ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Εἶναι ἡ μοναδικὴ μέρα τοῦ χρόνου, ποὺ δὲν ἔμαθα ἀκόμα πότε ἀρχίζει καὶ πότε τελειώνει κι ἂν πρέπει νὰ τελειώνη. Ἀπὸ τὰ παιδικά μου χρόνια τὸ πρῶτο μέλημά μου ἦταν νὰ προσκυνήσω τὸ ἰκρίωμα τοῦ Σταυροῦ. Πεινασμένος, ξυπόλυτος, ξαγρυπνισμένος, ἔτρεχα στὴν κορυφὴ τῆς Παναγίας, τῆς κεντρικῆς ἐκκλησιᾶς τοῦ χωριοῦ, νὰ προσκυνήσω τὸν Σταυρό. Τρεῖς μετάνοιες μεγάλες ὥριζε ἡ τάξη καὶ μετὰ ἄλλες τρεῖς μετάνοιες στὴν μελανοφοροῦσα Παναγία. Οἱ γονεῖς παρακολουθοῦσαν αὐτὴν τὴν εἴσοδό μας καὶ τὴν ἔξοδό μας ἀπὸ τὸν ναό. Τσακίδια ποὺ θὰ σὲ βρίσκανε ἂν δὲν ἔκανες αὐτὲς τὶς μετάνοιες. Ὑπερβολές, ἀλλὰ σ᾽ αὐτὴν τὴν ὑπερβολὴ βρίσκαμε τὰ ἀνώτερα συναπαντήματα μὲ τὸν Χριστό.