Κυριακή 7 Απριλίου 2024

Αποκωδικοποιώντας την επίσκεψη Ερντογάν: Απεμπόληση Εθνικής Κυριαρχίας ή Πόλεμος!


Η Διακήρυξη των Αθηνών ως προάγγελος του ζοφερού μέλλοντος των ελληνοτουρκικών σχέσεων

Γράφει ο Δημήτριος Νικ. Δασκαλάκης, Δικηγόρος Αθηνών


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
1. ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΟ ΣΟΟΥ
2. ΥΠΟΤΕΛΕΙΑ-ΕΝΔΟΤΙΣΜΟΣ
3. ΑΚΥΡΩΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΤΗΣ ΛΩΖΑΝΗΣ
4. ΕΘΝΙΚΟΣ ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑΤΙΚΟΣ ΔΟΛΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΛΙΤ
5. ΔΗΛΩΣΕΙΣ ΕΚΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΤΟΥΡΚΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΟΥ
6. ΧΑΓΗ Ή ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΘΕΡΜΟΥ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΥ!
7. Η ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ ΩΣ ΠΡΟΑΓΓΕΛΟΣ ΠΟΛΕΜΟΥ

Η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη και τα φίλα προσκείμενα σε αυτή ΜΜΕ αξιολόγησαν με θετικό πρόσημο την πρόσφατη επίσκεψη του Τούρκου Προέδρου και της πολυμελούς συνοδείας του στην Ελλάδα, υποστηρίζοντας ότι ανοίγει μια νέα ελπιδοφόρα σελίδα στην πολυκύμαντη πορεία των Ελληνοτουρκικών σχέσεων.

Κυβερνητικές πηγές εξέφρασαν την ικανοποίησή τους για την υπογραφή της Διακήρυξης των Αθηνών «Περί Σχέσεων Φιλίας και Καλής Γειτονίας» Ελλάδας-Τουρκίας, θεωρώντας ότι δεσμεύει τα δύο κράτη σε ένα πλαίσιο ειρηνικής συνύπαρξης και αμοιβαίας αποφυγής συγκρουσιακών καταστάσεων και δυνητικής κλιμάκωσης.

1. ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΟ ΣΟΟΥ

Όμως, πριν από ένα χρόνο περίπου, παρακολουθούσαμε έναν καταιγισμό εμπρηστικών δηλώσεων από τους κυριότερους εκπροσώπους του πολιτικού και διπλωματικού κατεστημένου της γείτονος χώρας που απειλούσαν ότι θα έρθουν ένα βράδυ να μας ξυπνήσουν με τις σειρήνες του πολέμου, ενώ σήμερα γινόμαστε μάρτυρες μιας οβιδιακής μεταμόρφωσης της τουρκικής πολιτικής, αφού ο Τούρκος Πρόεδρος έφθασε στο σημείο να δηλώνει ότι:

«Είναι φυσικό να υπάρχουν προβλήματα ανάμεσα σε δύο χώρες, πόσω μάλλον ανάμεσα σε αδέλφια»!1

Όσοι πολίτες έσπευσαν να ασπαστούν την κυβερνητική αισιοδοξία για «ήρεμα νερά» στο Αιγαίο, πολύ γρήγορα θα διαψευστούν, συνειδητοποιώντας ότι η επίσκεψη του κ. Ερντογάν και η συμμετοχή του στην συνεδρίαση του Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας (ΑΣΣ) των δύο χωρών αποτελούσε στην πραγματικότητα ένα επικοινωνιακό σόου παραπλάνησης του ελληνικού λαού αναφορικά με τις επεκτατικές βλέψεις της Άγκυρας, καθόσον, σύμφωνα με ρητή πρόνοια του ιδίου του κειμένου της Διακήρυξης των Αθηνών, δεν συνιστά –κατά το διεθνές δίκαιο– διεθνή συμφωνία, δεσμευτική για τα συμβαλλόμενα κράτη, και επομένως δεν παράγονται νομικά δικαιώματα και υποχρεώσεις για τις χώρες που την υπέγραψαν.

Δηλαδή, με άλλα λόγια, έγινε μια τρύπα στο νερό, καθώς η Ελληνική διπλωματία δεν απέσπασε μια νομικά έγκυρη και δεσμευτική συμφωνία που θα υποχρεώνει την Άγκυρα στην τήρηση της διεθνούς νομιμότητας, και απλώς επαφίεται στην διακήρυξη των καλών προθέσεων της Τουρκίας2.

Ο τυχοδιωκτισμός στην άσκηση πολιτικής από την κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη αποτελεί «σταθερή αξία» και εμφανίζεται σχεδόν σε κάθε τομέα κυβερνητικής ευθύνης, από την προστασία της δημόσιας υγείας, την ασφάλεια των μεταφορών, την οικονομία, την δικαιοσύνη, την ψηφιακή διακυβέρνηση, μέχρι την εξωτερική πολιτική και την άμυνα, γεγονός που εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους όχι μόνο για την συνοχή του κοινωνικού ιστού, αλλά επηρεάζει αρνητικά και την διεθνή εικόνα της πατρίδας μας.

2. ΥΠΟΤΕΛΕΙΑ –ΕΝΔΟΤΙΣΜΟΣ

Διαχρονική ευθύνη κάθε Ελληνικής Κυβέρνησης αποτελεί η χάραξη εθνικής εξωτερικής πολιτικής που οφείλει να υπηρετεί με προσήλωση τα νόμιμα και διεθνώς αναγνωρισμένα δικαιώματα της χώρας μας και να υπερασπίζεται με αποφασιστικότητα την εθνική ανεξαρτησία.

Ένα σοβαρό και υπεύθυνο κράτος για να γευτεί τους εύχυμους καρπούς της εξωτερικής του πολιτικής θα πρέπει προηγουμένως να υπακούσει σε δύο απαρέγκλιτους κανόνες:

  • Α. Να οριοθετήσει με σαφήνεια στην διεθνή γεωπολιτική σκακιέρα τους μεσοπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους στόχους και, αντιστοίχως, τις επιδιώξεις του και

  • Β. Να εκπονήσει μια εθνική στρατηγική που θα οδηγήσει βαθμιαία στην υλοποίησή τους.

Συνεπώς, πριν προβούμε στην διατύπωση μιας θετικής ή αρνητικής κρίσης εν σχέσει προς την επίσκεψη Ερντογάν στην Ελλάδα, οφείλουμε προηγουμένως –αν θέλουμε να διατηρήσουμε ένα σοβαρό επίπεδο στον δημόσιο διάλογο– να απαντήσουμε στο εξής καίριο ερώτημα:

Η επίσκεψη του Τούρκου Προέδρου και η υπογραφή της Διακήρυξης των Αθηνών υπηρετεί τον εθνικό στρατηγικό σχεδιασμό της Ελληνικής Εξωτερικής Πολιτικής και αν ναι, με ποιο τρόπο;

Αν η παρούσα Ελληνική κυβέρνηση έχει αναγάγει σε επίσημο δόγμα της εξωτερικής της πολιτικής την υποτέλεια, τον ενδοτισμό και την πάση θυσία εξεύρεση συμβιβαστικής φόρμουλας, με σκοπό την συνολική επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών –επί προφανή ζημία των εθνικών ζωτικών συμφερόντων–, σε αυτή την περίπτωση έχει κάθε δικαίωμα να δηλώνει ευχαριστημένη, δεδομένου ότι ο αρχηγός του τουρκικού κράτους δεν εφείσθη χαμόγελων και εγκωμιαστικών σχολίων για την νέα «ανθηρή» περίοδο της ελληνοτουρκικής φιλίας.

Απεναντίας, οι Έλληνες πολίτες οφείλουν να είναι ιδιαίτερα ανήσυχοι και βαθιά προβληματισμένοι για το νέο κεφάλαιο της ελληνοτουρκικής προσέγγισης, καθώς διατηρούν άσβεστη στην μνήμη τους την εθνική ταπείνωση που προήλθε από την προδοτική και επονείδιστη συμφωνία των Πρεσπών, διά της οποίας η ξενόδουλη και διεφθαρμένη ελληνική πολιτική τάξη –και όχι ο κυρίαρχος ελληνικός λαός– παρέδωσε το ελληνικό όνομα της Μακεδονίας, την «μακεδονική ιθαγένεια» και την «μακεδονική γλώσσα» στους πολίτες του κράτους των Σκοπίων, θέτοντας οριστικά ταφόπλακα στα προ αιώνων κεκτημένα του ελληνισμού της Μακεδονίας.

Κατά την παρούσα ιδιαίτερα ρευστή γεωπολιτική συγκυρία, το αλάνθαστο αισθητήριο της εθνικής αξιοπρέπειας και αυτοσυνειδησίας του ελληνικού λαού έχει σημάνει πατριωτικό συναγερμό, προειδοποιώντας ότι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις έχουν εισέλθει σε μια πολύ επικίνδυνη ατραπό, που θα οδηγήσει σε αμφισβήτηση ή ακόμη και σε εκχώρηση της εθνικής κυριαρχίας, καθώς και σε επαναχάραξη, τουλάχιστον, των θαλάσσιων συνόρων στο Αιγαίο, για χάρη δήθεν της προώθησης της ειρήνης, της ασφάλειας και της ευημερίας στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο.

3. ΑΚΥΡΩΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΤΗΣ ΛΩΖΑΝΗΣ

Απέναντι στην τουρκική προκλητικότητα και στο casus belli της Άγκυρας, στην περίπτωση επέκτασης του εύρους των χωρικών μας υδάτων στα 12 ν.μ., το ελληνικό πολιτικό σύστημα έχει υιοθετήσει μια ενδοτική και ηττοπαθή στάση που μοιραία ανατροφοδοτεί τον τουρκικό επεκτατισμό και απειλεί σήμερα να ανατρέψει το υφιστάμενο status quo στο Αιγαίο.

Στις 16 Δεκεμβρίου 1977, ο Γεώργιος Μαύρος (1909-1995), επίτιμος Πρόεδρος της Ε.ΔΗ.Κ. (Ένωση Δημοκρατικού Κέντρου) σε μια προφητική αγόρευσή του στην Βουλή των Ελλήνων στο πλαίσιο των προγραμματικών δηλώσεων της κυβερνήσεως του Κωνσταντίνου Καραμανλή, αναφορικά με τα κρίσιμα προβλήματα της εξωτερικής μας πολιτικής, δήλωνε με έμφαση τα εξής συγκλονιστικά που αξίζουν να προσεχθούν ιδιαίτερα από την ηγεσία των υπουργείων Εξωτερικών και Άμυνας:

«Αν η Τουρκία θέλει να λυθεί η διαφορά [Σ.Σ: ως διαφορά εννοεί το καθεστώς της υφαλοκρηπίδας των νησιών του Αιγαίου που ρυθμιζόταν το 1977 από την σύμβαση της Γενεύης του 1958, στην οποία καθοριζόταν σαφώς ότι τα νησιά έχουν την δική τους υφαλοκρηπίδα] “φιλικά και συμβιβαστικά“, να πάρει δηλαδή εκείνη τα μισά και τα άλλα μισά εμείς, ας γνωρίζει πώς καμία ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να δεχθεί τέτοιο πράγμα. Πρέπει να τηρήσουμε σταθερή στάση απέναντι στην ΤουρκίαΚάθε υποχώρηση στο Αιγαίο θα αυξήσει την βουλιμία των Τούρκων. Αρχηγός ξένου κράτους, τον οποίο αντιλαμβάνεσθε πως δεν μπορώ να ονομάσω, μου είπε: “Αν δώσετε στους Τούρκους ένα δάκτυλο, θα σας πάρουν το χέρι ολόκληρο“. Υποχώρηση στην Κύπρο ή υποχώρηση στο Αιγαίο, ενώ δεν λύνουν κανένα ζήτημα, οδηγούν αναπόφευκτα σε πόλεμο μεταξύ Ελλάδος-Τουρκίας. Θα με ρωτήσετε ίσως: “τι θα γίνει εφόσον η Τουρκία δεν υποχωρεί”; Αν η απάντηση είναι ότι μια και δεν υποχωρεί η Τουρκία, πρέπει να υποχωρήσουμε εμείς, νομίζω πως κάτι τέτοιο κανείς σε αυτή την αίθουσα δεν μπορεί να το δεχθεί»3.

Ο ελληνικός λαός οφείλει να μην τρέφει αυταπάτες, πιστεύοντας ότι η Τουρκία θα βγάλει ποτέ από πάνω της την «χακί στολή εκστρατείας» για να φορέσει το κουστούμι του «εποικοδομητικού διαλόγου της καλής γειτονίας», αλλά να ενθυμείται ότι ο εξ ανατολών γείτονας παραμένει μια περιφερειακή χώρα δυνητικής αποσταθεροποίησης της διεθνούς τάξης που υπηρετεί με θρησκευτική ευλάβεια την αναθεωρητική της ατζέντα, επιδιώκοντας σταθερά την ακύρωση ή την τροποποίηση των όρων της Συνθήκης της Λωζάνης σύμφωνα με τις γεωπολιτικές της επιδιώξεις.

4. ΕΘΝΙΚΟΣ ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑΤΙΚΟΣ ΔΟΛΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΛΙΤ

Ο πολιτικός διάλογος, η θετική ατζέντα και τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης –αποτελούν τους τρεις πυλώνες στους οποίους στηρίζεται η Διακήρυξη των Αθηνών– στοχεύουν στην φθορά του εθνικού φρονήματος των Ελλήνων πολιτών, καλλιεργώντας σε μία σημαντική μερίδα του ελληνικού λαού μία τάση συμβιβασμού και αποδοχής των παράλογων τουρκικών αξιώσεων, προς όφελος δήθεν της οικονομίας, της ασφάλειας και της ειρηνικής συνύπαρξης των δύο χωρών.

Ειδικά μάλιστα στην, κατά παρέκκλιση της Συμφωνίας Σένγκεν, δυνατότητα των Τούρκων πολιτών να επισκέπτονται χωρίς βίζα για επτά ημέρες δέκα προεπιλεγμένα ελληνικά νησιά του Αιγαίου, υποκρύπτεται μια άθλια επιδίωξη εθνικού κακουργηματικού δόλου της άρχουσας πολιτικής ελίτ εις βάρος του ελληνικού λαού, τα συμφέροντα του οποίου υποτίθεται ότι έχει κληθεί να προστατεύει.

Με την διοργάνωση τουριστικών επισκέψεων στα ελληνικά ακριτικά νησιά του Αιγαίου επιδιώκεται η δημιουργία ενός κλίματος (πλασματικής και νομιζόμενης) ελληνοτουρκικής φιλίας και προσέγγισης, με σκοπό την παγίδευση του νησιώτικου πληθυσμού στην εσφαλμένη αντίληψη ότι δήθεν το σημερινό τουρκικό κράτος έχει αλλάξει και δεν αποτελεί πλέον απειλή για την εθνική υπόσταση και την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας.

Στην πραγματικότητα βέβαια, η σημερινή πολιτική ηγεσία της Τουρκίας επιχειρεί να εγκλωβίσει την πατρίδα μας –μέσω της διαπραγματευτικής διαδικασίας–  στα επεκτατικά της σχέδια, αποτελώντας την ιστορική συνέχεια της Τουρκίας του Κεμάλ (Σμύρνη 1922), της Τουρκίας του Μεντερές (Κωνσταντινούπολη «Σεπτεμβριανά» 1955) και της Τουρκίας του Ετζεβίτ (στρατιωτική επιχείρηση «Αττίλας», Κύπρος 1974). Την ίδια στιγμή, οφείλουμε να μην υποβαθμίζουμε τον απειλητικό κίνδυνο της Τουρκίας του Ερντογάν, έχοντας ενώπιον των οφθαλμών μας την ελληνοτουρκική κρίση του 2020, που οδήγησε τις δύο χώρες στο χείλος της εμπόλεμης σύρραξης.

Ο σχεδιασμός των τουριστικών επισκέψεων Τούρκων πολιτών στα αιγαιοπελαγίτικα ελληνικά νησιά αποσκοπεί –μέσω της οικονομικής δραστηριότητας και αλληλογνωριμίας– στην εξουδετέρωση των εθνικών αντιστάσεων του ακριτικού πληθυσμού, προκειμένου να μην εναντιωθεί, αλλά να συναινέσει στην προσχεδιασμένη και προσυμφωνημένη αποστρατιωτικοποίηση των Ελληνικών νησιών του Αιγαίου.

Στις 24-7-1923 υπογράφεται η Συνθήκη της Λωζάνης, που καθόρισε τα σύνορα του σύγχρονου τουρκικού κράτους, και στις 7-12-2023, δηλαδή με την συμπλήρωση εκατό χρόνων από την υπογραφή της, εγκαινιάζεται μια νέα διπλωματική πρωτοβουλία (με άγνωστο περιεχόμενο) για την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών, η οποία όμως ενέχει σοβαρούς κινδύνους και παγίδες για την ασφάλεια της εθνικής μας κυριαρχίας και των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων στο Αιγαίο.

Αν οι Έλληνες πολίτες πιστεύουν ότι η σύγχρονη Τουρκία έχει υιοθετήσει ως τρόπο επίλυσης των διαφορών της με τα γειτονικά κράτη, τις αρχές του διαλόγου και του Διεθνούς Δικαίου, πλανώνται πλάνην οικτρά.

Καλό είναι να θυμόμαστε πάντα ότι η Τουρκία, ανάλογα με τις επικρατούσες γεωπολιτικές συνθήκες, δεν διστάζει να προσφεύγει στην χρήση στρατιωτικής βίας (Ιράκ, Συρία) ή να θέτει την προοπτική της ένοπλης αντιπαράθεσης στην περίπτωση ατυχούς εκβάσεως μιας διαπραγματευτικής διαδικασίας (Ελλάδα), επιχειρώντας να εκφοβίσει τους λαούς των όμορων χωρών και υπονομεύοντας σταθερά την εθνική τους κυριαρχία.

5. ΔΗΛΩΣΕΙΣ ΕΚΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΤΟΥΡΚΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΟΥ

Κρίνουμε σκόπιμο να υπενθυμίσουμε στο αναγνωστικό κοινό ορισμένες σημαντικές δηλώσεις των κυριότερων εκπροσώπων του τουρκικού πολιτικού κατεστημένου, που έλαβαν χώρα προ πεντηκονταετίας και προσγειώνουν στην σκληρή πραγματικότητα των ελληνοτουρκικών σχέσεων την αιθεροβάμονα και αλλοπρόσαλλη ελληνική πολιτική τάξη.

Ο Ergun Goze, αρθρογράφος της εφημερίδας Tercuman, έγραφε στο φύλλο της εφημερίδας της 30ης Ιανουαρίου 1975 τα εξής:

«Επαναλαμβάνουμε ότι το Κυπριακό δεν είναι το μόνο μας πρόβλημα με την Ελλάδα. Υπάρχουν τα προβλήματα της Δυτικής Θράκης, των χωρικών υδάτων, της υφαλοκρηπίδας, της αλιείας και του εναέριου χώρου – με άλλα λόγια, η Μεγάλη Ιδέα και τα παρακλάδια της. Ανάμεσα σε αυτά, πρώτο έρχεται το πρόβλημα των Δωδεκανήσων. Πρέπει χωρίς άλλο να πάρουμε από τους Έλληνες τα νησιά εκείνα της Δωδεκανήσου, που βρίσκονται μέσα στα χωρικά μας ύδατα. Το πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση αυτή είναι η αποστρατιωτικοποίησή τους».

Ο Τούρκος Πρωθυπουργός Suleyman Demirel, μιλώντας στον Ραδιοφωνικό Σταθμό της Άγκυρας στις 18 Αυγούστου 1976 δήλωνε χαρακτηριστικά τα εξής:

«Όλα τα προβλήματα προκλήθηκαν από την Ελλάδα, η οποία εδώ και 13 χρόνια παραβιάζει συνεχώς τις Συνθήκες της Λωζάνης και των Παρισίων. Δηλώνω κατηγορηματικά ότι τα ελληνικά νησιά δεν μπορούν να παραμείνουν οχυρωμένα, και δεν θα παραμείνουν».

Ο αρχηγός του Κόμματος Εθνικής Δράσης Alpaslan Turkes μιλώντας στην εβδομαδιαία τουρκική εφημερίδα «Devlet» στις 30 Μαρτίου 1976 δήλωνε τα εξής άκρως ενδιαφέροντα:

«Η ομάδα των νησιών που βρίσκονται κοντά στις τουρκικές ακτές, συμπεριλαμβανομένων των Δωδεκανήσων, πρέπει να ανήκει στην Τουρκία. Μεταξύ αυτών αναφέρουμε τη Σαμοθράκη, την Λέσβο, την Χίο, την Σάμο, την Κω, την Ρόδο και όλα τα μικρά και μεγάλα νησιά που βρίσκονται σε απόσταση 50 χιλιομέτρων»4.

Από τις πιο πάνω δηλώσεις δεν καταλείπεται η παραμικρή αμφιβολία ότι η τουρκική διπλωματία εργάζεται με ιδιαίτερη επιμονή, μεθοδικότητα και με σταθερή προσήλωση στην επίτευξη των γεωστρατηγικών της στόχων.

Τις προηγούμενες δεκαετίες, η Άγκυρα προσπαθούσε με την απειλή χρήσης βίας να αποσπάσει ένα ή περισσότερα νησιά από την Ελλάδα, επειδή όμως η απόπειρά της αυτή προσέκρουσε στην σθεναρή αντίδραση και ετοιμότητα του ελληνικού λαού και των ενόπλων δυνάμεων, σκαρφίστηκε νέα τακτική:

Σήμερα επιχειρεί να κλονίσει την εθνική κυριαρχία της Ελλάδας μέσω του καινοφανούς δόγματος περί «θαλασσίων γκρίζων ζωνών», εγείροντας δικαιώματα συγκυριαρχίας και συνδιαχείρισης στο Αιγαίο, με απώτερο σκοπό να περιέλθουν σταδιακά περισσότερα ελληνικά νησιά –κυρίως με την διαδικασία της αποστρατιωτικοποίησης και της εγκατάστασης μεταναστευτικών πληθυσμών– στην δική της γεωπολιτική σφαίρα επιρροής.

6. ΧΑΓΗ Ή ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΘΕΡΜΟΥ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΥ

Στο σημείο αυτό, οφείλουμε να διατυπώσουμε με απόλυτη σαφήνεια και καθαρότητα την προσωπική μας θέση αναφορικά με την επίσκεψη του Τούρκου Προέδρου στην Ελλάδα:

Η υπογραφή της Διακήρυξης των Αθηνών «Περί Σχέσεων Φιλίας και Καλής Γειτονίας» Ελλάδας-Τουρκίας σηματοδοτεί την εκκίνηση μίας fast track διαπραγματευτικής και διπλωματικής διαδικασίας, η οποία θα καταλήξει με μαθηματική ακρίβεια στην απεμπόληση της εθνικής κυριαρχίας, ήτοι στην διχοτόμηση του Αιγαίου, που θα πραγματοποιηθεί με δύο εναλλακτικά ισοδύναμους τρόπους: είτε πολιτισμένα, δηλ. με την συμφωνημένη προσφυγή στην δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, είτε άκομψα, δηλ. με την πρόκληση θερμού πολεμικού επεισοδίου.

Κατά την άποψη του γράφοντος, ως μόνη θεσμικά αποδεκτή και νόμιμη συνθήκη για την παραπομπή των ελληνοτουρκικών διαφορών στο Δ.Δ.Χ. νοείται η περιγραφή (στο συνυποσχετικό) ως μοναδικού επίδικου ζητήματος προς δικαστική εξέταση της οριοθέτησης της νησιωτικής υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, με την ταυτόχρονη αναγνώριση της πλήρους επήρειας των ελληνικών νησιών, όπως άλλωστε επιτάσσει το Δίκαιο της Θάλασσας. Η συμπερίληψη οποιασδήποτε άλλης «διαφοράς» θα πλήξει καίρια και ανεπανόρθωτα τον πυρήνα της ελληνικής εθνικής κυριαρχίας.

Η ενδεχόμενη συμπερίληψη στο συνυποσχετικό τουρκικών αξιώσεων, όπως είναι ο περιορισμός του εύρους του ελληνικού εθνικού εναέριου χώρου, ο καθορισμός της έκτασης του FIR Αθηνών, η παραίτηση από το δικαίωμα επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ., ο καθορισμός αρμοδιοτήτων στην έρευνα και στην διάσωση, η αποστρατιωτικοποίηση ορισμένων νησιών του Ανατολικού Αιγαίου και των Δωδεκανήσων, «η αμφισβητούμενη κυριαρχία νησίδων και βραχονησίδων» κ.λ.π., θα είναι καταστροφική και θα βλάψει ανεπανόρθωτα τα εθνικά συμφέροντα της πατρίδας μας.

Αξίζει στο σημείο αυτό να υπενθυμίσουμε με έμφαση ότι κατά την πάγια αρχή της ελληνικής διπλωματίας, ως ελληνοτουρκική διαφορά που χρήζει παραπομπής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης αναγνωρίζεται μόνο η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας των νησιών του Βορειοανατολικού Αιγαίου και των Δωδεκανήσων, και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (Α.Ο.Ζ.) στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Κάθε άλλη «ελληνοτουρκική διαφορά» που εισάγεται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων αντιμετωπίζεται από την ελληνική πλευρά ως παράλογη τουρκική αξίωση.

Η τελική κατάρτιση του συνυποσχετικού που τυχόν θα ενσωματώνει τις πιο πάνω παράλογες τουρκικές διεκδικήσεις δεν θα θεωρηθεί απλώς ως μια άτακτη υποχώρηση της ελληνικής διπλωματίας από την πάγια αρχή και θέση της, αλλά θα καταγραφεί από τον Ιστορικό του Μέλλοντος ως το κυλώνειο άγος ολόκληρου του πολιτικού συστήματος άσκησης εξουσίας.

Επομένως, ως διμερής διαφορά, σύμφωνα με την καθιερωμένη ατζέντα των ελληνοτουρκικών διπλωματικών σχέσεων, νοείται μόνο εκείνη που αφορά τον καθορισμό του εύρους της νησιωτικής υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.

7. Η ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ ΩΣ ΠΡΟΑΓΓΕΛΟΣ ΠΟΛΕΜΟΥ

Ο Τούρκος Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, είκοσι τέσσερις ώρες πριν από την άφιξή του στην Αθήνα, παραχώρησε στην εφημερίδα «Καθημερινή» μια άκρως ενδιαφέρουσα αποκλειστική συνέντευξη, στην οποία προέβη σε μια ιδιαίτερα βαρυσήμαντη πολιτική δήλωση, επισημαίνοντας επί λέξει τα εξής:

«Φυσικά, υπάρχουν πολλά αλληλένδετα προβλήματα που πρέπει να λυθούν εκτός από την υφαλοκρηπίδα. Πρέπει να τα εξετάσουμε ως ένα σύνολο. Δεν είναι σωστή η επιλεκτική προσέγγιση. Να μιλάμε για ορισμένα θέματα και να μη μιλάμε για κάποια άλλα. Γιατί είναι όλα αλληλένδετα. Όταν προσφεύγουμε στη διεθνή δικαιοσύνη, δεν πρέπει να αφήνουμε κανένα πρόβλημα πίσω. Πάνω από όλα όμως πρέπει να μιλάμε για όλα μας τα προβλήματα με γενναιότητα και να κατευθύνουμε σωστά την κοινή μας γνώμη. Εδώ η βούλησή μας για επίλυση των προβλημάτων θα είναι εξαιρετικά καθοριστική. Η δική μας θέληση είναι ισχυρή»5.

Συνεπώς, αν η Ελλάδα και η Τουρκία αποφασίσουν να παραμείνουν σταθερές και ανυποχώρητες έως τέλους στις εθνικές τους θέσεις, πολύ γρήγορα θα διαπιστωθεί ότι μεταξύ της ελληνικής και τουρκικής διπλωματικής θεώρησης των κρίσιμων διαφορών στο Αιγαίο υφίσταται αγεφύρωτο χάσμα, γεγονός που θα ανεβάσει κατακόρυφα το «θερμόμετρο της γεωπολιτικής έντασης» και θα παγώσει τα χαμόγελα και τις προσδοκίες των πρωταγωνιστών της Διακήρυξης των Αθηνών.

Υπό το πιο πάνω πρίσμα, δεν συνιστά υπερβολή να αξιολογήσουμε την πρόσφατη Διακήρυξη των Αθηνών ως απόπειρα εμπαιγμού της νοημοσύνης του ελληνικού λαού και «γράμμα κενού περιεχομένου», η οποία αντί να επιφέρει μια σχετική σταθεροποίηση στις διαταραγμένες ελληνοτουρκικές σχέσεις θα αποτελέσει δυστυχώς την αιτία για την ραγδαία επιδείνωσή τους.

Εξάλλου, η Ιστορία μας διδάσκει ότι πριν από την έναρξη πολεμικών εχθροπραξιών προηγείται πάντοτε μια θεαματική, αλλά εύθραστη συμφωνία ή διακήρυξη ειρήνης, φιλίας και καλής γειτονίας!

Κρίνεται όμως πολύ πιθανό το ξενόδουλο και διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα εξουσίας να εκπαιδεύσει κατάλληλα τον ελληνικό λαό στον εθνικό ραγιαδισμό και στην υποτέλεια κατά την κρίσιμη διετία (2024-2025), ώστε, όταν τεθεί ενώπιόν του το δίλημμα μεταξύ διαφύλαξης της εθνικής κυριαρχίας ή της προσφυγής στην Χάγη, να επιλέξει «ελαφρά τη καρδία» το δεύτερο, αποδεχόμενος την πάγια τουρκική αξίωση για οριστική «λύση πακέτο» όλων των ελληνοτουρκικών διαφορών.

Με την επαίσχυντη συμφωνία των Πρεσπών δεν εκχωρήθηκε απλώς το ελληνικό όνομα της Μακεδονίας, αλλά προκλήθηκε ανεπούλωτο τραύμα στον εθνικό συναίσθημα των Ελλήνων, γεγονός που έχει οδηγήσει στην ανεπίτρεπτη σχετικοποίηση του (απόλυτου) δικαιώματος υπεράσπισης της ελληνικότητας γεωγραφικών περιοχών, που εποφθαλμιούνται από την αρπακτική διάθεση γειτονικών κρατών.

Ασφαλώς οι σχεδιαζόμενες (;) αδιανόητες εθνικές υποχωρήσεις που θα σημειωθούν στο Αιγαίο –στο όνομα πάντοτε της διεθνούς ειρήνης και συνεργασίας– δεν σηματοδοτούν το τέλος των διαρκώς εμπλουτιζόμενων ελληνοτουρκικών διαφορών.

Την σκυτάλη της αμφισβήτησης της ελληνικής εθνικής κυριαρχίας θα πάρει η Δυτική Θράκη, όπου η Τουρκία θα προτείνει την διεξαγωγή ελεύθερου και δημοκρατικού τοπικού δημοψηφίσματος, προκειμένου να κριθεί το μέλλον της περιοχής, αν δηλαδή ο τοπικός πληθυσμός επιθυμεί να παραμείνει υπό ελληνική διοίκηση ή επιλέξει να προσχωρήσει στην τουρκική6. Εννοείται ότι η διενέργεια του δημοψηφίσματος θα λάβει χώρα στην ευνοϊκότερη για την Τουρκία χρονική συγκυρία, όταν δηλαδή η μουσουλμανική «μειονότητα» αποκτήσει σαφή πληθυσμιακή υπεροχή έναντι των γηγενών Ελλήνων κατοίκων.

Κάθε αγώνας που δεν δίνεται με την εθνική πεποίθηση για την νικηφόρα έκβασή του προλειαίνει το έδαφος για την επόμενη εθνική ήττα και ταπείνωση. Όσο οι πολίτες διστάζουν να αναλάβουν τον αγώνα για την υπεράσπιση των εθνικών δικαίων, όσο δεν αποτινάζουν την παρασιτική νεοταξίτικη πολιτική ελίτ, που ως βδέλλα στραγγίζει κάθε ικμάδα της αγνής φιλοπατρίας τους, η κάθε νέα «εθνική σφαλιάρα» θα διαδέχεται την προηγούμενη, μέχρι τον ολοκληρωτικό εθνικό μας αφανισμό.

Ας έχουμε όμως τούτο υπόψη μας:

H αδιαφορία είναι μια κατάσταση χειρότερη από την ήττα, επειδή η ήττα προϋποθέτει αγώνα που δόθηκε και χάθηκε, ενώ η αδιαφορία συνιστά παραίτηση από αγώνα που δεν δόθηκε ποτέ.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το παρόν άρθρο, σε συνεπτυγμένη μορφή, δημοσιεύτηκε σε δύο αυτοτελή μέρη: Το πρώτο μέρος στις 17-12-2023 στο φύλλο της «ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ», υπό τον τίτλο «Αποκωδικοποιώντας την επίσκεψη Ερντογάν» σελ. 58, και το δεύτερο μέρος στις 31-3-2024 σελ. 59, υπό τον τίτλο «Η σκοτεινή πλευρά των ελληνοτουρκικών σχέσεων».

3

Γ. Μαύρου, Εθνικοί Κίνδυνοι, Η Δημοκρατία σε κρίση, Εξωτερικές Απειλές, Αθήνα 1978, Εκδόσεις Ατλαντίς, σελ. 75 και 96.

4

Από το βιβλίο του Γ. Μαύρου, Εθνικοί Κίνδυνοι, ό.π., σελ. 149, 154 και 155.