Εφημερίδα
Αγωνιζομένων
Χριστιανών
Λαρίσης α.φ.178
Διαβάζοντας τα παρακάτω – αφού αφαιρεθούν οι ημερομηνίες –
θα νόμιζε κανείς ότι τα γραφόμενα αναφέρονται στο σήμερα. Δάνεια «ληστρικά» με
δυσμενείς όρους που διαχειρίστηκαν ξένοι “φίλοι” μας και που ποτέ δεν έφθασαν
στην Ελλάδα…, δήμευση της δημόσιας περιουσίας, κρατικά έσοδα…, “εξοπλιστικές”
παραγγελίες άχρηστου πολεμικού υλικού…, καράβια που πληρώθηκαν και δεν
παραλήφθηκαν ή μπατάρησαν καθ’ οδόν…, κυβερνήσεις διοριζόμενες, «τρόικες»…
Όλα αυτά σε κάνουν να τρελαίνεσαι και να αναρωτιέσαι:
«Άπαντες εξέκλιναν άμα ηχρειώθησαν;». Ένας δεν έμεινε με ελληνικό φιλότιμο και
χριστιανική συνείδηση ώστε να ελκύσει το έλεος του Θεού;
Από τις πρώτες ημέρες της ανεξαρτησίας της πατρίδας μας από
τον τουρκικό ζυγό, επιτακτική υπήρξε η ανάγκη δανεισμού για την κάλυψη των
άμεσων αναγκών και την προμήθεια όπλων, κανονιών και πλοίων με ενέχυρο εγγύησης
την Κρήτη, την Κύπρο… Παρ’ όλα αυτά οι πόρτες των δανειστών παρέμεναν κλειστές.
Α. ΔΑνειο
Το 1823 ο Μαυροκορδάτος (αγγλόφιλος) εξασφάλισε από την
Αγγλία δάνειο (3 Φεβρουαρίου 1824) 800.000 στερλινών με επιτόκιο 5%, χρόνο
απόσβεσης 38 έτη και υποθήκη τα εθνικά κτήματα και όλα τα δημόσια έσοδα. Η τότε
λειψή Ελλάδα ενώ χρεώθηκε το ονομαστικό ποσό των 800.000 λιρών, στο χέρι πήρε
μόνο το 59% δηλαδή 472.000 λίρες γιατί, παρακρατήθηκαν τόκοι, χρεολύσια δυο
ετών, μεσιτικά, έξοδα σύμβασης και προμήθειες – νεοελληνικά «μίζες»… – Μετά απ’
όλα αυτά κατέληξαν να φθάσουν στην επαναστατημένη χώρα μας 349.000 λίρες.
Σύμφωνα με την δανειακή σύμβαση το ποσό θα αποστέλλονταν
στις Τράπεζες Λογοθέτη και Βάρη, που είχαν την έδρα στην αγγλοκρατούμενη
Ζάκυνθο και θα παραδίδονταν τμηματικά στην ελληνική Κυβέρνηση.
Παρ’ ότι το δάνειο χαρακτηρίστηκε «ληστρικό», οι κυβερνώντες
το χαιρέτησαν ως πολιτική επιτυχία και ως έμμεση αναγνώριση του ελληνικού
κράτους.
Β’ ΔΑΝΕΙΟ
Στις 31 Ιουλίου 1824 – λίγες εβδομάδες μετά την καταστροφή
της Κάσου και των Ψαρών – και ενώ η Επανάσταση βρίσκονταν σε κρίσιμο στάδιο,
αποφασίζεται σύναψη και νέου δανείου. Το δεύτερο αυτό δάνειο το ανέλαβε ο
τραπεζιτικός οίκος των αδελφών Ρικάρδο με ονομαστικό κεφάλαιο 2.000.000 λιρών
(26 Ιανουαρίου 1825). Όπως στο πρώτο δάνειο το καθαρό ποσό περιορίστηκε, στις
816.000 λίρες, αφού το παραχωρούμενο δάνειο είχε οριστεί στο 55% του
ονομαστικού (1.100.000) και από αυτό παρακρατήθηκαν 284.000 λίρες για
προκαταβολή τόκων δύο ετών, χρεολύσια, προμήθεια και άλλες δαπάνες.
Ενώ, όμως, το ποσό του πρώτου δανείου το διαχειρίστηκε η
ελληνική κυβέρνηση – έστω με σκανδαλώδη τρόπο –, τη διαχείριση του δεύτερου
δανείου ανέλαβαν οι Άγγλοι τραπεζίτες με μέλη του Φιλελληνικού Κομιτάτου,
παραγκωνίζοντας την ελληνική κυβέρνηση. Από το δάνειο αυτό διατέθηκαν: 212.000
λίρες για αναχρηματοδότηση του πρώτου δανείου, 77.000 για αγορά όπλων και
πυροβόλων [για τα οποία γράφτηκαν τα εξής: «η ελληνική υπόθεση παραδόθηκε στην
Αγγλία… Τα κανόνια ήταν τόσο πρόχειρα κατασκευασμένα που με την πρώτη βολή
έσπαζαν οι κυλιβάντες…» (δημοσίευμα στους Τάιμς του Λονδίνου, Άγγλος Φίνλεϋ).
«Μας πασάραν όλη τη σκαρταδούρα που είχαν. Τα πολεμοφόδια και αι αποσκευαί»…
συνέκειντο εξ όσων αχρήστων πραγμάτων περιείχον αι αποθήκαι και τα οπλοστάσια
του Μονάχου…» (Υπουργός Στρατιωτικών Σπυρομήλιος μιλώντας στη Γερουσία
3/3/1860)], 160.000 λίρες για την παραγγελία 6 ατμοκίνητων πλοίων, από τα οποία
μόνον τρία έφθασαν στην Ελλάδα και από αυτά το ένα χρησιμοποιήθηκε: Ήτοι:
Το πρώτο, το «ΚΑΡΤΕΡΙΑ», το οποίο ήταν το μόνο αξιόμαχο
καράβι αρίστης κατασκευής, ήρθε ένα χρόνο αργότερα από τον προβλεπόμενο χρόνο
παράδοσης.
Το δεύτερο, η «ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΣ», μπατάρησε στον Τάμεση και με
χίλια ζόρια έφθασε στην Ελλάδα το 1828 όπου παρέμεινε αγκυροβολημένο και
άχρηστο.
Το τρίτο, ο «ΑΚΑΤΑΜΑΧΗΤΟΣ», κάηκε κατά τις δοκιμές του.
Το τέταρτο και πέμπτο (δεν δόθηκαν ονόματα) σάπισαν στο
Λονδίνο ανίκανα προς πλεύση.
Το έκτο, το «ΕΡΜΗΣ», ένα μικρό μάχιμο ατμόπλοιο κατάφερε –
αφού άλλαξε μηχανή – να φθάσει στην Ελλάδα το 1829, όταν πλέον η επανάσταση
είχε τελειώσει.
Πληρώσαμε επίσης 155.000 λίρες ως προκαταβολή για την
ναυπήγηση οκτώ φρεγατών σε ναυπηγεία της Νέας Υόρκης από τις οποίες μόνο η μία,
η «ΕΛΛΑΣ», ήρθε στην Ελλάδα, ενώ η δεύτερη πουλήθηκε για να χρηματοδοτηθεί η
πρώτη. Και να ληφθεί υπόψη ότι, οι Αμερικανοί ναυπηγοί, αφού εισέπραξαν τις 155.000
λίρες (ποσόν για τρεις φρεγάτες περίπου), ζήτησαν άλλες 80.000, μόνον για την
αποπεράτωση δύο φρεγατών, απειλώντας, ότι σε περίπτωση που δεν γίνουν αποδεκτές
οι αξιώσεις τους, θα «σκότωναν» τα ημιτελή σκάφη σε δημοπρασία! Η ελληνική
κυβέρνηση, μπροστά στην κατάσταση αυτή, δέχθηκε να πουληθεί η μία πλήρως
εξοπλισμένη και η οποία αγοράστηκε από την αμερικάνικη κυβέρνηση ονομάζοντάς
την «Brandywine». Η δεύτερη, η «ΕΛΛΑΣ», πολύ υποδεέστερη σε εξοπλισμό αλλά σε
τιμή τριπλάσια της συμφωνίας, έφθασε στο Ναύπλιο το Νοέμβριο του 1826. Ακόμα οι
δυό Έλληνες διαπραγματευτές παρακράτησαν το ποσό των 5.900 λιρών από τα δύο
δάνεια.
Γ’ ΔΑΝΕΙΟ
Όταν ανέλαβε ο Καποδίστριας Κυβερνήτης (Ιανουάριος 1828), το
δημόσιο ταμείο ήταν άδειο και τα δύο ληστρικά «δάνεια της ανεξαρτησίας», που
είχαν συναφθεί με υποθήκη τα «εθνικά κτήματα», είχαν κάνει φτερά, ενώ ήταν
ανέφικτος ένας νέος δανεισμός για το απροσδιόριστο ακόμα διεθνώς ελληνικό
κράτος-μόρφωμα. Ο ιστορικός Α. Ανδρεάδης περιγράφει: «Η πίστις του Έθνους είχε
τοσούτον εκπέσει, ώστε όλαι αι υπό του Καποδιστρίου γενόμεναι απόπειραι, έστω
και μικρών δανείων (λ.χ. από το Ιόνιο Κράτος ή από κεφαλαιούχους) απέτυχον.
Όθεν διείδεν ότι ο μόνος τρόπος, όπως εξέλθη του αδιεξόδου ήτο να εγγυηθώσιν αι
Δυνάμεις δάνειον 60 εκ. (γαλλικά φράγκα) – ποσό όπερ εύρισκεν επαρκές – και
όπως προέλθη εις συμβιβασμόν με τους δανειστάς του 1824 και 1825…».
Ο Κυβερνήτης Καποδίστριας έθεσε στην Δ΄ Εθνική Συνέλευση στο
Άργος (11/7-6/8/1829) ως επιτακτική ανάγκη την σύναψη ενός νέου δανείου,
υπολογίζοντας ως ελάχιστο το ποσό των 60.000.000 φράγκων, που χρειαζόταν για
την οικοδόμηση του κράτους, δηλ. για να καλύψει τις άμεσες υποχρεώσεις, και να
γίνουν οι πρώτες δημόσιες δαπάνες που θα κινούσαν ξανά το μηχανισμό της
οικονομίας. Και η Συνέλευση με το τρίτο ψήφισμά της ενέκρινε τη σύναψη
εξωτερικού δανείου.
Παρά τις προσπάθειές του ο Καποδίστριας δεν μπόρεσε να
εξασφαλίσει εγγυημένο δάνειο από τις τρεις μεγάλες Δυνάμεις – την τρόικα της
εποχής – Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία. Μπόρεσε όμως να προωθήσει αποφασιστικά την ιδέα.
Στον επόμενο χρόνο, στο Συνέδριο του Λονδίνου, το 1830, οι Δυνάμεις θα δεχθούν
να εγγυηθούν ένα δάνειο των 60.000.000, αλλά ο Καποδίστριας δεν πρόλαβε να
εξασφαλίσει την οριστική συμφωνία διότι δολοφονήθηκε στις 27 Σεπτεμβρίου 1831.
Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΟΘΩΝΑΣ
Πριν ακόμη δολοφονηθεί ο Καποδίστριας οι “προστάτιδες”
δυνάμεις άρχισαν να ψάχνουν για Βασιλιά. Στην αρχή βρήκαν τον Λεοπόλδο του Σαξ
– Κόβουργου, τον οποίο ο Καποδίστριας κατάφερε να μην δεχθεί το στέμμα. Μετά
σκέφτηκαν τον γιο του Ναπολέοντα μα εδώ δεν το δέχθηκε ο ίδιος ο Ναπολέοντας.
Τότε οι “Μεγάλες Δυνάμεις”, χωρίς καν να ρωτήσουν τους Έλληνες, μας επέβαλαν
(13 Φεβρουαρίου 1832) ένα παιδαρέλι (17 ετών) για Βασιλιά, τον Όθωνα, χωρίς να
τους καίγεται καρφί αν ο καινούργιος Βασιλιάς ήτανε ένα άμυαλο παιδί, ολότελα
ξένο με την ψυχή, τους πόθους, τους καημούς και τα βάσανα του λαού που θα
κυβερνούσε.
Ο Όθωνας ερχόμενος στην Ελλάδα (18 Ιανουαρίου 1833) μας
έφερε και δώρα!!! Πρώτα τους “εθελοντές” Βαυαρούς στρατιώτες και αξιωματικούς
που στοίχισαν τον πρώτο χρόνο 4.748.050 δραχμές. β) Η Βασιλική χορηγία 986.801
δραχμές (σε έσοδα του κράτους ολόκληρο το χρόνο ήταν 7.721.370 δρχ.) γ) τους
τρεις αντιβασιλιάδες και κοντά σ’ αυτούς μια συνοδεία από ολόκληρο ακριδολόι
τυχοδιωκτών, κερδοσκόπων, τοκογλύφων, χρεοκοπημένων “σοφών” και κάθε καρυδιάς
καρύδι. Είχαν μυρισθεί το μεγάλο δάνειο που υπέγραψαν οι τρεις “προστάτιδες”
Δυνάμεις και η Βαυαρία στο Λονδίνο 25-27/5/1832. Αυτό το δάνειο το
διαπραγματεύτηκε η “Τρόικα” με τον οίκο Είχταλ του Μονάχου. Αυτός το μεταβίβασε
στον οίκο Άγναδο, και τούτος το ανέθεσε στον μεγαλύτερο τοκογλύφο του κόσμου
τον Τόρσιλδ, ο οποίος μας έδωσε με πραγματική τιμή 94% (δηλαδή από 60.000.000
που ήταν το δάνειο, μας δώσανε 57.000.000). Από το ποσό αυτό κράτησαν, οι
τοκογλύφοι τραπεζίτες 33.000.000 για προκαταβολικούς τόκους, χρεολύσια και
λοιπά έξοδα δανείου (έως το 1843), οι δε τρεις Δυνάμεις κράτησαν 2.500.000
φράγκα για εξόφληση προκαταβολών που είχαν δώσει. Από τα υπόλοιπα, (33 +2.500=
35.500 -57 =21.500) αποφασίστηκε να δώσουν στην Τουρκία 12.531.000, για την
εξαγορά δήθεν των επαρχιών της Αττικής, της Εύβοιας και της Φθιώτιδας, η οποία
τελικά δεν πήρε φράγκο, γιατί ο όρος αυτός της αποζημίωσης μπήκε στην συμφωνία
επίτηδες για να πάρει η τσαρική Ρωσία μίαν αποζημίωση 6.000.000 που είχε καταδικαστεί
να της πληρώσει η Τουρκία. Τα υπόλοιπα
6.531.000 τα μοιράστηκαν οι άλλοι δύο συνέταιροι (Αγγλία – Γαλλία).
ΤΟ ΦΑΓΟΠΟΤΙ ΤΩΝ ΒΑΥΑΡΩΝ
Τα 9.000.000 περίπου που έμειναν για μας τα καταβρόχθισαν
μέχρι τελευταία πεντάρα οι Βαυαροί.
Από το δάνειο του Όθωνα για την Ελλάδα, ουσιαστικά, στα
ταμεία του Ελληνικού Κράτους δεν πήγε ούτε ένα μονόλεπτο, ούτε μισό λεπτό! Ο
Εγγλέζος ιστορικός Φίνλευ έγραφε: «Συνεκρότησαν εν Μονάχω σύσκεψιν καθ’ ην,
μεταξύ πολλών άλλων επαίσχυντων καταχρήσεων των Ελληνικών χρημάτων, πρόσθεσαν
σχεδόν 4.500 λίρες εις τον μισθόν του κόμητος Αρμανεμπεργκ (αντιβασιλιάς) δια
να δύναται αυτός να δίδει χοροεσπερίδας δια τους ξένους και τους Φαναριώτας!!».
Ο δε Π. Χαλκιόπουλος έγραφε: «Οι Βαυαροί πρώτοι, μας έδωσαν
το παράδειγμα της καταχρήσεως του σφετερισμού και σπατάλης των Δημοσίων… Η
χρήσις του δανείου των 60.000.000 ήτο ζωηρά εικών, εις τα όμματα των Ελλήνων,
σπατάλη ανήκουστη. Βαυαροί διαχειριζόμενοι δημόσια χρήματα έκλεπταν και δια να
μη καταδιωχθώσιν, εξεδιώκοντο κρυφά εις την αλλοδαπήν. Εις εξ αυτών ήτο και ο
Βαυαρός δικαστής Στρατομάιερ, όστις μεταφερθείς υπό συνοδείαν Βαυαρών εις
Ναύπλιον και εκεί επιβιβασθείς εις πλοίον ξένης δυνάμεως, ανεχώρησε δια την
Τεργέστην, όπως αποφύγη η Βασιλεία την εντροπήν της επί κλοπή καταδίκης
δικαστού Βαυαρού…».
Ο Γούδας, βεβαιώνοντας πως τα δάνεια πήγαν στις τσέπες των
Βαυαρών, λέει: «Ωκοδομήθηκαν στιλπνοί περί το Μόναχον επαύλεις, ενώ οι μεν
αγωνισταί απέθνησκον επί της ψάθας, αι δε χήραι και τα ορφανά αυτών δεν είχον
πώς να κρύψωσι την γυμνότητά των».
Και να σκεφθεί κανείς ότι τα ποσά των δανείων την εποχή
εκείνη ήταν τεράστια και παρείχαν τη δυνατότητα στη χώρα μας για μια ολόπλευρη
ανάπτυξη και πρόοδο. Δυστυχώς, όχι μόνο δεν έγινε αυτό, αλλ’ αντίθετα υπήρξαν
αφορμή να μεταβληθεί η Ελλάδα σε κλοτσοσκούφι των ξένων και διεθνών τοκογλύφων,
συντελώντας σ’ αυτό ασυνείδητοι Έλληνες πολιτικοί, Γερμανοί κυβερνήτες και
άλλοι που διεκδικούν τον τίτλο του πολιτισμένου.
Μετά από αυτή την ιστορική διαδρομή σε τί, θα μπορούσαμε να
πούμε, διαφέρουν τα τότε δάνεια με τα σημερινά;
Μία από τα ίδια. Αν και χριστιανικοί λαοί εξακολουθούμε να
είμαστε «ο άνθρωπος για τον άνθρωπο λύκος».