχιεπισκόπους και τους πατριάρχες.

Αλλά και όσα εκεί ακούστηκαν περί ισότιμων εκκλησιών πέραν κι εκτός της Ορθόδοξου Εκκλησίας· γενικότερα, ο νεοφανής και επιχειρούμενος υποβιβασμός της Ορθόδοξης Εκκλησίας, από την θέση της ως της Μόνης Αληθούς Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας του Χριστού, σε μια Εκκλησία ισότιμη με όλα τα νεώτερα δυτικά χριστιανικά αλλά πάντως αιρετικά δόγματα.

Όλα αυτά, δείχνουν ότι η Εκκλησία της Ελλάδος έχει αρχίσει να εισέρχεται σε μια πολύ περίεργη εποχή για την ίδια, αλλά και σε μια (μετα) νεωτεριστική και πολύ επικίνδυνη περιοχή ασάφειας και αιρετικότητας.

Όταν συμβαίνουν όλα αυτά τα εντελώς λανθασμένα πράγματα που κορυφώθηκαν με την μετατόπιση της εορτής του Πάσχα το 2021 στο Μέγα Σάββατο, δεν μπορούμε να σιωπούμε. Είναι αμαρτία και άρνηση του Χριστού η σιωπή μας.

Ως Ορθόδοξοι Χριστιανοί, κλήρος και λαός, υποχρεούμεθα σαφώς να υπερασπιζόμεθα και να μαρτυρούμε την Ορθόδοξη Πίστη και Αλήθεια της Εκκλησίας του Χριστού.

Εάν μάλιστα μάς ειπωθεί ότι, οι λαϊκοί αλλά και οι ιερείς, ή όποιο άλλο μέλος της Εκκλησίας, πέραν των επισκόπων, δεν δικαιούνται να εκφέρουν γνώμη περί των εκκλησιαστικών θεμάτων, θα θυμίσουμε πως κάθε βαπτισμένος χριστιανός φέρει όλο το Άγιο Πνεύμα και δι᾽ Αυτού όλη την Αγία Τριάδα και όχι μέρος των.

Διότι το Άγιο Πνεύμα είναι υποστατικό και Θείο Πρόσωπο και όχι κάποια απρόσωπος και μετρούμενη θεία ουσία.

Επομένως, η μετοχή σε αυτό δεν είναι ποσοτικής και ιεραρχικής τάξης γεγονός, αλλά είναι μετοχή επί ολοκλήρου του Θείου Προσώπου Του Αγίου Πνεύματος, καθώς και μετοχή δι Αυτού σε όλη την ύπαρξη των λοιπών προσώπων της Αγίας Τριάδος, και όχι απλώς μια μετρήσιμη, μερική και ελαττωμένη μετοχή σε κάποια απρόσωπο θεία ουσία, όπου άλλος μετέχει περισσότερο και άλλος λιγότερο.

Κατά την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία, όλοι οι βαπτισμένοι στο όνομα της Αγίας Τριάδος, του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, είναι θεολογικώς ίσοι μεταξύ ίσων.

Διότι ο Χριστός όταν μας παρήγγειλε ῾῾γίνεσθε τέλειοι καθώς ο πατήρ μου ο εν τοις ουρανοίς τέλειος εστί᾽᾽ (Ματθ. 5: 48), σαφώς εννοούσε όλους τους βαπτισμένους εις το Όνομά Του χριστιανούς, και όχι μόνο κάποια χριστιανική ελίτ.

Ο Χριστός ποτέ δεν εννόησε μια χριστιανική αξιολογική, εξουσιαστική και ιεραρχική φεουδαρχία όπως συνέβη αργότερα σε διάφορες χριστιανικές αιρέσεις και παρεκτροπές.

Λαϊκοί και κληρικοί αποτελούν το έν, αδιαίρετο, Σώμα των αδελφών του Χριστού, με πολλά μέλη και πολλά χαρίσματα, και όχι πολλές φεουδαρχικές ιεραρχίες.

Θα λέγαμε πως μια μόνο μορφή ιεραρχίας υφίσταται στην Ορθόδοξη Εκκλησία: η Αγία και ανατρεπτική Ιεραρχία όπου το ανώτερο υπηρετεί το κατώτερο.

Ο Χριστός δεν έφτιαξε Αποστόλους και Επισκόπους για να εξουσιάζουν αλλά για να υπηρετούν, φέροντας, μεταφέροντας και μεταδίδοντας τον Χριστό στον κόσμο.

Ο εξουσιαστικός απρόσωπος και δαιμονιώδης ασιατισμός, εξουσίας και τυραννίας του ανώτερου επί του κατωτέρου, ήταν πάντα ένας πειρασμός που η Εκκλησία τον εξουδετέρωνε εν Αγίω Πνεύματι.

Επομένως, υπακοή στην Εκκλησία σημαίνει υπακοή στο Άγιο Πνεύμα και σε όσους το φέρουν και όχι απλώς σε ανθρώπους, έστω και περιβεβλημένους με εκκλησιαστικά αξιώματα.

Ο λαός του Θεού ενστικτωδώς βλέπει ευκρινώς τους πνευματοφόρους επισκόπους, ασκητές η απλούς μοναχούς και λοιπούς και τους ακολουθεί.

Η διαφορά, δηλαδή, των λαϊκών ή και των κληρικών με τους επισκόπους δεν οφείλεται σε μειωμένη, έναντι των επισκόπων, μετοχή των στο Άγιο Πνεύμα και στο Μυστήριο της Αγίας Τριάδος.

Οι λαϊκοί βεβαίως δεν μετέχουν στο μυστήριο της ιεροσύνης, τουλάχιστον κατά τον ειδικό τρόπο των ιερέων και των επισκόπων, όμως και αυτοί μετέχουν στο χάρισμα της γενικής ιεροσύνης.

Οι λαϊκοί δεν μπορούν να τελούν τα Άγια και Θεία Μυστήρια της Εκκλησίας που τελούν οι κληρικοί.

Ομοίως, όλοι οι κληρικοί δεν μετέχουν στο Αποστολικό αξίωμα των επισκόπων, δια των οποίων διασώζεται η Αποστολική Διαδοχή της Εκκλησίας. Αυτές όμως οι ουσιώδεις διαφορές και διακρίσεις λαϊκών, ιερέων και επισκόπων, ουδόλως αποτελούν διαιρετική, διχοτομική και αξιολογική ιεραρχία και φεουδαρχική εξουσιαστικότητα του ανώτερου επί του κατωτέρου.

Όταν πρόκειται περί της ουσιώδους Αλήθειας της Εκκλησίας όλοι έχουν ουσιαστικό και υποχρεωτικό λόγο.

Διότι ο Χριστός είπε προς όλους και προς όλα τα μέλη της Εκκλησίας Του, και όχι μόνον στους επισκόπους και στους ιερείς, πως, ῾῾όποιος δεν με εντραπεί, και με μαρτυρήσει ενώπιον των ανθρώπων, θα τον μαρτυρήσω και εγώ ενώπιον του Πατρός μου του επουράνιου᾽᾽ (Ματθ. 10: 26-42).

Άρα όλοι έχουμε ευθύνη απέναντι στον Χριστό και στην Εκκλησία Του. Και αν εμείς σιωπήσουμε και οι λίθοι κεκράξονται, όπως είπε ο Χριστός στους γραμματείς και φαρισαίους που ήθελαν να σιωπήσει ο λαός που έκραζε ῾῾Ευλογημένος ο Ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου᾽᾽ (Λουκ. 19: 40).

Ας στρέψουμε τώρα την προσοχή μας στο επίμαχο θέμα του εορτασμού του Πάσχα.

Ο Θεός δημιουργεί τον κόσμο εντός επτά ημερών από τις οποίες το Σάββατο είναι η έβδομη ημέρα και είναι ημέρα κατάπαυσης και αναπαύσεως του Θεού και ακολούθως και του ανθρώπου από τα δικά του έργα.

Άρα το Σάββατο, όπως και οι προηγούμενες ημέρες, είναι ημέρα του ιστορικού χρόνου και κόσμου.

Η πρώτη ημέρα της δημιουργίας είναι η Κυριακή, η οποία και σηματοδοτείται ως ξεχωριστή ημέρα αφού αυτή η ημέρα σχετίζεται με την παρουσία του Θεού ως Δημιουργού.

Το Σάββατο είναι ημέρα αναπαύσεως του Θεού από τα κοσμικά έργα του.

Μολονότι βέβαια ο Θεός εργάζεται διαρκώς ακόμη και τα Σάββατα, όπως είπε ο Χριστός όταν τον επέπλητταν οι γραμματείς και οι ιερείς των Εβραίων επειδή θαυματουργούσε τα Σάββατα.

Απαντούσε πως, ῾῾ο πατήρ μου έως άρτι εργάζεται καγώ δει εργάζομαι᾽᾽ (Ιω. 5: 17).

Η Κυριακή όμως, ενώ είναι η πρώτη ημέρα της Δημιουργίας, είναι συγχρόνως και η εσχάτη και αιώνια ημέρα της Βασιλείας των Ουρανών. Δηλαδή, η εσχάτη ημέρα της αιώνιας Βασιλείας του Χριστού.

Πριν την Δημιουργία υπήρχε μόνο η Αγία Τριάδα. Με την Ανάστασή του εκ νεκρών ο Χριστός εισάγει στον κόσμο τα έσχατα και την δική Του αιώνια Βασιλεία.

Μεταφέρει, δηλαδή, ο Χριστός, ως ο Αληθινός Μεσσίας του κόσμου και του ανθρώπου, το κτιστό από τον κλειστό και κτιστό χώρο και χρόνο στην περιοχή των εσχάτων της ογδόης ημέρας, της ημέρας της Αναστάσεώς Του.

Έτσι, η όγδοη ημέρα, δηλαδή η Κυριακή, είναι η μετοχή στην Άκτιστο Βασιλεία του Χριστού και Μεσσία.

Ο Χριστός που ως Υιός και Λόγος του Θεού και Θεός πλήρης ο Ίδιος κτίζει εκ του μηδενός με τον Πατέρα Του, εν Αγίω Πνεύματι, τον κτιστό κόσμο των αγγέλων και των ανθρώπων, σήμερα, την Κυριακή της Αναστάσεως, εισάγει πλέον αμετάκλητα τον κτιστό κόσμο στην περιοχή της Σωτηρίας του, ως την Ανάσταση όλου του κόσμου και του ανθρωπίνου γένους και την μετοχή του εν Χριστώ τον Θεό, στην εσχάτη και αιώνια ημέρα της Αναστάσεως.

Αυτή η ημέρα, η Μία των Σαββάτων, η Βασιλίς και Κυρία, είναι η Κυριακή. Αυτή η ημέρα είναι η Κυριακή ως η Εορτή Εορτών και Πανήγυρις Πανηγύρεων, η μια των Σαββάτων, όπου καταργήθηκε ο θάνατος και ο Άδης.

Αυτή η Κυριακή είναι η απαρχή των εσχάτων της αιώνιας Βασιλείας του Χριστού και Μεσσία, Θεού και ανθρώπου.

Για τον λόγο αυτό η Θεία Λειτουργία είναι μεν ανάμνηση και μετοχή στον Μυστικό Δείπνο του Χριστού αλλά συγχρόνως είναι η μετοχή στα έσχατα και στην Βασιλεία των Ουρανών.

Υπό την έννοια αυτή η Θεία Λειτουργία είναι και «ανάμνηση του μέλλοντος», δηλαδή μετοχή οντολογική και υπαρξιακή του κτιστού στην εσχάτη ημέρα την ογδόη της Βασιλείας του Σαρκωμένου, Σταυρωμένου και Αναστημένου Χριστού, Μεσσία και Θεού Λόγου, δημιουργού του παντός.

Έτσι η Κυριακή ως η ογδόη, εσχάτη και τελεία ημέρα της Βασιλείας του Χριστού, άρα ως ο Χριστός ο ίδιος, είναι η πηγή κάθε Θείας Λειτουργίας και κάθε θείου Μυστηρίου της Εκκλησίας.

Γι᾽ αυτό οι χριστιανοί βιώνουν την Κυριακή, την κάθε Κυριακή, ως την Λαμπροφόρο ημέρα της παρουσίας του Χριστού και Ζώντος Θεού μέσα στην ιστορία.

Έτσι, η Κυριακή ως εορτή εορτών και πανήγυρις πανηγύρεων και ως η μια των Σαββάτων, η βασιλίς και κυρία, είναι η τελεία ημέρα της αστραπής της θεότητος που εισήλθε, ως σαρκωμένος και ως αναστημένος τέλειος Θεός και τέλειος Άνθρωπος, στην Ιστορία, για να σώσει και να καινοποιήσει την ιστορία. ῾῾Ιδού, καινά ποιώ πάντα᾽᾽ (Αποκ. Ιω. 21: 5).

Υπό μια βαθιά υπαρξιακή, οντολογική, εκκλησιολογική, σωτηριολογική και θεολογική σημασία και νόημα η Κυριακή ταυτίζεται απολύτως με τον Χριστό ως Σαρκωθέντα, Αναστάντα και Ζώντα Θεό.

Η Κυριακή είναι ο Μεσσίας Χριστός εν μέσω ημών. Η Κυριακή είναι η αδιάκοπος και Αναστάσιμος παρουσία του Χριστού στην Ιστορία, και επομένως σε κάθε άλλη ημέρα και σε όλα τα έργα του ανθρώπου.

Όποιος προσβάλλει και σμικρύνει την Κυριακή της Αναστάσεως, σμικρύνει τον ίδιο τον Χριστό. Διότι ο Χριστός είναι ο αίτιος της Κυριακής ως ημέρας Αναστάσεώς Του.

Η Κυριακή είναι κυριολεκτικά η ημέρα του Κυρίου. Γι᾽ αυτό κάθε αλλαγή της εορτής του Πάσχα σε άλλη ημέρα, ακόμη και την ημέρα του Μεγάλου Σαββάτου, καταλύει την Κυριακή ως ημέρα του Κυρίου.

Καταλύει και εκδιώκει τον ίδιο τον Κύριο από την ιστορία, καταλύοντας την δική Του ημέρα.

Επιπλέον, η Αναστάσιμος Κυριακή ως η ογδόη ημέρα, είναι ταυτόσημη με την Εκκλησία, το Σώμα του Ζώντος Χριστού και τα θεία έργα και μυστήριά της.

Άρα, η Εκκλησία θεοπνεύστως έχει ορίσει τον εορτασμό του Πάσχα να άρχεται το μέγα Σάββατο αργά το βράδυ και ακολούθως να κορυφώνεται και να ολοκληρώνεται έως όρθρου βαθέως, όταν οι μαθήτριες και οι μαθητές γίνονται αυτόπτες μάρτυρες του Αναστάντος Χριστού.

Διότι η Εκκλησία μάς μεταφέρει μέσω του λειτουργικού και εσχατολογικού χρόνου στα ίδια τα μέγιστα ιστορικά γεγονότα της του Χριστού και Θεού παρουσίας στην ιστορία.

Γι᾽ αυτό θεοπνεύστως και επί δύο χιλιάδες χρόνια, η Εκκλησία εορτάζει την κοινή Ανάσταση την Κυριακή, την Όγδοη Ημέρα, την Ημέρα της Βασιλείας του Μεσσία Χριστού και Θεού.

῾῾Και διαγενομένου του Σαββάτου Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία η του Ιακώβου και Σαλώμη ηγόρασαν αρώματα ίνα ελθούσαι αλείψωσιν αυτόν. Και λίαν πρωί της μιάς των Σαββάτων έρχονται επί το μνημείον και έλεγον προς εαυτάς: τις αποκυλίσει ημίν τον λίθον εκ της θύρας του μνημείου; και αναβλέψασαι θεωρούσιν ότι αποκεκύλισται ο λίθος… είδον νεανίσκον καθήμενον εν τοις δεξιοίς περιβεβλημένον στολήν λευκήν και εξεθαμβήσθησαν... Ο δε λέγει αυταίς, μη εκθαμβείσθε, Ιησούν ζητείτε τον Ναζαρηνόν τον εσταυρωμένον, ηγέρθη ούκ έστιν ώδε... (Μάρκ. 16: 1-7).

῾῾Τη δε μια των Σαββάτων Μαρία η Μαγδαληνή έρχεται πρωί σκοτίας έτι ούσης εις το μνημείον και βλέπει τον λίθον ηρμένον εκ του μνημείου.... και ο άλλος μαθητής προέδραμε τάχιον του Πέτρου και ήλθε πρώτος εις το μνημείον, και παρακύψας βλέπει κείμενα τα οθόνια μόνα... έρχεται ουν Σίμων Πέτρος ακολουθώντας αυτώ και εισήλθε εις το μνημείον και θεωρεί τα οθόνια κείμενα ....τότε ουν εισήλθε και ο άλλος μαθητής ...και είδε και επίστευσεν, ουδέποτε γαρ ήδεισαν την γραφήν ότι δεί αυτόν εκ νεκρών αναστήναι... Μαρία δε ειστήκει προς το μνημείον κλαίουσα έξω ... θεωρεί δύο αγγέλους εν λευκοίς καθεζομένους... και λέγουσιν αυτή εκείνοι. Γύναι τι κλαίεις; λέγει αυτοίς ότι ήραν τον Κύριον μου και ούκ είδα που έθηκαν αυτόν. Και ταύτα ειπούσα εστράφη εις τα οπίσω και θεωρεί τον Ιησούν εστώτα και ούκ ήδει ότι ο Ιησούς έστι, λέγει αυτή ο Ιησούς: Γύναι τί κλαίεις; Τίνα ζητείς; εκείνη δοκούσα ότι ο κηπουρός εστί λέγει αυτώ: Κύριε, ει εσύ εβάστασας αυτόν ειπέ μοι πού έθηκας αυτόν καγώ αυτόν αρώ. Λέγει αυτή ο Ιησούς, Μαρία. Στραφείσα εκείνη λέγει αυτώ, Ραβουνί, ό λέγεται διδάσκαλε. Λέγει αυτή ο Ιησούς, μη μου άπτου. Ούπω γαρ αναβέβηκα προς τον πατέρα μου…᾽᾽ (Ιω. 20: 19)

Άρα ορθώς η Εκκλησία επί δυο χιλιάδες χρόνια εορτάζει την Ανάσταση του Χριστού και δι᾽ αυτής την ανάσταση όλου του ανθρωπίνου γένους την Κυριακή, την Μία των Σαββάτων, την εορτή εορτών και πανήγυρη πανηγύρεων.

Πολύ περισσότερο, η μεταφορά και ο εγκλωβισμός της εορτής του Πάσχα εντός του Μεγάλου Σαββάτου αποτελεί αρχή αιρέσεως και αρχή αρνήσεως του Χριστού ως του Αληθινού Θεού και του αληθινού Μεσσία του κόσμου.

Είναι στην ουσία, άρνηση της ταύτισης του Χριστού με τα έσχατα και την αιώνιο Βασιλεία του Θεού.

Είναι άρνηση της θεότητας του Χριστού και μετατροπή του σε απλό θρησκευτικό σύμβολο.

Δηλαδή κατά βάθος, είναι παναίρεση που εξορίζει και εκδιώκει τον Χριστό ως τον Αληθινό και Ζώντα Θεό από την Ιστορία.

Με τον ίδιο τρόπο, ο εγκλωβισμός του Πάσχα και της Αναστάσεως στο Μέγα Σάββατο είναι άρνηση του Μυστηρίου της Εκκλησίας και άρνηση της ταύτισης της Εκκλησίας με το Θείο πρόσωπο του Σαρκωμένου και Αναστάντος Χριστού του Μόνου Αληθινού Μεσσία και Ζώντος Θεού. Του Ενός της Τριάδος.

Για τους λόγους αυτούς, θεωρούμε πως όποιος επιχειρεί να μεταθέσει τον εορτασμό του Πάσχα και της Αναστάσεως του Κυρίου από την Κυριακή στο Μέγα Σάββατο διαπράττει μέγιστο έγκλημα διαλύοντας τα Χριστολογικά, εκκλησιολογικά και θεολογικά θεμέλια της Εκκλησίας του Χριστού.

Γι᾽ αυτό, όσοι ιεράρχες και όσοι άλλοι προσπάθησαν να δικαιολογήσουν θεολογικώς την πράξη αυτής της μετάθεσης του εορτασμού του Πάσχα στο Μέγα Σάββατο, στην ουσία αθελήτως και ασυνειδήτως πέρασαν στην κόκκινη περιοχή της αιρέσεως και της αρνήσεως του Χριστού ως του Κυρίου και Θεού, ως του Μεσσία του κόσμου και τον υποβίβασαν σε απλό θρησκευτικό σύμβολο.

Μετέβαλαν δε, την Εκκλησία του Χριστού σε απλή και ανθρώπινη θρησκεία, όπως όλες οι υπάρχουσες θρησκείες των ανθρώπων.

Πιστεύουμε πως οι σοφοί και άγιοι ιεράρχες που αντιλαμβάνονται τα σημεία των καιρών και γνωρίζουν τα ιερά σύμβολα της Ορθοδόξου Θεολογίας, Χριστολογίας και Εκκλησιολογίας, ότι θα ορθώσουν επειγόντως το ανάστημά των για να εμποδίσουν στο μέλλον κάθε παρόμοια κίνηση της Εκκλησίας της Ελλάδος στο πολύ ολισθηρό έδαφος που έχει κινηθεί το τελευταίο καιρό.

Χριστός Ανέστη!
Αληθώς Ανέστη ο Κύριος!