Τετάρτη 16 Μαΐου 2018

ΤΙΜΩΡΕΙ Ο ΘΕΟΣ;

ΤΙΜΩΡΕΙ Ο ΘΕΟΣ;
 «Έμοί έκδίκησις, εγώ ανταποδώσω»; (Δευτ. 32:35, Ρωμ. 12:19, Έβρ. 10:30. Βλέπε και 31).

ΔΕΝ ΤΙΜΩΡΕΙ Ο ΘΕΟΣ;
     Πολλοί, ιδίως δημοσιογράφοι, άλλα και θεολόγοι και κληρικοί, ιδίως φαύλοι, υποστηρίζουν, ότι ό Θεός δεν τιμωρεί. Και γιατί δεν τιμωρεί; Διότι, λέγουν, ό Θεός είναι αγάπη. Ναι, ό Θεός είναι αγάπη. Και μάλιστα εσταυρωμένη αγάπη. Για μας ό Θεός από απέραντη αγάπη έγινε σαν εμάς, άνθρωπος, και υπέστη το φρικτότερο μαρτύριο, τη σταύρωση.
    .Άλλ' αφού ό Θεός είναι αγάπη, και μά­λιστα ασυγκρίτως μεγαλύτερη από την ιδική μας αγάπη, γιατί με την παντοδυ­ναμία του δεν αποτρέπει τόσα κακά, πού συμβαίνουν στον κόσμο; Γιατί σει­σμοί; Γιατί ηφαίστεια; Γιατί Βεζούβιοι; Γιατί τυφώνες και κυκλώνες; Γιατί πλημ­μύρες και κατολισθήσεις; Γιατί τρικυ­μίες και ναυάγια; Γιατί τσουνάμια και καταποντισμοί;

 Γιατί άγρια θηρία και κατασπαραγμοί ανθρώπων; Γιατί λιμοί και λοιμοί, πείνες και επιδημίες; Γιατί ασθέ­νειες, μάλιστα οδυνηρές και πολυχρό­νιες; Γιατί πυρκαϊές; Γιατί πόλεμοι, βα­σανιστήρια, σφαγές και απερίγραπτες θηριωδίες και φρικαλεότητες; Εγώ, καί­τοι έχω αγάπη ασυγκρίτως μικρότερη από την αγάπη του Θεού, αν είχα τη δύναμη, θα απέτρεπα όλα τα κακά, όλες τις καταστροφές, όλες τις συμφορές, πού συμβαίνουν στον κόσμο. Γιατί ό Θεός, ερωτώ πάλι, πού έχει ασυγκρίτως μεγα­λύτερη αγάπη από μένα, άλλα και παν­τοδυναμία, δεν αποτρέπει τα τόσα κακά;
    Ό Θεός είναι βεβαίως αγάπη. Άλλ' είναι και δικαιοσύνη. «Δίκαιος Κύριος και δικαιοσύνας ήγάπησεν, ευθύτητας είδε το πρόσωπον αύτού» (Ψαλμ. 10:7). Όταν δε εμείς οι άνθρωποι κάνουμε κατάχρηση της αγάπης τού Θεού, τότε τον λόγο λαμβάνει ή δικαιοσύνη τού Θεού και τιμωρεί την ασέβεια. Έχουν επιπο­λαιότητα και άγνοια της Γραφής όσοι ισχυρίζονται, ότι ό Θεός δεν τιμωρεί. Γεμάτη είναι ή Γραφή από λόγια και πα­ραδείγματα, πού δείχνουν, ότι ό Θεός τιμωρεί αμαρτίες και ασέβειες. Από τα αναρίθμητα αναφέρουμε εδώ ορισμένα μόνο.
    Ό Θεός δεν απείλησε τιμωρία με θά­νατο, αν οι πρωτόπλαστοι παρέβαιναν την εντολή του; Και δεν πραγματοποίη­σε την απειλή του, όταν ή παράβαση συνέβη; Την ήμερα της παραβάσεως δεν τούς έδιωξε από τον παράδεισο και από κοντά του, πράγμα πού σημαίνει πνευματικό θάνατο; Και κατόπιν δεν επέφερε και τον σωματικό θάνατο; Γιατί ό θάνατος είναι δυσάρεστος; Δεν είναι και για άλλους μεν λόγους, αλλά και διό­τι είναι ποινή, πού επιβλήθηκε στον άνθρωπο λόγω της αμαρτίας;
    Ό Θεός μετά την αμαρτία δεν υπέτα­ξε την κτίση στη φθορά; Δεν λέγει ό Απόστολος, «τη ματαιότητι ή κτίσις ύπετάγη, ούχ εκούσα, αλλά διά τον ύποτάξαντα»; (Ρωμ. 8:20). Ό Θεός δεν διέταξε στην έρημο τα φίδια να δαγκώ­νουν και να θανατώνουν τούς Ισραη­λίτες; Ό Θεός δεν διέταξε αρκούδες και κατασπάραξαν μερικά παλιόπαιδα, πού κορόιδευαν τον προφήτη Ελισαίο; Ό Θεός δεν αποστρέφει το πρόσωπο του και ταράσσονται τα σύμπαντα; Από το ύψος της μεγαλοσύνης του ό Θεός δεν ρίπτει ένα βλέμμα στη γη και την κάνει να τρέμει; Δεν εγγίζει τα όρη και εκρή­γνυνται ηφαίστεια;
    Ό Θεός δεν άνοιξε τούς καταρρά­κτες του ουρανού και έγινε ό κατακλυ­σμός και πνίγηκαν οι σαρκολάτρες; Ό Θεός δεν έβρεξε φωτιά και θειάφι από τον ουρανό και κάηκαν τα Σόδομα και Γόμορρα; Ό Θεός δεν έδωσε τις δέκα πληγές στο Φαραώ; Ό Θεός δεν διήρεσε την Ερυθρά Θάλασσα και δεν την ένωσε και δεν έπνιξε σ' αύτη τον Φαραώ με την στρατιά του; Ό Θεός δεν τιμώρη­σε και τούς Ισραηλίτες με το ν' αξιώσει από το μέγα πλήθος, πού ξεκίνησε από την Αίγυπτο, να φθάσουν στη γη της επαγγελίας μόνο δύο άτομα;
    Ό Θεός στο Μωυσή, στον Ιησού του Ναυή, στο Σαούλ, στο Δαβίδ και σε άλ­λους δεν έδωσε εντολή να πολεμούν, να σκοτώνουν και να εξοντώνουν άσεβη έθνη; Ό Θεός δεν έδωσε εντολή σε άγ­γελο και θανάτωσε 185 χιλιάδες Άσσυρίους; Ό Θεός δεν έστειλε φωτιά από τον ουρανό και θανάτωσε τούς απε­σταλμένους του Άχαάβ για να συλλά­βουν τον Ηλία; Ό Θεός δεν διέταξε τον Ηλία να σφάξει τούς προφήτες του Βάαλ; Ό Θεός δεν έδωσε εντολή να θανατώνονται οι παραβάτες του νόμου του;
    Ό Θεός και στην Παλαιά Διαθήκη και στην Καινή δεν λέγει, «Έμοί έκδίκησις, εγώ ανταποδώσω»; (Δευτ. 32:35, Ρωμ. 12:19, Έβρ. 10:30. Βλέπε και 31).
Ό Χριστός, ό ένανθρωπήσας Θεός, δεν είπε παραβολικώς, «τούς εχθρούς μου εκείνους, τούς μή θελήσαντάς με βασιλεύσαι έπ' αυτούς, άγάγετε ώδε και κατασφάξατε αυτούς έμπροσθεν μου»; (Λουκ. 19:27). Ό Χριστός δεν είπε επί­σης παραβολικώς για την καταστροφή των Ιουδαίων και της Ιερουσαλήμ από τα Ρωμαϊκά στρατεύματα, ότι «ό βασιλεύς εκείνος (αλληγορικώς ό Θεός) ώργίσθη, και πέμψας τα στρατεύματα αυτού απώλεσε τούς φονείς εκείνους και την πόλιν αυτών ένέπρησε»; (Ματθ. 22:7). Ό Χριστός για τις ήμερες της κα­ταστροφής της Ιερουσαλήμ δεν είπε, ότι είναι ήμερες «έκδικήσεως», θείας εκδικήσεως; (Λουκ. 21:22). Έξ αφορμής των Γαλιλαίων, πού έσφαξε ό Πιλάτος, και εκείνων, πού σκοτώθηκαν από την πτώση πύργου, ό Χριστός δεν είπε, «εάν μή μετανοήτε, πάντες ωσαύτως άπολείσθε»; (Λουκ. 13:3 και 5).
    Ό Χριστός δεν είπε, «Μή φοβηθήτε από των άποκτεννόντων το σώμα, την δέ ψυχήν μή δυναμένων άποκτείναι φοβήθητε δέ μάλλον τον δυνάμενον και ψυχήν και σώμα άπολέσαι έν γεέννη»; (Ματθ. 10:28). Ό Χριστός δεν είπε για άλλη Ίεζάβελ και συνδεόμενους μαζί της, «Ιδού βάλλω αυτήν εις κλίνην και τούς μοιχεύοντας μετ' αυτής εις θλίψιν μεγάλην, εάν μή μετανοήσωσιν εκ των έργων αυτής, και τα τέκνα αυτής άποκτενώ έν θανάτω, και γνώσονται πασαι αί έκκλησίαι, ότι εγώ είμι ό ερευνών νεφρούς και καρδίας, και δώσω ύμίν έκάστω κατά τα έργα υμών»; (Άποκ. 2:22-23).
    Ό Θεός δεν θανάτωσε τον Άνανία και τη Σαπφείρα, πού είπαν ψέμα και προσέβαλαν το Άγιο Πνεύμα; Ό Θεός δεν τύφλωσε τον έλύμα, τον μάγο, πού διέστρεφε τούς ευθείς δρόμους του Κυρίου;
    Ό Απόστολος δεν λέγει, «Αποκαλύ­πτεται οργή Θεού άπ' ουρανού επί πάσαν άσέβειαν και άδικίαν ανθρώπων των την άλήθειαν έν αδικία κατεχόν­των»; (Ρωμ. 1:18). Ό Απόστολος, απευ­θυνόμενος στον καταχραστή της αγά­πης του Θεού, δεν λέγει, «Κατά την σκληρότητα σου και άμετανόητον καρδίαν θησαυρίζεις σεαυτώ όργήν έν ήμέρα οργής και άποκαλύψεως και δικαιοκρισίας του Θεού, ός αποδώσει έκάστω κατά τα έργα αυτού»; (Ρωμ. 2:5-6). Απο­στολικός δεν είναι ό λόγος, «Φοβερόν το έμπεσείν εις χείρας Θεού ζώντος»; (Έβρ. 10:31).
    Τέλος, ό Θεός δεν λέγει, «Εγώ ό κτίζων κακά»; (Ήσ. 45:7). Και λόγοι προφη­τικοί, αποστολικοί, κυριακοί δεν είναι οι λόγοι της Γραφής για κρίση και δικαιοκρισία του Θεού, για ανταπόδοση από τον Κύριο κατά τα έργα εκάστου, για αιώνια καταισχύνη, για αιώνια κόλαση, για αιώνιο βασανισμό, για αιώνια δυ­στυχία των άσεβων, κακοποιών και αμετανόητων;
    Ό Θεός έχει αγάπη προς τον άν­θρωπο. Αλλά και ό άνθρωπος πρέπει να έχει αγάπη προς τον Θεό και τούς συνανθρώπους του. Και αν δεν έχει αγάπη, αλλά κακίες και κακά έργα, ό Θεός τον τιμωρεί παιδαγωγικώς, για να μετανοήσει και να διορθωθεί, ή παρα­δειγματικώς, για να ιδούν άλλοι και να φυλαχθούν από την αμαρτία ή να μετα­νοήσουν και να διορθωθούν. Ό Θεός τιμωρεί στη γη, τιμωρεί και στην αιω­νιότητα. Και στη μεν γη τιμωρεί από αγάπη και δικαιοσύνη, στη δε αιωνιό­τητα τιμωρεί από δικαιοσύνη. Και συ­νεπώς, όσοι δεν παραδέχονται τον Θεό ως τιμωρό της αμαρτίας και της ασε­βείας, αυτοί αιρετίζουν, διότι παρερ­μηνεύουν μία ιδιότητα του Θεού, την αγάπη, και καταργούν μία άλλη ιδιότη­τα του Θεού, τη δικαιοσύνη. ■ (ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΣΤΑΥΡΟΣ»)