ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
Ρωμ. 15, 1-7
Όχι απρόσιτοι
«Διὸ προσλαμβάνεσθε ἀλλήλους, καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς προσελάβετο
ἡμᾶς εἰς δόξαν Θεοῦ» (Ῥωμ. 15, 7)
Ο
ΧΡΙΣΤΟΣ, ἀγαπητοί μου, ὁ Χριστὸς εἶνε τὸ πρότυπο, στὸ ὁποῖο ὅλοι οἱ
χριστιανοὶ πρέπει νʼ ἀποβλέπουμε. Αὐτὸν πρέπει νʼ ἀντιγράφουμε καὶ νʼ
ἀκολουθοῦμε. Ἔτσι μᾶς συνιστᾶ καὶ ὁ σημερινὸς Ἀπόστολος. Νὰ μιμηθοῦμε
τὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστὸ σὲ ὅλα˙ στὰ εὔκολα ἀλλὰ καὶ στὰ δύσκολα, στὰ
εὐχάριστα ἀλλὰ καὶ στὰ δυσάρεστα. Πρὸ παντὸς νὰ τὸν μιμηθοῦμε στὴν
ὑπομονὴ καὶ στὴν ταπείνωσι, στὴν προσφορὰ καὶ στὴ θυσία.
Στὸ Χριστὸ ὡς Θεὸ ἀνήκει κάθε δόξα καὶ κάθε τιμή. Ἐν τούτοις
ἐκεῖνος μὲ τὴν ἐνανθρώπησί του ἔκανε τὴ μεγάλη θυσία νὰ ἔλθῃ ἐδῶ στὴ γῆ,
παραβλέποντας ὅλα ὅσα εἶχε. Καταδέχθηκε νὰ ʼρθῇ κοντά μας.
Πλησίασε καὶ συναναστράφηκε μαζί
μας, γιὰ νὰ μᾶς σώσῃ. Ἡ γνωστὴ παραβολὴ τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου (βλ. Λουκ.
10, 30-37) δείχνει ὅλη τὴν ἀγάπη του. Θυσίασε τὴν ἡσυχία καὶ τὴν ἄνεσί
του, τὴν τιμὴ καὶ τὴ δόξα του. «Μποροῦσε» ὁ Χριστός, λέει ὁ ἱ.
Χρυσόστομος ἑρμηνεύοντας τὴν περικοπὴ αὐτή, «μποροῦσε νὰ μὴν
ἐξευτελισθῇ, μποροῦσε νὰ μὴν πάθῃ αὐτὰ ποὺ ἔπαθε, ἄν βέβαια ἤθελε νʼ
ἀποβλέψῃ στὸ δικό του καλό˙ δὲν θέλησε ὅμως, ἀλλὰ προτιμώντας τὸ δικό
μας καλὸ παράβλεψε τὸ δικό του» (Ε.Π.Ε. 17[75],610). Ἀνέλαβε πρὸς χάριν
μας φροντίδες καὶ κόπους, δέχθηκε ἐξευτελισμοὺς καὶ ταπεινώσεις. Δὲν
ἀπηξίωσε νʼ ἀσχοληθῇ μʼ ἐμᾶς τοὺς ἀθλίους ἀνθρώπους, ποὺ τόσο τὸν εἴχαμε
λυπήσει. Ἄν λοιπὸν ὁ Χριστὸς – λέει σήμερα ὁ ἀπόστολος Παῦλος – ἔδειξε
τέτοια στάσι ἀπέναντι σʼ ἐμᾶς, πόσο μᾶλλον ἐμεῖς μεταξύ μας πρέπει νὰ
εἴμαστε ταπεινοί, καταδεκτικοὶ καὶ πρόθυμοι νὰ βοηθοῦμε τοὺς ἀδυνάτους
ἀδελφούς μας; Αὐτὸ σημαίνει τὸ ῥητὸ «Διὸ προσλαμβάνεσθε ἀλλήλους…» (Ῥωμ.
15, 7)˙ νὰ μὴν εἴμαστε δηλαδὴ ἀπρόσιτοι, ἀπλησίαστοι, ἀλλὰ νὰ δεχώμαστε
μὲ ἁπλότητα καὶ ἀγάπη ὁ ἕνας τὸν ἄλλο.
Ἐπάνω σʼ αὐτὸ ἄς ποὺμε ἐδὼ λίγα λόγια.
* * *
Πῶς ὁ χριστιανὸς μπορεῖ νὰ γίνῃ
προσιτὸς καὶ καταδεκτικός; Ποιός θὰ τοῦ καλλιεργήσῃ τὸ ἐνδιαφέρον καὶ τὴ
συμπάθεια γιὰ τὸν ἄλλο, ποιός θὰ τὸν κάνῃ πρόθυμο νὰ συμπαρασταθῇ καὶ
νὰ βοηθήσῃ τὸν πλησίον; Ἡ ταπείνωσι καὶ ἡ ἀγάπη. Ἀπὸ ἀγάπη καὶ ταπείνωσι
ὁ Θεός, στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ἔγινε προσιτὸς στοὺς ἀνθρώπους˙ ἦρθε
ἀνάμεσά τους καὶ συναναστράφηκε μαζί τους, κάνοντας καὶ τοὺς ἀγγέλους νὰ
καταπλήσσωνται, ὅπως λέει ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος˙ «Πᾶσα φύσις ἀγγέλων
κατεπλάγη τὸ μέγα τῆς σῆς ἐνανθρωπήσεως ἔργον˙ τὸν ἀπρόσιτον γὰρ ὡς
Θεόν, ἐθεώρει πᾶσι προσιτὸν ἄνθρωπον, ἡμῖν μὲν συνδιάγοντα, ἀκούοντα δὲ
παρὰ πάντων οὕτως˙ Ἀλληλούϊα». Ἀλλʼ ἐνῷ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἔγινε προσιτός,
οἱ ἄνθρωποι μένουν πολλὲς φορὲς ἀπρόσιτοι, δηλαδὴ ἀπλησίαστοι, ὁ ἕνας
γιὰ τὸν ἄλλο.
Ἀπρόσιτοι ἐν πρώτοις καὶ στὴν ἁπλῆ ἐπικοινωνία. Πρὶν ἀπὸ μερικὰ
χρόνια δύο νεαροὶ φοιτηταὶ σπούδαζαν στὴν Ἀθήνα. Ἦταν κʼ οἱ δυὸ φτωχὰ
παιδιὰ καὶ κατάγονταν ἀπὸ ἐπαρχίες˙ ὁ ἕνας ἀπὸ τὴ Μακεδονία καὶ σπούδαζε
μαθηματικός, ὁ ἄλλος ἀπὸ τὴ νότιο Ἑλλάδα καὶ σπούδαζε γιατρός. Ἔμεναν
μαζὶ καὶ ζοῦσαν σὰν ἀδέλφια. Μοιράζονταν τὸ ἴδιο φτωχικὸ φαγητὸ
τρώγοντας, ποὺ λέει ὁ λόγος, ἀπὸ τὸ ἴδιο πιάτο. Τὰ κοινὰ ὄνειρα, ὁ
κοινὸς ἀγῶνας, καὶ πρὸ παντὸς ἡ κοινὴ πίστι στὸ Χριστὸ δημιούργησε
ἀνάμεσά τους ἀγάπη καὶ ἐγκαρδιότητα. Ὅποιος τοὺς ἔβλεπε χαιρόταν τὸ
σύνδεσμό τους καὶ ἔλεγε, πὼς ἡ φιλία αὐτὴ θὰ κρατήσῃ σʼ ὅλη τους τὴ ζωή.
Πέρασαν τὰ χρόνια. Μετὰ τὸ στρατὸ ὁ μὲν μαθηματικὸς ἀπέκτησε πολυμελῆ
οἰκογένεια, ἐνῷ ὁ γιατρὸς κατέκτησε καὶ τὸ ἐπίζηλο ἀξίωμα τοῦ βουλευτοῦ.
Θέλησε τότε ὁ φτωχὸς πολύτεκνος νὰ συγχαρῇ τὸν ἀδελφικό του φίλο καὶ
τοῦ ἔγραψε. Ποιά ὅμως ἦταν ἡ ἔκλπηξί του, ὅταν διεπίστωσε, ὅτι ὁ
νεόκοπος πολιτευτὴς τὸν εἶχε τόσο σύντομα ξεχάσει κι οὔτε ἕνα εὐχαριστῶ
δὲν καταδέχθηκε νʼ ἀπαντήσῃ στὶς εὐχές του! Τόσο ἡ ματαία δόξα ἀλλάζει
τὸν ἄνθρωπο… Ἀπρόσιτοι, λοιπόν, στὴν ἀλληλογραφία˙ ἀλλὰ καὶ σὲ κάθε ἄλλη
ἐπικοινωνία. Συχνὰ λ.χ. ζητᾷς κάποιον στὸ τηλέφωνο, καὶ σοῦ ἀπαντοῦν
ψέματα, ὅτι δὲν εἶνε ἐκεῖ˙ ἐνῷ εἶνε, ἀλλὰ δὲν θέλει νὰ μιλήσῃ μαζί σου.
Ἀπρόσιτοι ἔπειτα στὴ συνάντησι. Ἀφοῦ δὲν θέλουν τὴν ἐπικοινωνία
ἀπὸ μακριά, πολὺ περισσότερο δὲν θέλουν τὴ συνάντησι ἀπὸ κοντά. Ποῦ νὰ
τοὺς συναντήσῃς, νὰ τοὺς δῇς καὶ νὰ πῇ-ς μιὰ καλημέρα μαζί τους! Κι ὄχι
μόνο οἱ ἄρχοντες ποὺ ἀνέβηκαν σὲ ἀξιώματα, ἀλλὰ καὶ οἱ ἄλλοι. Κοιτάζουν
τὴν ἡσυχία τους ἀδιαφορώντας γιὰ τὴν ἀνάγκη τοῦ ἄλλου. Κλείνονται στὸ
κέλυφος τῆς φιλαυτίας των. Τὰ διαμερίσματα τῶν πολυκατοικειῶν στὶς
μεγαλουπόλεις δὲν ἐπικοινωνοῦν μεταξύ τους, κι ἄς τὰ χωρίζῃ μόνο ἕνας
λεπτὸς τοῖχος. Οἱ ἄνθρωποι ζοῦν ἀποξενωμένοι μεταξύ τους. Θεωροῦν τὴ
συνάντησι μὲ τὸν ἄλλο ὡς ἀπώλεια χρόνου, ὡς χασομέρι, καὶ τὴν
ἀποφεύγουν. Γιʼ αὐτὸ πολλὲς φορὲς θέλει κάποιος νὰ τοὺς δῇ, καὶ
προσποιοῦνται πῶς ἀπουσιάζουν…
Ἀπρόσιτοι στὴν ἐπικοινωνία, ἀπρόσιτοι στὴ συνάντησι, ἀπρόσιτοι
πρὸ παντὸς ὅταν τοὺς ζητοῦν βοήθεια. Δὲν ἀνοίγει εὔκολα ἡ πόρτα, ὅταν τὴ
χτυπᾷ ἡ ἀνάγκη καὶ ἡ φτώχεια. «Δὲν εἶνʼ εὔκολες οἱ θύρες ἐὰν ἡ χρεία
τὲς κουρταλῇ», λέει ὁ ἐθνικὸς ποιητής. Οἱ ἐξαιρέσεις εἶνε σπάνιες. Σʼ
αὐτὲς ἀνήκει καὶ ἡ ἀκόλουθη, γνωστὴ ἀπὸ τὸ ποίημα τοῦ Γεωργίου Στρατήγη
«Ὁ Ματρόζος». Σʼ αὐτὸ διασῴζεται ἕνα συγκινητικὸ ἀνέκδοτο. Ὁ ἥρωας τοῦ
ποιήματος κατὰ τὴν ἐπανάστασι τοῦ ʼ21 εἶχε λάβει μέρος σὲ ναυμαχίες κατὰ
τῶν Τούρκων. Σὲ κάποια ἀπʼ αὐτὲς μάλιστα, μὲ κίνδυνο τῆς ζωῆς του, εἶχε
σώσει τὸν ἔνδοξο πυρπολητὴ Κανάρη. Μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσι ὁ Κανάρης
ἔγινε ὑπουργὸς τῶν ναυτικῶν, ὁ Ματρόζος ὅμως ἔπεσε σὲ μεγάλη δυστυχία.
Ὅταν ἄκουσε, ὅτι ὁ φίλος του εἶνε τώρα ὑπουργός, ἀποφάσισε νὰ πάῃ νὰ τοῦ
ζητήσῃ βοήθεια. Ἔφθασε στὸ ὑπουργεῖο, ἀλλʼ ἐκεῖ κάποιος φρουρὸς μὲ
κορῶνες καὶ χρυσᾶ γαλόνια, μὴ γνωρίζοντας τὴν ἔνδοξη ἱστορία ἐκείνου τοῦ
ζητιάνου, τὸν ἐμπόδιζε νὰ περάσῃ. Πικραμένος ἀπὸ τὴ συμπεριφορὰ αὐτὴ ὁ
φτωχὸς τοῦ φώναξε˙
«Ἄν οἱ ζητιάνοι σὰν κι ἐμὲ δὲν ἔχυναν τὸ αἷμα
οἱ καπετάνιοι σὰν καὶ σὲ δὲν θὰ φοροῦσαν στέμμα».
Ἀκούγοντας τότε τὶς φωνὲρς ὁ Κανάρης βγῆκε στὸ παράθυρο, εἶδε
τὴ σκηνή, κατέβηκε, κʼ ἔτσι συναντήθηκαν. Ἡ ἀναγνώρισις μεταξὺ τῶν δύο,
γερόντων πλέον, παλαιῶν συμπολεμιστῶν ἦταν συγκινητική. Ὁ Κανάρης
θυμήθηκε τὸ παρελθόν. Ταπεινός, καταδεκτικὸς καὶ εὐγνώμων, τὸν ἀγκάλιασε
πρόθυμος νὰ τοῦ συμπαρασταθῇ στὴν ἀνάγκη του.
Ὑπάρχει ὅμως καὶ κάτι ἀκόμη χειρότερο. Συμβαίνει καμμιὰ φορὰ
καὶ χριστιανοὶ λεγόμενοι ἄνθρωποι, ὅταν κάποιος φταίχτης θέλῃ νὰ τοὺς
ζητήσῃ συγγνώμη, αὐτοὶ νὰ δείχνονται ἀπρόσιτοι καὶ στὴ συγχώρησι. Ἕνα
σχετικὸ παράδειγμα ἀναφέρει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς στὶς Διδαχές του γιὰ δύο
χριστιανοὺς τῆς ἐποχῆς τῶν μαρτύρων, τὸ Σαπρίκιο καὶ τὸ Νικηφόρο. Ὁ
Σαπρίκιος εἶχε ὅλο ἀγαθοεργίες, ὁ Νικηφόρος ὅλο ἁμαρτίες, ἐπὶ πλέον δὲ
καὶ μῖσος γιὰ τὸ Σαπρίκιο. Ὅταν ὅμως οἱ διῶκται συνέλαβαν τὸ Σαπρίκιο
καὶ τὸν ὡδηγοῦσαν στὸ θάνατο, ὁ Νικηφόρος ἔτρξε μετανοημένος καὶ τοῦ
ζητοῦσε συγγνώμη. Ἀλλὰ ὁ Σαπρίκιος – ποιός θὰ τὸ περίμενε – δὲν τὸν
συγχωροῦσε! Καὶ παρʼ ὅλο ποὺ ὁ Νικηφόρος τὸν θερμοπαρακαλοῦσε, αὐτὸς
ἐπέμενε μέχρι τέλους νὰ μὴ τὸν συγχωρῇ. Τέλος ὁ Θεὸς τιμώρησε τὸ
Σαπρίκιο γιὰ τὴ σκληρότητά του, καὶ δέχθηκε τὴ μετάνοια τοῦ Νικηφόρου
(βλ. ἡμέτερο βιβλίο Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, σελ. 173).
* * *
Ἀπρόσιτοι οἱ πλούσιοι ἄρχοντες
στὸ φτωχὸ λαό, ἀπρόσιτοι οἱ μορφωμένοι ἐπιστήμονες στοὺς ἁπλοϊκοὺς
ἀγραμμάτους, ἀπρόσιτοι οἱ ὑπερήφανοι φαρισαῖοι στοὺς μετανοημένους
τελῶνες. Ἀλλʼ ὁ ἀπόστολος φωνάζει˙ «Προσλαμβάνεσθε ἀλλήλους, καθὼς καὶ ὁ
Χριστὸς προσελάβετο ἡμᾶς».
Ὁ Χριστὸς ἄφησε τοὺς μαθητάς του τὴν ἐντολή, νὰ ἔχουν εμταξύ
τους ἀγάπη καὶ ὁμόνοια˙ ἀπʼ αὐτό, εἶπε, θὰ τοὺς καταλαβαίνουν πὼς εἶνε
δικοί του μαθηταί˙ «Ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστε, ἐὰν
ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις» (Ἰωάν. 13, 35). Σύμφωνα μʼ αὐτὰ καὶ ὁ
ἀπόστολος Παῦλος μᾶς προτρέπει σήμερα˙ «Προσλαμβάνεσθε ἀλλήλους». Ὁ δὲ
ἱ. Χρυσόστομος τὸ ἐξηγεῖ λέγοντας˙ «Συνάπτωμεν ἑαυτοὺς ἀλλήλοις»,
δηλαδή˙ Ἄς εἴμαστε ἑνωμένοι ὁ ἕνας μέ τὸν ἄλλο (ἔ.ἀ. 614).
Ποῦ ὅμως ἡ ἑνότης αὐτή; Στὰ ἀνδρόγυνα παρατηροῦνται ψυχρότητες
καὶ διαζύγια, στὰ ἀδέλφια καὶ στοὺς συγγενεῖς συμφέροντα καὶ τσακωμοί,
στοὺς γείτονες καὶ τοὺς συγχωριανοὺς ἐχθρότητες καὶ δικαστήρια˙ «οὐ
συγχρῶνται Ἰουδαῖοι Σαμαρείταις» (Ἰωάν. 4, 9). Ἀλλὰ καὶ στὸ ἔθνος, ὅπως
λέει ὁ Σολωμός, «ἡ διχόνοια βαστάνει ἕνα σκῆπτρο ἡ δολερή» καὶ μᾶς
διαλύει. Κόμματα καὶ παρατάξεις, ἰδεολογίες καὶ φιλοσοφίες, ἀθλητικὲς
συμπάθειες καὶ ἀντιπάθειες, αὐτὰ καὶ πολλὰ ἄλλα φανατίζουν καὶ
κομματιάζουν τὸ λαό μας. Ἐὰν οἱ Ἕλληνες ἦταν ὅλοι ἑνωμένοι, ἡ Ἑλλὰς θὰ
ἦτο πολὺ ἰσχυροτέρα.
Καὶ ὄχι μόνο στὴν ἐθνική μας ζωὴ ἀλλὰ καὶ σʼ αὐτὴν ἀκόμη τὴν
ἐκκλησιαστικὴ ζωή, ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ εἶνε ὑπόδειγμα ὁμονοίας καὶ ἀγάπης,
μεγάλη διαίρεσις ὑπάρχει. Ἐνῷ ἡ Ἐκκλησία εἶνε ἕνα σῶμα καὶ ὅλα τὰ μέλη
του θὰ ἔπρεπε νὰ εἶνε ἑνωμένα, συχνὰ παρατηροῦνται διαιρέσεις καὶ
σχίσματα (βλ. Α΄ Κορ. 12, 12-27). Σπανίως θὰ συναντήσῃ κανεὶς ἐπίσκοπο
νʼ ἀγαπᾷ εἰλικρινῶς τὸν ἄλλο ἐπίσκοπο καὶ ἱερέα νʼ ἀγαπᾷ τὸ συνεφημέριό
του. Σπανίως σʼ ἕνα μοναστήρι ἤ σὲ μιὰ ἀδελφότητα εἶνε ὅλοι σύμψυχοι.
Σπανίως σὲ μιὰ ἐνορία ἀπουσιάζουν οἱ διαφορὲς μεταξὺ ἐνοριτῶν, ἀνδρῶν
καὶ γυναικῶν. Αὐτὰ βλέπει ὁ μακρὰν τοῦ Θεοῦ κόσμος καὶ σκανδαλίζεται.
Πόσο μακριὰ εἴμαστε ἀπὸ τὸ παράδειγμα καὶ τὸ παράγγελμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ!
* * *
Ἀγαπητοί μου χριστιανοί,
Τί κάνει τοὺς ἀνθρώπους ἀπρόσιτους καὶ ἀκατάδεκτους, τί τοὺς
κάνει νὰ μὴ πλησιάζωνται καὶ νὰ μὴ πλησιάζουν τὸν ἄλλο; Τὰ πλούτη, ἡ
ἄνοδος σὲ ἀξιώματα, οἱ σχέσεις μὲ τὰ ὑψηλὰ κοινωνικὰ στρώματα, μὲ
μεγάλους καὶ τρανούς… μὲ μιὰ λέξι, ἡ ἔλλειψι τῆς ἀγάπης. Κι ὅπου λείπει ἡ
ἀγάπη, ἐκεῖ ἐπικρατεῖ τὸ προσωπικὸ συμφέρον, ἡ φιλαυτία.
Θέλεις νὰ εἶσαι χριστιανός; Μιμήσου τὸ Χριστό. Βγὲς ἀπʼ τὰ
πλούτη σου καὶ πλησίασε τὸ φτωχό. Κατέβα ἀπὸ τὴ δόξα σου καὶ σκύψε στὸν
ἄσημο. Ἄσε τὴν εὐτυχία σου καὶ μοιράσου τὴ θλῖψι μὲ τὸν πάσχοντα. Μὴ
λησμονεῖς ὅτι, παρʼ ὅλες τὶς μεταξύ μας διαφορές, εἴμαστε ὅλοι ἀδέλφια.
Καὶ τʼ ἀδέλφια πρέπει ὄχι μὲ λόγια ἀλλὰ μὲ ἔργα νὰ δείχνουν τὴν ἀγάπη τὸ
ἕνα στὸ ἄλλο.
Μὴ λησμονοῦμε, τέλος, ὅτι μιὰ μέρα ὁ Κύριος θὰ μᾶς κρίνῃ. Καὶ
ἄν θέλουμε τότε νὰ τὸν βροῦμε εὐμενῆ καὶ νὰ μὴν ἀκούσουμε τὸ «Πορεύεσθε
ἀπʼ ἐμοῦ…» (Ματθ. 25, 41), ἄς γίνουμε συγκαταβατικοί, προσιτοί, πλήρεις
συμπαθείας καὶ ἀγάπης.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστῖνου Ν. Καντιώτου (Μητροπολίτου πρώην Φλωρίνης) »ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ», σελ. 119-127 (ἕκδοσις Γ΄ 2001).